Σελίδες

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Ρουμάνοι σύγχρονοι μάρτυρες καί ὁμολογητές.

«Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑ Η ΙΔΙΑ Η ΖΩΗ»

ΤΙΡΓΟΥ-ΟΚΝΑ – 1951
Δ´ Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἰωάννου Ἰανολίδε,
«ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ ΡΟΥΜΑΝΩΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΩΝ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ
»
ἐκδ. «ΟΡΘΟΔ. ΚΥΨΕΛΗ», Θεσ/νίκη 2009, σελ. 266-268
Ἤξερα καλὰ ὅτι δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τὸν ψυχικὸ συναισθηματισμό του, διότι ἐγὼ γεννήθηκα χριστιανὸς καὶ ἔχω ζήσει χριστιανικά, ἐνῶ αὐτὸς ἦταν Ἑβραῖος, ἔγινε κομμουνιστὴς καὶ τώρα σιωνιστής. Μιὰ τέτοια ψυχὴ περνάει μεσα ἀπὸ ὀδυνηροὺς τραυματισμοὺς κάθε φορὰ ποὺ κάνει μιὰ καινούργια ἀνακάλυψη στὰ πνευματικά. Καὶ ἡ τωρινὴ χριστιανικὴ ὁμολογία του ἦταν μιὰ κατηγορηματικὴ καὶ ἀνεπίστρεπτη ἀναστροφὴ ὁλοκλήρου τοῦ παρελθόντος.
Σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἀφουγκράστηκες, μοῦ εἶπε μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα. Μπορεῖ σύντομα νὰ εἴμαστε ἀδέλφια ἐν Χριστῷ!
-Νὰ σὲ βοηθήσει ὁ Θεός! τοῦ εἶπα συγκινημένος, καὶ σηκώθηκα νὰ πάω στὸν Ἰωάννη.
Ὁ Ἰωάννης ἀνέπνεε γρήγορα καὶ εἶχε πυρετό. Τὸ προσωπό του ἦταν χλωμὸ καὶ ἐξουθενωμένο. Ἡ φύση ὅμως διατηροῦσε ἀκόμη μιὰ ζωτικὴ ἰσορροπία μέσα του. Ἤξερα ὅτι ὁ θάνατος ἦταν κοντά. Τὸ ἤξερε καὶ ὁ ἴδιος.
-Σήμερα ἐξομολογήθηκα καὶ ἑτοιμάσθηκα γιὰ ἀναχώρηση, μοῦ εἶπε. Λυπᾶμαι, ὅμως, ποὺ πεθαίνω καὶ δὲ βλέπω τὴ λύτρωση τῆς Χώρας…

Σταμάτησε γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἀνέπνεε δύσκολα. Σὲ λίγο συμπλήρωσε:
-Μόνο ἡ πίστη στὸν Θεὸ μοῦ παρέμεινε. Μᾶλλον τουλάχιστο τώρα, σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ στενότητα, ὁ κόσμος θὰ καταλάβει τί εἶναι ἡ πίστη στὸν Θεό!… Τώρα γιὰ μένα εἶναι ἀργὰ… Σβήνω… Συχνὰ ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι γίνεται σκοτάδι, μετὰ ξεσπάει ἕνα ἐκθαμβωτικὸ φῶς. Ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ θανάτου τὰ μυστήρια τῆς ζωῆς φαίνονται πιό κοντά. Κρίμα ποὺ δὲν τὰ εἶδα ἔτσι σ’ ὅλη τὴ ζωή μου! Ὁ ἀδελφός μου, ὁ πολεμιστής, ἦταν ἕνας ἀσύγκριτα μεγαλύτερος ἄνθρωπος ἀπὸ μένα, ἕνας ὁραματιστής!
-Ἡσύχασε! τοῦ εἶπα. Εἶσαι καταβεβλημένος.
-Ἔτσι ἦταν γραμμένο, νὰ πεθάνω στὰ χέρια σου, συνέχισε. Σὲ ἀγάπησα καὶ σὲ θαύμασα πολύ. Ὁ Θεὸς νὰ σὲ βοηθήσει!
-Ἀδελφέ, τοῦ ἀπάντησα, σοῦ ὀφείλω ἀμέτρητα. Ἤσουν πιὸ ἀνδρεῖος ἀπὸ μένα. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σὲ ἀνταμείψει γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειξες στὴ ζωή σου, ἀγάπη γιὰ μένα, γιὰ τοὺς ἄλλους. Δὲ θὰ σὲ ξεχάσω ποτέ!
Ὕστερα ἀπὸ μιὰ μεγάλη σιωπή, μοῦ εἶπε:
-Σὲ παρακαλῶ, πὲς στὸν Ἰάκωβο νὰ μὲ συγχωρέσει. Εἶχα συχνὲς παρεξηγήσεις μαζί του. Μὲ νευρίαζαν οἱ κομμουνιστικὲς καὶ ἑβραϊκές του ἐκδηλώσεις.
Τὸ εἶπα στὸν Ἰάκωβο. Ἐκεῖνος σηκώθηκε και ἦρθε δίπλα στὸν Ἰωάννη.
-Εἶμαι ἀναστατωμένος, τοῦ λέει, ποὺ θέλεις νὰ ζητήσεις συγγνώμη ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ζήσει σὲ λάθος δρόμο. Ἀπὸ ὑπερηφάνεια πῆρα λάθος δρόμο; Μᾶλλον εἶναι ἀνικανότητά μου νὰ γνωρίσω τυὴν ἀλήθεια. Αὐτὸ τὸ ψέμα, ποὺ ἀκολούθησα, μὲ ξεσήκωσε σ’ ὅλη τὴ ζωή μου ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ σήμερα ἀνακαλύπτω τὴν πραγματικότητά του. Μόνο ὁ σατανὰς μπορεῖ νὰ ἐμφυσᾶ τόσα ψέματα καὶ μίσος ἐναντίον τῆς ἀληθείας. Δὲν μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τὸ ὀδυνηρὸ δράμα ποὺ ζῶ αὐτὲς τὶς στιγμές. Ἐγὼ ἀντιστάθηκα στὴν ἀλήθεια κι ἐσὺ μοῦ εἶπες τὴν ἀλήθεια καὶ ποτὲ δὲν ἤσουνα κακὸς μαζί μου. Ἐγὼ σὲ μίσησα, ἀλλὰ ἐσύ μὲ ἀγαποῦσες· ἐγὼ ἤμουνα στὴν πλάνη, ἐσὺ στὴν ἀλήθεια. Ἐγώ, ἄρα, πρέπει νὰ συγχωρεθῶ ἀπὸ σένα, ὅπως ὁ Παῦλος συγχωρέθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό. Νομίζω ὅτι κι ἐγὼ θὰ εἶμαι χριστιανός. Ποθῶ νὰ γίνω χριστιανός, ἀλλὰ ἀκόμη δὲν κυβερνῶ τὴ δική μου ψυχή. Σᾶς παρακαλῶ νὰ εἶστε ἀνεξίκακοι μαζί μου!
Ὁ Ἰωάννης ἔκλαιγε. Τοῦ ἔδωσε τὸ χέρι του καὶ τὸν παρηγόρησε.
-Ὁ Θεὸς νὰ σὲ βοηθήσει! Ἡ ὁμολογία σου μοῦ ἀνοίγει πορεῖες φωτὸς καὶ ἐλπίδας γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ τὸν ἐγκαταλείπω σὲ τέτοιες ἄθλιες συνθῆκες. Θαυμάσια εἶναι τὰ θελήματα τοῦ Κυρίου!
Ὁ Ἰάκωβος ἔφυγε. Ὁ Ἰωάννης μοῦ ζήτησε νὰ πάω στὸν πατέρα Γεράσιμο γιὰ νὰ ἔχει τὴν ἄνεση νὰ τοῦ δώσει τὴν τελευταία εὐλογία.
Ὅλα ἠρέμησαν κι ἐγὼ πλησίασα τὸν Βαλέριο. Καθόταν μὲ τὴν πλάτη στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτὸ στὸ στῆθος του, ἀλλὰ εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι μὲ κοιτάει. Τὰ γαλανά του μάτια ἀνοίχθηκαν πελώρια, φωτεινά, καὶ μ’ ἀγκάλιασε μὲ τὴ ζεστασιά τους. Χαμογέλασε εὐτυχὴς καὶ εἶπε:
-Τί καλὰ εἶναι νὰ σὲ νιώθω δίπλα μου! Σὲ λίγο θὰ τελειώσω μιὰ ὡραία ψαλμωδία γιὰ τὸ Τίργου Ὄκνα.
-Κάτσε ἤρεμος, τοῦ εἶπα, καὶ κάθισα σὲ μιὰ καρέκλα γιὰ νὰ ἀποκοιμηθῶ.
Αὐτός, ὅμως, μοῦ εἶπε: Ἐσὺ θὰ εἶσαι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ ἀκούσει τὰ κάλαντά μου. Νὰ σοῦ πῶ τοὺς στίχους… (Ἀναφέρουμε ἐδῶ μόνο δύο ἰδέες ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς στίχους: ὅτι ὁ Κύριος ἔκανε τὶς καρδιὲς τῶν κρατουμένων φάτνη γιὰ τὴν Γέννησή Του καὶ ὅτι σήμερα τὰ Χριστούγεννα μετακόμισαν ἀπὸ τὸ οὐράνιο παλάτι τοῦ Κυρίου στὴ φυλακή, ἐκεῖ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶναι φυλακισμένος, μαζί μὲ τοὺς πιστοὺς δούλους Του). Μὲ κοίταξε λίγο καὶ μετὰ πρόσθεσε:
-Αὐτὰ τὰ κάλαντα τὰ ἀφιερώνω στὸν πατέρα Γεράσιμο. Αὐτὸς εἶναι τὸ παιδί, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶνε οἱ τελευταῖοι στίχοι.
Ὁ Βαλέριος ἦταν εἰρηνικός, ἤρεμος καὶ χαρούμενος. Τὸν εὐχαρίστησα γιὰ τὰ κάλαντα. Μοῦ χαμογέλασε καὶ ἀποτραβήχτηκε στὸν ἑαυτό του.
Ἦταν τόση ἡ ἡσυχία, ὥστε ἄκουγα τὸ ἀγκομαχητὸ τῶν ἀσθενῶν, καὶ τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς μου. Σ’ ἐκείνη τὴ δόλια ἀνάμειξη φυλακῆς καὶ φυματίωσης ὑπῆρχε μιὰ ἀναμφίβολη ψυχικὴ δόνηση, ὥστε ὅλα φαίνονταν ἀπόκοσμα, θαυμάσια. Ὁ χρόνος περνοῦσε γαλήνια. Ὁ νοῦς δελεαζόταν ἀπὸ ὁρίζοντες φώτων.

Ἤμασταν ἔγκλειστοι, ἀλλὰ μὲ τὶς ψυχὲς ἐκτὸς φυλακῆς· ἤμασταν ἄρρωστοι σωματικά, ἀλλὰ γεροί πνευματικά· ἤμασταν ἑτοιμοθάνατοι, ἀλλὰ ὁ θάνατος καταπινόταν ἀπὸ τὴ ζωή. Ἡ προσευχὴ γινόταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ νιώθαμε γύρω μας τοὺς καλανδιστὲς (ψάλτες τῶν καλάνδων). Ἐκεῖνο τὸ βράδυ εἶχα περίεργες ἐντάσεις κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ. Ἤμουν νηφάλιος καὶ ζοῦσα στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ ἡ ὕλη γιὰ μένα ἦταν πνεῦμα καὶ τὸ πνεῦμα ἦταν ὕλη. Καμμιὰ ἀντίθεση δὲν μὲ διετάρασσε.
Κάθε τόσο πλησίαζα τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν πατέρα Γεράσιμο, ποὺ ἔσβηναν ἤρεμα, ὅλο καὶ πιὸ ζωντανοί, ἐφ’ ὅσον πλησίαζαν τὸ θάνατο. Ὁ Ἰάκωβος δὲν κοιμόταν. Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά, ἀλλὰ δὲν μοῦ εἶπε τίποτε.
Ἀργὰ τὴ νύχτα, πρὶν τὰ ξημερώματα, κατάλαβα ὅτι πρέπει νὰ ἔχω κοντὰ μου τὸ κερὶ καὶ τὸ σπίρτο, ἀπαγορευμένα μὲ αὐστηρότητα, ἀλλὰ τὰ κρατοῦσα κρυμμένα σ’ ἕνα στρῶμα καὶ τὰ χρησιμοποιοῦσα τὰ βράδια, μόνο γιὰ δύο τρία λεπτά, ὅταν κάποιος ἀπὸ μᾶς ἔφευγε ἀπὸ τὴ ζωή.
Πρῶτος πέθανε ὁ Ἰωάννης, σὰν ἕνα παιδί. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μὲ μεγάλη ψυχή. Ἡ τελευταία του ματιὰ ἦταν πονεμένη καὶ γεμάτη ἀγάπη. Μᾶλλον ἦταν μέσα της ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λάμψη τῆς ἐλπίδας.
Μόλις τελείωσα μὲ τὸν Ἰωάννη, πῆγα στὸν πατέρα Γεράσιμο. Ἄνοιξε ξανὰ τὰ βαθειά του μάτια, βαθουλωμένα στὶς κόγχες.
-Νὰ σᾶς δῶ ἀκόμη μιὰ φορά, παιδιά μου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί μου, πατέρες μου! μόλις μπόρεσε καὶ εἶπε.
Μετὰ ἔβηξε καί, τελικά, πρόσθεσε:
-Φεύγω! Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογήσει!
Ἀνάσανε βαθειά, τεντώθηκε λίγο καὶ ξεψύχησε. Τοῦ ἔκλεισα τὰ μάτια.
Ἔχω κλείσει τὰ μάτια ἑκατοντάδων ἀνθρώπων, καὶ ἤξερα καλύτερα πῶς πέθανε ὁ καθένας παρὰ πῶς ζοῦσε. Νομίζω ὅτι ἡ στιγμὴ τοῦ τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς εἶναι πιὸ χαρακτηριστικὴ γιὰ τὴν περιγραφὴ τῶν ἀνθρώπων παρὰ ἡ ἴδια ἡ ζωή.
Παρ᾽ ὅλο ποὺ ἐκείνη ἡ νύχτα ἦταν πολὺ δύσκολη καὶ δὲν εἶχα ξεκουραστεῖ καθόλου, δὲν ἔνιωθα καμιὰ κούραση, δὲν ἔνιωθα νὰ πενθῶ. Ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς περικλείεται μέσα στὴν πραγματικότητα τῆς ἀθανασίας. Τὸ σῶμα μου φαινόταν ἀέρινο. Ὁ χρόνος ἦταν διαπλατυσμένος. Δὲν καταλάβαινα πῶς περνοῦσε. Τοὺς ἔνιωθα ἐξίσου παρόντες τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς πεθαμένους. Μιὰ ἀπροσμέτρητη εἰρήνη εἶχε στρωθεῖ μέσα μου. Σ’ ἐκείνη τὴν ψυχικὴ κατάσταση ἔκανα τὴν προετοιμασία γιὰ τὴν ταφὴ τῶν δύο.
Κάθε τόσο κοιτοῦσα τὸν Βαλέριο. Ἦταν πρόσχαρος, εὐτυχὴς μέσα του, μὲ τὰ μάτια κλειστά, μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο στὸ στῆθος. Οὔτε αὐτὸς δὲν μπὸρεσε νὰ ξεκουραστεῖ ἐκείνη τὴ νύχτα. Μετά, ποὺ τελείωσα τὴν προετοιμασία, μὲ κάλεσε μὲ τὰ μάτια του καὶ μοῦ εἶπε:
-Τὰ κάλαντα εἶναι τελειωμένα. Μᾶλλον αὐτοὶ οἱ στίχοι θ’ ἀποτελοῦν καὶ τὴ διαθήκη μου…
Ἡ ἡσυχία σκέπασε ξανὰ τὸ δωμάτιο γιὰ ἕνα διάστημα. Ἡ προσευχή, σὰν μιὰ οὐράνια σκάλα, κατέβαζε ἀγγέλους ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στὴ γῆ. Οἰ οὐρανοὶ ἦταν ἐδῶ, οἱ οὐρανοὶ ἦταν παντοῦ.
http://christianvivliografia.wordpress.com/2010/10/09/
Πηγή εἰκόνας: Ἱ. Ἡσυχ. Ἀνάστασις Χριστοῦ Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου