Ἀφύσικη κατάσταση ἡ ὁμοφυλοφιλία
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
1. Κατὰ φύσιν καὶ παρὰ φύσιν
Δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὅτι στὴν πανανθρώπινη ἱστορία, τὴν προχριστιανικὴ καὶ τὴν μεταχριστιανική, σὲ ὅλες τὶς μορφὲς κοινωνικῆς συμβίωσης, σὲ ὅλους τοὺς τόπους καὶ σὲ ὅλους τοὺς λαούς, ὁ γάμος ἐννοεῖται καὶ ὁρίζεται ὡς σαρκικὴ ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ἀπὸ τὴν ὁποία μὲ τὴν γέννηση τέκνων ἐξασφαλίζεται ἡ διαιώνιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ συνέχιση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ εἶναι τόσο αὐτονόητο καὶ ἀναμφίβολο, ὥστε περιττεύει ἡ παράθεση μαρτυριῶν, ὅπως θὰ ἐπερίττευε καὶ ἡ συζήτηση γιὰ τὸ ἂν οἱ ρίζες τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν βυθίζονται στὴν γῆ ἤ αἰωροῦνται στὸν ἀέρα καὶ γιὰ τὸ ἂν ἡ φωτιὰ ἔχει καυστικὲς καταστρεπτικὲς συνέπειες. Ὅποιος ἀγνοήσει τὴν φυσικὴ τάξη, τοὺς φυσικοὺς νόμους, τὴν φυσικὴ χρήση, καὶ ἐπιχειρήσει τὰ ἀντίθετα, τὰ παρὰ φύσιν, ὡς πρὸς τὰ δύο παραδείγματα ποὺ μνημονεύσαμε θὰ συμβεῖ ὥστε τὰ δένδρα καὶ τὰ φυτὰ μὲ τὶς ρίζες στὸν ἀέρα νὰ ξεραθοῦν, καὶ ἡ φωτιὰ νὰ κάψει καὶ νὰ καταστρέψει ὅποιον ἀγνοήσει τὴν φυσικὴ καυστική της δύναμη. Ὡς πρὸς τὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ ἀλλάξει τὴν φυσικὴ τάξη καὶ τὴν δύναμη τοῦ γάμου, ἀπὸ τὸ κατὰ φύσιν στὸ παρὰ φύσιν, θὰ ὑπάρξουν καταστροφικὲς συνέπειες στὴν κοινωνικὴ ζωή, στὶς οἰκογένειες, στὴν συνέχεια τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, στὴν ὕπαρξη ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς, θὰ κυριαρχήσει ὄχι ἡ ζωὴ ἀλλὰ ὁ θάνατος.
Ἐπειδὴ ὅμως τὰ αὐτονόητα δὲν εἶναι αὐτονόητα στὸν ἀνάποδο κόσμο ποὺ ζοῦμε, ὅπου ὅλα ἔγιναν ἄνω κάτω, τὸ ἄσπρο μαῦρο καὶ τὸ φῶς σκοτάδι, θὰ μνημονεύσω μόνον δύο μαρτυρίες, γενικὰ παραδεκτὲς μέχρι τώρα, γιὰ τὸ ὅτι ὁ γάμος ὁ κατὰ φύσιν εἶναι ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός, δύο προσώπων διαφορετικοῦ φύλου καὶ ὄχι τοῦ ἰδίου φύλου. Ὁ Θεάνθρωπος ἐν πρώτοις Χριστὸς ὑπενθυμίζοντας στοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους ὅλων τῶν ἐποχῶν τὴν φυσικὴ τάξη ποὺ ἔθεσε ὁ Θεὸς τοὺς εἶπε τὰ ἑξῆς σὲ μετάφραση, μὲ τὸ κείμενο στὴν ὑποσημείωση: «Δὲν διαβάσατε ὅτι ὁ Δημιουργὸς τοὺς ἔκανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἄνδρα καὶ γυναίκα καὶ τοὺς εἶπε: “Γι᾽ αὐτὸ θὰ ἐγκαταλείψει ὁ ἄνδρας τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθεῖ στὴ γυναίκα του καὶ θὰ γίνουν οἱ δύο μία σάρκα”; Ὥστε δὲν εἶναι πλέον δύο, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος. Ὅ,τι λοιπὸν συνένωσε ὁ Θεός, δὲν πρέπει νὰ τὸ χωρίζει ὁ ἄνθρωπος»[1]. Ἡ δεύτερη μαρτυρία εἶναι ὁ ὁρισμὸς τοῦ γάμου, ὅπως τὸν διατύπωσε ὁ Ρωμαῖος Νομοδιδάσκαλος Μοδεστῖνος (3ος αἰ. μ.Χ.), ὁ ὁποῖος συνοψίζει ὅσα ἐπὶ χιλιετίες μέχρι σήμερα δέχεται ἡ Ἐπιστήμη καὶ ἡ Νομολογία. Κατὰ τὸν καθηγητὴ Τηλέμαχο Φιλιππίδη ὁ ὁρισμὸς αὐτὸς παραμένει ἀναλλοίωτος[2]. Τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν βασικὸ στοιχεῖο τοῦ γάμου καὶ τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ Μοδεστίνου εἶναι ἡ ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός: «Γάμος ἐστὶν ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνάφεια καὶ συγκλήρωσις τοῦ βίου παντός, θείου τε καὶ ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Ὁ ὁρισμὸς συμβαδίζει μὲ τὴν περὶ γάμου Χριστιανικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀνύψωσε τὸν γάμο σὲ μυστήριο θείας ἀρχῆς, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὸν δεσμὸ Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας[3]. Κατὰ τὸν συντάκτη τοῦ σχετικοῦ λήμματος στὸ «Νεώτερο Ἐγκυκλοπαιδικὸ Λεξικό» τοῦ «Ἡλίου» τὸν ὁρισμὸ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ρωμαίου Νομοδιδασκάλου «ἀπεδέχθη καὶ ἐπεκύρωσεν ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἐν συνεχείᾳ αἱ ἠθικαὶ ἀντιλήψεις τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ νεωτέρου κόσμου»[4].