Σελίδες

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Τό Πιστεύω, ἡ Ἁγία Ἀναφορά καί ἡ ἀληθινή λατρεία.

Ἡ Θεία Λατρεία καί τά σημαντικά της σημεῖα
1.    Τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, (τό «Πιστεύω ...») εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς κοινῆς ὀρθόδοξης πίστης μας. Μέ ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν τήν ὀρθόδοξη πίστη δέν μποροῦμε νά τελέσουμε τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν μποροῦμε νά συλλειτουργήσουμε ὅπως καί νά συμπροσευχήθοῦμε μέ τούς ἑτερόδοξους (παππικούς, προτεστάντες κ.λ.π.). Ὁ 10ος Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀναφέρει: «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κᾂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Κανόνας ἐπιβάλλει φορισμό σέ ὅποιον συμπροσευχηθεῖ μέ ἀκοινώνητον (δηλ. αἱρετικό ἤ ἀφορισμένο) ἀκόμη καί στήν οἰκία του· πόσῳ μᾶλλον ὅταν πρόκειται γιά τήν εὐχαριστηριακή σύναξη (τή Θεία Λειτουργία)!
Τό «Πιστεύω» εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθόδοξης πίστης, ἡ ὁποία ὅμως πρέπει νά γίνεται μέ ὁμόνοια καί μέ ἑνότητα. Χωρίς ὁμόνοια καί ἑνότητα δέν κάνουμε παρά μιά ἀπαγγελία κάποιων λόγων χωρίς κανένα περιεχόμενο.
Ἡ κοινή πίστη πού ὁμολογοῦμε καλλιεργεῖ τήν ἀγάπη καί τήν ἑνότητα. Ἡ  ἀγάπη καί ἡ ἑνότητα εἶναι καρπός τῆς ἴδιας πίστεως. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, (ἡ θεανθρώπινη ἀγάπη πού εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ) ἄν δέν ἔχουμε τήν ἴδια πίστη. Ὅταν ἀπουσιάζει ἡ ὀρθή πίστη τότε καί ἡ μεταξύ μας «ἀγάπη» θά εἶναι μιά ἀγάπη κοσμική, μιά ἀγάπη ἀνθρώπινη. Ὁ Χριστιανός ἑνωνόμενος  μέ τόν Χριστό μετέχει στήν θεία ἐνέργεια.
Σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή: «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι».  Κι’ ἐμεῖς λοιπόν  ὅταν ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό, ὅταν ἐντασσόμαστε καί παραμένουμε στό μυστηριακό Του σῶμα, πού εἶναι   Ἐκκλησία, ἑνωνόμαστε καί μεταξύ μας μ’ αὐτήν τήν Θεία Ἀγάπη, μ΄ αὐτήν τήν Θεία  αὐτή Ἐνέργεια.
Ὁ αἱρετικός ὅμως ἐπειδή ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τό θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μετέχει στήν Θεία Δόξα, πού εἶναι ἡ Θεία Ἐνέργεια. Αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια τό νά μήν μπορεῖ νά μετέχει οὔτε καί στήν ἐν Χριστῷ Ἀγάπη. Κατά συνέπεια δέν μποροῦμε νά ἔχουμε ἀληθινή κοινωνία ἀγάπης μέ τούς ἑτεροδόξους, ὅσο παραμένουν στήν κακοδοξία τους καί δέν ἐντάσσονται διά τῆς μετανοίας μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

2.    Ἡ ἐπίκληση το γίου Πνεύματος καί Καθαγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων εἶναι τό κεντρικό σημεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐκείνη τήν φρικτή ὥρα τό Ἅγιο Πνεῦμα μεταβάλλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Ἡ μεταβολή γίνεται μέ τήν ἐπίκλιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὄχι μόνον διά τοῦ Ἱερέως ἀλλά καί δι’ ὅλων τῶν συμμετεχόντων πιστῶν. Ὅλοι μαζί παρακαλοῦμε τόν Θεό Πατέρα νά στείλει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά μεταβάλλει πρῶτα ἐμᾶς καί μετά καί τά Τίμια Δῶρα. Νά μᾶς μεταβάλλει καί ἐμᾶς ὥστε: α) νά γίνουμε ἱκανοί καί κατάλληλοι νά προσφερθοῦμε στόν Θεό  καί β)νά γίνουμε ἱκανοί νά δεχθοῦμε τόν Θεό. Μαζί μέ τά Τίμια Δῶρα (πού ἐκείνη τήν φοβερή στιγμή ὑψώνονται πρός τόν Θεό διά τοῦ Ἱερέως) καί ἐμεῖς ἄνω- φερόμαστε, (φερόμαστε πρός τά ἄνω- ἐξ οὗ καί ἡ εὐχή λέγεται εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς) καί προσφερόμαστε ὡς θυσία στόν Θεό. «Προσφέρετε τά σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ» λέγει ὁ Ἁπ. Παῦλος. Τά σώματά μας, τήν ὕπαρξή μας ὁλόκληρη, πρέπει νά τήν προσφέρουμε ὡς θυσία εὐάρεστη στόν Θεό. Γι’ αὐτό ἡ Θεία Λειτουργία δέν εἶναι μιά πράξη πού κάνουμε μόνον τήν Κυριακή, ἀλλά εἶναι ὅλη μας ἡ ζωή μιά Θεία Λειτουργία· μιά προσφορά δηλαδή στόν Θεό ὡς εὐχαριστία γιά τίς δωρεές Του.

3.     συνεχής δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ».
 «Εἴτε οὖν ἐσθίετε, εἴτε πίνετε, εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε»[1]. Ὅλα νά τά κάνουμε γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι γιά τή δική μας δόξα, οὔτε γιά νά ἀρέσουμε στούς ἄλλους, οὔτε γιά νά ἀρέσουμε στόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, ἀλλά γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅπως ὁ Ἅγ, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Μέγας Βασίλειος,  ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,  ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, καί τόσοι ἄλλοι,  ἀκριβῶς αὐτό ἐφάρμοζαν. Δέν προσπαθοῦσαν νά ἀρέσουν οὔτε στούς  ἀνθρώπους, οὔτε στούς ἐπίγειους ἄρχοντες, οὔτε στούς Ἐπισκόπους, οὔτε στούς ἱερεῖς, ἀλλά νά ἀρέσουν στόν Θεό. Γι’αυτό καί συγκρούστηκαν μέ ὅλους αὐτούς, ὑφιστάμενοι κάθε συνέπεια (ἐξορίες, καθαιρέσεις, μαρτύρια). Ἐπειδή προσπαθοῦσαν νά ἐφαρμόσουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μόνον αὐτό γι’ αὐτό καί ἁγίασαν.Ἔλαβαν καθολική ὀρθόδοξη καταξίωση καί  θά εἶναι στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων κοσμήματα μέσα στήν Ἐκκλησία μας.  
«Σοί πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν». Ὅλη ἡ δόξα καί ἡ εὐχαριστία ἀνήκει στόν Θεό καί ὄχι στούς ἀνθρώπους. Ὅποιος οἰκειοποιεῖται τήν δόξα (θέλει νά δοξάζεται δηλ. ὁ ἴδιος), διαπράττει κλοπή, γιατί ἡ δόξα ὁλόκληρη ἀνήκει μόνο στόν Θεό.  Γι’ αὐτό ἄς μήν δεχόμαστε μέσα μας τίς κολακεῖες καί τίς δοξολογίες τῶν ἄλλων. - Εἶσαι ὄμορφη; Ἔχεις ἄλλα χαρίσματα;. -Ἔ καί λοιπόν; Γιατί ὑπερηφανεύεσαι; Δέν ἔφτιαξες ἐσύ τόν ἑαυτό σου, ὁ Θεός σ’ἔφτιαξε.
 "...Ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ"
α) Ὅταν ἡ Ἁγία Γραφή λέει "ἐν πνεύματι", δέν ἐννοεῖ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα, πού εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς,  οὔτε τή «διανοητική λατρεία χωρίς ὕλη» (ὅπως θέλουν νά κατανοοῦν τό χωρίο οἱ Προτεστάντες ἐντελῶς ἀνυπόστατα καί ἀντιγραφικά[2]), ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν ἐννοεῖ ὁ Κύριος ὅτι δέν πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε κατά τήν Θεία Λατρεία ὑλικά στοιχεῖα, ἀλλά ὅτι πρέπει νά ἐμφορούμεθα (νά εἴμαστε γεμᾶτοι) ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα..
Στή Θεία Λειτουργία ὅλα εἶναι ἁγιασμένα ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων, τό θυμίαμα, τά ἱερά ἄμφια, ὅλα τά ἅγια σκεύη καί κατ’ ἐξοχήν ἐμεῖς, εἴμαστε φορεῖς τοῦ Ἅγίου Πνεύματος, ὅταν βρισκόμαστε ἐκεῖ καί συμμετέχουμε ἐνεργά ἔχοντας τίς κατάλληλες λατρευτικές προϋποθέσεις πού εἶναι ἡ ὀρθή πίστη, ἡ ταπείνωση, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγάπη.
β) «Ἐν ἀληθείᾳ» δέ, σημαίνει τό νά εἴμαστε ἐν Χριστῷ, δηλ. μέσα στόν Χριστό, σέ κοινωνία καί ἕνωση μαζί Του. Γιατί Ἀλήθεια δέν εἶναι κάποιες φράσεις ἤ κάποια ἀντικείμενα, ἀλλά εἶναι ἕνα ὑποκείμενο, εἶναι ἕνα πρόσωπο, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Τό νά εἴμαστε λοιπόν «ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ» σημαίνει νά εἴμαστε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργό μέσα μας (δηλ. ἐν μετανοίᾳ) καί νά εἴμαστε σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ ὑποστατική Ἀλήθεια, ἡ προσωπική Ἀλήθεια (ὀρθή πίστη καί ὀρθή ζωή).
Εἴμαστε σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό ὄχι ὅταν ἁπλῶς πιστεύουμε καί ὁμολογοῦμε τήν ὕπαρξή Του (σκέψη-προτροπή προτεσταντικοῦ χαρακτήρα:«πές ὅτι πιστεύεις στήν ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ καί σώθηκες!»)  ἀλλά ὅταν πιστεύουμε  στίς ἐντολές Του καί τό ὁμολογοῦμε μέ τίς πράξεις μας ἐφαρμόζοντάς τες.  Ἡ Ἁγία Γραφή λέγει: «Πίστις ἄνευ ἔργων νεκρά ἐστι». Εἶναι ἀνοησία νά ἰσχυρίζομαστε ὅτι πιστεύουμε στόν Χριστό ἐνῶ πρακτικά δέν τηροῦμε τίς ἐντολές Του. Ἔτσι ἀποδεικνύομαστε ἄπιστοι καί ὅτι δέν Τόν ἀγαποῦμε. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε: «Ἐκεῖνος εἶναι πού μέ ἀγαπᾶ, αὐτός πού ἔχει τίς ἐντολές μου καί τίς τηρεῖ».
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!


[1] Α΄ Κορ. 10, 31.
[2] Πρβλ.: http://www.oodegr.com/oode/protestant/en_pneymati1.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου