Σελίδες

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἡ ἱεραποστολή

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι εἶναι οἱ ἀληθινοί ἱεραπόστολοι, τά πρότυπα ὅλων μας. Θυσιάστηκαν γιά τήν διάδοση τῆς Ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου. Πορεύθηκαν «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους. Τελικά, ἔπειτα ἀπό πολύ μεγάλους κόπους μαρτύρησαν χωρίς νά λογαριάσουν τή ζωή τους.

Ἄν ἐγκολπονόντουσαν τό σύγχρονο «δόγμα» περί τοῦ ὅτι «ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι καλές καί ὁδηγοῦν στόν Θεό», δέν θά ἔκαναν καμμία ἱεραποστολική προσπάθεια. Θά ἄφηναν τούς εἰδωλολάτρες στό σκοτάδι τους καί ἐμεῖς σήμερα δέν θά ἤμασταν παρά οἱ δυστυχεῖς ἀπόγονοι τῶν παγανιστῶν προγόνων μας.

Ἡ ὑπακοή καί ἡ ἀνιδιοτελής θυσιαστική ἀγάπη Τους μᾶς ἔσωσε.

Τό Πανάγιο Αἷμα τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων Ἁπόστόλων ἔγινε τό θεμέλιο τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἄς εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο καί τούς Ἁγίους Ἀποστόλους γιά τήν θυσία Τους. Ἄς γίνουμε δέ καί ἐμεῖς συνεχιστές τοῦ ἔργου τους, ἀφοῦ Χριστιανός σημαίνει ἱεραπόστολος («ἅμα Χριστιανός, ἅμα Ἱεραπόστολος). Τί εἶναι ὅμως ἱεραποστολή;

ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ.

«Ἐκκλησία χωρίς ἱεραποστολή εἶναι Ἐκκλησία χωρίς ἀποστολή», ἤ πιό σωστά «Ἐκκλησία χωρίς ἱεραποστολή δέν εἶναι Ἐκκλησία, δέν εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».

Ἐκκλησία σημαίνει συνάθροιση, σύναξη, συμπόρευση, συνόδευση τῶν πάντων πρός τόν Χριστό. Αὐτό βέβαια προϋποθέτει κλήση τῶν πάντων. Αὐτό πάλι προϋποθέτει τήν ὕπαρξη κλητήρων, πού ἀπεστάλησαν ἀπό τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά καλέσουν πάντα τά ἔθνη. Κατ’ ἐξοχήν ἀπεσταλμένοι εἶναι οἱ Ἀπόστολοι, οἱ διάδοχοί των, οἱ Ἐπίσκοποι καί ὅσοι ἐκεῖνοι ἀποστέλλουν. Ὅλοι ὅμως, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἐπίσης εἴμαστε «ἀπεσταλμένοι». Μέ τόν τρόπο πού ζοῦμε εἴτε ἑλκύουμε ἀνθρώπους στήν Ἐκκλησία εἴτε τούς ἀπωθοῦμε ἀπό αὐτήν. Ὅλοι ἑπομένως ἐπηρρεάζουμε τό περιβάλλον μας καί θά πρέπει ἡ ἐπιρροή μας νά εἶναι θετική, ἐποικοδομητική, πνευματική, Ἁγιοπνευματική, ὁδηγοῦσα πρός τήν μετάνοια, κατευθύνουσα καί παρακινοῦσα στήν γνήσια ἔνταξη στήν Ἐκκλησία. Θά πρέπει νά ἀσκοῦμε μία ἐπηρροή ἀληθινά ἱερή, ἱεραποστολική.

Ἡ Ἱεραποστολή εἶναι ἀπό τά κύρια γνωρίσματα τοῦ Χριστιανοῦ. Ἄς δοῦμε μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα:
1.Ἱεραποστολή εἶναι ἡ ζωή μας: «Ἅμα Χριστιανός, ἅμα ἱεραπόστολος». Δέν νοεῖται χριστιανός πού νά μήν ἐνδιαφέρεται γιά τή σωτηρία τῶν ἀδελφῶν του, δηλ. μή ἱεραπόστολος. Ὅλοι εἴμαστε κεκλημένοι: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν», μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Τό λέει σέ ὅλους μας. Εἶναι ἀπαραίτητο νά κάνουμε ἱεραποστολή: «Ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ Κόσμου». Ἄν παραιτηθοῦμε ἀπό τήν προσπάθεια γιά τήν σωτηρία τῶν συνανθρώπων μας, ἀρνούμαστε τήν ἀγάπη, ἀρνούμαστε τόν Χριστό, ἀρνούμαστε τήν χριστιανική μας ταυτότητα καί ἀποστολή. Οἱ Χριστιανοί, τά μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ μικρά ζύμη πού πρέπει νά ζυμώσει ὅλον τόν κόσμο.

Στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δυνάμει ἀνήκουν οἱ πάντες. Θά πρέπει ὅμως νά γίνουν καί ἐνεργείᾳ μέλη Της. Αὐτό βεβαίως ἐξαρτᾶται ἀνθρωπίνως ἀπό τά ἤδη ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐμεῖς εἴμαστε ἀληθινά καί γνήσια μέλη τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου, τότε ζοῦμε ἐν Χριστῷ. Τότε εἴμαστε «ἐπιστολή Χριστοῦ γινωσκομένη καί ἀναγινωσκομένη» ἀπό ὅλους. Εἴμαστε «εὐωδία Χριστοῦ», πού προσκαλεῖ πάντας στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστιανός πάντα κάνει ἱεραποστολή ἤ πιό σωστά εἶναι ἱεραποστολή. Εἶναι μία ζωντανή παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἕνα σαρκωμένο εὐαγγέλιο. Ἡ γαλήνη πού ἐκπέμπει, ἡ ἀνατροπή τῶν κοινωνικῶν στερεοτύπων πού πραγματώνει, ἡ βία πού ἀσκεῖ στόν ἑαυτό του γιά τήν ταύτιση τοῦ θελήματός του μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ χαρά του, ὁ ταπεινός καί εὔσχημος τρόπος του, ὅλα μιλοῦν γιά τόν Χριστό πού ἐνεργεῖ δι’ αὐτοῦ.

Στήν Ὀρθοδοξία πού εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια, ἡ ἱεραποστολή, δέν εἶναι ἕνα ἀκόμη ἔργο μας, μία ἀκόμη «καλή πράξη», ἀλλά εἶναι ἡ φυσική φανέρωση τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπό ὅλη μας τήν ζωή. Δέν ὑπάρχουν ὧρες ἱεραποστολῆς καί ὧρες μή ἱεραποστολικές. Ὁ Χριστιανός ὅ,τι κάνει τό κάνει παρακινημένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὅλα στόν Χριστιανό, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φανερώνουν τόν Χριστό. Διότι ὁ Χριστός ἀποκαλύπτεται διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Χριστός πάλι εἶναι Αὐτός πού ἀποκαλύπτει τόν Πατέρα. Ἑπομένως, ἕνας ἀληθινός Χριστιανός εἶναι μία ζωντανή παρουσία τοῦ Χριστοῦ στή γῆ. Ὀ Κύριος καταδέχεται νά φανερώνεται καί νά ἐργάζεται μέσα σέ μᾶς καί μέσα ἀπό μᾶς στούς ἄλλους.

Εἶναι καθῆκον μας· εἶναι καί τιμή μας νά συνεργαστοῦμε μέ τόν Κύριο στό ἔργο Του στή γῆ. Καλούμαστε νά διδάξουμε στόν κόσμο τό εὐαγγέλιο κι ἔτσι νά μεταμορφώσουμε τόν κόσμο. Αὐτή ἡ μεταμόρφωση πρέπει νά ἀρχίσει ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους. Ἔτσι ἡ κλήση μας γιά ἱεραποστολή εἶναι κλήση γιά νά θυσιάσουμε καί νά μεταμορφώσουμε τούς ἑαυτούς μας, προσφέροντας συνεχῶς τήν ζωή μας στόν Θεό καί στούς συνανθρώπους μας. Εἶναι κλήση κατ' ἀρχήν στό νά δώσουμε, νά ἀφήσουμε τήν ζωή μας στό θέλημα καί στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα, εἶναι κλήση στό νά μεταμορφώσουμε τό εἶναι μας, τήν ζωή μας, σέ λατρεία τοῦ Θεοῦ καί κλήση γιά συνεχή ὁμοίωση-κοινωνία-ταύτιση μαζί Του. Τότε ἀληθινά ἀρχίζει νά μεταμορφώνεται καί ὅλος ὁ κόσμος, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε τῆς ἰδίας φύσεως, ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία. Διά τῆς ἱεραποστολῆς καί τῆς ἐντάξεως ὅλων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γινόμαστε ὅλοι ἕνα. Ἐκτός ἀπό μία φύση(πού ἤδη εἴμαστε), γινόμαστε καί μία θέληση, ἕνα πνεῦμα. Μᾶς ἑνώνει τότε τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί πραγματώνεται ὁ λόγος-προσευχή τοῦ Χριστοῦ Μας: «ἵνα πάντες ἕν ὦσι».

Μεταμορφώνουμε τόν κόσμο, μέ τό νά γινόμαστε ἀληθινά «ἄνθρωποι πού ζοῦμε γιά τόν Θεό καί γιά τούς ἄλλους», ὄχι μέ τήν ἔννοια μιᾶς συνεχοῦς ἀνάμειξής μας στίς κοινωνικές καί πολιτικές ὐποθέσεις, ἀλλά μέ τό νά εἴμαστε πάντοτε, παντοῦ καί σέ ὅλα τά πράγματα μάρτυρες τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ζωή μας καί τά λόγια μας, καθώς ἐπίσης καί φορεῖς τῆς θυσιαζόμενης, θυσιαστικῆς καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης.

2)Ἡ Ἱεραποστολή εἶναι ἡ σωτηρία μας: «Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά σωθοῦμε, παρά μόνο μέσῳ τοῦ πλησίον μας». Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε ὅτι τό κλειδί γιά τήν σωτηρία μας εἶναι στά χέρια τοῦ ἀδελφοῦ μας. Κανείς δέν σώζεται μόνος του. Σωζόμαστε ὅλοι μαζί, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στήν εὐχαριστιακή αὐτή κοινότητα. Εἶναι ἀδιανόητο νά ἀδιαφοροῦμε γιά τόν ἀδελφό μας καί τή σωτηρία του. Καί μόνο ἡ σκέψη ὅτι ὑπάρχει τό ἐνδεχόμενο νά ζήσει στήν κόλαση γιά πάντα πρέπει νά μᾶς συγκλονίζει. Ὁφείλουμε νά κάνουμε τά πάντα γιά τή σωτηρία του. Ἄν ζοῦμε μόνο γιά τόν ἑαυτό μας, δέν ἀξίζει νά ζοῦμε καί οὐσιαστικά δέν ζοῦμε. Ζωή εἶναι ὁ Θεός καί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, εἶναι κοινωνία προσώπων. Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ, ὅταν ὁμοιάζει μέ τόν Θεό, δηλ. ὅταν ἀγαπάει, ὅταν κοινωνεῖ ἀληθινά μέ τόν ἄλλον καί τόν Ἄλλον, δηλ τόν Θεό. Προορισμός μας εἶναι ἡ Ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Ἡ ἀγάπη εἶναι καί ἡ σωτηρία μας. Τότε ἀληθινά ἔχουμε ὅλον τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: τήν ἀγάπη τήν χαρά τήν εἰρήνη κ.λπ. Ἡ ἱεραποστολή ἑπομένως μᾶς ὁλοκληρώνει σάν χριστιανούς, σάν πνευματικούς ἀνθρώπους. Χαιρόμαστε ἀληθινά καί καλοῦμε καί τούς ἄλλους νά βιώσουν αὐτή τή χαρά.
3) Ἡ ἱεραποστολή εἶναι πρόσκληση στήν ζωή τῆς χαρᾶς καί στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης.
Ζώντας κατά Θεόν, βιώνουμε τήν ἀληθινή χαρά. Πρόσκληση στήν Ἐκκλησία σημαίνει κλήση στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης καί στήν βίωση τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς. Χάσαμε τόν κόσμο γιατί χάσαμε τήν Άγάπη καί τή Χαρά, πού τελικά εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός.

Ὅταν καλοῦμε τούς ἀνθρώπους στήν ἀλήθεια, στήν Ἐκκλησία, δέν τούς καλοῦμε νά ἀσπαστοῦν κάποιες ἀπόψεις, κάποια ἰδεολογία. Τούς καλοῦμε σέ μιά ἀληθινά προσωπική σχέση (μέ τόν Θεό καί μέ τόν συνάνθρωπο), στόν μόνο τρόπο ἀληθινῆς ζωῆς, πού συνιστᾶ σχέση ἀληθινῆς ἀγάπης μέ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς μεταμορφώνει τήν σύνολη ζωή, ἀπό ζωή μεμονωμένων καί ἀπομονωμένων ἀτόμων, σέ ἀληθινή κοινωνία προσώπων, τά ὁποῖα γίνονται «ἕνα» «ἐν Χριστῷ». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος καί ὁ τρόπος τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας καί κοινωνικότητας, τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Μόνο ζώντας ἐντός Της μπορεῖς νά ἀγαπήσεις ἀληθινά καί ἀνιδιοτελῶς. Μόνον ἐκεῖ ὁ καθένας δέν ζεῖ γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά τόν Χριστό καί τούς ἀλλους.

Πιστεύω στήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει ὅτι δέχομαι νά ἐνταχθῶ στόν «σύνδεσμο τῆς ἀγάπης», νιώθω «ἕνα» μέ ὅλους. Ἀλλά γιά νά ἐμπνεύσουμε στούς ἄλλους αὐτήν τήν ἐπιθυμία γιά τήν ἀληθινή ἀγάπη καί τή γνήσια χαρά, πρέπει πρῶτα ἐμεῖς νά τά ζοῦμε αὐτά μεταξύ μας καί μέσα μας. «Τότε θά πληροφορηθοῦν καί οἱ ἄλλοι ὅτι εἶστε ἀληθινοί μαθητές μου, ὅταν ἔχετε ἀγάπη ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον» μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Αὐτή ἡ τέλεια ἕνωση μέ τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς μας μᾶς γεμίζει μέ χαρά. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή χαρά, ἡ μόνη δυνατή χαρά πάνω στήν γῆ. Μ' αὐτήν τήν χαρά, πού πηγάζει ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία νίκησε καί κυρίεψε ὅλον τόν κόσμο. Σήμερα ἄραγε ἔχουμε χαρά ὥστε νά συνεχίσουμε νά ἑλκύουμε τόν κόσμο; Ἔχουμε ἀγάπη μεταξύ μας γιά νά συγκινήσουμε τούς γεμάτους μοναξιά σύγχρονους ἀνθρώπους;

Ἕνας ἄθεος τῶν ἡμερῶν μας εἶπε ὅτι οἱ χριστιανοί δέν ἔχουν σήμερα χαρά...
Ἰσχύει πράγματι ὁ λόγος αὐτός, ἀλλά μόνο γι’ αὐτούς πού δέν ζοῦν ἀληθινά τόν Χριστιανισμό, τόν Χριστό. Αὐτοί πράγματι δέν ἔχουν χαρά. Ὅσοι, ἀντίθετα, εἶναι ζωντανά κύτταρα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἔχουν γνήσια, συνεχή καί ἀναφαίρετη οὐράνια χαρά. Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ πιό χαρούμενη ἀγγελία «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Πηγάζει ἀπό τήν ἀληθινή Χαρά, τόν Χριστό Μας. «Μή φοβεῖσθε· ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην» - ἔτσι ἀρχίζει τό εὐαγγέλιο· καί τελειώνει: «καί αὐτοί προσκυνήσαντες αὐτόν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ μετά χαρᾶς μεγάλης...»

Καλούμαστε λοιπόν κι ἐμεῖς νά βιώσουμε αὐτήν τήν ἀληθινή Χαρά, πού λέγεται Χριστός, γιά νά μπορέσουμε νά ἑλκύσουμε καί τούς ἀδελφούς μας, πού τόσο ταλαιπωροῦνται, μάλιστα σέ σημεῖο πού νά ἀκοῦς ἀποφθέγματα τοῦ τύπου: «Δέν ὑπάρχει χαρά!». Καί βέβαια δέν ὑπάρχει ἐκεῖ πού βρίσκονται, μακρυά ἀπό τόν Χριστό. Διότι ἡ χαρά εἶναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τοῦ Χριστιανοῦ καί μόνο· πουθενά ἀλλοῦ δέν θά τήν βρεῖς. Μόνον ἅμα πιστεύεις στόν Χριστό, εἶσαι πάντα χαρούμενος.

Ὁ Χριστός εἶπε: «Τήν Εἰρήνη τήν δική Μου σᾶς δίνω, ὅχι ὅπως ὁ κόσμος». Καί ἀκόμη λέει: «Τήν Χαρά τήν δική Μου σᾶς δίνω, ὄχι ὅπως ὁ κόσμος». Δηλαδή, αὐτή ἡ Χαρά εἶναι τῆς Θείας Χάριτος δῶρο· δέν ἔρχεται ἀπό τούς ἄλλους ἀλλά ἀπό τόν Θεό. Σ' αὐτήν τήν Χαρά καλοῦμε τούς ἀδελφούς μας. Ἐξυπακούεται ὅτι ἐμεῖς πρῶτοι τήν βιώνουμε. Καί τήν βιώνουμε μόνιμα. Διότι ἡ χριστιανική χαρά εἶναι μόνιμη· μπορεῖ νά γίνει μόνιμη... ὅταν φτάσουμε νά σκεπτόμαστε μόνο τόν Χριστό κι ὄχι τόν ἑαυτό μας. Τότε ἡ Χαρά εἶναι μόνιμη. Διότι τότε ἀγαπᾶμε ἀληθινά. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ἐπιτυγχάνεται ὅταν ταυτιζόμαστε μέ τόν Χριστό καί μέ τόν συνάνθρωπο, ἐξ αἰτίας τοῦ Χριστοῦ Μας. Ἀγαπᾶμε ὅλους, διότι ἀγαπᾶμε τόν Χριστό Μας. Τότε, στό πρόσωπό μας ὁ ἄλλος βλέπει τό πρόσωπό τοῦ Χριστοῦ. Βλέπει πῶς μπορεῖ νά γίνει κι αὐτός ἄν πιστέψει στό Χριστό.

Σήμερα ὅλοι εἶναι γεμᾶτοι ἄγχος.
Γιατί; Διότι δέν πιστεύουμε ἀληθινά στήν Θεία Πρόνοια, στήν Θεία Ἀγάπη, πού μᾶς καλεῖ στό «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» καί σέ ὅλα τά ἄλλα τά ὑπέροχα τῆς πίστεώς μας... Ὅταν πιστεύσουμε ἀπόλυτα στήν Δύναμη καί τήν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θά πιστεύσουμε ὅτι ὅλα γίνονται, ΟΛΑ μέ κεφαλαῖα, εἴτε ἐπειδή ὁ Θεός τά θέλει εἴτε ἐπειδή ὁ Θεός τά παραχωρεῖ. Δέν ὑπάρχει τρίτο. Λοιπόν, ἀφοῦ τά θέλει, τά δεχόμαστε μέ ὅλη μας τήν καρδιά. Καί, ἀφοῦ τά παραχωρεῖ, πάλι μέ τήν ἴδια χαρά θά τά δεχθοῦμε, γιατί σίγουρα εἶναι γιά τό καλό μας· εἶναι μία δοκιμασία, εἶναι γιά νά καθαριστοῦμε ἀπό τά πάθη μας καί τήν ὑπερηφάνειά μας· εἶναι γιά νά ἀποταμιεύσουμε οὐράνιο μισθό μέ τήν ὑπομονή καί τήν εὐχαριστία μας στά ὅποια «θλιβερά»...

Ἡ ἀληθινή χριστιανική ζωή εἶναι τό νά εἴμαστε πάντα μέ τόν Χριστό·, τό νά ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό κάθε στιγμή. Πρέπει νά πιάσουμε σφιχτά τό χέρι τοῦ Χριστοῦ καί νά Τόν ἀφήσουμε νά μᾶς πάει ὅπου Ἐκεῖνος θέλει. Αὐτό μᾶς φέρνει τήν ἀληθινή χαρά, διότι τότε ζοῦμε σύμφωνα μέ τό θέλημά Του καί ὄχι σύμφωνα μέ τό θέλημά μας.
Ἡ ἀληθινή ζωή, ἡ κατά Θεόν ζωή, ἐπιτυγχάνεται μέ τό νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό παντοῦ καί πάντα: «Σύ δέ ἀκολούθει Μοι» μᾶς λέει. Μαζί μέ Μένα, μόνιμα θά νοιώθεις τήν ἀληθινή Χαρά, τήν Θεία Χάρη, τήν σιγουριά τῆς Θείας Προστασίας. Αὐθόρμητα θά σοῦ ξεπηδάει κάθε στιγμή ἕνα μόνιμο «Εὐχαριστῶ» γιά ΟΛΑ, κάθε στιγμή».
Τήν Χαρά τοῦ Χριστοῦ θά πρέπει νά τήν φανερώσουμε πρῶτα μέ τή ζωή μας καί κατόπιν καί μέ τά λόγια μας. Τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ὁδηγία γιά τήν εὕρεση τῆς ἀληθινῆς Χαρᾶς εἶναι τό κήρυγμα τῆς Ἀνάστασης, τῆς νίκης κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ διαβόλου καί κατά τοῦ θανάτου.

Ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀνάστασης εἶναι ἡ πιό χαρούμενη ἀλήθεια πού ὑπάρχει, ἡ μόνη Ἀλήθεια : Ὁ ἀναστημένος Χριστός εἶναι ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς μας καί τῆς ἀγάπης μας.
4) Ἡ Ἱεραποστολή ἀπαιτεῖ νά βγοῦμε ἀπό τήν καλοπέραση μας, ἀπό τό «βόλεμά» μας.
Ὁ Χριστός Μας, μᾶς εἶπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη». Κι ἐμεῖς... κλειστήκαμε στόν ἑαυτό μας. Πρέπει νά ἔχουμε πάντα ἀνοιχτά τά μάτια καί τά αὐτιά τῆς ψυχῆς γιά νά ἀκοῦμε τίς θεϊκές προσκλήσεις καί νά φανερώνουμε πάντα τόν Χριστό. Πρέπει πάντα νά εἴμαστε σέ θέση νά μᾶς χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος στό ἔργο Του: Ἡ ζωή μας πρέπει νά εἶναι μίμηση τῆς ζωῆς Του. Ἡ παρουσία μας πρέπει νά εἶναι κήρυγμα μετανοίας, προσευχῆς, εἰρήνης, χαρᾶς, ἀγάπης. Τίποτε τό κακό, τό ἐμπαθές, τό ἀκάθαρτο, ἀλλά «ὅσα ἁγνά, ὅσα ἅγια, ὅσα ἀγαπᾶ ὁ Θεός», αὐτά νά εἶναι τά στοιχεῖα τῆς προσωπικότητας καί τῆς ὕπαρξής μας.

5) Πῶς πρέπει νά κάνουμε ἱεραποστολή;


Α) Μέ τήν ἰδέα ὅτι ἐμεῖς δέν κάνουμε τίποτε οὐσιαστικό καί
Β) μέ τέλεια ἕνωση μέ τόν Κύριο διά τῆς ὑπακοῆς:
Δέν ἐπιτρέπεται νά ὑπερηφανευόμαστε καί νά αὐτοθαυμαζόμαστε ὅτι τάχα βοηθοῦμε τούς ἀνθρώπους. Δέν βοηθοῦμε κανέναν. Δέν σώζουμε κανέναν. Ὀ Κύριος εἶναι ὁ μόνος Σωτήρ καί Ἐκεῖνος πού «ποιεῖ τά πάντα». Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή κάθε καλοῦ.
Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ταπείνωση γιά νά ἐπιτύχει ἡ ἱεραποστολή. Ἀλλά γιά νά ὑπάρχει ἡ ταπείνωση εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ὑπακοή.
Μέ τήν ἔννοια ὑπακοή ὁρίζεται ἠ ἐκκοπή τοῦ θελήματός μας καί τοῦ φρονήματός μας. Εἶναι ἐφαρμοσμένη ταπείνωση ἡ ὑπακοή. Ὅποιος θέλει νά φτάσει στήν ταπείνωση κόβει τό θέλημά του καί κάνει τό θέλημα τοῦ ἄλλου (τοῦ γέροντά του, ἀλλά καί τοῦ ὁποιουδήποτε ἄλλου, παρεκτός ἁμαρτίας). Ὁ ὑπάκουος προσπαθεῖ ἐπίσης νά ἀποβάλλει καί τό μάταιο φρόνημα, τήν ἰδέα ὅτι εἶναι «κάποιον τι» (αὐτή ἠ ἰδέα λέγεται οἴηση) καί νά πιστέψει ἀπόλυτα ὅτι εἶναι τό οὐδέν καί ὅτι κανένα καλό δέν μπορεῖ νά προέλθει ἀπ' αὐτόν παρά μόνο ἁμαρτίες. Ὅταν κανείς ἀγωνίζεται κατ' αὐτόν τόν τρόπο, τότε ἔρχεται στήν ψυχή του ἡ ταπείνωση καί φέρνει μαζί της τήν Θεία Χάρη. «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν».
Μέ τήν Θεία Χάρη «ἡ ὁποία τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ» κάθε ἔργο ἱεραποστολικό στερεώνεται, κάθε προσπάθεια πνευματική εὐοδοῦται. Πλούσιοι οἱ καρποί, μεγάλη ἡ συγκομιδή στόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου.
Ἄς θυμηθοῦμε τόν ἀπόστολο Πέτρο στό περιστατικό τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας. Ἐπειδή ἔκανε ἀδιάκριτη ὑπακοή στόν φαινομενικά παράλογο λόγο τοῦ Κυρίου νά ρίξει μέρα τά δίχτυα του, ἐνῶ τήν προηγούμενη νύχτα δέν εἶχε πιάσει τίποτε, πλούσια ἦρθε ἡ εὐλογία στήν ἐργασία του. Ἄν καί μεῖς ἐπιθυμοῦμε τήν εὐλογία, τήν καρποφορία ,τήν εὐδοκίμηση στίς κάθε εἴδους προσπάθειές μας, ἄς κάνουμε ὅ,τι κάνουμε ζητώντας εὐλογία, κάνοντας ὑπακοή. Ἄς θεωροῦμε χαμένο κάθε ἔργο (ὅσο μεγάλο καί φαινομενικά ἐπιτυχημένο καί ἄν εἶναι), ἄν τό κάναμε μέ τό θέλημά μας καί χωρίς νά ζητήσουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἐπισκόπου μας ἤ τοῦ Πνευματικοῦ μας. Ἔτσι ἔχει τακτοποιήσει ὁ Θεός τά πράγματα μέσα στό Σῶμα Του, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὅπως ὁ Ἴδιος ντύθηκε τήν ταπείνωση καί κατέβηκε στήν γῆ, ἔτσι καί οἱ δικοί Του θέλει νά ἐγκομβωθοῦν τήν ταπείνωση. Ἄν μιά μόνον ἁμαρτία, ἡ ὑπερηφάνεια, κατέστρεψε τόν ὡραιότερο τῶν ἀγγέλων, ἔτσι καί μέ μιά μόνον ἀρετή, τήν ταπεινοφροσύνη, μποροῦμε νά ξανακερδίσουμε ὅ,τι χάσαμε γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά καί γιά τούς ἀδελφούς μας.
Καί, ὅπως μέ τήν παρακοή χάσαμε τόν παράδεισο, ἔτσι μέ τήν ὑπακοή θά τόν ξανακερδίσουμε. Ἡ Ὑπακοή εἶναι μίμηση Χριστοῦ . Ὁ Κύριος «ἔγινε ὑπήκοος μέχρι θανάτου» στόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα Του, «θανάτου δέ Σταυροῦ». Δηλαδή, κυριολεκτικά πέθανε στήν ὑπακοή ὁ Κύριος. Ὅποιος κάνει ὑπακοή -μάλιστα μέ ἀπόφαση καλλίτερα νά πεθάνει, παρά νά παρακούσει-, μιμεῖται τόν Κύριο. Αὐτός λέει κάθε στιγμή αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος στήν Γεθσημανῆ: «Κύριε οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ' ὡς Σύ». Γι' αυτό καί κερδίζει πλούσια τήν θεϊκή εὐδοκία καί εὐλογία.
Ὅπως τόν Χριστόν Μας ὁ Θεός Πατέρας Τόν «ὑπερύψωσε καί Τόν προσκύνησαν τά ἐπουράνια καί τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια», ἔτσι καί τόν ταπεινό καί ὑπάκουο ἄνθρωπο τόν εὐλογεῖ πλούσια ὁ Θεός (τόν εὐλογεῖ καί μέ τά δυό Του χέρια, ἔλεγε κάποιος ἁγιασμένος γέροντας) καί τόν τιμοῦν οἱ πάντες. Διότι αὐτός ἔγινε ὅπως τά μικρά παιδιά, γιά τά ὁποῖα εἶπε ὁ Κύριος ὅτι εἶναι τά πρότυπά μας: «Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Ὁ ταπεινός εἶναι ἀληθινά «πτωχός τῷ πνεύματι», δηλαδή ἔχει φτωχή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, γιά τήν λογική καί τήν κρίση του. Ἔτσι, ἐντελῶς ἀβίαστα, ὑπακούει στήν ὁδηγία τοῦ Πνευματικοῦ του καί ἀσφαλιζεται μέ τήν εὐχή καί εὐλογία του.
Δύο ἀκόμη σημεῖα γιά τό πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ ἱεραποστολή: Γ) Ἡ ἱεραποστολή πρέπει νά γίνεται μέ πνεῦμα προσφορᾶς καί Δ) Μιλᾶμε κυρίως μέ τήν ζωή μας...
Ἄς τά μελετήσουμε:

Γ) Ἡ ἱεραποστολή πρέπει νά γίνεται μέ πνεῦμα προσφορᾶς, ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά ἀποσκοποῦμε σέ κανένα ἴδιον ὄφελος ἤ συμφέρον. Χωρίς νά ἐπιδιώκουμε καμμία εὐγνωμοσύνη, ἀναγνώριση ἀπό τούς ἀνθρώπους, κοσμική φήμη ἤ ἠθική ἱκανοποίηση. Πρέπει νά δίνουμε καί νά μήν περιμένουμε τίποτε. Οὔτε νά στενοχωριόμαστε γιά τό ἄν οἱ ἄλλοι δέχονται τήν προσφορά μας, τήν ἀγάπη μας· οὔτε ἀκόμη καί ἄν μᾶς τήν γυρίζουν πίσω ἤ τήν ἀφήνουν ἀναξιοποίητη. Διότι ὁ μισθός μας θά ἔλθει ἀπό τόν Κύριο. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου», «ἰδού ὁ δοῦλος σου Κύριε», πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά λέμε κάθε στιγμή, ὅ,τί καί ἄν μᾶς κοστίσει.

Ἐμεῖς πρέπει νά εἴμαστε κάθε στιγμή ἐκεῖ πού εἶναι καί ὁ Κύριος: «Ὅπου εἰμί ἐγώ ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται», μᾶς εἶπε. Ἐμεῖς θά δίνουμε, θά δίνουμε καί τίποτε ἄλλο.... Ὅλα τά ἄλλα εἶναι στά δικά Του χέρια. Ἐμεῖς θά σπέρνουμε τόν λόγο Του καί θά σκορπίζουμε τήν ἀγάπη Του πρός πάντας, χωρίς ὅρια, χωρίς διακρίσεις καί χωρίς νά περιμένουμε καμμιάν ἀνταπόδοση γιά τόν ἑαυτό μας, ὅπως καί Ἐκεῖνος «βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους, πονηρούς καί ἀγαθούς...» καί βεβαίως χωρίς νά ἀποσκοπεῖ σέ κανένα «ἴδιον ὄφελος παρά μόνο ἀπό ἄπειρη καθαρή ἀγάπη. Πρέπει, λοιπόν, νά προσπαθοῦμε καί νά μήν δεσμευόμαστε οὔτε ν' ἀπογοητευόμαστε ἀπό τό ἀποτέλεσμα.
Δέν πρέπει νά μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἄλλου ἤ τό κέρδος πού θά ἔχουμε ἤ δέν θά ἔχουμε. Ἄς κάνουμε ταπεινά ὅ,τι μᾶς ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή μας, καί τά ὑπόλοιπα εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Δ) Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι «μιλᾶμε κυρίως μέ τήν παρουσία μας κι ὄχι τόσο μέ τά λόγια μας». Οἱ ἄλλοι δέν προσέχουν τόσο αὐτό πού λέμε, ὅσο αὐτό πού ζοῦμε, αὐτό πού ἐκπέμπουμε. Δέν ἔχει τόση σημασία τό τί θά κάνουμε, ὅση τό ποιοί εἴμαστε καί τί φανερώνουμε μέ τήν ὅλη μας ὕπαρξη-παρουσία στούς ἄλλους.

Τελικά, μόνο ἡ ἀγάπη μας μιλάει, ἡ προσευχή μας καί ...λιγότερο τά λόγια μας. Κανένας δέν μπορεῖ ἀληθινά καί ὁλοκληρωμένα νά δείξει ἤ νά διδάξει κάτι στόν ἄλλον, ἐκτός ἀπό τόν Θεό. Μόνο Αὐτός μπορεῖ νά βοηθήσει αὐτούς πού Τόν ἀναζητοῦν. Ἀπό μέρους μας, ἑπομένως, χρειάζεται πολλή προσευχή, ἡ ὁποία καί καλεῖ τόν Θεό νά ἐνεργήσει γιά τήν σωτηρία ὅλων μας. Γιά νά ἔχουμε ὅμως ἀληθινή ἀγάπη καί ζωντανή προσευχή, πρέπει νά ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ στοιχεῖα τοῦ καρποῦ Του εἶναι αὐτά: «Ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστίν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη...» καί «οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰμή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».

Τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζουμε ὅτι ἔρχεται στούς καθαρούς καί στούς ταπεινούς, στούς ὑπάκουους, ὅπως ἦταν ἡ Παναγία μας, πού εἶπε τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμα σου». Ἑπομένως, κι ἐμεῖς, γιά νά ἔχουμε ἐνεργό μέσα μας τό Ἅγιο Πνεῦμα, θά πρέπει νά ταπεινωθοῦμε διά τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ταπείνωση θά «ἀναγκάσει» τόν Θεό, θά Τόν «ὑποχρεώσει» νά μᾶς βοηθήσει. Ἡ ταπείνωση θά μᾶς γεμίσει μέ τήν Θεία Χάρη, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι θά ἐπιτευχθεῖ τό νά γίνουμε ἀγάπη καί προσευχή (ὄχι μόνο νά δείχνουμε ἀγάπη ἤ νά κάνουμε προσευχή). Τότε ἀληθινά θά βοηθήσουμε τούς ἀδελφούς μας πού ἀναζητοῦν τόν Κύριο.

Πρέπει,τελικά καί συμπερασματικά, γιά νά κάνουμε σωστή ἱεραποστολή ἤ -πιό σωστά- γιά νά γίνουμε ἱεραποστολή, θά πρέπει νά μάθουμε νά προσευχόμαστε ἀληθινά. Θά πρέπει νά γίνουμε λατρευτικά ὄντα ὅπως εἶναι καί ὁ προορισμός μας. Λατρεία εἶναι ὁ ὕψιστος βαθμός τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό. Ὅταν λατρεύουμε ἀληθινά, γινόμαστε ἀγάπη· γίνόμαστε ἕνα μέ τόν Θεό καί μέ τούς πάντες. Τότε κάνουμε ἀληθινή ἱεραποστολή, διότι ἑνωνόμαστε μέ ὅλους καί ὅλοι δέχονται τήν πρόσκληση καί τήν πρόκληση νά ἐνταχθοῦν σ’ αὐτήν τήν ἑνότητα μέ τόν Θεό. Τότε ἐμπνέονται καί ἑλκύονται οἱ ἄνθρωποι.

Ἡ ὀρθόδοξη ἱεραποστολή ἔτσι πραγματοποιήθηκε. Οἱ ἱεραπόστολοι κήρυτταν μέ τά λόγια τους ἀλλά κυρίως μέ τήν ὅλη τους παρουσία, μέ τήν ἀγάπη τους ἐνῶ συγχρόνως ἐξέπεμπαν τήν Θεία Χάρη, μέ τήν ὁποία καί θαυματουργοῦσαν. Ἔχτιζαν μιά ἐκκλησία καί τελοῦσαν τίς ἀκολουθίες καί τήν θεία Λειτουργία. Ὁ κόσμος «βλέποντας» τήν Θεία Εἰρήνη καί Χαρά, γευόμενος τόν Θεό καί τήν Θεία Χάρη, καταλάβαινε βιωματικά ποῦ εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ποῦ εἶναι ὁ Θεός.

Ἐνθυμοῦμαι ἕναν νεαρό Ἀφρικανό, πρώην Καθολικό, ὁ ὁποῖος μᾶς διηγεῖτο ὅτι ἀκριβῶς ἑλκύσθηκε στήν ὀρθοδοξία, ὅταν κάποτε μπῆκε σ' ἕναν ὀρθόδοξο ναό σέ ὥρα Λατρείας. Ἔζησε ἔκπληκτος τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, πού ποτέ ὥς τότε δέν εἶχε ζήσει στόν Ρωμαιοκαθολικισμό.

Ἀντίθετα μέ τά ἄλλα δόγματα-χριστιανικές αἱρέσεις, πού ἔρριχναν καί ρίχνουν τό κύριο βάρος στήν λογική, στήν ἐξωτερική δράση καί στό κήρυγμα, ἡ ὀρθοδοξία καλεῖ σέ μιά βιωματική καί ὄχι νοησιαρχική προσέγγιση τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή γίνεται μέ τήν Λατρεία. Στήν ὀρθοδοξία «παθαίνουμε, δέν μαθαίνουμε τά θεῖα». Ὁ κόσμος καί ὁ κάθε ἄνθρωπος ἄλλάζει ὄχι τόσο μέ τά λόγια ὅσο (καί κυρίως) μέ τήν Θεία Χάρη. Καί αὐτή ἔρχεται μέ τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, στόν Πνευματικό μας· ἔρχεται μέ τά Μυστήρια, μέ τήν Θεία Λειτουργία, μέ τήν Λατρεία. Ὅσο πιό πολύ καί μεῖς ζοῦμε τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς καί τήν Λατρεία μας, τόσο πιό πολύ ἡ Θεία Χάρη ἐνεργοποιεῖται καί ἐνεργεῖ μέσα μας καί μέσα ἀπό ἐμᾶς. Τόσο περισσότερο καί ἀκριβέστερα φανερώνουμε τόν Χριστό· τόσο πιό πολύ πνεῦμα προσφορᾶς καί ἀγάπης ἀνιδιοτελοῦς ἀποκτοῦμε καί τόσο πιό ἀποτελεσματικά δροῦμε στόν ἀμπελῶνα Του. Ἀμήν! Γένοιτο!
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου