Πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΘΕΪΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΤΟΝ ΠΑΡΙΟ
Η έρευνα της περιόδου του «Ελληνικού Διαφωτισμού» (1700-1821) έχει ήδη στραφεί στη μελέτη της «γλώσσας», του γλωσσικού κώδικα, των εκπροσώπων των αντιπάλων παρατάξεων, διότι η ωφέλεια που προκύπτει από τη διακρίβωση του εννοιολογικού περιεχομένου της χρησιμοποιουμένης εκατέρωθεν ορολογίας, τόσο της εισαγόμενης από τον ευρωπαϊκό χώρο, όσο και της ελληνικής, συμβάλλει στην ορθή κατανόηση και αξιολόγηση της αποφασιστικής για την πορεία του Ελληνισμού ιδεολογικής αυτής διαπάλης.
Η μελέτη των πολεμικών κειμένων του αγίου Αθανασίου του Παρίου με έπεισε, ότι κάποιοι όροι, που αναδύονται συνεχώς στο λόγο του ως termini προσφέρονται σε μία παρόμοια ερμηνευτική διερεύνηση, διότι κατέχουν καθοριστική θέση στο πολεμικο-απολογητικό οπλοστάσιό του. Τέτοιοι είναι λ.χ. οι όροι αθεΐα, μακαριότης, ευδαιμονία, ελευθερία, φιλοσοφία κ.α., που συνιστούν πραγματικά κλειδιά στην προσέγγιση της ιδεολογίας και ευρύτερα της σκέψεώς του. Με τον όρο «αθεΐα» και τα παράγωγά του, αλλά και τις χρηστικές προεκτάσεις και εφαρμογές του θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Βέβαια, ο Πάριος δεν είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο αθεΐα εν αναφορά προς την Ευρώπη ή τους μετακενωτές των ιδεών της στην καθ’ ημάς ανατολή. Στα έργα του όμως καταλαμβάνει κεντρική θέση. Στο βασικό πολεμικό του έργο, την «Απολογία Χριστιανική», η λέξη «αθεΐα» εμφανίζεται με μια εκφραστική διασάφηση στις πρώτες σελίδες: «Εσύνθεσα το βραχύ τούτο βιβλιάριον κατά των αθεωτάτων λεμπερτίνων (…) ωσάν ένα προφυλακτικόν ιατρικόν εις εκείνους, οπού θείω ελέει ακόμα δεν έπιον το βολταιρικόν φαρμάκι». Προλογίζοντας δε το έργο του «Αλεξίκακον φάρμακον» διευκρινίζει, ότι «αυτήν δη ταύτην ( = την αθεΐαν) το παρόν εγχειρίδιον (με τη διπλή σημασία της λέξεως!) υπόσχεται να καταπολεμήση».
Η ΑΘΕΪΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Ο άγιος Αθανάσιος προσδιορίζει την «δυσώνυμον και κακέμφατον» αθεΐαν ως «όντως άκραν και όντως μεγάλην κακίαν», διότι είναι «το έσχατον και ακρότατον των κακών», αφού στρέφεται κατά του ίδιου του Θεού. «Μόνη η αθεΐα… ούτω φανερά και αναφανδόν υβρίζει τον Θεόν». Δεν εντάσσεται στον ηθικό προβληματισμό ως «παράβασις των εντολών του Θεού» και «αθέτησις του θείου νόμου», κάτι στο οποίο εμπλέκεται κάθε άνθρωπος, αλλά αθετεί και απορρίπτει «τον Θεόν των όλων». Την ονομάζει «πολύμορφον» και δανείζεται από τους «σοφούς» τη διάκριση των «αθέων» σε «αποφατικούς» και «θετικούς». Οι πρώτοι «δεν έχουσιν ολότελα (καθόλου) εις την ψυχήν των ιδέαν της θεότητος» (ο Λώκ π.χ. αρνείται το έμφυτο της θρησκευτικότητας), ενώ οι δεύτεροι είναι «οι Θεού μεν ιδέαν έχοντες και Θεόν γινώσκοντες εξ αυτής γεννήσεως, κατά Θεού δε φερόμενοι και μηδέ όλως είναι Θεόν λέγοντες». Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή που προκαλεί τη συνείδηση του συγγραφέα μας και σ’ αυτήν κατατάσσει τους εξωτερικούς και εσωτερικούς αποδέκτες των βελών του. Και τούτο, διότι συνιστά αληθινή θεομαχία («αντίθεος αθεΐα»).
Ο Αθανάσιος διαφοροποιεί τη νεώτερη αθεΐα από την αρχαία ειδωλολατρία, με βάση τον Απ. Παύλο. Ο Απόστολος, παρατηρεί, «κατακρίνει τους παλαιούς Έλληνας (= εθνικούς), όχι ότι ηρνούντο ούτοι την ύπαρξιν του Θεού, αλλ’ επειδή γνόντες τον Θεόν (…), το φοβερόν όνομα του αληθινού Θεού το έδωκαν εις τα άψυχα και αναίσθητα κτίσματα και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον Κτίσαντα». Οι παλαιοί διώκτες του Χριστιανισμού («άθεοι τύραννοι») «δεν ήσαν άθεοι» κατ’ ουσίαν. Ο Παύλος εντούτοις τους αποκαλεί «αθέους», διότι «ζώσιν άνευ Χριστού», έχοντας υποκαταστήσει τον αληθινό Θεό με τους ψευδείς θεούς των ειδώλων. Αρνούμενοι, λοιπόν, οι σύγχρονοι άθεοι τη χριστιανική πίστη ζουν «καθώς ένα καιρόν τα έθνη, χωρίς Χριστού (…) ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν κοσμώ», κατά τον Απ. Παύλο. Τους αθέους ταυτίζει με τον «άφρονα» του Ψαλμού 13 (στ. 1), καταλογίζοντάς τους «μωρία», «παραφροσύνη», «μανία» και «φρενών έκσπασιν».