Σελίδες

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Πῶς πρέπει νά συμπεριφέρονται οἱ ἐκκλησιαζόμενοι.

ΠΩΣ ΠΡΕ­ΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜ­ΠΕ­ΡΙ­ΦΕΡΟΝ­ΤΑΙ ΟΙ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙ­Α­ΖΟΜΕ­ΝΟΙ

Ἄν πεί­σθη­κες ὅ­τι ἔ­χεις πνευ­μα­τι­κό συμ­φέ­ρον καί πρέ­πει νά ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­σαι, ἀ­γα­πη­τέ ἀ­να­γνώ­στη, θά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζεις καί πῶς θά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι μέ­σα στόν Να­ό. Ὁ ἀ­πό­στο­λος λέ­γει, « Πάν­τα εὐ­σχη­μό­νως καί κα­τά τά­ξιν γι­νέ­σθω» [10] Δη­λα­δή οἱ χρι­στια­νοί πρέ­πει νά εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι τῆς τά­ξε­ως καί τῆς εὐ­πρέ­πειας καί ὄ­χι ἄν­θρω­ποι ἀ­κα­τα­στα­σί­ας καί θο­ρύ­βου, ὅ­πως δυ­στυ­χῶς συμ­βαί­νει σέ με­ρι­κούς Να­ούς μας κα­τά τήν ὥ­ρα τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας.

Συ­νή­θει­ες πού προ­κα­λοῦν τόν θό­ρυ­βο καί τήν ἀ­κα­τα­στα­σί­α καί πρέ­πει νά ἀ­πο­φεύ­γον­ται εἶ­ναι οἱ ἑ­ξῆς:


Α) Οἱ ἄ­σκο­πες κι­νή­σεις, οἱ ὁ­μι­λί­ες με­τα­ξύ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­ζο­μέ­νων, ἡ προ­σκύ­νη­ση τῶν εἰ­κό­νων σέ ἀ­κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, οἱ ὁ­μι­λί­ες μέ τόν δι­πλα­νό, ἀ­κό­μα καί μι­ά κα­λή πρά­ξη, τό ἄ­ναμ­μα κε­ρι­ῶν ὅ­ταν δι­α­βά­ζον­ται τά Εὐ­αγ­γέ­λια, γί­νον­ται ὅ­λα αὐ­τά αἰ­τί­α θο­ρύ­βου καί ἀ­τα­ξί­ας.

Β)Γι­ά νά ἀ­πο­φύ­γου­με τόν θό­ρυ­βο καί τήν ἀ­τα­ξί­α μέ­σα στήν ἐκ­κλη­σί­α μας, θά συμ­βου­λεύ­α­με τόν χρι­στια­νό τά ἀ­κό­λου­θα:

Μπαί­νον­τας στόν Να­ό, ὁ χρι­στια­νός, ἄν δι­α­βά­ζε­ται τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ὁ «Ἐ­ξά­ψαλ­μος», θά στα­θεῖ ἀ­κί­νη­τος καί μό­λις τε­λει­ώ­σει τό δι­ά­βα­σμα θά προ­χω­ρή­σει νά ἀ­νά­ψει τό κε­ρί του καί νά προ­σκυ­νή­σει τίς εἰ­κό­νες. Αὐ­τό ἐ­πι­τρέ­πε­ται μέ­χρι τήν ὥ­ρα πού θά ἀρ­χί­σει ἡ με­γά­λη Δο­ξο­λο­γί­α.

Ἀ­πό τήν ὥ­ρα ὅ­μως πού ἄρ­χι­σε νά ψάλ­λε­ται ἡ δο­ξο­λο­γί­α καί μετά, ὅ­ταν μπεῖ στόν να­ό θά ἀ­νά­ψει μέ προ­σο­χή τό κε­ρί ­του, θά προ­σκυ­νή­σει τήν εἰ­κό­να στό προ­σκυ­νη­τά­ρι καί μέ προ­σο­χή, χω­ρίς θό­ρυ­βο θά βρεῖ κά­ποι­ον τό­πο νά πα­ρα­μεί­νει καί μέ κα­τά­νυ­ξη νά πα­ρα­κο­λου­θήσει μέ­χρι τό τέ­λος τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας· χω­ρίς κου­βέν­τα μέ τόν δι­πλα­νό, πού συ­νή­θως γί­νε­ται καί δέν προ­σέ­χουν οἱ ἄν­θρω­ποι στά τε­λού­με­να!

Θά ἦ­ταν κα­λό καί ὠ­φέ­λι­μο νά κρα­τοῦν οἱ χρι­στια­νοί ἕ­να ἐγ­κόλ­πιο τῆς Θεί­ας Λε­ο­τουρ­γί­ας καί νά πα­ρα­κο­λου­θοῦν, γι­ά νά μήν ἀ­πο­σπᾶ­ται ἡ προ­σο­χή τους
.

Γ) Κά­τι ἄλ­λο πού πρέ­πει νά ἀ­πο­φεύ­γε­ται εἶ­ναι ἡ συ­νή­θεια με­ρι­κῶν, ὅ­ταν θά τούς κα­λέ­σει ὁ λει­τουρ­γός νά κοι­νω­νή­σουν, νά τρέ­χουν καί νά σκουν­τοῦν γι­ά νά προ­σκυ­νή­σουν δημιουργώντας με­γά­λο θο­ρυ­βο. Ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή ἔ­χεις, ἀ­δελ­φέ μου, μπρο­στά ­σου τόν Βα­σι­λέ­α τοῦ κό­σμου καί τρέ­χεις νά προ­σκυ­νή­σεις τούς δού­λους Του; Εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­χρεί­α­στο αὐ­τό καί δέν πρέ­πει νά γί­νε­ται. Ἀ­φοῦ καί μι­ά ὑ­πό­κλη­ση εἶ­ναι προ­σκύ­νη­ση.

Ἀλ­λά καί τό σκούν­τη­μα τήν ὥ­ρα τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας εἶ­ναι με­γά­λη ἀ­σέ­βεια. Τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη, ἄν εἴ­μα­στε σω­στοί χρι­στια­νοί καί ἀ­δελ­φοί ἐν Χρι­στῷ, ἄς δί­νου­με προ­τε­ραι­ό­τη­τα στούς ἄλ­λους καί ἄς μήν βι­α­ζό­μα­στε οὔτε νά δη­μι­ουρ­γοῦ­με θό­ρυ­βο.


Ἐ­κεῖ­νο πού πρέ­πει νά ἔ­χει στόν νοῦ του κά­θε ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νος εἶ­ναι:
Νά ἀ­φή­νει ἐ­κτός τοῦ να­οῦ τίς ἐρ­γα­σί­ες του, τίς μέ­ρι­μνές του καί ὅ­λα ὅ­σα τόν ἐμ­πο­δί­ζουν νά προ­ση­λω­θεῖ στά τε­λού­με­να μέ­σα στόν να­ό, γι­ά νά μπο­ρέ­σει νά ἔ­χει πραγ­μα­τι­κή ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό.


Θά πρέ­πει ἀ­κό­μα νά το­νί­σου­με ὅ­τι ὁ χρι­στια­νός πρέ­πει ἀ­πό τό βρά­δυ τῆς προ­η­γού­με­νης μέ­ρας προ­ε­τοι­μά­ζε­ται γι­ά τήν ἐκ­κλη­σί­α. Νά κοι­μᾶ­ται νω­ρίς νά ἀ­πο­φεύ­γει ἐ­ξό­δους καί θε­ά­μα­τα πού τόν ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζουν, νά κά­νει πι­ό πολ­λή προ­σευ­χή καί, ἄν θά κοι­νω­νή­σει, νά δι­α­βά­ζει καί τήν «Ἀ­κο­λου­θί­α τῆς Θεί­ας Με­τά­λη­ψης»
.
*­*­*­*­*­*­**
Δ)Ἕ­να ἄλ­λο πρό­βλη­μα πού χα­λᾶ τήν τά­ξη στήν ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι πού δέν γνω­ρί­ζουν οἱ χρι­στια­νοί πό­τε θά κά­θον­ται καί πό­τε θά στέ­κον­ται, καί ἄλ­λοι κά­θον­ται τήν ὥ­ρα πού πρέ­πει νά στέ­κον­ται καί ἄλ­λοι στέ­κον­ται τήν ὥ­ρα πού πρέ­πει νά κά­θον­ται.
Γι­ά νά ἐ­πι­κρα­τή­σει ὁ­μοι­ο­μορ­φί­α καί τά­ξη στην ἐκ­κλη­σί­α μας, θά ὑ­πο­δεί­ξου­με σέ ποι­ά μέ­ρη τοῦ Ὄρ­θρου καί τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας μπο­ροῦ­με νά κα­θό­μα­στε καί πό­τε μπο­ροῦ­με νά στε­κό­μα­στε.

α) Κα­τά τήν δι­άρ­κεια τοῦ ῎Ορ­θρου
1) Δέν κα­θό­μα­στε ὅταν δι­α­βά­ζε­ται «ὁ Ἑ­ξά­ψαλ­μος».
2) Δέν κα­θό­μα­στε ὅ­ταν δι­α­βά­ζε­ται τό «῾Ε­ω­θι­νό Εὐ­αγ­γέ­λιο».
3) Δέν κα­θό­μα­στε ὅ­ταν ψάλ­λον­ται οἱ « Κα­τα­βα­σί­ες» καί ἡ« Ἑ­νά­τη ᾿Ω­δή » (Τήν Τι­μι­ω­τέ­ραν).
4) Δέν κα­θό­μα­στε ὅ­ταν ψάλ­λε­ται ἡ «Δο­ξο­λο­γί­α ».

β) Κα­τά τήν δι­άρ­κεια τῆς Θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας.

Με­τά τή δο­ξο­λο­γι­κή ἐκ­φώ­νη­ση, « Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ βα­σι­λε­ί­α.­.­», καί ὅ­ταν ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἤ ὁ διά­κο­νος ἀρ­χί­σει τά «Εἰ­ρη­νι­κά» (᾿Εν εἰ­ρή­νῃ τοῦ Κυ­ρί­ου δε­η­θῶ­μεν.) μπο­ροῦ­με νά κα­θί­σου­με, καί θά ση­κω­θοῦ­με ὅ­ταν ἀρ­χί­σουν οἱ ψάλ­τες νά ψά­λουν τά «᾿Αν­τί­φω­να» (Ταῖς πρε­σβε­ί­αις τῆς Θε­ο­τό­κου.­.­.) Καί τό «Σῶ­σον ἡ­μᾶς Υἱ­έ Θε­οῦ.­.» (Ἐ­δῶ θά ἤ­θε­λα νά κά­μω μιά πα­ρέν­θε­ση, για­τί προ­βλή­θη­κε ὁ ἰ­σχυ­ρι­σμός ὅ­τι στήν ἀρ­χαί­α ἐκ­κλη­σί­α, τἠν ώ­ρα αὐ­τήν, τό ἐκ­κλη­σί­α­σμα κα­θό­ταν, ἀ­γνο­οῦν ὅ­μως ὅτι τήν στιγ­μή ἐ­κεί­νη ψάλ­λον­ταν ὄ­χι «ταῖς πρε­σβεῖ­αις», καί «τό Σῶ­σον ὑ­μᾶς», ἀλ­λά ψάλ­λον­ταν τά «Τυ­πι­κά» (ψαλ­μοί τοῦ Δαυ­ΐδ) καί μπο­ροῦ­σαν νά κά­θον­ται. Τώρα ὅμως ἔχουμε ἱκεσία πρός τον Κύριο γιά σωτηρία καί, νομίζω, θά ἦταν ἄτοπο τό κάθισμα.)


Θά με­ί­νου­με ὄρ­θιοι μέ­χρι πού θά γί­νει καί ἡ «Μι­κρή Εἴ­σο­δος». Με­τά τήν «Μι­κρή Εἴ­σο­δο» κα­θό­μα­στε, μέ­χρι πού νά ἀρ­χί­σουν οἱ ψάλ­τες νά ψάλ­λουν τόν « Τρι­σά­γιον ῞Υ­μνον», τό (῞Α­γιος ὁ Θε­ός).

Ο­ταν ἀρ­χί­σει νά δι­α­βά­ζε­ται τό ἀ­πο­στο­λι­κόν ἀ­νά­γνω­σμα, τό­τε κα­θό­μα­στε, γι­ά νά ση­κω­θοῦ­με ὅ­ταν θά δι­α­βα­στεῖ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς ἡ­μέ­ρας. Με­τά τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, ὁ δι­ά­κο­νος ἤ ὁ ἱ­ε­ρέ­ας λέ­γουν τήν«᾿Ε­κτε­νῆ Δέ­η­ση», καί τό­τε μπο­ροῦ­με νά κα­θί­σο­υμε, μέ­χρι πού νά τε­λει­ώ­σει ἡ δέ­η­ση καί θά ἐκ­φω­νή­σει ὁ λει­τουρ­γός τήν ἐκ­φώ­νη­ση, (῞Ο­τι ἐ­λε­ή­μων καί φι­λάν­θρω­πος Θε­ός ὑ­πάρ­χεις.­.­.) ᾿Απ᾿ ἐ­δῶ καί μπρός, ση­κω­νό­μα­στε καί πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με μέ κα­τά­νυ­ξη τίς εὐ­χές πού δι­α­βά­ζει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, προ­ε­τι­μα­ζό­με­νος γι­ά τήν τέ­λε­ση τῆς ἀ­να­ί­μα­κτης Θυ­σί­ας. Μέ­νο­με ὄρ­θιοι καί κα­τά τήν δι­άρ­κεια τοῦ « Χε­ρου­βι­κοῦ ῾Υ­μνου» καί πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι δέν εἶ­ναι σω­στό νά κα­θό­μα­στε τήν ὥ­ρα πού οἱ ψάλ­τες ψάλ­λουν «οἱ τά Χε­ρου­βίμ μυ­στι­κῶς εἰ­κο­νί­ζον­τες», ἐ­πει­δή τά «Χε­ρου­βίμ» ὄρ­θια καί μέ φό­βο καί τρό­μο λα­τρε­ύ­ουν τόν Θε­ό· Πῶς ἐ­μεῖς κα­θό­μα­στε ἀ­φοῦ εἰ­κο­νί­ζο­με τά Χε­ρου­βίμ;


Θά με­ί­νο­μεν ὄρ­θιοι, ἀλ­λά ὑ­πο­κλει­νό­με­νοι, μέ­χρι πού θά τε­λει­ώ­σει ἡ «Με­γά­λη Εἴ­σο­δος» καί ὅ­ταν οἱ λει­τουρ­γοί εἰ­σέλ­θουν στό ῾Ι­ε­ρό Βῆ­μα καί το­πο­θε­τή­σουν τά «Τί­μια Δῶ­ρα» πά­νω στήν ῾Α­γί­α Τρά­πε­ζα καί ἀρ­χί­σουν νά λέ­γουν τήν « ᾿Ε­κτε­νῆ δέ­η­ση», τό­τε, μπο­ροῦ­με νά κα­θί­σο­με, μέ­χρι τήν ἐκ­φώ­νη­ση «Δι­ά τῶν οἰ­κτιρ­μῶν.­.».

Ἀπό τήν στι­γμή αὐ­τήν μέ­νο­μεν ὄρ­θιοι καί πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με μέ κα­τά­νυ­ξη καί προ­σο­χή τήν προ­ε­τοι­μα­σί­α καί τόν κα­θα­για­σμό τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων σέ Σῶ­μα καί Αἷ­μα Χρι­στοῦ. ῎Ε­τσι στε­κό­με­νοι, τήν ὥ­ρα τοῦ « ᾿Ε­ξαι­ρέ­τως», μνη­μο­νε­ύ­ο­μεν καί πα­ρα­κα­λοῦ­μεν γι­ά ὅ­σους θυ­μό­μα­στε, ζων­τα­νο­ύς καί κε­κοι­μη­μέ­νους.

Ἀπό τήν στι­γμή αὐ­τήν καί ἔπειτα, πρέ­πει νά στε­κό­μα­στε, για­τί εἶ­ναι πα­ρών, μπρο­στά μας, ὁ­λό­σω­μος ὁ Χρι­στός, πε­ρι­μέ­νον­τας ὅ­λους ἑ­μᾶς νά τόν με­τα­λά­βο­με, γι­ά νά μᾶς ἁ­γι­ά­σει, νά μᾶς θε­ώ­σει. Αὐ­τήν τήν πε­ρί­ο­δο γί­νε­ται ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α, μέ προ­σευ­χή, τό­σο τοῦ ἱ­ε­ρέ­α ὅ­σο καί τῶν πι­στῶν πού θά κοι­νω­νή­σουν.

Πρέ­πει νά εἴ­μα­στε ὄρ­θιοι καί κα­τά τήν δι­άρ­κεια τῆς Θε­ί­ας με­τά­λη­ψης ἀ­πό το­ύς πι­στο­ύς. Εἶ­ναι ἀ­σέ­βεια νά εἶ­ναι ὁ Χρι­στός ἐ­νώ­πι­όν μας, νά προ­σφέ­ρε­ται γι­ά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κά­θε­νός μας καί ἐ­μεῖς νά κά­θό­μα­στε
!
῎Αν αὐ­τές οἱ σύν­το­μες ὑ­πο­δε­ί­ξεις ἐ­φαρ­μο­στοῦν, σί­γου­ρα θά ὑ­πάρ­χει ὁ­μοι­ο­μορ­φί­α στίς ἀ­κο­λου­θί­ες μας.

Θά πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι ἐ­ξαι­ροῦ­νται ὅ­σοι γι­ά δι­ά­φο­ρους σο­βα­ρούς λό­γους δέν μπο­ροῦν νά στα­θοῦν τό­ση ὥ­ρα· ἄς στα­θοῦν ὅ­σο μπο­ροῦν αὐ­τοί.


9. Ἡ ἀ­πο­χώ­ρη­ση ἀ­πό τόν Να­ό

Καί τό θέ­μα αὐ­τό εἶ­ναι μι­ά κα­κή βλα­βε­ρή συ­νή­θει­α. Βλέ­πεις με­ρι­κούς νά ἀ­πο­χω­ροῦ­ν ἀ­πό τήν ἐκκλησία τήν ὥ­ρα τοῦ «Κοι­νω­νι­κοῦ» καί ἄλ­λοι ὅ­ταν κοι­νω­νή­σουν. Αὐ­τό δεί­χνει ἀ­σέ­βει­α, ἀ­μέ­λει­α καί προ­σβο­λή πρός τόν Χρι­στό μας, πού τό­σα ἀ­γα­θά μᾶς πα­ρέ­χει.

Δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά φύ­γει ἀ­πό τήν ἐκκλησία ἄν δέ ἐκ­φω­νή­σει ὁ λει­τουρ­γός τό «Ἐν εἰ­ρή­νη προ­έλ­θω­μεν» καί τό «Δι­’εὐ­χῶν…»

Ὅ­ταν σέ κα­λέ­σει ὁ Δή­μαρ­χος ἤ ἄλ­λος ἄρ­χο­ντας τῆς πο­λι­τεί­ας, μή­πως φεύ­γεις πρίν νά σοῦ δώ­σει τήν ἄ­δει­α «μπο­ρεῖς νά πη­γαί­νεις;» Ἀσφα­λῶς δέν ἀ­πο­χω­ρεῖς· μή­πως καί τόν προ­σβά­λεις. Ἔ, τότε γι­α­τί φεύ­γεις ὅ­ταν βρί­σκε­σαι ἐ­νώ­πι­ον ὄ­χι ἄρ­χο­ντα ἀλ­λά αὐ­τοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θε­οῦ, τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ τοῦ κό­σμου; Ἡ ἀ­πά­ντη­ση εἶ­ναι δι­κή σου.
..

http://oparadeisos.wordpress.com/2011/11/17/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF-%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D-%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CF%88%CE%B5%CF%89%CF%82-%CE%BA/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου