Σελίδες

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Τα πρώτα γυμνάσια (Ιωσήφ Μ.Δ.- Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης)


Βλέποντας ο Γέροντας την υπερβολική φλόγα του νέου δοκίμου και την δίψα για προσευχή, μεθοδευόταν τρόπους, αφ’ ενός να του αυξήση το τάλαντο και αφ’ ετέρου,  να τον προφυλάξη από το δαιμονικό πάθος της επάρσεως.
Ένας τρόπος για να τον κρατήση στην ταπεινοφροσύνη, ήταν και ο εξής: του συμπεριφερόταν με πολλήν αγένεια˙ αντί να τον καλή με τ’ όνομά του , συνήθιζε να του λέη: « Έλα ρε…» . Και ο Χαράλαμπος (όπως μου έλεγε ο ίδιος), από μέσα του έλεγε: « Ρε; Τι ρε; Όνομα δεν έχω; Τι ευγένεια είναι αυτή; Εδούλευα με κοσμικούς στην Νομαρχία και ποτέ έτσι γλώσσα δεν άκουσα. Πάντα στον πληθυντικό. Τι γίνεστε κ. Γαλανόπουλε;- σας ευχαριστώ-σας παρακαλώ. Εδώ μέχρι στιγμής δεν άκουσα ένα ευχαριστώ, ένα παρακαλώ. Παράξενοι άνθρωποι εδώ πέρα».

Και συνέχισε:
« Όμως οι λογισμοί αυτοί δεν ξέφευγαν του χαρισματούχου Γέροντά μου, ο οποίος με περιλάμβανε στην συνέχεια λέγοντας: « Ώστε στον κόσμον ήσουν αγωνιστής , ε;  ενήστευες, αγρυπνούσες, ασκήτευες˙ ήσουν  έξυπνος, εργατικός, τίμιος… . Και απ’ όλα αυτά , τι κατάφερες; Να μας κουβαλήσης εδώ ένα σωρό κενοδοξίαν, εγωισμόν, αυτοπεποίθησιν. Τώρα που κόπηκαν οι έπαινοι, δεν είναι καλά, ε;». Πραγματικά, μ’ αυτά τα απλά, χαριτωμένα μαθήματα του Γέροντά μου, δεν άργησα να καταλάβω ότι, παρ’ όλον που ήμουν πράγματι αγωνιστής στον κόσμον, όμως με το να εισπράττω επαίνους και κολακείες, χωρίς να το καταλάβω παραφορτώθηκα με κενοδοξίαν».
Ο Χαράλαμπος όμως με την φυσικήν ταπείνωσιν και απλότητα, σε συνδυασμό και με το σπάνιο αγωνιστικό φρόνημα που τον διέκρινε, δεν άργησε να βάλη στον εαυτό του την σωστή ταξινόμηση. Ο Γέροντάς του και όταν αργότερα τον προήγαγε σε μεγαλόσχημο μοναχόν, αλλά και ιερέα για τις λειτουργικές ανάγκες της συνοδείας, και πάλιν συνέχισε με την ίδια γλώσσα να τον μεταχειρίζεται. Συγχρόνως όμως με την πνευματικήν πρόοδον του Χαράλαμπου  , ανάλογη ήταν και η μεταχείρισις.
«Θυμάμαι, λέει πάλιν ο ίδιος, όταν κάποτε τρώγαμε στην τράπεζα, ανοίγαμε κάποια πνευματική συζήτησι. ΟΙ άλλοι πατέρες αντάλλασσαν τις ιδέες τους˙ εγώ μόλις πήγαινα να λάβω τον λόγον, πετιόταν ο Γέροντάς μου απότομα: “ Σουτ” (μη μιλάς) .  Περνούσε λίγη ώρα , τύχαινε στην συζήτησιν κάτι που μπορούσα κι εγώ να πω, μια σωστή λύσι, μια γνώμη, κι όμως πάλιν ο Γέροντάς:
“ Σουτ, είπαμε˙ μη μιλάς”.
Ένας λογισμός μου έλεγε- “Ε, Γέροντα, εμένα σε μεγάλη ανυποληψία μ’ έχεις”. Όμως δεν αργούσα να την καπακώσω με άλλο λογισμό: “Ξέρει ο Γέροντας τι κάνει˙ αυτό είναι το σωστό”».
Όταν όμως και αυτά τα μαθήματα δεν άργησε να μάθη ο Χαράλαμπος, τότε ο σοφός Γέροντάς του, τι μεθοδεύτηκε; Βρίσκοντας κάποιαν μικροαφορμή , αντί να βρίση τον ίδιον, που ήδη το είχε ξεπεράσει, αρχίζει στο εξής να τα βάζει με τους δικούς του, και μάλιστα με τον πατέρα του, που ήδη απήλθε στην άλλη ζωή.
Ακούοντας αυτά ο αθλητής , αρχίζει πάλιν να σκοντάφτη και μέσα του να σκέφτεται με παράπονο: « Ε, όχι κι έτσι. Νεκρός ο πατέρας μου και ν’ ακούη λόγια! Ε, τούτο δεν το ανέχομαι». Κι όμως πάλιν στρεφόταν στον εαυτόν του και τον έπειθεν, ότι δεν έχει δικαίωμα να κρίνη τον Γέροντά του.
Ο Γερο-Αρσένιος συνήθιζε πολύ συχνά να μας λέγη για τον ανεψιόν του π. Χαράλαμπον:
«Περνούσαν πολλοί από κοντά μας τους περιλάμβανε ο Γέροντας και μετά μου έλεγε: “ Σφίγγω λίγο τον ένα φεύγει, σφίγγω τον άλλο, αρρωστά”. ΄Όταν όμως ήλθεν ο Χαράλαμπος , τότε μας λέει: “Ε, τούτου δώσ’  του ξύλο και σηκώνει”».
«Κι όμως, λέγει ο Γέροντας, μια φορά ετόλμησα να στήσω το θέλημα, αλλά την άρπαξα γερή και πέρασα ένα μάθημα που το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή, για να καταλάβω τί σημαίνει “κάλλιον χίλιες φορές το στραβό του Γέροντα”. Επισκευάζαμε τα καλυβάκια μας στην Νέα Σκήτη. Οι άλλοι πατέρες της συνοδείας μας, συμφώνησαν με τον Γέροντα για μια δαπανηρή παραγγελία , χωρίς να με ρωτήσουν. Εγώ επειδή ήξερα από τον κόσμον από οικοδομικά, διαπίστωσα ότι θα πετάξουμε λεφτά άδικα. Τρέχω στον Γέροντα να προλάβω το σφάλμα , προς το κοινόν συμφέρον. Τι όμως νομίζετε ότι έγινε; Με περιλαμβάνει χωρίς καμμία συζήτησι και με έλουσε κυριολεκτικά με ένα σωρό κατσάδες , βρισιές και μ’ έδιωξε σαν σκυλί. Φεύγω με κατεβασμένο κεφάλι αλλά δεν το βάζω κάτω˙ λέω μέσα μου: “Καλά, καλά˙ ευχαριστώ για τις κατσάδες, αλλά αύριο που θα πετάξης στον κατήφορο ένα σωρό λεφτά, τότε τα ξαναλέμε”.
Πράγματι τα ξανάπαμε, αλλά και πάλιν εγώ το χρεώθηκα. Αφού έφθασαν όλα τα υλικά και όπως πράγματι το υπολόγισα, ήταν ακατάλληλα, τα πετάξαμε στην αποθήκην. Δεν πέρασαν όμως λίγες μέρες και μας χρειάστηκαν για μιαν άλλην δουλειά που ανοίξαμε, και μάλιστα με τόσην ακρίβεια σαν να κάναμε ειδικήν παραγγελία. Ε, τότε με το δίκαιό του ο Γέροντας με περίλαβε και μου ‘κανε και ένα γερό μάθημα».


Από το βιβλίο: «Ιωσήφ Μ.Δ.
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»
Δ΄ΕΚΔΟΣΙΣ

http://gonia.gr/gonia.php?article=360

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου