Σελίδες

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Διήγηση της εύρεσης της Ιερής και θαυματουργής εικόνας της Παναγίας Μυρτιδίώτισσας

(Πηγή: Συναξάριον της Ακολουθίας τῆς Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης, Ποίημα Σωφρονίου Παγκάλου, Επισκόπου Κυθήρων, 1640.

Στο παρακάτω κείμενο διατηρούμε το γλωσσικό ύφος του συγγραφέως )

Ευρισκόμενος εις ταύτην, την νήσον των Κυθήρων ένας ερημότοπος, λεγόμενος Μυρτίδια, (διατί όλος δασωμένος από μυρτίαις, και ακατοίκητος, μόνον τα ζώα των αγροίκων εκεί έβοσκαν), έπραττεν εκεί κάποιος ευλαβής Χριστιανός, και αυτός οδηγηθείς από κάποιαν θεωρίαν οπού είδεν εις τον ύπνον του, έχωντας περισσήν ευλάβειαν εις την κυρίαν Θεοτόκον, επήγαινε συχνότερα εις αυτόν τον τόπον· και στέκωντας εκεί, στοχαζόμενος του τόπου την αγριότητα, ήκουσε φωνήν αοράτως οπού του έλεγεν· αν με γυρεύσης εδώ σιμά ευρίσκεις την εικόνα μου, και είναι καιρός οπού ήλθα, και ευρίσκομαι εδώ, δια να δώσω βοήθειαν ετούτου του τόπου.
Ακούωντας δε την φωνήν ο ευλαβής εκείνος Χριστιανός, και στρεφόμενος ένθεν κακείθεν, τάχα να ιδή ποίος είναι οπού ωμίλησε, και μη θεωρώντας τινά, έμεινε περίφοβος.

Και κάνωντας το Σημείον του τιμίου Σταυρού είπε· Κύριε Κύριε Χριστέ βοήθει μοι· και συ Κυρία μου και Δέσποινα οπού έχεις πολλήν την παρρησίαν προς τον μονογενή σου Υιόν, μην αργήσης να μου φανερώσης, αν είναι το θέλημά σου, την φωνήν ταύτην οπού ήκουσα, τι είναι. Και θαρρώντας πως η φωνή αύτη ήτον δια καλόν, παραμερίζοντας ολίγον ωσάν να εγύρευε το ποθούμενον, θεωρεί μέσα εις μίαν μυρτίαν μίαν εικόνα της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Ευθύς οπού την είδεν, έλαβε μεγάλην χαράν, και εγνώρισε, πως η φωνή οπού ήκουσε ήτον από την υπεραγίαν Θεοτόκον, και τον ωδήγησεν εκεί δια να εύρη αυτήν την αγίαν Εικόνα. Έπεσε λοιπόν και την επροσκύνησε, και μετά δακρύων και ευχαριστιών την ησπάσθη. Ησθάνετο δε πολλήν ευωδίαν θυμιαμάτων εις τον τόπον εκείνον. Ευθύς λοιπόν βοηθούμενος από την Θεομητορικήν δύναμιν, άρχησε και έκοπτε το δάσος· και καθαρίσας τον τόπον εκείνον κατά το δυνατόν του, έκτισεν εκεί μικρόν Ναόν της Θεοτόκου, και έθεσεν εις αυτόν την ρηθείσαν αγίαν Εικόνα, και την επωνόμασε Μυρτιδιώτισσαν, ωσάν οπού την εύρεν εις ταις μυρτίαις. Και έτζη ο τόπος εκείνος μέχρι της σήμερον λέγεται μυρίδια, δια την αφορμήν του παλαιού εκείνου δάσους. Έκαμε δε και αυτός μικρόν κελλίον, και γενόμενος μοναχός εκατοίκησεν εκεί, λατρεύωντας μετά πάσης ευλαβείας πάντοτε αυτήν την αγίαν και θαυμαστήν εικόνα. Από ολίγον εις ολίγον εκαθάρισε το μυρτερόν εκείνο δάσος, επλάτυνεν η φήμη, και η ευλάβεια των Χριστιανών, και επροστρέχασι συνεχώς με πολλαίς ελεημοσύναις εις προσκύνησιν της ιεράς αυτής εικόνος, και πολλά θαύματα έκαμεν εις όσους επρόστρεξαν με ευλάβειαν και πίστιν, εις τόσον οπού εξαπλώθη η δόξα της εις όλον τον Κόσμον. Αποθανόντος δε αυτού, έμεινεν ύστερα κάποιος μοναχός ευλαβής Λεόντιος ονομαζόμενος, ο οποίος ηύξησε τον αυτόν ναόν, και τα κελλία, και εκατάστησε Μοναστήριον.
Κάποιος ευλαβής από τους χωρικούς ονομαζόμενος Θεόδωρος Κουμπανιός, έχωντας ξεχωριστήν ευλάβειαν εις αυτήν την αγιωτάτην και θαυμασιωτάτην εικόνα, έξω από ταις άλλαις Λειτουργίαις, και πανηγύρεις οπού έκανεν εις αυτό το Μοναστήριον, είχε συνήθειαν, και έπαιρνεν όλους του τους συγγενείς και φίλους, και επήγαινεν ύστερα από την κοίμησιν της Θεοτόκου σαράντα ημέραις, οπού είναι η κδ´ του Σεπτεμβρίου, και έκαναν με ευλάβειαν λειτουργίαν, και μεγάλην πανήγυριν εκεί. Και από τότε εσυνηθίσθη η αυτή εορτή, να γίνεται και εις όλην την Νήσον.
Έτυχε μετά καιρόν, και σφοδρώς ασθενήσας ο αυτός Θεόδωρος εκατεστάθη παράλυτος, και εκατέκειτο εις τον κράββατον χρόνους πολλούς. Αγκαλά και αυτός κατά τον καιρόν δια την δεινήν αυτού ασθένειαν δεν εδύνετο να υπάγη εις την συνηθισμένην του εορτήν, έπεμπον όμως πάντοτε τα παιδία του, και τους συγγενείς του, και έκαναν ευλαβώς την πανήγυριν με ελεημοσύνην πλουσιοπάροχον εις το Μοναστήριον. Η πίστις αυτού και η ευλάβεια δεν ωλιγόστευσε ποτέ, μόνον και μακρόθεν από την κλίνην του μετά δακρύων προσευχόμενος έλεγε· Κυρία μου Μυρτιδιώτισσα ελεήσου και εμένα τον αμαρτωλόν εσύ οπού είσαι η βοήθεια των αβοηθήτων, η καταφυγή και επίσκεψις εκείνων οπού σε επικαλούνται, η σκέπη και προστασία, εκείνων οπού σε παρακαλούσι, βοήθησον καμοί τω αμαρτωλώ και αναξίω δούλω σου, και αξίωσόν με της ποθουμένης υγείας, να έλθω σωματικώς καν τον ερχόμενον χρόνον πριν τελειώση η ζωή μου, να προσκυνήσω την αγίαν σου εικόνα. Ταύτα και άλλα περισσότερα λόγια ευλαβείας έλεγε μετά δακρύων ο αυτός Θεόδωρος κάθε χρόνον, και πάντοτε εδόξαζε, και έκανε την εορτήν κατά την συνήθειαν. Μετά δε χρόνους οπού ήτον έτζη παράλυτος, φθάνωντας ο καιρός της συνηθισμένης εορτής, αφ  οὗ έγινεν η χρειαζόμενη ετοιμασία να κινήσουν όλοι, κράζει ο αυτός Θεόδωρος τα παιδία του, και λέγει των κλαίωντας·
Αδελφοί και τέκνα, φίλοι και συγγενείς, εγώ βλέπω τον εαυτόν μου εις τούτην την πολυχρόνιον, και πολύπονον παραλυσίαν, και τρόπος ιατρείας δεν ευρίσκεται εις εμένα. Λοιπόν παρακαλώ σας να ετοιμάσετε κράββατον δια να με ασυκώσετε να με πάρετε, καν με τους οφθαλμούς μου να ιδώ, και να προσκυνήσω την αγίαν εικόνα της κυρίας μου της Μυρτιδιώτισσας, ίσως κάμη ευσπλαγχνίαν και εις εμένα τον άθλιον, καθώς κάνει εις όλους οπού την επικαλούνται.
Αυτοί δε ακούοντες τέτοια λυπηρά λόγια, πίστεως ευλαβείας και κατανύξεως γέμοντα, ητοίμασαν τον κράββατον, και τον επήραν υπό τεσσάρων αιρόμενον. Και φέρνοντές τον εις τον ναόν της υπεραγίας Δεσποίνης ημών των Μυρτιδίων, τον έθεσαν καθώς εζήτησεν έμπροσθεν της σεβασμίας εικόνος.
Φθάσας εκεί, ευθύς ασυκώνωντας τα ομμάτιά του προς την Θεοτόκον, ευλαβώς κλαίωντας έλεγε· Κυρία μου και Δέσποινα, Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, εσύ είσαι η προφητευομένη Κόρη, οπού εγέννησες τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον μονογενή Υιόν και Λόγον του Θεού του ζώντος, και Αειπάρθενος έμεινας, και έλαβες τόσην χάριν, οπού έγινες Μητέρα του Θεού του υψίστου, τον οποίον κρατώντας ως βρέφος εις τας αγκάλας σου έχεις τόσην εξουσίαν και το θέλειν, και το δύνασθαι, να δίδης κάθε χάριν οπού σου ζητήσουν, ωσάν οπού έχεις εις τας χείράς σου την αιτίαν πασών των χαρίτων. Εσύ λοιπόν οπού είσαι η βοήθεια των αβοηθήτων, των ορφανών η προστασία, των ασθενών η ιατρεία, των θλιβομένων η παρηγορία, των κινδυνευόντων η σωτηρία, κάμε έλεος και εις εμένα, μεσίτευσαι εις τον πολυεύσπλαγχνον μονογεή σου Υιόν, να ελεήση εμένα τον αμαρτωλόν. Και καθώς πολλούς ασθενείς ιάτρευσε, πολλούς νεκρούς ανέστησε, και παραλύτους ανώρθωσε μόνον με τον θεϊκόν του λόγον, όταν ήτον εις τον Κόσμον, ούτως να κάμη και εις εμένα τον ταπεινόν. Σήμερον οπού πανηγυρίζομεν οι αμαρτωλοί την τεσσαρακονθήμερον ενθύμησιν της αγίας σου κοιμήσεως, δείξαι τα ελέη σου, δείξαι την δυναστείαν σου εις εμένα, καθώς και εις άλλους πολλούς έδειξες εις τούτην την αγίαν ημέραν. Πολλά γαρ ισχύει δέησις μητρός προς ευμένειαν δεσπότου. Μη μου παρίδης τα δάκρυα, μη μου παραβλέψης τους στεναγμούς, σπλαγχνίσθητι το βάρος της μακράς μου ασθενείας, τους μεγάλους και ανυπομονήτους πόνους. Μη κωλύσωσι τα από νεότητός μου αμαρτήματα την άπειρόν σου αγαθότητα, αλλά χάρισαί μοι την ζητουμένην και ποθουμένην υγείαν. Οι συναθροισθέντες ακούοντες τέτοια παρακαλεστικά λόγια οπού μετά δακρύων έλεγεν ο παράλυτος Θεόδωρος, όλοι έκλαυσαν, και επαρακαλούσαν δια την βοήθειάν του. Κατά την τάξιν, και Ιερείς και Λαϊκοί έψαλλαν την Ακολουθίαν του Εσπερινού, και του Όρθρου της κοιμήσεως της Θεοτόκου, και ψάλλοντες τον Κανόνα εις τον Όρθρον, ευγήκεν ένας από την Εκκλησίαν δια κάποιαν ανάγκην, και γυρίζωντας μετά βίας είπεν εις εκείνους οπού ήτον εις την Εκκλησίαν· να ηξεύρετε αδελφοί, πως μου εφάνηκε να ήκουσα πολλού λαού ταραχήν, και θόρυβον προς το μέρος της θαλάσσης, ωσάν να έρχωνται προς εδώθεν. Οι δε ακούσαντες εφοβήθησαν, επειδή το Μοναστήριον ευρίσκεται σιμά εις την θάλασσαν, και συχνά επειράζετο από τους κουρσάρους, μάλιστα απ  αὐτὴν την στράταν ευγένασι και έκαναν πολλούς σκλάβους από τα περίγυρα χωρία. Ευγήκασι και άλλοι να βεβαιωθούν τα λεγόμενα, και γυρίζοντες είπαν και αυτοί τα όμοια, και ότι αυτή η ταραχή δεν είναι άλλο, παρά βαρβάρων επιδρομή οπού έρχονται να μας σκλαβώσουν. Ακούσαντες οι επίλοιποι, έφυγαν όλοι, και άφησαν την Ακολουθίαν, και από τον φόβον άλλοι επίασαν τα βουνά, άλλοι την στράταν, άλλοι εκρύφθησαν εις τα κλαδία, και επάσχησαν όλοι να φυλαχθούν από τέτοιον κίνδυνον. Ήτον νύκτα ακόμη και δεν έβλεπαν τίποτες. Ο παράλυτος Θεόδωρος ωσάν οπού δεν εδύνετο να φύγη, απαρατήθη από όλους ως νεκρός εις την Εκκλησίαν, και έστεκεν εκεί περίλυπος, και καταφρονεμένος ωσάν να μην είχε ούτε τέκνα, ούτε άλλους συγγενείς και καν τινάς δεν του ωμίλησεν, αλλά εβιάζουνταν ποίος θα φύγη προτήτερα από τον άλλον, και δεν του ανήγγειλαν την αιτίαν, μόνον οπού ήκουσε την σύγχυσιν της φυγής αυτών. Φοβούμενος και δειλιώντας ωσάν απελπισμένος από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, προσευχόμενος είπε μετά δακρύων μεγαλοφώνως· Ω παρθενομήτορ Μαρία Θεοτόκε, Δέσποινα του κόσμου και ελπίδα εμού του δυστυχισμένου, ιδού πάντες έφυγον, και εμέ μόνον αφήκαν, και απέρριψάν με αβοήθητον. Δια τούτο παρακαλώ την αγίαν σου χάριν να μου βοηθήσης, και να με σκεπάσης υπό την σκέπην των πτερύγων σου, να φύγω από τα άσπλαγχνα χέρια των αθέων βαρβάρων. Ταύτα λέγωντας μετά δακρύων θερμών, του εφάνη ωσάν να του είπε τινάς, ασυκώσου και συ, φεύγε. Και ούτως, ω του θαύματος, επέρασεν από την αθύμησίν του, πως ήτον ασθενής, και παράλυτος, και ολίγον κατ  ὀλίγον σαλεύωντας από τον κράββατον, όπου εκείτετο, άρχισε και έτρεχε φεύγωντας και σπουδάζωντας να φθάση τους άλλους οπού έφυγαν, και μένωντας εξεστηκός, του εφαίνετο το πράγμα ωσάν όνειρον. Εις το διάστημα δε των γενομένων έφθασεν η ημέρα και ο αυτός Θεόδωρος μη βλέπωντας τινά ούτε από τους βαρβάρους οπού έλεγαν, ούτε από τους Χριστιανούς, οπού ήλθον εις την Εκκλησίαν, έστεκε με λογισμόν, και γνωρίζωντας τον εαυτόν του υγιή, ωσάν να μην είχε ποτέ καμμίαν ασθένειαν απερασμένην, κατενόησε τέλος πάντων, και εγνώρισε την θαυμαστήν και απροσδόκητον βοήθειαν και ιατρείαν, οπού η Δέσποινα και Κυρία του κόσμου έκαμεν εις αυτόν· και από την πολλήν χαράν οπού έλαβεν, άρχισε και έλεγε πολλήν ώραν το, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον. Δοξάζω σε Θεέ μου, δοξάζω σε Παναγία μου, δοξάζω Δέσποινά μου την ευσπλαγχνίαν σου, δοξάζω Κυρία μου την ελεημοσύνην σου, ευχαριστώ αμέτρως Μυρτιδιώτισσά μου χαριτωμένη το όνομά σου το άγιον, εις την μεγάλην και υπερθαύμαστον βοήθειαν, οπού εις εμένα τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλόν σου έδωκες.
Επειδή και γνωρίζω τον εαυτόν μου όλον υγιή ο προ ολίγου ασθενής και παράλυτος. Έπειτα εφώναξε τους συγγενείς του, και έλεγε· παιδιά μου, συγγενείς μου και φίλοι Χριστιανοί, ελάτε να ευχαριστήσωμεν την Μυρτιδιώτισσαν, να δοξολογήσωμεν το άγιόν της όνομα, και μην φοβάσθε. Διατί εδώ δεν είναι εχθροί βάρβαροι οπού ελογιάζετε, μόνον να ελθήτε να φρίξετε το εξαίσιον θαύμα, οπού έκαμεν εις εμένα, να δοξάσωμεν την χάριν της. Αυτοί δε ακούοντες ταις φωναίς, από τον φόβον τους λογιάζοντες να είναι από τους εχθρούς, και φωνάζουσι δια να τους εξαπατήσουν, άλλοι με περισσότερον φόβον εκρύπτουνταν εις τα βαθύτερα μέρη του δάσους, και άλλοι έφευγαν τρέχοντες περισσότερον· ο δε Θεόδωρος με μεγαλήτερην φωνήν έλεγεν· ελάτε παιδιά μου, κράζωντας καθ  ἕνα κατά το όνομά του, και λέγωντας· εγώ είμαι ο πατέρας σας, οπού είμουν παράλυτος, και η Κυρία μας με ιάτρευσε, και σιμώσετε χωρίς φόβον να ευχαριστήσωμεν την χάριν της. Ακούοντες ουν τινές την Φωνήν του, και γνωρίζοντές την, και μη βλέποντες άλλον τινά, ειμή αυτόν μόνον, σιμώνοντές του, εγνώρισαν πως είναι αυτός, ο πρώην παράλυτος. Εφώναξαν λοιπόν ο ένας τον άλλον, και εσυναθροίσθησαν άπαντες, και θεωρώντες αυτόν όλον γερόν, και παντελώς υγιή, χωρίς κανένα σημάδι ασθενείας, έμειναν όλοι εξεστηκοί, και έκραξαν το, Κύριε ελέησον· και ερωτώντές τον πως ιατρεύθη, εδιηγήθη καταλεπτώς τα πάντα ως άνωθεν. Και λοιπόν γνωρίσαντες όλοι την φανερήν θαυματουργίαν της Θεομήτορος, εγύρισαν εις το Μοναστήριον μετ  αυτὸν τον πρώην παράλυτον σκιρτώντα, και αγαλλόμενον, και έδωσαν δόξαν και ευχαριστίαν μετά χαράς μεγάλης της Υπεραγίας, οπού αγκαλά να αργή την βοήθειάν της δια να ιδή την υπομονήν του παρακαλούντος, όμως δεν αλησμονεί, αλλ  εἰς ώραν οπού δεν ελπίζει τινάς λαμβάνει την ποθουμένην υγείαν. Αδύνατον είναι δε να φανερώσωμεν τα όσα έλεγεν ο ιατρευθείς παράλυτος εις δόξαν της Θεοτόκου. Και ούτως ετελείωσαν την ακολουθίαν, και την θείαν Λειτουργίαν μετ  εὐχαριστίας, και δοξολογίας. Εόρταζεν ο αυτός Θεόδωρος την αυτήν ημέραν, τα τεσσαράκοντα της Θεοτόκου οπού τον ιάτρευσε θαυμασίως, έως όλην του την ζωήν, και έκανε μεγάλας πανηγύρεις, και μετά τον θάνατόν του άφηκε παραγγελίαν των συγγονών του να κάνουσι την αυτήν εορτήν· και έως την σήμερον οι απόγονοί του κατά το δυνατόν τους επιτελούσι την αυτήν πανήγυριν.
undefined
Από τότε λοιπόν επλάτυνε περισσότερον η ευλάβεια των Χριστιανών εις όλον τον Κόσμον. Και εις ενθύμησιν του αυτού θαύματος, συναθροίζεται όλος ο λαός της Νήσου από την χώραν και από τα χωρία, και κάνουν εις το μοναστήριον μεγάλην εορτήν εις αυτήν την ημέραν.
 http://www.blogger.com/post-create.g?blogID=3736973688217550336

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου