Σελίδες

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Λόγοι Δ΄. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν δουλειὰ

Λόγοι Δ΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
 "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
   
 ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ  
Κεφάλαιο 2ο
Ἐργασία καὶ πνευματικὴ ζωὴ
Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν δουλειὰ


 -  Γέροντα, γιατί πολλοὶ ἄνθρωποι νιώθουν ἀνία στὴν δουλειά;

 -  Μήπως δὲν ἀγαποῦν τὴν δουλειά τους; Ἤ μήπως ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἴδιο πράγμα; Συχνά, σὲ μερικὲς δουλειές, σὲ ἕνα ἐργοστάσιο, ἄς ποῦμε, ποὺ φτιάχνει κουφώματα, ἕνας  ὑπάλληλος, ἀπὸ τὸ πρωὶ ὥς τὴν ὥρα ποὺ θὰ φύγη, κολλάει-κολλάει· ἕνα ἄλλος περνάει συνέχεια τζάμια, ἄλλος στόκο.
 Κάνουν συνέχεια τὴν ἴδια δουλειά, ἕνα μονότονο πράγμα, καὶ τὸ ἀφεντικὸ τοὺς παρακολουθεῖ.  Καὶ δὲν εἶναι μιὰ μέρα ἤ δυό.
 Ὅλο τὸ ἴδιο- τὸ ἴδιο τὸ βαριοῦνται.  Παλιὰ δὲν ἦταν ἔτσι. Ἕνας μαραγκὸς παραλάμβανε τέσσερις τοίχους ἀπὸ τοὺς χτίστες καὶ ἔπρεπε νὰ παραδώση στὸν νοικοκύρη τελειωμένο τὸ σπίτι μὲ τὸ κλειδί.  Θὰ ἔφτιαχνε τὰ πατώματα, τὰ κουφώματα, θὰ περνοῦσε τὰ τζάμια μὲ στόκο.
Ὕστερα θὰ ἔκανε σκάλες γυριστὲς, τουρναριστὰ κάγκελα, μετὰ ὰ ἄσπριζε, θὰ ἔκανε τὰ ντουλάπια, τὰ ράφια, στὴν συνέχεια θὰ ἔκανε καὶ τὰ ἔπιπλα.  Καὶ ἄν ἀκόμη δὲ ἀσχολοῦνταν ὁ ἴδιος μὲ ὅλα αὐτὰ, ἤξερε ὅμως νὰ τὰ φτιάχνη.  Σὲ μιὰ ἀνάγκη θὰ ἔκανε ἀκόμη καὶ τὴν σκεπή, θὰ ἔβαζε καὶ τὰ κεραμίδια.

Σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι βασανισμένοι, γιατὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν δουλειά τους.  Κοιτάζουν πότε νὰ ἔρθη ἡ ὥρα νὰ φύγουν. Ἐνῶ, ὅταν ὑπάρχη ζῆλος γιὰ τὴν δουλειὰ καὶ ἔχη κανεὶς ἐνδιαφέρον γι’ αὐτὸ ποὺ φτιάχνει, ὅσο δουλεύει, τόσο ἀνάβει ὁ ζῆλος. Ἀφοσιώνεται μετὰ στὴν δουλειά του καί, ὅταν εἶναι νὰ φύγη, λέει: «Πότε πέρασε ἡ ὥρα;».
Ξεχνάει καὶ τὸ φαγητὸ καὶ τὸν ὕπνο, τὰ ξεχνάει ὅλα.  Καὶ νηστικὸς νὰ εἶναι, δὲν πεινάει, καὶ ἄυπνος νὰ εἶναι, δὲν νυστάζει, ἀλλὰ καὶ χαίρεται ποὺ δὲν κοιμᾶται.  Δὲν εἶναι ὅτι βασανίζεται ἀπὸ τὴν πεῖνα ἤ ἀπὸ τὴν νύστα·  εἶναι πανηγύρι γι’ αὐτὸν ἡ δουλειά.

  -  Γέροντα, δυὸ ἄνθρωποι ποὺ κάνουν τὴν ἴδια δουλειά, πῶς γίνεται ὁ ἕνας νὰ βγαίνη ὠφελημένος πνευματικὰ ἀπὸ ποὺ κάνει καὶ ὁ ἄλλος ζημιωμένος;

  -  Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς ὁ καθένας κάνει αὐτὴν τὴν δουλειὰ καὶ τὶ ἔχει μέσα του. Ἄν ἐργάζεται μὲ ταπείνωση καὶ ἀγάπη, ὅλα θὰ εἶναι φωτισμένα, λαμπικαρισμένα, χαριτωμένα, καὶ θὰ νιώθη ἐσωτερικὴ ξεκούραση.
Ἄν ὅμως βάζη ὑπερήφανο λογισμό, ὅτι κάνει τὴν δουλειὰ καλύτερα ἀπὸ τὸν ἄλλον, μπορεῖ νὰ νιώθη μιὰ ἱκανοποίηση, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἱκανοποίηση δὲν γεμίζει τὴν καρδιὰ του, γιατὶ ἡ ψυχή του δὲν πληροφορεῖται, δὲν ἔχει ἀνάπαυση.
Ὕστερα, ὅταν κανεὶς δὲν κάνη τὴν δουλειά του μὲ ἀγάπη, κουράζεται. Ἕνας, καὶ μόνον ποὺ βλέπει ὅτι πρέπει νὰ ἀνεβῆ μιὰ ἀνηφόρα, γιὰ νὰ τελειώση κάποια δουλειά, κουράζεται, γιατὶ δὲν ἀγαπάει αὐτὴν τὴν δουλειά.
Ἐνῶς ἕνας ἄλλος ποὺ τὴν κάνει μὲ τὴν καρδιὰ του, πάει καὶ ἔρχεται στὴν ἀνηφόρα, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνη. Ὧρες μπορεῖ λ.χ. νὰ σκαλίζη ἕνας ἐργάτης μέσα στὸν ἥλιο καὶ νὰ μὴν κουράζεται, ἄν τὸ κάνη μὲ τὴν καρδιά του. Ἐνῶ, ἄν δὲν τὸ κάνη μὲ τὴν καρδιά του, ὅλο σταματάει, χαζεύει, γκρινιάζει: «ὤ, πολλὴ ζέστη κάνει», λέει, καὶ ὑποφέρει.
-Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ τὸν ἀπορροφήση κάποιον ἡ ἐπιστήμη του, ἡ δουλειά του, καὶ νὰ ἀδιαφορῆ γιὰ τὴν οἰκογένειά του κ.λ.π.;
-Τὴν δουλειά του θὰ τὴν ἀγαπάη ἁπλά·  δὲν θὰ τὴν ἐρωτευθῆ. Ἄν δὲν ἀγαπήση τὴν δουλειά του, θὰ κουράζεται διπλά, καὶ σωματικά καὶ ψυχικά, ὁπότε καὶ ἡ σωματικὴ ἀνάπαυση δὲν θὰ τὸν ξεκουράζη, γιατὶ ψυχικὰ θὰ εἶναι κουρασμένος. Ἡ ψυχικὴ κούραση εἶναι αὐτὴ ποὺ καταβάλλει τὸν ἄνθρωπο.
Ὅταν δουλεύη κανεὶς μὲ τὴν καρδιά του καὶ εἶναι χαρούμενος, εἶναι ψυχικὰ ξεκούραστος καὶ ἐξαφανίζεται ἡ σωματικὴ κούραση.  Νὰ, γνώρισα κάποιοιν στρατηγὸ ποὺ κάνει ἀκόμη καὶ τὶς δουλειὲς τῶν στρατιωτῶν.
 Καὶ πῶς πονάει γιὰ τοὺς στρατιώτες! Σὰν πατέρας!  Ξέρετε τί χαρὰ νιώθει! Κάνει τὸ καθῆκον του καὶ χαίρεται.  Μιὰ φορὰ ξεκίνησε μεσάνυχτα ἀπὸ τὸν Ἕβρο, γιὰ νὰ πάη στὴν Λάρισα στὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου καὶ νὰ προλάβη νὰ εἶναι στὴν Θεία Λειτουργία, ἐνῶ ἦταν δικαιολογημένος νὰ πάη καὶ ἀργότερα, στὴν Δοξολογία ποὺ θὰ ἔκαναν στὸ τέλος. Ἀλλὰ σοῦ λέει: «Πρέπει νὰ εἶμαι ἐγκαίρως, γιὰ νὰ τιμήσω τὸν Ἅγιο». Ὅλα τὰ κάνει μὲ τὴν καρδιά του.
Ἡ εὐχαρίστηση ποὺ νιώθη ὅποιος κάνει φιλότιμα τὴν δουλειά του εἶναι καλὴ εὐχαρίστηση. Τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς, γιὰ νὰ μὴν κουράζεται τὸ πλάσμα Του.  Αὐτὴ εἶναι ξεκούραση ἀπὸ τὴν κούραση.


πόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 168-171 τοῦ βιβλίου:

       ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
                           ΛΟΓΟΙ Δ΄ 
             ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
               ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»

             http://anavaseis.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου