Σελίδες

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΩΜΑΣΤΕ ΜΕ ΟΛΟΥΣ;


Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Θεσσαλονικεῖς ἀναφερόμενος στό θέμα τῆς μή ἐργασίας κάποιων ἀπό τούς Χριστιανούς καί γιά τό πῶς πρέπει νά τούς ἀντιμετωπίσει ἡ τοπική Ἐκκλησία:
Β΄Θεσ. 3, 14:Εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν͵ διὰ τῆς ἐπιστολῆς τοῦτον σημειοῦσθε.
Πρόσεξε τήν ταπεινοφροσύνη τοῦ ἁγίου Παύλου. Δέν εἶπε ὅτι αὐτός πού παρακούει, παρακούει ἐμένα (ὅπως ἦταν ἄλλωστε ἡ ἀλήθεια) ἀλλά μέ ἡρεμία καί ταπείνωση ἐκφραζόμενος, μόνο τό ὑπονοεῖ. Καί λέγει: «ἐκεῖνον πού παρακούει στόν λόγο σας» (πού εἶναι καί δικός Του δηλ. τοῦ Ἀποστόλου) «αὐτόν νά τόν σημειώνετε, νά τόν ξεχωρίζετε, καί νά μήν τόν συναναστρέφεσθε».

Τοῦτον σημειοῦσθε.
Τούς προτρέπει νά σημειώνουν αὐτόν, πού δέν ὑπακούει γιά νά μήν ξεφεύγει· νά τόν γνωρίζουν καί νά μήν τόν συναναστρέφονται. Τά ζητήματα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τά πιό σημαντικά καί πρέπει νά τά ἀντιμετωπίζουμε μέ σοβαρότητα, ἐπιμέλεια, συστηματικότητα καί προσοχή. «Ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τά ἔργα τοῦ Κυρίου ἀμελῶς» μᾶς λέγει ὁ Προφήτης Ἱερεμίας[1].          
                       
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         
Μὴ συναναμίγνυσθε αὐτῷ͵ ἵνα ἐντραπῇ·.
Τούς λέει μέ ἄλλα λόγια: «Δέν εἶναι μικρή παιδεία τό νά μήν τόν συναστρέφεσθε. Ἀπό τήν μή συναναστροφή προκύπτει ἐντροπή γιαυτόν. Ἐπίσης τό γεγονός ὅτι παίρνει ἐλεημοσύνη τοῦ προξενεῖ ἄλλη ἐντροπή. Αὐτή ἡ διπλῆ ἐντροπή τόν κάνει νά διορθωθεῖ δηλ. νά ἀρχίσει νά ἐργάζεται καί νά μήν ἀτακτῆ».
   Ἐκεῖνα τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια ἦταν μεγάλη τιμωρία τό νά εἶσαι χωρισμένος ἀπό τήν ἀδελφότητα. Αὐτό ἦταν ὁ λεγόμενος ἀφορισμός. Σήμερα δυστυχῶς αὐτό δέν θεωρεῖται σημαντικό. Ἀντίθετα μάλιστα πολλοί χωρίζονται ἀπό μόνοι τους μή συμμετέχοντας στίς Ἐκκλησιαστικές λατρευτικές συνάξεις καί στίς Θεῖες Λειτουργίες.  Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐντραπεῖ γιά τό σφάλμα του τότε διορθώνεται. Ὁ ἀφορισμός, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τούς ἁμαρτάνοντας αὐτόν τόν σκοπό ἔχει.
Διδάγμα: Ἡ ἐντροπή, τό «φιλότιμο», ἡ ἐλεύθερη συγκατάθεση, ἡ αὐτοκατάκριση, ἡ ἀγάπη, εἶναι αὐτά, πού ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν ἀληθινή καί γνήσια μετάνοια. Ἀντίθετα ὁ ἐξαναγκασμός, ἡ βία, ἡ πίεση, δέν ἔχουν θετικά ἀποτελέσματα, ὅταν προσπαθοῦμε νά διορθώσουμε κάποιον. Μόνον ὅταν ἐκεῖνος συναισθανθεῖ τό σφάλμα του καί ἐντραπεῖ θά θελήσει νά διορθωθεῖ. Τότε θά ἔχει ἀξία καί ἡ Μετάνοια του. Διότι ἀρετή πού δέν γίνεται ἐλεύθερα ἀλλά ἀναγκαστικά, δέν εἶναι ἀληθινή ἀρετή. Τό ἴδιο ἰσχύει βέβαια καί γιά τήν Μετάνοια.
Ἄν πραγματικά θέλουμε νά βοηθήσουμε κάποιον θά πρέπει νά τόν ἀφήσουμε ἐλεύθερο νά συναισθανθεῖ τό τί ἔκανε δείχνοντάς του μακροθυμία, ἀγάπη καί προπαντός συγχωρώντας τον καί κάνοντας προσευχή. Τότε εἶναι σάν νά τοῦ βάζουμε ἀναμμένα κάρβουνα στό κεφάλι του σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου: «Μήν παίρνετε ἐκδίκηση ἀπό μόνοι σας, ἀγαπητοί ἀλλά δῶστε τόπο στήν ὀργή (μήν ἐπιτρέψετε νά σᾶς καταλάβει ἡ ὀργή· δῶστε της τόπο καί τρόπο γιά νά φύγει). Δική Μου εἶναι ἡ ἐκδίκηση, ἐγώ θά ἀνταποδώσω, λέγει ὁ Κύριος. Ἀλλά ἐάν πεινᾶ ὁ ἐχθρός σου, δίνε του ψωμί (καί ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τήν διατροφή του) ἐάν διψᾶ, πότιζέ τον. Διότι κάνοντας ἔτσι, θά συσσωρεύσεις ἀναμμένα κάρβουνα στό κεφάλι του. Μή νικιέσαι ἀπό τό κακό ἀλλά νίκα μέ τό καλό τό κακό»[2].

 Περί τοῦ ἀφορισμοῦ ὡς παιδαγωγίας πρός ἐντροπή καί διόρθωση
Ὁ ἀφορισμός παλαιότερα ἦταν τριῶν εἰδῶν: 1) Ἀφώριζαν τόν ἁμαρτάνοντα ἀπό τήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων Μυστηρίων μόνον. Αὐτός στεκόταν μαζί μέ τούς ἄλλους Χριστιανούς καί συμπροσηύχετο. 2) Ἀφώριζαν τόν ἁμαρτάνοντα καί ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῶν Χριστιανῶν, καί συναναστροφήν αὐτῶν, καθώς δηλώνεται αὐτό καί ἀπό τό ρητό τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου καί 3) Ἀφώριζαν τόν κληρικό, ὅταν ἁμάρτανε ἀπό τούς συγκληρικούς του· γιά παράδειγμα τόν Ἀρχιερέα ἀπό τούς ἄλλους Ἀρχιερεῖς· τόν Πρεσβύτερον ἀπό τούς συμπρεσβυτέρους του, τόν Διάκονον ἀπό τούς Διακόνους.
Δέν πρέπει ὁ ἀφορισμός νά χωρίζει τόν πιστόν ἀπό τήν Ἁγία καί Ὁμοούσιο Τριάδα ἀλλά νά εἶναι (ὁ ἀφορισμός) εἴτε α)ἀκοινωνησία, εἴτε β)ἐξωεκκλησιασμός. Δέν πρέπει ὁ ἀφοριζόμενος νά ἔχει τό ἐπιτίμιο, τοῦ νά μένει καί μετά τόν θάνατό του ἄλυτος καί ἀσυγχώρητος, καθώς συνηθιζόταν νά γράφεται στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Διότι ὁ ἀφορισμός αὐτός, δέν διαφέρει καθόλου ἀπό τό ἀνάθεμα.
 Λέγει δέ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι οἱ σύγχρονοί Του Χριστιανοί δέν τό θεωροῦσαν μεγάλο κακό, τό νά συναναστρέφονται μέ τούς κακούς. (Τό ἴδιο δυστυχῶς συμβαίνει καί μέ τούς σημερινούς «χριστιανούς» πού λένε μέ θράσος: «Τί λοιπόν ἀκοινώνητοι θά γίνουμε;» καί δικαιολογοῦν ἔτσι τήν συμμετοχή τους στίς κοσμικές ἐκδηλώσεις καί φιέστες συναναστρεφόμενοι ἀδιάκριτα τούς πάντες). Ὅμως, λέγει πάλι ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι προξενεῖ μεγάλη ὠφέλεια στούς κακούς, τό νά μήν τούς συναναστρέφωνται οἱ Χριστιανοί. Ἔτσι ὠφελήθηκε ὁ πόρνος τῆς Κορίνθου. Τόσο ἐσυστάλθηκε καί μετανόησε ἐξ αἰτίας τοῦ χωρισμοῦ του ἀπό τούς ἄλλους Χριστιανούς, ὥστε εἶπε γιαυτόν ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «ἀρκεῖ σ’ αὐτόν ἡ ἐπιτιμία αὕτη»[3].
Συμπεραίνουμε μάλιστα, ἀπό τήν προτροπή τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου («μή συναναμίγνυσθε αὐτῷ») ὅτι ἐάν πρέπει νά χωριζόμαστε ἀπό τούς ἀνθρώπους, πού δέν ἐργάζονται, πολύ περισσότερο θά πρέπει νά χωριζόμαστε ἀπό τούς ἄλλους κακούς ἀνθρώπους πού ἁμαρτάνουν φανερά. Γιαυτό ἀκριβῶς σέ ἄλλη περίσταση ὁ ἅγιος Παῦλος λέγει στούς Κορινθίους: «Σᾶς ἔγραψα νά μήν συναναστρέφεσθε μέ κάποιον ἀδελφόν ἐάν αὐτός εἶναι πόρνος ἤ πλεονέκτης ἤ εἰδωλολάτρης ἤ λοίδορος ἤ μέθυσος ἤ ἅρπαγας· μ’ αὐτόν οὔτε νά τρῶτε μαζί του»[4]. Κάνει ἐντύπωση τό οὔτε νά τρῶτε μαζί του.
Δίδαγμα –Πρακτικά: Πόσο διδακτικά καί βοηθητικά εἶναι αὐτά γιά τόν σύγχρονο χριστιανό ὁ ὁποῖος ἔχει νά παλέψει μ’ ἕναν κόσμο ἀποστατημένο, ἀδιάφορο γιά τήν σωτηρία του καί πολλές φορές ἐχθρικό ἀπέναντι στόν Θεό καί τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς. Ὁ συναγελασμός, ἡ συναναστροφή καί φιλία μέ κοσμικούς εἶναι ὀλέθρια γιά τήν πνευματική ζωή.
 Ἄν ὁ ἄνθρωπος:
1)δέν ἀρνηθεῖ τόν παλαιό ἑαυτό του μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες του,
2)δέν καταπολεμήσει τά κενόδοξα, ἀνθρωπάρεσκα καί ἐγωιστικά θελήματά του,
3)δέν ἀνατρέψει κάθε προηγούμενη σχέση, γνώση, συνήθεια, ἀντίληψη, θεώρηση προσώπων καί πραγμάτων, δέν μπορεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Χριστόν.
4) Ἄν ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος δέν ἀποταχθεῖ πάντα τά «ὑπάρχοντά» (γνωριμίες, κοσμικές φιλίες, πράγματα, ἀντιλήψεις, ἄρρωστες ἀγάπες) του γινόμενος τελείως «ἀκτήμων», δέν μπορεῖ νά χαρεῖ τήν Οὐράνια Βασιλεία καί Χαρά τοῦ Παραδείσου. Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε σαφῶς: «Κάθε ἕνας ἀπό σᾶς ὁ ὁποῖος δέν ἀποτάσσεται ὅλα τά ὑπάρχοντά του δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου»[5].
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀποταχθεῖ ὅλη τήν ὑλική καί πνευματική του περιουσία καί νά κρατήσει μόνον τόν Κύριο.
Δηλ. ὁ ἄνθρωπος, πού θέλει νά εἶναι ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ, θά πρέπει νά ἀποταχθεῖ ἀπό:
 α)ὅλα τα ὑλικά ἀγαθά του, τά ὁποῖα τοῦ εἶναι περιττά· ἀλλά καί ὅσα κρατήσει ὡς ἀπαραίτητα νά τά ἔχει σάν νά μήν τά ἔχει, (δηλ. ὁ νοῦς του νά μήν εἶναι σ’ αὐτά καί ἡ καρδιά του νά μήν εἶναι κολλημένη σ’ αὐτά) καί
β) ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά του, ὅλους τούς λογισμούς, τίς ἰδέες, προκαταλήψεις, κοινωνικά στερεότυπα, γνώσεις, ἐπιθυμίες, ἀγάπες, προσκολλήσεις, ὁρμές, καί νά κρατήσει μόνον τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν τήν Ἁγία Του Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί ὅ,τι σχετίζεται μέ τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος.
Τέλος ἄν ὁ ἄνθρωπος
5) δέν φθάσει στό «ἄμισον μίσος» ἀπέναντι ὅλων ἐκείνων (ἀκόμη καί τῶν πολύ στενῶν συγγενῶν του), πού τόν ἐμποδίζουν νά εἶναι μέ τόν Κύριο, αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής τοῦ Κυρίου. «Ἄμισο μίσος» εἶναι ἡ τοπική καί τροπική ἀπομάκρυνση, χωρίς ὅμως ἀντιπάθεια καί ἔλλειψη τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης. Ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι ξεκάθαρος:«Εἴ τις ἔρχεται πρὸς με͵ καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὑτοῦ͵ καὶ τὴν μητέρα͵ καὶ τὴν γυναῖκα αὑτοῦ͵ καὶ τὰ τέκνα͵ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς͵ καὶ τὰς ἀδελφὰς͵ ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν͵ οὐ δύναταί μου εἶναι μαθητής»[6].
Λέγει ὁ Μ. Βασίλειος σχολιάζοντας τόν ἀνωτέρω λόγο τοῦ Κυρίου μας ὅτι: Μέ τήν λέξη μίσος ὁ Κύριος ἐννοεῖ ὄχι τήν κακία ἀλλά τήν ἀρετή, τήν καλή χρησιμοποίηση τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἐπιθυμίας. Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γιά «μίσος» πού δέν σκέπτεται κακά γιά τούς ἄλλους, ἀλλά γιά «μίσος» πού προκαλεῖ τήν ἀρετή τῆς θεοσέβειας, ἐπειδή μᾶς ὁδηγεῖ στήν παρακοή αὐτῶν πού μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Κύριο[7]. Αὐτή ἡ παρακοή εἶναι ἐπιβεβλημένη, σωτήρια καί κατορθωτή μόνο ἐάν μισήσουμε κάθε τί πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!



[1] Ἱερ. 31, 10: «ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς»
[2]Ρωμ. 12, 19-21:«μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες͵ ἀγαπητοί͵ ἀλλὰ δότε τόπον τῇ ὀργῇ͵ γέγραπται γάρ͵ Ἐμοὶ ἐκδίκησις͵ ἐγὼ ἀνταποδώσω͵ λέγει Κύριος. 12.20 ἀλλὰ ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου͵ ψώμιζε αὐτόν· ἐὰν διψᾷ͵ πότιζε αὐτόν· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 12.21 μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ͵ ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν».
[3] Β΄ Κορ. 2, 6: «ἱκανὸν τῷ τοιούτῳ ἡ ἐπιτιμία αὕτη ἡ ὑπὸ τῶν πλειόνων».
[4]Α΄ Κορ. 5, 11:«νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ μέθυσος ἢ ἅρπαξ͵ τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν».
[5]Λουκ. 14, 33:«Πᾶς ἐξ ὑμῶν ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσιν τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής».
[6] Λκ. 14, 26.
[7]Μ. Βασιλείου, Περί Βαπτίσματος, Λόγος Α΄, Work #051 31.1517.25  to     Work #052 31.1520.18 31.1513  Μῖσος δηλονότι͵ οὐ μελέτην ἐμποιοῦν ἐπιβουλῆς͵ ἀλλ΄ ἀρετὴν θεοσεβείας ἐν παρακοῇ τῶν ἀφελκόντων.
π. Σάββας 
 http://hristospanagia.blogspot.com/
Πηγή εἰκόνας:
 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiy6gVE4xjeK1ku8h9khAfYhxPH0v94lqj-Mg3OzOLwrvrL3rW7ErzvWswB7VXR_JUAM7IxKYecObRBvUwISUc94CW6S-W9F7BtpEYImJVOGy7TyM1VPmZwx3WjV6Wnv5anZSL_O3WARfQQ/s400/martyrs.jpg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου