Συνάντησες,
γράφεις, έναν άνθρωπο, ο όποιος δεν πιστεύει στον Θεό, όμως είναι
γεμάτος δεισιδαιμονία. Τον συνάντησες το περασμένο καλοκαίρι στα
ιαματικά λουτρά.
Αυτός σου ομολόγησε, ότι ποτέ δεν πίστευε στον Θεό,
αλλά ότι από την παιδική του ηλικία γέμιζε τις απλωμένες παλάμες των
τσιγγάνων, για να του προμαντεύουν.
Τούτο πράττει και τώρα. Και φλογερά
«αποδεικνύει», πως η μάντισσα τσιγγάνα ξέρει περισσότερα απ’ όλες τις
Ακαδημίες επιστημών. Έκτος αυτού φοβάται το κακό μάτι. Γι’ αυτό περπατά
στο δρόμο πάντα με σκυμμένο το κεφάλι.
Την Τρίτη τη θεωρεί μέρα κακής
μοίρας και τούτη τη μέρα ούτε κάνει κάτι ούτε βγαίνει από το σπίτι. Από
το νούμερο δεκατρία φεύγει σαν από πυρκαγιά. Μια φορά αστειεύτηκε
κάποιος και έγραψε το νούμερο δεκατρία στο τραπέζι μπροστά του. Αυτός
πήδηξε θυμωμένα και σήκωσε την καρέκλα καταπάνω σ’ εκείνον που έκανε το
αστείο. Κατά τ’ άλλα στην εμφάνιση είναι «κύριος», διαβασμένος και
πλούσιος.
Τι σε παραξενεύει, αγαπητέ; Μήπως,
το ότι η αθεΐα και η δεισιδαιμονία πάνε μαζί; Κι όμως τούτο είναι
εντελώς φυσικό. Ψέμα είναι και το ένα και το άλλο. Και τα δυό
προέρχονται από εκείνον που το πλέον αληθινό στόμα τον ονόμασε ψεύτη:
«Οτι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8,44).
Η αλήθεια είναι πάντα
ίδια, ενώ το ψέμα είναι σαν χαμαιλέων που εμφανίζεται με διάφορα
χρώματα. Αυτή η «φιλία» ανάμεσα στην αθεΐα και τη δεισιδαιμονία δεν
είναι κάτι παράξενο -όπως νομίζεις- αλλά κάτι εντελώς «λογικό».
Ταιριάζουν όπως το κάδρο και ο ζωγραφικός πίνακας. Κάθε αθεΐα είναι
σφικτά πλαισιωμένη από τη δεισιδαιμονία. Και το ένα ψέμα συνέχεια
φιλοξενείται στο άλλο.