ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
Βασισμένο σέ κείμενα τοῦ ὁσίου
Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου.
Οἱ Θεῖες Γραφές μᾶς διδάσκουν,
ὅτι δέν πρέπει ν’ ἀπελπιζόμαστε γιά τή σωτηρία μας ὅταν σφάλλουμε καί πέφτουμε σέ κάποια
ἁμαρτία.
Ἄς μή νομίζουμε πώς θά δικαιωθοῦμε ἀπό τά ἔργα
μας. Μόνο τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἡ δική μας συνεχής μετάνοια μποροῦν νά
μᾶς σώσουν. Καί λέγοντας μετάνοια, δέν ἐννοοῦμε ἐκείνη πού ἐκδηλώνεται μέ λόγια
μόνο ἤ ἔστω μέ νηστεία, κακοπάθεια καί ἄλλες ταλαιπωρίες τοῦ σώματος, ἀλλά
ἐκείνη πού γίνεται μέ συντριβή καί κατάνυξη τῆς καρδιᾶς.
Τέτοια ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ προφήτη Δαβίδ.
Αὐτός μολονότι ζοῦσε στόν κόσμο καί μέσα στίς βιοτικές μέριμνες, ἐντούτοις
συλλογιζόταν συνεχῶς ὅτι λύπησε τό φιλεύσπλαχνο Κύριό Του, περιφρονώντας τίς
ἅγιες ἐντολές Του, καί φάνηκε ἀχάριστος, ξεχνώντας τίς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες
Του. Γι’ αὐτό τό πρόσωπό του ἦταν σκυθρωπό ἀπό τό ἀδιάκοπο καρδιακό πένθος. Γι’
αὐτό ταλαιπωροῦσε τόν ἑαυτό του καί ταπεινωνόταν πολύ, θέλοντας νά ἐξευμενίσει
τό Θεό, Ὄλ’αὐτά εἶναι ἀποτυπωμένα στούς Ψαλμούς, πού ἔγραψε, καί ὅπου ξεκάθαρα
φαίνεται ἡ διαρκής καί ἔμπονη μετάνοιά του, μολονότι ἦταν κοσμικός ἄνθρωπος,
καί μάλιστα βασιλιάς, καί εἶχε τή φροντίδα τοῦ λαοῦ, τῆς οἰκογένειάς του καί
τόσων ὑποθέσεων τοῦ κράτους.
Ἐκτός ὅμως ἀπό τό Δαβίδ, τί ἔκαναν ὁ Μανασσῆς,
ὁ τελώνης, ὁ ληστής, ἡ πόρνη καί ὁ ἄσωτος γιός, ποῦ κατασπατάλησε τήν περιουσία
τοῦ πατέρα του γλεντώντας μέ τίς πόρνες;
Μέ ποιά ἔργα τους ἄραγε ἀξιώθηκαν
αὐτοί τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους; Μήπως μέ τίς νηστεῖες τους ἤ τίς
ἀγρυπνίες τους ἤ τίς «χαμαικοιτίες» τους ἤ τίς ἐλεημοσύνες στούς φτωχούς ἤ
κάποια ἄλλη σωματική ἐργασία; Ὄχι, μέ τίποτα τέτοιο. Συγχωρέθηκαν μόνο μέ τή
βαθιά τους μετάνοια, μέ τά πύρινα δάκρυα τῆς μεταμέλειας, πού ἔβγαιναν ἀπό τά
βάθη τῆς ψυχῆς τους, καί μέ τήν αὐτομεμψία. Συναισθάνθηκαν τίς ἁμαρτίες τους,
ἔκλαψαν μέ συντριβή, γι’ αὐτό καί συγχωρέθηκαν.
Τό ἴδιο γίνεται σέ ὅλους, ὅσοι προστρέχουν στό
Χριστό μέ ἀληθινή μετάνοια καί ἐξομολογοῦνται στό Χριστό μέ καθαρότητα. Κανέναν
δέν διώχνει ὁ φιλάνθρωπος καί πανάγαθος Κύριος. Γιατί ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν κάθε
ἀνθρώπου, δέν παρέχεται σάν μισθός γιά τά ἔργα του, ἀλλά προσφέρεται δώρεαν ἀπό
τή φιλανθρωπία καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει ὅμως νά γνωρίζουμε ὅτι, γιά νά
συγχωρεθοῦμε, δέν φτάνει νά μετανοήσουμε
μ’ ὅλη μας τήν ψυχή καί νά ἐξομολογηθοῦμε. Εἶναι αὐτονόητο πώς χρειάζεται καί ἡ
σταθερή ἀπόφασή μας νά μήν ξαναπέσουμε στά ἴδια ἁμαρτήματα. «Εἰ γάρ ἀποφυγόντες
τά μιάσματα τοῦ κόσμου ἐν ἐπιγνώσει τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ»,
γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «τούτοις δέ πάλιν ἐμπλακέντες ἠττώμεθα, γέγονεν Ἠμῖν
τά ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων... Συμβέβηκε δέ ἡμῖν
τῆς ἀληθοῦς παροιμίας: Κύων ἐπιστρέψας ἐπί τό ἴδιον ξέραμα».
Αὐτό βέβαια, τό νά μήν ξαναπέσουμε δηλαδή στά
ἴδια ἁμαρτήματα, εἶναι δύσκολο. Δέν θά τό κατορθώσουμε, ἄν δέν φυλάξουμε μέ
ἐπιμέλεια τόν ἑαυτό μας, καί ἄν δέν ἀντισταθοῦμε γενναία στούς νοητούς ἐχθρούς
μας τούς δαίμονες. Ἀφοῦ ἡττηθήκαμε καί ὑποκύψαμε στίς ἡδονές καί στά πάθη μας ,
γίναμε δοῦλοι τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας, «ὤ γάρ τίς ἤττηται , τούτῳ καί
δεδούλωται ». Μ’ αὐτό τόν τρόπο ὁ πονηρός μᾶς κάνει σκλάβους του καί μᾶς
ἀναγκάζει νά τόν ὑπηρετοῦμε καί νά γινόμαστε ἔτσι παραβάτες τοῦ ἅγιου καί
τέλειου νόμου τοῦ Χριστοῦ.
Γιά νά μήν πάθουμε λοιπόν αὐτό
τό φοβερό κακό, πρέπει, ἀφοῦ μετανοήσουμε, νά βρισκόμαστε σέ συνεχῆ πνευματική
ἐγρήγορση, τηρώντας μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἀποφεύγοντας μέ
βδελυγμία κάθε ἁμαρτία, ὅπως ὁ Δαβίδ, πού ἔλεγε: « Πρός πάσας τάς ἐντολάς σου
κατωρθούμην, πάσαν ὁδόν ἄδικον ἐμίσησα ». Τίς ἐπιθυμίες τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν νά
τίς πολεμοῦμε μέ τή μνήμη τοῦ θανάτου, τῆς φοβερῆς Κρίσεως καί τῶν βασάνων τῆς
κολάσεως. Τήν ὀκνηρία μέ τήν ἄσκηση βίας στόν ἑαυτό μας. Τή γαστριμαργία μέ τή
νηστεία. Τήν ἀπληστία μέ τήν ἐγκράτεια. Τήν ὑπερηφάνεια μέ τήν αὐτομεμψία καί
τήν ἀγόγγυστη ἀποδοχή ἐξευτελισμῶν καί ταπεινώσεων. Τήν ὀργή μέ τήν πραότητα.
Τή μνησικακία μέ τή μακροθυμία. Τήν ἐλευθεροστομία μέ τή σιωπή. Καί κοντολογῆς,
σέ κάθε πάθος ν’ ἀντιτάξουμε μία ἀρετή
ἀντίθετη σ’ αὐτό. Ἔτσι, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, θά εἴμαστε ἄτρωτοι ἀπό τόν ἐχθρό, ἄν
βέβαια δέν κάνουμε ἔστω καί μικρές ὑποχωρήσεις σέ ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς.
Ἡ δύναμη τῆς μετανοίας, λοιπόν, εἶναι
ἀπροσμέτρητη. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας. Ἀλλά γιά νά σωθοῦμε,
πρέπει νά μετανοήσουμε ἔμπρακτα, κόβοντας τίς κακές μας συνήθειες, ἀπέχοντας
ἀπό ἁμαρτωλές πράξεις, λόγους ἤ καί σκέψεις ἀκόμα, καί ζητώντας τό ἔλεος τοῦ
Κυρίου. Τή μετάνοιά μας ἀκόμα πρέπει νά τή συνοδεύουν καί θετικά ἔργα, στό
μέτρο πού ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις μας τίς σαρακοστές τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τοῦ
Δεκαπενταυγούστου, τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα νά μήν τρῶμε κρέας καί ὅ,τι
ἄλλο ὁρίζουν οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Νά νηστεύουμε ἐπίσης Τετάρτη καί
Παρασκευή. Τή μεγάλη Σαρακοστή οἱ προσευχές μας νά εἶναι θερμοτέρες καί
μεγαλύτερης διάρκειας ἀπό τίς προσευχές τοῦ ὑπόλοιπου χρόνου. Ἀλλά προπαντός:
Νά σηκώνουμε τά βάρη τῶν ἀδελφῶν. Νά κλαῖμε «μετά κλαιόντων» καί νά χαιρόμαστε
«μετά χαιρόντων». Ὅλη μας ἡ ζωή νά εὐωδιάζει ἀγάπη, ταπείνωση καί καλωσύνη.
Αὐτό σημαίνει μ ἐ τ α ν ο ῶ : Ἀλλάζω
πορεία ζωῆς, μεταστρέφομαι ἀπό τήν ἁμαρτία στήν
«κατά δύναμιν» καί «κατά χάριν» ἁγιότητα.
Ἄς ζητήσουμε λοιπόν ἀπό τό Θεό
τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτίων μας, πού γίνεται μόνο μέ τό μυστήριο τῆς
ἐξομολογήσεως, ἄς καθαρίζουμε τήν ψυχή μας συνεχῶς ἀπό τά πάθη καί ἄς φυλᾶμε
τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, παρακαλώντας Τον ἀδιάλειπτα νά μᾶς χαρίζει μετάνοια
ἔμπρακτη, πραγματική καί διαρκῆ, μετάνοια ὡς τήν ἔσχατη πνοή τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ
ΑΤΤΙΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου