Σελίδες

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

"Ἡ σημασία τῆς διατήρησης τῆς Ἑλληνορθόδοξης μορφῆς τῶν Παναγίων προσκυνημάτων στήν Ἁγία Γῆ καί ἡ ἀποστολή τῶν μοναχῶν τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας"



          Ἀρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος, Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ποιμένων,Βηθλεέμ.

«Χαῖρε Σιών, Ἁγία Μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, Θεοῦ κατοικητήριον!»

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σιῶν, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων ἀποτελοῦσε καί συνεχίζει, μέχρι σήμερα, νά ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς παγκόσμιας Ὀρθοδοξίας, τήν Ἱερά Κιβωτό ὅλου τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶναι «ἡ Μήτηρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν», εἶναι  ἐκείνη  ἡ ὁποία διαφύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ  καί διατήρησε στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ρωμιοσύνης τά Πανάγια προσκυνήματα στήν Ἁγία Γῆ, μέ πολλούς, δύσκολους καί ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες, διά μέσου τῶν αἰώνων.

Ἡ περίοδος ἀκμῆς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων ἀρχίζει τόν  4ο μ.Χ. αἰώνα, μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (=Μιλάνο)· διάταγμα τῆς θέσπισης τῆς ἀνεξιθρησκείας στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, τό ὁποῖο ἐξέδωσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μαζί μέ τόν Λικίνιο, τό Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ. Μέ τό διάταγμα αὐτό νομιμοποιήθηκε ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία ὡς «ἐπιτρεπομένη θρησκεία» καί ἄνοιξε ὁ δρόμος στήν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ (δέν ἀνακήρυξε τό Χριστιανισμό ἐπίσημη θρησκεία τῆς αὐτοκρατορίας ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅπως λανθασμένα ἀναφέρεται κάποιες φορές, ἀλλά ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος  ἀρκετά χρόνια ἀργότερα).
Τότε σταματοῦν οἱ διωγμοί κατά τῶν Χριστιανῶν καί ἡ βασιλομήτωρ αὐτοκράτειρα Ἁγία Ἑλένη ξεκινᾶ, τό 326 μ.Χ., τήν ἀποκατάσταση τῆς Χριστιανικῆς λατρείας στήν Ἁγία Γῆ καί τήν ἀνάδειξη καί τῶν προσκυνημάτων, μέ τήν ἀνέγερση μεγαλοπρεπῶν ναῶν πάνω σέ Ἱερούς Τόπους, στίς πιό σημαντικές τοποθεσίες τίς ὁποῖες ἁγίασε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν, ἐπί τῆς γής, παρουσία Του. Ἡ Θεοφάνεια (=ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῆς ἐνανθρωπήσεως) εἶναι συνδεδεμένη μέ μία τοπογραφική καί ἱστορική πραγματικότητα, τήν ὁποία κανείς καί ποτέ δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει.
Μέ τά ἐγκαίνια τῶν νεόδμητων βασιλικῶν, στήν Ἱερουσαλήμ (τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως), στή Βηθλεέμ (τῆς Γεννήσεως) καί σέ ἄλλα μέρη (στό ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, στή Χεβρώνα κ.α.), ἄρχισαν νά συρρέουν πλήθη πιστῶν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, μέ σκοπό νά δοῦν καί νά προσκυνήσουν μέ εὐλάβεια καί δέος τούς Θεοτίμητους τόπους, τά Θεοβάδιστα μέρη.
Παράλληλα ὅμως καί τό μοναχικό ἰδεῶδες βρῆκε μεγάλη ἀπήχηση καί ρίζωσε στίς καρδιές πολλῶν εὐσεβῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τέλεια αὐταπάρνηση ἔρχονταν γιά νά ἀφιερωθοῦν θυσιαστικά στή διακονία καί φύλαξη τῶν πανίερων προσκυνημάτων καί καθιδρυμάτων τῆς Ἁγίας Γῆς, ἀλλά καί νά ἀσκητέψουν στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας. Ἔτσι ἀπό τόν 4ο μ.Χ. αἰώνα, ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται στήν Ἁγία Γῆ ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμός πού στόν 6ο μ.Χ. αἰώνα ἔφθασε στή μεγαλύτερη ἀκμή του.
Ἀπό τό 326 μέχρι τό 630 μ.Χ., πού εἶναι τά χρόνια τῆς Ρωμαίηκης (λεγόμενης Βυζαντινῆς καί στήν πραγματικότητα ὀρθοδοξοποιημένης ἑλληνικῆς) κυριαρχίας, κτίστηκαν στήν Ἁγία Γῆ ἀναρίθμητοι ναοί-προσκυνήματα καί μοναστήρια (ὅλων τῶν εἰδῶν), στούς περισσότερους ἱερούς τόπους πού ἦταν συνδεδεμένοι μέ πρόσωπα καί γεγονότα τά ὁποῖα ἀναφέρονταν στήν Ἁγία Γραφή (Παλαιά & Καινή Διαθήκη). Τό παράδειγμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀκολούθησαν καί οἱ διάδοχοί του, οἱ Χριστιανοί αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου, συμβάλλοντας στήν ἀνάδειξη τῶν παναγίων προσκυνημάτων ὄχι μόνο μέ μεγάλες οἰκονομικές ἐνισχύσεις, ἀλλά καί μέ εἰδικά νομοθετικά μέτρα.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας τό 451 μ.Χ., ἀναγνωρίζοντας τή θρησκευτική καί προσκυνηματική σπουδαιότητα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, προήγαγε τήν Ἐπισκοπή Ἱεροσολύμων σέ Πατριαρχεῖο. Ὁ Πατριάρχης ἀναγνωρίστηκε ὡς ἡ ἀνώτερη ἐκκλησιαστική ἀρχή στήν Ἁγία Γῆ. Στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων δόθηκαν τά κυριαρχικά δικαιώματα ὅλων τῶν Παναγίων προσκυνημάτων. Ἐκεῖνο, στήν προσπάθειά του νά τά διατηρήσει ὡς κανονικός καί νόμιμος διάδοχος τῶν Ρωμηῶν (λεγόμενων Βυζαντινῶν) στήν Ἁγία Γῆ, ἔρριξε τό κύριο βάρος στήν ἐνίσχυση καί παγίωση τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας καί τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης, διαμορφώνοντας τόν Ἑλληνορθόδοξο χαρακτήρα του.
Τόν Ἑλληνορθόδοξο χαρακτήρα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί, κατά συνέπεια, τήν Ἑλληνορθόδοξη μορφή τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων ἀναγνώρισαν καί σεβάστηκαν ὅλοι οἱ μετέπειτα κατακτητές τῆς Ἁγίας Γής.
Πολύ σωστά ἔχει λεχθεῖ ὅτι «τά κεκτημένα δίκαια τοῦ Βυζαντίου ἐπί τῶν Ἁγίων Τόπων, διά τῆς ἱδρύσεως ἐπ' αὐτῶν τῶν Παναγίων προσκυνημάτων, εἶναι δίκαια καί προνόμια τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἄνευ ὑπερβολῆς κληρονομηθέντα ἀπό τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς  ... ἄτινα οὐχί μόνον ὁ πρῶτος Ἄραψ κατακτητής ἐσεβάσθη καί κατοχύρωσε διά συνθήκης (ἀχτιναμέ), ἀλλά καί οἱ μετέπειτα  κατακτηταί τῆς Παλαιστίνης ἐσεβάσθησαν, μέχρι τῶν ἡμερῶν ἡμῶν».
Εἶναι γνωστό ὅτι τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, μέ βάση ἐπίσημα διατάγματα χαλίφηδων καί φιρμάνια σουλτάνων, ἀπολάμβανε ἑνός εἰδικοῦ συστήματος προστασίας καί ἀναγνώρισης τῶν δικαιωμάτων του ἐπί τῶν Παναγίων προσκυνημάτων. Τέτοια ἐπίσημα ἔγγραφα εἶναι:
α) ὁ περίφημος «Ἀχτιναμές» (=ἰδιόγραφη ὑποχρέωση, διαθήκη) ὁ ὁποῖος ἀναγνώριζε στό «Βασίλειον Γένος τῶν Ἑλλήνων»  τή διατήρηση τῶν κυριαρχικῶν  δικαιωμάτων του στά ἱερά προσκυνήματα τῶν Ἁγίων Τόπων καί εἶχε δοθεῖ ἀπό τόν χαλίφη Ὀμάρ ἰμπν ἐλ Χαττάμπ (Omar ebn–el–Khattab), τό 638 μ.Χ., στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Σωφρόνιο.
β) τό «Χάτι σερίφ» (=αὐτοκρατορικό διάταγμα)  τό ὁποῖο δόθηκε ἀργότερα καί διασφάλιζε τά προνόμια τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Εἶχε δοθεῖ ἀπό τόν Μωάμεθ Β΄ τόν Πορθητή, τό 1453, στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιο Δ΄.
Τά ἀνωτέρω βέβαια δέν σημαίνουν ὅτι ὅλα κυλοῦσαν μέσα στίς ἰδανικότερες συνθῆκες. Ὅλοι οἱ κατακτητές (Πέρσες, Ἄραβες μουσουλμάνοι, Σταυροφόροι, Ἁγιουπῆδες, Μαμελοῦκοι, Ὀθωμανοί Τοῦρκοι κ.α.), οἱ ὁποῖοι κατέκτησαν τήν Ἁγία Γῆ, μετά τό τέλος τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τήν πλήγωσαν βαριά. Ἄφησαν τά ἴχνη τους, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά κάμψουν τό φρόνημα τῶν λιγοστῶν ἡρώων μοναχῶν τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, πού μέ νύχια καί μέ δόντια διατήρησαν τήν Ἑλληνικότητα καί τήν Χριστιανικότητα τῶν Ἱερῶν  προσκυνημάτων τῆς Ἁγίας Γῆς. Δέν ὑπέκυψαν ποτέ καί σέ κανέναν, παρά τίς καταστροφές καί τίς ταπεινώσεις πού ὑπέστησαν.
Μετά τούς Βυζαντινούς χρόνους καί μέχρι τίς ἡμέρες μας, κάτω ἀπό ἀντίξοες συνθῆκες, γίνονταν καί γίνονται συνεχεῖς ἀγῶνες γιά τή φυσική ὑπόσταση καί προστασία τῶν Παναγίων προσκυνημάτων. Κατά καιρούς ξεσποῦσαν καί ξεσποῦν φανατικές διενέξεις καί διαμάχες γιά τήν κηδεμονία τῶν προσκυνημάτων, μέ στόχο τήν ἀπόκτηση δικαιωμάτων πάνω στά προσκυνήματα ἀπό διάφορες χριστιανικές κοινότητες. Μία μαύρη σελίδα γιά τόν Χριστιανισμό.
Οἱ τσάροι τῆς Ρωσίας, οἱ Ἕλληνες τῆς Ρουμανίας, καθώς καί κάποιες Ὀρθόδοξες τοπικές Ἐκκλησίες, στήριξαν ἠθικά καί ὑλικά τό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἀναγνωρίζοντας τή νομιμότητα καί τή δικαιοδοσία του στά Πανάγια προσκυνήματα.
Ὅμως ὑπάρχουν στήν Ἁγία Γῆ καί προσκυνήματα τά ὁποῖα ἀποκτήθηκαν ἤ δημιουργήθηκαν μέ νόμιμους καί μή νόμιμους τρόπους καί κάτω ἀπό εἰδικές καταστάσεις καί συνθῆκες, ἀπό μή ὀρθόδοξες χριστιανικές ὁμάδες, ὅπως  ἀπό τά Πατριαρχεῖα τῶν Ἀρμενίων καί τῶν Λατίνων (=Ρωμαιοκαθολικῶν), καθώς καί ἀπό τίς ἀρχιεπισκοπές τῶν Κοπτῶν (=Αἰγυπτίων), τῶν Ἀβησσυνίων (=Αἰθιόπων) καί τῶν Σύρων.
Πῶς μπορεῖ ὅμως κανείς νά ἀμφισβητήσει τό αὐτονόητο; Πῶς μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τήν Ἑλληνικότητα, τόν Ἑλληνικό χαρακτήρα, τῶν Ὀρθοδόξων προσκυνημάτων; Πῶς μπορεῖ νά τό κάνει, ὅταν γνωρίζει ὅτι ὁ πολιτισμός τῶν λεγόμενων Βυζαντινῶν χρόνων, ὁ λαμπρότερος ὅλων τῶν πολιτισμῶν, τόν ὁποῖο μᾶς χάρισε ἡ ἐκχριστιανισμένη ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, στήν πραγματικότητα εἶναι ὁ ἐκχριστιανισμένος Ἑλληνικός πολιτισμός, ὁ πολιτισμός τῆς Ρωμηοσύνης; Εἶναι ὁ πολιτισμός τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ ὁ ὁποῖος ὀρθοδοξοποιήθηκε καί λειτούργησε ὡς ἅρμα τοῦ μόνου ἀληθινοῦ καί γνήσιου Χριστιανισμοῦ, δηλ. τῆς Ὀρθοδοξίας.
Αὐτήν τήν ἀδιάρρηκτη καί ἁρμονική σχέση μεταξύ Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ διέβλεψε καί προανήγγειλε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν πληροφορήθηκε ἀπό τούς μαθητές Τοῦ Ἀνδρέα καί Φίλιππο ὅτι κάποιοι Ἕλληνες ζητοῦν νά Τόν συναντήσουν, τούς ἀπάντησε: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθεῖ ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου» (Ἰω.12: 20-23). Ὁ ἐρχομός τῶν Ἑλλήνων δηλαδή σήμανε τήν ὥρα γιά νά δοξασθεῖ καί μέσῳ ἐκείνων. Βέβαια ἡ Δόξα τοῦ Κυρίου μας θά ἐπέλθει πρώτιστα ἀπό τήν ἴδια τή σταυρική Του θυσία καί τήν Ἀνάστασή Του, ἀλλά αὐτό δέν ἀναιρεῖ καί τήν ταυτόχρονη δόξα πού θά Τοῦ προσφέρουν ἐκεῖνοι πού ζήτησαν νά Τόν συναντήσουν.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, ἑρμηνεύοντας τόν ἀνωτέρῳ λόγο τοῦ Ἰησοῦ, στό «Περί τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὡς παιδαγωγοῦ τῶν Ἑλλήνων πρός τόν Χριστιανισμόν» (17 Ἰουνίου 1896), ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Οἱ θεῖοι τοῦ Σωτῆρος λόγοι "νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου", ὅτε ἀνηγγέλθη Αὐτῷ, ὅτι Ἕλληνες ἤθελον ἰδεῖν Αὐτόν, ἐνεῖχον βαθείαν ἔννοιαν. Ἡ ρῆσις ἦν προφητεία, πρόρρησις τῶν μελλόντων. Οἱ ἐκεῖ ἐμφανισθέντες Ἕλληνες ἦσαν οἱ ἀντιπρόσωποι ὅλου τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους. Ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτῶν διεῖδεν ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς τό ἔθνος ἐκεῖνο, εἰς ὅ ἔμελλε νά παραδώσῃ τήν ἱεράν παρακαταθήκην, ἵνα διαφυλαχθῆ τῇ ἀνθρωπότητι.
Τὸ ἔργον τοῦτο ἀληθῶς ἀνετέθη τῇ Ἑλληνικῇ φυλῇ. Τοῦτο μαρτυρεῖται ὑπὸ τῆς ἱστορίας.  Ἕν μόνον βλέμμα ῥιπτόμενον εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπαρκεῖ ὅπως πιστώσῃ τὴν ἀλήθειαν ταύτην. Ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τῆς πρώτης σελίδος αὐτῆς ἀναφαίνεται ἡ τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς ἐν τῷ Χριστιανισμῷ δρᾶσις, καὶ ἡ κλῆσις αὐτῆς, ἵνα ἀναλάβῃ τὸ μέγα τῆς ἀποστολῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔργον.
Ὁ Χριστιανισμὸς ὡς πρῶτον δῶρον αὐτοῦ ἐδωρήσατο αὐτῷ νέαν ζωήν, ὁ δὲ Ἕλλην ὑπεστήριξεν αὐτὸν διὰ τῶν ἀγώνων καὶ τῶν αἱμάτων του.»
Καί προσθέτει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Ὁ Κλήμης (=ὁ Ἱερὸς Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς) ἐπὶ τοσούτον προβαίνει ἐν τῇ θεωρίᾳ αὐτοῦ ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ πᾶσα σοφία καὶ ὅτι ἡ θεία σοφία ἐφώτιζε καὶ ἐποδηγέτει τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, ὥστε φρονεῖ, ὅτι τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μετεφράσθησαν κατὰ θείαν πρόνοιαν Ἑλληνιστί, καὶ τὰ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐγράφησαν Ἑλληνιστί, ὅπως τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος τὸ διὰ τῆς φυσικῆς θεογνωσίας εἰς τὴν εὕρεσιν τῆς ἀληθείας προδηγετηθέν, γνωρίσῃ καὶ τὴν δι' ἀποκαλύψεως γνωσθεῖσαν τοῖς ἀνθρώποις ἀλήθειαν καὶ δι' ἀμφοτέρων ὁδηγηθῇ πρὸς τὴν ὑψίστην ἀλήθειαν.
Καὶ ἀληθῶς, δύναταί τις νὰ ἐρωτήσῃ: Διατὶ Ἑλληνιστὶ νὰ γραφῶσιν αἱ Γραφαὶ καὶ οὐχὶ Ῥωμαϊστί; ἢ ἐν ἄλλῃ τινι γλώσσῃ; Ἡ θεία πρόνοια ὑπὲρ αὐτοῦ πάντως ἔσχε λόγον τὴν ἐκλογὴν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεώς του διὰ τὸν Χριστιανισμόν.».
Τί μποροῦμε νά προσθέσουμε ἤ τί νά σχολιάσουμε σέ αὐτό τό θεόπνευστο κείμενο; Ἡ βαθειά σχέση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, παρουσιάζεται τόσο ξεκάθαρα!
Ὁ μακαριστός σύγχρονος γέροντας Πορφύριος ἔλεγε ὅτι καθένας ἀπό ἐμᾶς εἶναι φορέας ὅλων τῶν προγόνων του. Ἔτσι ἔχουμε μέσα μας τά βιώματα ὅλων τῶν προγόνων μας. Ὡς ρωμιοί ἔχουμε στό γονιδίωμά (=γονίδια) μας τούς ἀρχαίους Ἕλληνες πού ἄγγιξαν τίς κορυφές τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καί συνάμα ἔχουμε τούς ὀρθοδόξους ρωμιούς  τούς ποτισμένους μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος περισσότερο, καί σέ μάκρος χρόνου, ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον ὀρθόδοξο λαό. Τρία σημεῖα λοιπόν κάνουν τό ὀρθόδοξο Ἑλληνικό ἔθνος νά ξεχωρίζει ἀνάμεσα στά ἄλλα ὀρθόδοξα ἔθνη:
α) Πλούσια μετοχή στήν Θεία Χάρη σέ μεγαλύτερο μάκρος χρόνου ἀπό ὅλα τά ἄλλα (Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ πρώτη χώρα στήν Εὐρώπη πού δέχθηκε τόν Χριστιανισμό εἶναι ἡ Ἑλλάδα),
β)    Κορυφαῖος ἀρχαῖος ἑλληνικός πολιτισμός ὁ ἀνώτερος ὅλων,
γ)   Ἑλληνική γλώσσα ἡ ἀνώτερη ὅλων (6.000.000 λέξεις). Εἶναι ἡ πιό κατάλληλη γιά τήν γλωσσική διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Εἶναι μία μεγάλη εὔνοια αὐτή τοῦ Θεοῦ πρός τό Ἑλληνικό ἔθνος ὅλα τά ἀνωτέρω. Ἴσως γιαυτό καί μᾶς ἐμπιστεύτηκε ἡ Θεία Του Πρόνοια τά πανάγια προσκυνήματα.
Εἰδικώτερα ἄς μήν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἑλληνική γλώσσα πού μετά ἀπό τήν ἐκστρατεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ἦταν εὐρέως διαδεδομένη, διευκόλυνε πάρα πολύ στήν διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐπίσης ἕνα πλῆθος μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κ.ἄ., ἔγραψαν καί δίδαξαν στήν ἑλληνική. Ἡ ἑλληνική πάλι χρησιμοποιήθηκε ὡς ἡ ἐπίσημη γλώσσα τῆς ὀρθόδοξης λατρείας. Οἱ μεγαλύτεροι θησαυροί τῆς ἱερᾶς μας παράδοσης εἶναι γραμμένοι στά ἑλληνικά.
Μετά τήν ὀρθοδοξοποίηση τῆς ἑλληνικῆς-ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ὀνομασία Ρωμαῖος ἤ Ρωμιός σήμαινε τόν ὀρθόδοξο ἑλληνόφωνο πολίτη τοῦ ἀνατολικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καί, τελικά, ταυτίστηκε μέ τή λέξη Ἕλλην. Σέ αὐτή τήν ἐξέλιξη συνέβαλε ἡ ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα Ἡράκλειου νά καθιερώσει τήν ἑλληνική γλώσσα ὡς ἐπίσημη γλώσσα τῆς ἀνατολικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.
Σήμερα ἀλλά καί πάντα μόνον ὅποιος γνωρίζει τήν ἑλληνική γλώσσα κατανοεῖ κατά τόν καλύτερο καί αὐθεντικότερο τρόπο τήν ὀρθοδοξία καί τά ὀρθόδοξα δόγματα.
Ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, ἄν καί Σέρβος, θεωροῦσε ἀπαραίτητη τή γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας γιά τούς ὀρθοδόξους. Ἔλεγε: «Χωρίς τήν ἑλληνική γλώσσα, δέν μπορεῖτε νά γνωρίσετε τήν πατερική γραμματεία».
Ὁ μακαριστός γέροντας Παῒσιος ἔλεγε: «... Ἡ ἑλληνική γλώσσα εἶναι μία γλώσσα ἀπό τίς πύρινες γλώσσες  τῆς Πεντηκοστῆς! Τό δόγμα τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας καμία ἄλλη γλώσσα δέν μπορεῖ νά τό ἀποδώσει. Γι' αὐτό οἰκονόμησε ὁ Θεός, καί ἡ Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε ἀπό τούς ἑβδομήκοντα στήν ἑλληνική γλώσσα καί τό Εὐαγγέλιο γράφτηκε στήν ἑλληνική γλώσσα. Ἄν δέν ξέρει ἀρχαῖα ἑλληνικά κανείς, καί ἀσχολεῖται μέ τό δόγμα, μπορεῖ νά πλανηθεῖ!"
Οἱ Ἕλληνες εἶχαν τή μέγιστη καί μοναδική εὐλογία νά τούς δοθοῦν τά κυριαρχικά δικαιώματα ἐπί τῶν Παναγίων προσκυνημάτων. Οὔτε τά ζήτησαν, οὔτε τά διεκδίκησαν ἀπό κανέναν. Τούς ἐδόθησαν μέ σκοπό νά διατηροῦν, νά φυλάσσουν καί νά διακονοῦν τά Πανίερα προσκυνήματα. Καί αὐτό πού κάνουν μέχρι σήμερα καί θά συνεχίσουν νά κάνουν εἶναι νά τιμοῦν αὐτό τό νόμιμο προνόμιο τῆς διαδοχῆς πού εἶχαν, αὐτήν τή νόμιμη κληρονομιά πού τούς ἐδόθη καί νά τήν προστατεύουν μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις. Νά συνεχίζουν νά διατηροῦν τήν Ἑλληνορθόδοξη μορφή τῶν Παναγίων προσκυνημάτων, ἡ ὁποία συνδυάζει τήν Ἑλληνική ταυτότητα μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση.
Ἀλήθεια, ποιά φυλή θά ἦταν αὐτή πού θά τῆς ἐμπιστεύονταν αὐτά τά δικαιώματα καί ἐκείνη θά τά ἀποποιεῖτο;  Ποιό κράτος θά ἦταν αὐτό  τό ὁποῖο θά ἀποποιεῖτο αὐτήν τή μέγιστη τιμή; Καί ἡ Ἁγία Ἑλένη τά ἐμπιστεύθηκε στά χέρια τῶν Ἑλλήνων, στά χέρια τῶν «Σπουδαίων»  Ἑλλήνων μοναχῶν.
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Διοκαισαρείας καί νῦν μητροπολίτης Σκυθοπόλεως, κ. Ἰάκωβος Καπενεκᾶς  στό ἄρθρο του, μέ θέμα «Οἱ Ἅγιοι Τόποι τῆς Παλαιστίνης καί τό τάγμα τῶν Ἁγιοταφιτῶν» (τό ὁποῖο δημοσιεύτηκε τό 1978, στό περιοδικό Ἁγία Σιῶν) γράφει: «Οἱ "Σπουδαῖοι" μοναχοί ὡς ἐκπρόσωποι καί ἐντολοδόχοι τοῦ Βυζαντίου στήν Ἁγία Γῆ  συνέχισαν  καί κατά τούς μετέπειτα χρόνους, μετά τῶν σταυροφοριῶν, τό ἔργο τῆς περιφρουρήσεως καί τῆς ἱερᾶς διακονίας τῶν Ἁγίων Τόπων ὑπό τήν πνευματική χειραγωγία τῶν Ἑλλήνων Πατριαρχῶν, ἄχρι τῆς σήμερον, διότι διάδοχοι, κληρονόμοι καί συνεχιστές τοῦ ἔργου τῶν μοναχῶν ἐκείνων, τῶν "σπουδαίων", εἶναι οἱ διαδεχθέντες αὐτούς Ἕλληνες, ὡς καί οἱ "σπουδαῖοι", μοναχοί, οἱ ἀπαρτίζοντες τήν ἔνδοξη φάλαγγα τῆς ἁγιοταφιτικῆς ἀδελφότητας, τοῦ ἀκοιμήτου φρουροῦ τῶν Ἁγίων Τόπων τῆς Παλαιστίνης.»
Οἱ «Κατηχήσεις»  τοῦ ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Κυρίλλου τοῦ Κατηχητοῦ (350-385) καί τό «Προσκυνηματικό Ὁδοιπορικό τῆς Σύλβιας (Peregrinatio Silviae)», τῆς προσκυνήτριας Σύλβιας (ἤ μοναχῆς Αἰθερίας)  τῆς Ἀκουϊτανίας (385-388), εἶναι οἱ παλαιότερες αὐθεντικές πηγές πού ἀναφέρονται στήν ἐκκλησιαστική ζωή τῶν Ἱεροσολύμων καί στούς «σπουδαίους» μοναχούς. Καί οἱ δύο πηγές ὁμιλοῦν γιά  ἕνα ἰδιαίτερο μοναχικό τάγμα, τοῦ ὁποίου τά μέλη ξεχώριζαν γιά τήν ἐνάρετη, ἀσκητική τους ζωή καί γιά τήν ἰδιαίτερη «σπουδή» μέ τήν ὁποία φύλασσαν τά πανάγια προσκυνήματα. Ἐπεδείκνυαν ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια, σοβαρότητα, ζῆλο καί προθυμία, στήν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν.Ἔψαλλαν κατ' ἀντιφωνίαν στά ἑλληνικά «σπουδάζοντες περί τάς νυχθημερινάς ἐν τῷ ναῶ τῆς Ἀναστάσεως τελετάς»,  διακονοῦσαν καί περιφρουροῦσαν τόν Πανίερο Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Ἐξ αἰτίας τοῦ ἔργου τό ὁποῖο ἐπιτελοῦσαν οἱ μοναχοί αὐτοί, ὀνομάζονταν «οἱ Σπουδαῖοι τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως»  ἤ  «τό Τάγμα τῶν Σπουδαίων».  Τό «Τάγμα τῶν Σπουδαίων»  τό ἀποτελοῦσαν μοναχοί πού στήν καταγωγή ἦσαν Ἕλληνες.
Ἄν καί ἡ  ἐμφάνιση τοῦ μοναχικοῦ αὐτοῦ τάγματος ἀνάγεται στόν 3ο μ.Χ. αἰώνα, στά χρόνια τοῦ ἐπισκόπου Αἰλίας (=Ἱεροσολύμων) Ἀλεξάνδρου (213-251), ἡ παρουσία του ἑδραιώνεται τόν  4ο μ.Χ. αἰώνα, τήν περίοδο τῆς μέγιστης ἀκμῆς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων.
Ὡς συνέχεια τοῦ μοναχικοῦ τάγματος τῶν  «Σπουδαίων»  τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως θεωρεῖται ἡ Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα ἤ τό Ἱερόν Κοινόν τοῦ Παναγίου Τάφου (ὅπως διαφορετικά ὀνομάζεται).
Ἡ Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα εἶναι ὀργανωμένη μέχρι σήμερα κατά τό μοναχικό σύστημα. Ἔχει ἀναπτύξει μεγάλο καί πολύπλευρο πνευματικό, κοινωνικό, ἱεραποστολικό καί ἀναστηλωτικό ἔργο στήν Ἁγία Γῆ. Τελεῖ ὑπό τήν πνευματική ἀρχηγία καί καθοδήγηση τοῦ ἑκάστοτε Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε ἑλληνικῆς ἐθνικότητας.
Σκοπός της δέν εἶναι μόνον ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ἑλληνορθοδοξίας στήν Ἁγία Γῆ, ἀλλά καί ἡ προσευχή, οἱ τελετές, οἱ ἀκολουθίες, ἡ συντήρηση καί ἀνακαίνιση τῶν ἱερῶν καθιδρυμάτων, ἡ διαποίμανση τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν (ἑλληνοφώνων, ἀραβοφώνων, ρωσοφώνων, ρουμανοφώνων, μέχρι καί ἐβραιοφώνων) οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στό Πατριαρχεῖο, ἡ προσφορά παιδείας, ἡ λειτουργία σχολείων γιά τό ἀραβόφωνο ποίμνιό της (μέ τά 26 ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα πού ἔχει στό Ἰσραήλ, στήν Παλαιστινιακή αὐτονομία καί τήν Ἰορδανία), καθώς καί ἡ ἐξυπηρέτηση καί ξενάγηση τῶν πολυπληθῶν προσκυνητῶν πού προσέρχονται στούς  Ἅγιους Τόπους ἀπό διάφορες ὀρθόδοξες καί μή χῶρες.
Τό ἔμβλημά της εἶναι τό Φ καί τό Τ (=Φύλακες Τάφου) καί τά χρώματα τῆς σημαίας της, τό λευκό καί τό κόκκινο (λευκή σημαία μέ κόκκινο σταυρό). Εἶναι ἡ σημαία πού μαζί μέ τή γαλανόλευκη βλέπουμε νά κυματίζει σέ ὅλα τά Ἑλληνορθόδοξα Πανάγια προσκυνήματα καί τά μοναστήρια τῆς Ἁγίας Γῆς.
Τά μοναστήρια εἶναι οἱ προμαχῶνες, οἱ ἐμπροσθοφυλακές τῆς ὁδοιπορούσης ἐκκλησίας στήν πορεία της πρός τούς οὐρανούς. Ἡ  ζωή στήν Ἁγία Γῆ εἶναι μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς, ὅπως ἔλεγε ἕνας ἅγιος γέροντας.
Ὅταν ταξιδεύεις ὡς προσκυνητής μέσα στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας καί ξαφνικά βλέπεις μπροστά σου μοναστήρια πού νά ἔχουν ὑψωμένη, ἐκτός ἀπό τήν Ἁγιοταφιτική σημαία, τή σημαία τῆς πατρίδας σου, τήν γαλανόλευκη ἑλληνική σημαία, αὐτό σέ κάνει νά  νιώθεις ρίγος, δέος. Καί ὅταν  αἰσθάνεσαι ὅτι μέσα ἀπό τά τείχη αὐτῶν τῶν καστρομοναστηριῶν μιλοῦν, διαβάζουν καί γράφουν τήν ἑλληνική γλώσσα, τότε συγκινεῖσαι, δακρύζεις, κλαῖς........
Μπαίνεις μέσα στά μοναστήρια, ἐπισκέπτεσαι τά προσκυνήματα καί ἀκοῦς νά μιλοῦν ἑλληνικά, βλέπεις κιονόκρανα κορινθιακοῦ ρυθμοῦ, βαπτιστήρια, ἐντοπίζεις ἑλληνικές ἐπιγραφές, μωσαϊκά, ψηφιδωτά ἑλληνικά, σημαντικότατες εἰκόνες καί τοιχογραφίες. Ἔχουμε ζωντανή παρουσία αἰώνων ἐδῶ στήν Ἁγία Γῆ, καί στή διάρκεια  ὅλων αὐτῶν τῶν αἰώνων ἀκούγεται, ὁμιλεῖται, διαβάζεται, γράφεται καί διδάσκεται ἡ ἑλληνική γλώσσα, ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα. Ἔχουμε περιουσιακά στοιχεῖα, μνημεῖα, ἀρχαιότητες. Καί αὐτό δέν ἔχει μόνον οἰκονομικό χαρακτήρα καί σημασία, ἀλλά κυρίως ἔχει πνευματικό, πολιτιστικό, ἰδεολογικό καί ἐθνικό χαρακτήρα καί σημασία.
Οἱ ἁγιοταφίτες πατέρες δέν εἶναι μόνον οἱ φρουροί τοῦ Παναγίου Τάφου καί τῶν ἱερῶν καθιδρυμάτων, ἀλλά εἶναι καί οἱ ἀκρίτες πού διαφυλάττουν τά ἀπαράγραπτα δικαιώματα τοῦ ἔθνους μας στό πιό ἱερό σημεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπάνω  στή γῆ. Εἶναι οἱ ἔσχατοι ἀκρίτες τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Ὅπως ἔλεγε καί ὁ μακαριστός γέροντας Σεραφείμ ὁ Σαββαῒτης,  «...ἐμεῖς ἐδῶ στούς Ἁγίους Τόπους εἴμαστε φρουροί, εἴμαστε φύλακες τῶν Παναγίων προσκυνημάτων, ὄχι γιά χρήματα, ὄχι γιά ματαιοδοξία, ἀλλά πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ καί γιά νά φυλάξουμε αὐτά τά ἱερά χώματα, ὅσο ζοῦμε οἱ ἀνάξιοι!».
Τό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο μας τῶν Ἱεροσολύμων, μέσα ἀπό πολλές ἀντίξοες συνθῆκες καί περιστάσεις, ἀλλά καί ὅλη ἡ Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα, μέσα ἀπό τήν ἐνάσκηση τῆς ὑψηλῆς καί εὐθυνοφόρου ἀποστολῆς της, ὡς θυσιαστική ἀφιέρωση καί ἐμπροσθοφυλακή στή διακονία τῶν Ἁγίων προσκυνημάτων, κράτησαν  ἄσβεστη τήν δάδα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, γιά αἰῶνες τώρα, καί διαφύλαξαν τά ἀπαράγραπτα δίκαια τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν ἔθνους ἐπί τῶν ἱερῶν καθιδρυμάτων τῆς Ἁγίας Γῆς. Στίς ἡμέρες μας συνεχίζουν τό βαρύ αὐτό ἔργο καί τόν προορισμό τους, μέ πλήρη αὐτοθυσία καί αὐταπάρνηση.
Τά Πανάγια προσκυνήματα ἦταν καί πρέπει νά παραμείνουν σέ ὀρθόδοξα ἑλληνικά χέρια, σέ καθεστώς φύλαξης μέχρι συντέλειας τῶν αἰώνων, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἑκάστοτε πολιτικές καί ἐθνολογικές ἐξελίξεις.
Οἱ Ἅγιοι Θεοφόροι Τόποι θά παραμείνουν ἡ ἱερά κιβωτός τῆς Ὀρθοδοξίας.  Χρειάζεται ὅμως ἡ ἐνίσχυση ὅλων ὅσων μποροῦν νά προσφέρουν, καί κυρίως χρειάζεται ἔμψυχο ὑλικό, νέοι πού θά ἔλθουν στήν Ἁγία Γῆ γιά νά στελεχώσουν τήν Ἱερατική Πατριαρχική Σχολή τῆς Ἁγίας Σιών (ὡς μαθητές στό γυμνάσιο καί τό λύκειο), ἀλλά καί τό Πατριαρχεῖο καί τά μοναστήρια. Νέοι πού θά παραλάβουν  ἀπό τούς παλαιότερους τήν πνευματική σκυτάλη καί αὐτοί, μέ τή σειρά τους, θά διακονήσουν καί θά διατηρήσουν τήν Ἑλληνορθόδοξη μορφή τῶν Παναγίων προσκυνημάτων.
Ἡ ἀποστολή τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας εἶναι ἡ προάσπιση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ἡ φύλαξη καί συντήρηση τῶν ἱερῶν μονῶν καί τῶν προσκυνημάτων, ἡ λειτουργική ζωή καί προσευχή, ἡ ἐκπαίδευση καί διαποίμανση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πού  εὑρίσκονται στήν Ἁγία Γῆ, ἡ διατήρηση καί συνέχιση τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας καί τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης στό μέγιστο αὐτό πνευματικό κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Εἴθε, στήν ἀποστολή της αὐτή, ἡ Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα νά βρεῖ ἔνθερμους ὑποστηρικτές καί συνεχιστές, νέους "σπουδαίους" μοναχούς καί μοναχές, καί ζηλωτές ἁγιοταφίτες, φρουρούς καί διακονητές, στούς χώρους τῆς ἐπί γῆς, ἱστορικῆς παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μας.  Ἀμήν.
                                                                              
                                                                                 Ἀρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος
                                                                    Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ποιμένων
                                                                                             Βηθλεέμ
Πηγή: Ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο. Εὐχαριστοῦμε τόν σεβαστό μας π. Ἰγνάτιο γιά τήν ἀποστολή τοῦ πονήματος του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου