Σελίδες

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Ψυχαναλυτικές περιπλανήσεις στο χώρο των Μυστηρίων και της ιερατικής διακονίας - Κριτική στις νέες εκδόσεις ψυχοθεολογίας (Ιερά Μητρόπολις Γλυφάδας)


Η αυξανόμενη εκδοτική παραγωγή των τελευταίων ετών βιβλίων και περιοδικών που επιχειρούν τη σύζευξη της ψυχαναλυτικής φιλοσοφίας και της ψυχοθεραπείας με την ορθόδοξη θεολογία εμπνέει ανησυχία. Μια ανησυχία που οπωσδήποτε δεν έχει ως βάση της «το φόβο, την ανασφάλεια, ή το φθόνο», ούτε υπόκειται σε γνωστές, υποκειμενικές ερμηνείες ψυχαναλυτικού τύπου οι οποίες καλύπτονται κάτω από το μανδύα της «επιστήμης»· αλλά μια γνήσια ανησυχία για την επικείμενη αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος, που πόρρω απέχει τόσο από το φανατισμό όσο και από την άκριτη αποδοχή κτιστών, κοσμικών, πεπερασμένων μεθόδων στο χώρο της θεραπευτικής της Εκκλησίας.

Η κριτική αυτή, προϊόν ενδελεχούς μελέτης, δεν επιθυμεί να στραφεί εναντίον προσώπων,  τα οποία φυσικά είναι καθ’ όλα σεβαστά και αγαπητά, αλλά να καταδείξει τεκμηριωμένα πώς μέσα από τις επιχειρούμενες προσπάθειες «διαφώτισης» της Εκκλησίας σε ζητήματα ψυχικής υγείας, εισβάλλουν κακοδοξίες και θεολογικές αστοχίες οι οποίες δεν εντοπίζονται μόνο από τους «φονταμενταλιστές».

Οι εκδόσεις των τελευταίων ετών, όπως και οι συναφείς ομιλίες και ημερίδες,  φαίνεται ότι έχουν, μεταξύ άλλων, και τους εξής στόχους: α) να παρουσιάσουν την ψυχοθεραπευτική ως δήθεν επιστημονική και τα αξιώματά της ως αντικειμενικά και υπεράνω πάσης αμφισβήτησης, β) να πείσουν για την αναγκαιότητα εφαρμογής της ψυχοθεραπευτικής στο χώρο του Σώματος του Χριστού, στους πιστούς και τους κληρικούς, οι οποίοι φέρονται να πάσχουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, από ψυχοπαθολογία και άρα χρήζουν ψυχαναλυτικών παρεμβάσεων, τόσο για θεραπεία όσο και για πρόληψη, γ) να ψυχολογοποιήσουν τη ζωή της Εκκλησίας, αντικαθιστώντας τη θεολογική γλώσσα με ψυχοθεραπευτική ορολογία και ερμηνεύοντας τα θεολογικά κείμενα, τους Πατέρες, τη Λατρεία, την ιερατική κλίση και καθετί που συμβαίνει στον εκκλησιαστικό χώρο, με όρους ψυχαναλυτικούς, δ) να δείξουν με ψυχολογικές ερμηνείες ότι η ποιμαντική θεραπευτική της Εκκλησίας «αποτυγχάνει», επειδή απουσιάζουν οι κατάλληλες δεξιότητες κι έτσι να εισαγάγουν στο Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις και τεχνικές, ε) να παρουσιάσουν τη σύζευξη ψυχανάλυσης και ορθόδοξης θεολογίας ως εφικτή και ωφέλιμη. 

Ακολουθούν ενδεικτικά παραδείγματα.

Πρώτο παράδειγμα: το περιοδικό «Ψυχής Δρόμοι», το οποίο εμφανίστηκε το καλοκαίρι. Στο πρώτο τεύχος δηλώνονται τα ενδιαφέροντα του περιοδικού: «ψυχολογική κατανόηση των παθών, παθολογικές μορφές θρησκευτικότητας, ψυχολογικές αρχές ποιμαντικού διαλόγου, ψυχολογία της μετανοίας και των επιτιμίων, ψυχολογικές προϋποθέσεις πνευματικού, τυπολογία του, αντιμεταβίβασή του, ψυχολογία της ιερατικής κλίσης, ψυχολογία εκκλησιαστικού οργανισμού, ψυχολογία ηγεσίας, ψυχολογία της λατρείας, ψυχολογία της κατάνυξης, ψυχολογική ανάγνωση πατερικών και βιβλικών κειμένων[1]» και άλλα που επιβεβαιώνουν τους προαναφερθέντες στόχους. Η συμβουλευτική ομάδα του περιοδικού αποτελείται όχι απλά από ψυχιάτρους -ως γνωστόν, η ψυχιατρική αποτελεί επιστήμη, όταν βέβαια κινείται εντός των ιατρικών της ορίων- αλλά από ιατρούς, ψυχολόγους και θεολόγους  οι οποίοι έχουν και την πρόσθετη ιδιότητα του ψυχαναλυτή ή ψυχοθεραπευτή. Στο «Ψυχής Δρόμοι» αρθρογραφούν ορθόδοξοι, ρωμαιοκαθολικοί και προτεστάντες, ενώ στους συνεργάτες του περιοδικού ανήκουν και ψυχοθεραπευτές που προωθούν τις εναλλακτικές ψευδοθεραπείες, τη γιόγκα, το διαλογισμό κ.ά.

Το βασικό πρόβλημα του περιοδικού, αλλά και άλλων συναφών εκδόσεων, είναι ότι παρουσιάζουν κάθε ψυχολογική άποψη ή υπόθεση και κάθε φιλοσοφική τοποθέτηση ως επιστήμη, την οποία καλείται να ενσωματώσει η ορθόδοξη θεολογία. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι υπάρχει διαθέσιμη μια τεράστια διεθνής βιβλιογραφία που καταρρίπτει το μύθο του επιστημονικού χαρακτήρα της ψυχοθεραπευτικής και αυτή στηρίζεται σε έγκυρες ιατρικές και ψυχολογικές μελέτες. Δηλαδή, η απόρριψη της ψυχανάλυσης και γενικά της ψυχοθεραπευτικής προέρχεται από τους ίδιους τους επιστήμονες. Στο «Ψυχής Δρόμοι» η ψυχοθεραπεία χαρακτηρίζεται «κλινική θεολογία»[2], το ιατρικό μοντέλο κρίνεται ανεπαρκές, αφού «δεν μπορεί να ερμηνεύσει τα δεδομένα των μελετών έκβασης της ψυχοθεραπείας»[3], ο Χριστιανισμός δεν είναι «ψυχοθεραπεία, αλλά αγαπητική σχέση»[4] και «η συμβουλευτική είναι ποιμαντική»[5], σε τέτοιο βαθμό ώστε να μεταδίδεται η Θεία Χάρις και να παρέχεται θεραπεία και από λαϊκούς συμβούλους και επαγγελματίες ψυχικής υγείας. «Πώς η άκτιστη θεϊκή ενέργεια, η οποία είναι παρούσα και ενεργεί μέσα από τα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας και τις σχετικές ενέργειες του ιερέα που επικαλείται τη Χάρη του Θεού, σχετίζεται με τη Χάρη του Θεού η οποία χορηγείται στους λαϊκούς εκείνους που φροντίζουν την ψυχική υγεία και οι οποίοι δεν είναι χειροτονημένοι, αλλά όμως προσφέρουν ποιμαντική φροντίδα και συμβουλευτική σε ανθρώπους που υποφέρουν;…Όταν η μετάδοση της Θείας Χάριτος στους ανθρώπους γίνεται από χειροτονημένους ιερείς, σε τι διαφέρει από την Χάρη που προσφέρεται από χριστιανούς ορθόδοξους συμβούλους και επαγγελματίες ψυχικής υγείας οι οποίοι δεν είναι κληρικοί»[6]; Να συνδέσουμε αυτά τα απίστευτα για ένα περιοδικό που προβάλλεται ως ορθόδοξο με τα λεχθέντα και γραφέντα από το συντάκτη του περιοδικού σε παλαιότερο βιβλίο «αν και όταν τα ψήγματα ελευθερίας του προσώπου οδηγήσουν τα βήματά του στην εξομολόγηση ή στην ψυχοθεραπεία, και αν το πρόσωπο συνεργήσει στη θεραπεία του στα δύο αυτά πλαίσια ... η ύπαρξη εξέρχεται από τη νομοτέλεια της φθοράς και απολαμβάνει περισσότερη ελευθερία. Αν θέλη, μπορεί να την στρέψη προς τον Θεό, εξ ου και ο σωστικός χαρακτήρας της εξομολογήσεως. Αν δεν θέλη, μπορεί απλώς να χαρή την ελευθερία της, το ύψιστο στοιχείο του «κατ’ εικόνα», γεγονός όχι λιγότερο χαρμόσυνο.  Να γιατί μέσα στους χαμηλόφωνους ή αγωνιώδεις τόνους της ψυχοθεραπευτικής συνεδρίας συντελείται μία διαδικασία, όχι άμεσα λυτρωτικού χαρακτήρα, όπως η εξομολόγηση, αλλά πάντως με συνέπειες οντολογικής τάξεως»[7]!

Στο «Ψυχής Δρόμοι» διαβάσαμε, ακόμη, για τη «φανατική, τυπική μέριμνα για την τέλεση της Λειτουργίας με ακρίβεια, [που] εξαφανίζει τον διάλογο μεταξύ ιερέα, ανθρώπων και Θεού»[8], για την «απόλυτη εμπιστοσύνη στο κύρος της αιώνιας Εκκλησίας και στην ακαθόριστη “Πατερική ομοφωνία” ή “το πνεύμα των Πατέρων”», που «αποτελεί δικαιολογία για να αρνηθεί κανείς την εκπαίδευση στην επιστήμη μόνο και μόνο για να αφοσιωθεί στην προσευχή»[9]. Ποια επιστήμη; Η απάντηση δίδεται λίγο πιο κάτω. «Φαίνεται ξεκάθαρα η ανάγκη για την εκπαίδευση των ορθόδοξων ιερέων και συμβούλων ώστε να γίνουν σωστοί πνευματικοί ιατροί. Σε αυτήν θα περιλαμβάνεται … η συναισθηματική ευφυία, η διαισθητική τέχνη και η ικανότητα για σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων»[10]. Από την άλλη, οι ψυχοθεραπευτές-σύμβουλοι γίνονται πνευματικοί ιατροί, αφού «η απάντηση στο ερώτημα “τι είναι αυτό που κάνει τη συμβουλευτική ποιμαντική”, είναι : ο λυτρωτικός της χαρακτήρας»[11]! Τα σχόλια περιττεύουν.

Και συνεχίζει ο πρώην προτεστάντης κληρικός και νυν ορθόδοξος (έχει αποβάλει άραγε τις καταβολές του προτεσταντισμού;) ψυχοθεραπευτής: «Καθώς η Ορθόδοξη Εκκλησία ξεκινά έναν αγώνα να αναγνωριστή η αξία της ποιμαντικής συμβουλευτικής [εννοεί την ψυχοθεολογική συμβουλευτική που ξεκίνησε από το χώρο του προτεσταντισμού] και από άλλους, μη χειροτονημένους κληρικούς, έχει την ευκαιρία να απευθύνει με σύγχρονο σκεπτικό ερωτήματα του 21ου αιώνα σχετικά με τη βιοηθική, το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την οικολογία και το ανθρώπινο δυναμικό»[12]. Τα λέει αυτά ως μέλος του Αμερικανικού Συνδέσμου Ποιμαντικών Συμβούλων[13], «ενός διαθρησκειακού οργανισμού που αντιπροσωπεύει στην ποιμαντική συμβουλευτική περισσότερες από 80 θρησκευτικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων Προτεσταντών, Ρωμαιοκαθολικών και Εβραίων»[14]. «Η ποιμαντική συμβουλευτική είναι μια ξεχωριστή μορφή ψυχοθεραπείας που χρησιμοποιεί πνευματικές πηγές μαζί με την ψυχολογική επίγνωση για θεραπεία και ανάπτυξη»[15]. Αυτή η σύζευξη θρησκείας και ψυχολογίας στην ψυχοθεραπεία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1930 στην Αμερική από τον Norman Vincent Peale, γνωστό προτεστάντη πάστορα που κήρυττε και έγραφε για τη «θετική σκέψη». Στη συνέχεια, και με την επιρροή του Carl Jung, του Abraham Maslow και του Scott Peck, η ποιμαντική ψυχοθεραπεία αναπτύχθηκε κυρίως από Προτεστάντες και Ρωμαιοκαθολικούς οι οποίοι, εν τη απουσία του όντως Μυστηρίου της Εξομολόγησης, ενσωμάτωσαν στη θεολογία τους την ψυχολογία.

Τι δουλειά άραγε έχει αυτή η ψυχοθεολογία στο χώρο της ορθόδοξης Εκκλησίας; Πώς μπορούν να εισέλθουν κτιστές μεθοδολογίες στο Μυστήριο της Εξομολόγησης; «Ο πνευματικός πρέπει να εξομολογεί ελεύθερος από προσχηματισμένες αντιλήψεις και ψυχολογικά ερμηνευτικά μοντέλα, προσευχόμενος και παρακαλώντας τον Θεό να τον φωτίσει και να του αποκαλύψει τη σωστή λύση και στάση στο πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει». Η ψυχανάλυση, αντίθετα, είναι ανθρωποκεντρική και «αποτελεί μία μέθοδο έρευνας της ανθρώπινης ψυχής»[16], ενώ σύμφωνα με τους Πατέρες «η κάθε μορφή ενδοστρέφειας και αυτοσυνειδησίας θωρείται κακό. Όχι μόνο δεν θεραπεύει, αλλά ενισχύει την φιλαυτία…είναι επικίνδυνο πράγμα για τη θεραπεία, η ενασχόληση με τον εαυτό μας και με τα βάθη της συνειδήσεώς μας…Θεραπεία είναι η οντολογική μεταμόρφωση του ανθρώπου…Δεν μπορεί να αφορά στη φύση ή στην ενέργεια, αλλά μόνο στο πρόσωπο».[17] Φυσικά, «ορισμένη τεχνική δεν έχει η Εκκλησία, ούτε πρέπει να έχει...Η Εκκλησία δεν θεραπεύει τόσο με αυτά που έχει, όσο με αυτό που είναι. Το σημείο αυτό είναι σοβαρότατο. … Αναζητείται ο τέλειος πνευματικός, η τέλεια μέθοδος εξομολογήσεως κλπ, και λησμονείται ότι ο πνευματικός δεν θεραπεύει.»[18] Γι’ αυτό και άτοπες οι κατηγορίες των ψυχοθεραπευτών-κληρικών ότι όσοι πνευματικοί αρνούνται τον εναγκαλισμό με την ψυχοθεραπεία διακατέχονται δήθεν από «υπερηφάνεια». Η ψυχή θεραπεύεται δια του Αγίου Πνεύματος.

Μήπως, αντίθετα, όσοι μιλούν περί υπερηφανείας, διακατέχονται οι ίδιοι από  υπερηφάνεια, την οποία προβάλλουν στους άλλους; Μήπως διακατέχονται από την υπερηφάνεια της κοσμικής γνώσεως; Μήπως πίστεψαν ότι «ποιμαίνοντες μετ’ επιστήμης», ασκούν καλύτερη ποιμαντική; Και τι επιστήμη είναι αυτή που ερμηνεύει π.χ. την διαφύλαξη της Παράδοσης ως «κάλυψη των δικών μας ενδοψυχικών αναγκών»;[19] Τι επιστήμη είναι αυτή που «διαγιγνώσκει» ότι «η ελλαδική Εκκλησία παρέχει εικόνα καταθλίψεως, με αυστηρά ψυχοδυναμική έννοια»[20]; Τι επιστήμη είναι αυτή που χαρακτηρίζει τον εκκλησιαστικό μας οργανισμό έναν «βραδυκίνητο δεινόσαυρο»[21]; Τι επιστήμη είναι αυτή που βλέπει τη Μητέρα μας Εκκλησία «να μεταβάλλεται σε Κρόνο που τρώει τα παιδιά του»;[22]  Πόσο αντικειμενικά και αληθινά μπορεί να είναι όλα αυτά;

Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ψυχής Δρόμοι» διαβάσαμε ακόμη πώς μπορούμε να αποκτήσουμε διεκδικητικότητα, όντας μέλη Χριστού, αφού «τα τελευταία χρόνια η διεκδικητικότητα έχει κερδίσει την προσοχή της Ψυχολογίας».[23] Έτσι, «όσοι εργάζονται στο χώρο της Εκκλησίας μπορούν να ασκούνται στη διεκδικητικότητα μεταξύ τους, οι λαϊκοί με τους κληρικούς, οι ιερείς με τους επισκόπους κ.ο.κ»[24]. Με έκπληξη επίσης διαβάσαμε ισχυρισμούς σεβαστού προσώπου ότι κατά την φοιτητική του ζωή είδε «ότι χωρίς να χρησιμοποιεί την Ψυχολογία για την αυτογνωσία του εμπόδιζε την Χάρη να εργασθή μέσα του, ενώ με την Ψυχολογία άφηνε την Χάρη να εργασθή μέσα του[25]». Αυτή η δήλωση, όπως και ο παλαιότερος ισχυρισμός ότι οποιαδήποτε ψυχοπαθολογία «εμποδίζει την δράση της Χάριτος[26]», μας αφήνουν σκεπτικούς. Στην πραγματικότητα, συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. «Η δύναμις μου εν ασθενείαις τελειούται».

Στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού «Ψυχής Δρόμοι» διαβάσαμε ότι «η θρησκεία μπορεί να περιορίση την ανοικτότητα του ανθρώπου προς την πραγματικότητα, πάνω απ’ όλα την πραγματικότητα που είναι ο ίδιος… η θρησκεία μπορεί να προστατέψη και να θρέψη μια δυνάμει νευρωτική κατάσταση. Αυτούς τους κινδύνους πρέπει να τους αντιληφθή ο ιερωμένος και να τους αντιμετωπίση με τη βοήθεια του γιατρού και του ψυχοθεραπευτή»[27]. Μάλιστα, τονίζεται, «ο ιερωμένος μπορεί να είναι ένας θεραπευτής [εννοεί ψυχοθεραπευτής] και ο ψυχοθεραπευτής ένας ιερωμένος»[28]! Σε επόμενες σελίδες διαβάσαμε ψυχαναλυτική προσέγγιση απέναντι στη θρησκεία και το «εμπόδιο» της που είναι το «”ναρκισσιστικό οπλοστάσιο” (οι πρωτόγονες άμυνες…) της οργανωμένης θρησκείας, όταν η τελευταία λειτουργεί στο επίπεδο της παρανοειδούς-σχιζοειδούς θέσεως. Χρειάζεται μια αλλαγή στον πυρήνα των εκπροσώπων της εκκλησίας, διότι διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει χρήση του θρησκευτικού χώρου με τρόπο που ωριμάζει τον άνθρωπο. Η αλλαγή αυτή βιώνεται ως καταστροφική και με κάθε μέσο οι εκπρόσωποι της εκκλησίας την αποφεύγουν»[29]. Και επειδή ούτε «η συνοδικότητα δεν λειτουργεί σήμερα στην Εκκλησία με πληρότητα σε κανένα θέμα[30]», κατατίθενται προβληματισμοί για «ψυχολογικούς όρους και βοηθήματα που θα μπορούσαν να βελτιώσουν και να εξυγιάνουν την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας»[31].

Η ύλη συμπληρώνεται με άρθρο που φέρει τον τίτλο «Μια συστημική θεώρηση της Εκκλησίας». Το άρθρο μας πληροφορεί ότι «θα αυξάνεται συνεχώς η προσοχή που θα δίνεται στη θεωρία της [ψυχο]θεραπείας οικογενείας από εκείνους οι οποίοι ενδιαφέρονται να συνδυάσουν την διδασκαλία της Αγίας Γραφής με την ψυχολογική σπουδή». Η Εκκλησία παρουσιάζεται εδώ ως σύστημα το οποίο πρέπει να προσαρμόζεται,  αφού «όλοι μας γνωρίζουμε περιπτώσεις εκκλησιών οι οποίες έχουν κυριολεκτικά διαλυθεί, επειδή δεν είχαν την ικανότητα να  προσαρμοστούν στην αλλαγή[32]». Στη συνέχεια εκφράζεται η ελπίδα ότι «στο μέλλον θα δοθεί περισσότερη προσοχή στο γεγονός ότι η εκκλησία λειτουργεί ως σύστημα» και επισημαίνεται ότι «χρειάζονται έρευνες για να γνωρίσουμε ποιες είναι οι ανάγκες της εκκλησίας και να αναζητήσουμε τους κατάλληλους ανθρώπους για την εκπλήρωση αυτών των αναγκών». Και όλα αυτά, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα : «Οι χριστιανοί ψυχολόγοι έχουν την ευκαιρία να εμπλουτίσουν την εκκλησία χρησιμοποιώντας τις επαγγελματικές τους δεξιότητες για να αναγνωρίσουν και να ενθαρρύνουν υγιείς συμπεριφορές και στάσεις μέσα στο χώρο της εκκλησίας… [Έτσι] η εκκλησία θα επωφεληθεί[33].» Αυτή την αίσθηση ότι ωφελούν  την Εκκλησία έχουν και άλλοι Έλληνες ψυχοθεραπευτές : «ευεργετούμε ολόκληρη την Εκκλησία[34]».

Το πόσο ευεργετείται ή βλάπτεται η Εκκλησία θα το κρίνει Άλλος. Ευεργετείται η Εκκλησία με την έκδοση του εν λόγω περιοδικού και άλλων συναφών βιβλίων; Ευεργετείται η Εκκλησία με δηλώσεις όπως  «είναι γνωστό πως οι περισσότεροι ιερείς δεν κοινωνούσαν συχνά πριν χειροτονηθούν… Είναι κατ’ αρχήν κοινό μυστικό ότι σημαντικός αριθμός κληρικών δεν εξομολογείται[35]»! Πού τα στηρίζουν αυτά; Αυτά είναι αυθαίρετα συμπεράσματα χωρίς βάση και υπόσταση που βλάπτουν τρομερά τους πιστούς και την Εκκλησία.

Είναι, τελικά, οι ορθόδοξοι ψυχοθεραπευτές η σωτηρία της Εκκλησίας; Αποκαλυπτικά τα όσα γράφει σχετικά, ο καθηγητής κ. Ιωάννης Κορναράκης σε άρθρο του με τίτλο «Ορθόδοξοι Ψυχοθεραπευτές και μετανεωτερικότητα»[36]. Το μόνο που έχουμε να προσθέσουμε είναι ότι μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Ψυχής Δρόμοι» διαφημίζονται και τα διεθνή συνέδρια Ορθόδοξων Ψυχοθεραπευτών. Ανακοινώνεται, μάλιστα, ότι το επόμενο θα λάβει χώρα στην Ελλάδα το 2012. Να τονιστεί ότι στο τελευταίο συνέδριο Ορθόδοξων Ψυχοθεραπευτών που έγινε στο Σικάγο, υπήρξε εισήγηση που προσπαθούσε να αποδείξει το κοινό γνωστής αποκρυφιστικής μεθόδου[37] με την Ορθοδοξία.

Δεύτερο Παράδειγμα. Στην ίδια κατεύθυνση δυστυχώς κινείται και το νέο βιβλίο «Θησαυρός σε πήλινα σκεύη : Η ψυχοσωματική επιβάρυνση των κληρικών μας και των συζύγων τους».[38] Το βιβλίο πραγματεύεται τη λεγόμενη «επαγγελματική εξουθένωση» (burnout) η οποία θεωρείται ότι εμφανίζεται ως αποτέλεσμα του στρες. Καταρχάς, γίνεται η αφετηριακή διαπίστωση ότι «οι κληρικοί ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου[39]» και οι τυχόν αντίθετες γνώμες, ότι δηλαδή το στρες δεν είναι παρόν μεταξύ των περισσοτέρων ορθοδόξων κληρικών, απορρίπτονται με την ψυχολογική εξήγηση του μηχανισμού της «αρνήσεως». Το στρες, ισχυρίζονται, «υπάρχει και χρειάζεται να έλθει στο φως και να κατανοηθή. Πρώτον, επειδή φέρνει πόνο που μπορεί να ανακουφισθή και, δεύτερον, επειδή έχει ως συνέπεια οι κληρικοί, και η ίδια η Εκκλησία, να λειτουργούν σε βαθμό κατώτερο του δυναμικού τους[40].» Ή αλλιώς, με μια ψυχοθεραπεία θα απαλυνθεί το πρόβλημα και ιερείς και Εκκλησία θα αξιοποιήσουν το δυναμικό τους στο μέγιστο. Τα λόγια αυτά, που δεν είναι του συγγραφέως, μας παραπέμπουν στο χώρο των ανατολικοθρησκευτικών δοξασιών.

Το βιβλίο επικαλείται πολύ συχνά έρευνες, οι οποίες έγιναν σε κληρικούς διαφόρων ομολογιών. Αυτό από μόνο του αποτελεί μια μεθοδολογική αδυναμία. Έχουν οι ετερόδοξοι κληρικοί ιερωσύνη; Οι έρευνες, λοιπόν, στο εξωτερικό έδειξαν ότι οι ετερόδοξοι κληρικοί «δεν ήταν τόσο ικανοποιημένοι από τις σχέσεις τους με τους άλλους κληρικούς, από τις ευκαιρίες για επιμόρφωση, από τη στήριξη από τους υπευθύνους, από την πνευματική τους ζωή. Το χειρότερο, δεν ήταν ικανοποιημένοι από την ποιμαντική αποτελεσματικότητα τους».[41] Μάλιστα, το 20% των Αγγλικανών κληρικών «αισθάνονταν ματαιωμένοι»[42], με ψυχαναλυτική ορολογία και ερμηνευτική. Άλλη έρευνα μεταξύ προτεσταντών κληρικών «έδειξε ότι για τους κληρικούς το πόσο σύχναζαν στη λατρεία δεν επηρέαζε ευνοϊκά την [ψυχική] υγεία τους».[43] Τι μας απασχολούν εμάς αυτά; Είναι συγκρίσιμα τα μεγέθη;
Και επειδή οι νέες «εξελίξεις αποτελούν δυνητικά στρεσσογόνους παράγοντες»[44], Ιταλοί ψυχοθεραπευτές συμπεραίνουν ότι «είναι ανάγκη λοιπόν να μάθουν [οι  κληρικοί] να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους»[45]. Έτσι, με βάση τις προαναφερθείσες έρευνες, που χρησιμοποιούν στατιστικές, αλλά υποκειμενικές ερμηνείες των αποτελεσμάτων, συμπεραίνεται αυθαίρετα και για τον ορθόδοξο κληρικό ότι, λόγω του ψυχολογικού μηχανισμόυ της «αντίστασης», ο κληρικός αδυνατεί «να αισθανθή καν την κρίση που ξεδιπλώνεται μέσα του, διότι έσπευσε να την φιμώσει…Έτσι προσποιείται πως δεν υπάρχει πρόβλημα…Ενδέχεται επίσης να καταφύγει σε σκλήρυνση των θέσεών του με αποτέλεσμα να γίνει φανατικός και τυπολάτρης, ή να στρέφεται σε υπερβολές γύρω από θαύματα»[46].
Και παρατίθεται το συμπέρασμα ότι η ψυχοσωματική εξάντληση «βρίσκει ευνοϊκό έδαφος σε τελειομανείς και ψυχαναγκαστικούς κληρικούς, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και προσωπικότητα τύπου Α»[47], οπότε και επεξηγείται ότι «η προσωπικότητα τύπου Α είναι ο χαρακτήρας εκείνος ο έντονα δυναμικός και ενεργητικός, ο οποίος παρουσιάζει στοιχεία ανταγωνισμού και φιλοδοξίας». Το απίστευτο είναι ότι στη συνέχεια ακολουθεί ατεκμηρίωτη επισήμανση : στις προσωπικότητες τύπου Α «ανήκουν οι μισοί κληρικοί»! Οι υποκειμενισμοί συνεχίζουν με την αναπόδεικτη παρατήρηση ότι «συχνά στο βάθος της προσωπικότητας του κληρικού ο οποίος είναι επιρρεπής στην υπερπροσπάθεια και στην κόπωση ενυπάρχει κάποιο τραυματικό γεγονός ή έστω ψυχικό έλλειμμα»[48]. Με λίγα λόγια, και αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το βιβλίο, θα διαπιστώσει ότι υπάρχει διάχυτη η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι η προσωπικότητα του κληρικού έχει πρόβλημα. Και δεν έχει μόνο πρόβλημα η προσωπικότητα του κληρικού, αλλά και ο εκκλησιαστικός οργανισμός, ισχυρίζονται, χαρακτηρίζεται από «παθολογία και νοσηρότητα»[49]. Αλλά «το θέμα αυτό προορίζεται να αποτελέσει αντικείμενο άλλης μελέτης»[50]!

Κατόπιν, ακολουθεί η στοχοποίηση της πρεσβυτέρας, η οποία «εισέρχεται στον χώρο των ψυχικών συγκρούσεων που μπορεί να φτάσουν σε αίσθημα αδιεξόδου[51]», και αναλύεται και το δικό της πρόβλημα. «Η πίεση που δέχεται η σύζυγος του κληρικού αυξάνεται υπέρμετρα επειδή δεν της αναγνωρίζεται το δικαίωμα της  διαμαρτυρίας»! [52] Επίσης, κινδυνεύει και από την «επίδραση της εξάντλησης του κληρικού συζύγου της πάνω σε αυτήν».[53] Με αυτούς τους «ενθαρρυντικούς» λόγους προς τις κοπέλες που θα ήθελαν να γίνουν πρεσβυτέρες, ανοίγει το κεφάλαιο «Τρόποι πρόληψης και θεραπείας».

Επισημαίνεται για άλλη μια φορά ότι «η ιερωσύνη είναι στρεσσογόνος» και ακολουθούν «παραινετικοί» λόγοι προς τους υποψηφίους κληρικούς: «κατά την προετοιμασία του κληρικού χρειάζεται να ενημερώνονται οι ενδοστρεφείς και οι άλλοι ευπαθείς χαρακτήρες πως η προσωπικότητά τους συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εξάντλησης»[54]. Στη συνέχεια προτείνεται στον κληρικό «μια γνωσιακή αναδόμηση. Αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει αναθεώρηση των στόχων, αποβολή κεκτημένων αλλά εσφαλμένων αυτονοήτων, καλλιέργεια της ικανότητας να λέει κανείς “όχι”, επίγνωση των χαρισμάτων αλλά και των ορίων…Φυσικά τους στόχους αυτούς δεν είναι δυνατό να τους επιτύχει μόνος του. Θα χρειαστεί ένα σύμβουλο ή ψυχοθεραπευτή [55]». «Έχουν προταθή επίσης…ομάδες στήριξης κληρικών, ψυχοθεραπεία …. ανανέωση της πεποίθησης στην κλήση».[56] «Επειδή και ο κληρικός πρέπει να ποιμανθή αλλά και επειδή βασική αρχή της ποιμαντικής είναι η εξατομίκευση, χρειάζεται εδώ να τονισθή η σημασία του προσωπικού συμβούλου[57]»! Γι’ αυτό γράφτηκε το εν λόγω βιβλίο; Για να μας πείσει ότι ο κάθε παπάς χρειάζεται και τον ψυχοθεραπευτή του; «Δυστυχώς, [διαβάζουμε πιο κάτω] μια τέτοια υπηρεσία στον τόπο μας λογίζεται ως πολυτέλεια». Είναι θλιβερό ότι για τις υπαρκτές δυσκολίες που τυχόν αναφύονται στην ιερατική διακονία, δεν γίνεται ούτε μία κουβέντα υπερνίκησής τους με πνευματικά μέσα. Το βιβλίο απευθύνεται σε λαϊκούς που βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας; Με μεγάλη έκπληξη διαβάσαμε και άλλη «θεραπευτική» λύση. «Προτείνεται και διακοπή των εφημεριακών καθηκόντων για 1 έτος ανά διαστήματα (σαββατιαίο έτος) κατά το πρότυπο των πανεπιστημίων»! [58] «Ο “αλκοολισμός της εργασίας“ [!] δεν είναι δώρο του Αγίου Πνεύματος … Καλλιεργήστε τον διάλογο με άλλες ομολογίες για να μάθετε πώς αντεπεξέρχονται στις πιέσεις της ποιμαντικής διακονίας[59]».

Το βιβλίο κλείνει με έρευνα μεταξύ κληρικών της Ελλάδας και της Αμερικής, από την οποία συμπεραίνεται ότι οι ορθόδοξοι κληρικοί που συμμετείχαν στην έρευνα εμφανίζουν υψηλά επίπεδα στρες και ψυχοσωματικών παθήσεων. Προς το τέλος του βιβλίου παρατίθενται δημόσιες εξομολογήσεις κληρικών, οι οποίες, όπως και κάθε δημόσια εξομολόγηση, βλάπτουν παρά ωφελούν. Λυπούμεθα πάρα πολύ για τις θέσεις που περνά και αυτό το βιβλίο, θέσεις που φανερώνουν ότι δεν έχουμε κατανοήσει ότι η ιερωσύνη δεν είναι επάγγελμα, υποκείμενο σε burnout. Η ιερωσύνη, όπως βιώνεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι  διακόνημα, μυστήριο και ευλογία που φέρνει χάρη και χαρά. Αν δεν τη βιώνουμε έτσι, ας φροντίσουμε την πνευματική μας ανάπτυξη και τότε θα εξαλειφθεί η πίστη στην αναγκαιότητα προσωπικού ψυχοθεραπευτή και ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων.

Λυπούμεθα πάρα πολύ που αναγκαστήκαμε να προβούμε σε αυτή την κριτική, την οποία περιορίσαμε στα πιο έντονα προβλήματα. Παρά τις όποιες καλές προθέσεις, οι εν λόγω εκδόσεις πάσχουν στη βάση και την αφετηρία τους. Για την ψυχανάλυση «δεν υπάρχει κανείς απολύτως φυσιολογικός[60]» και όλοι χρήζουν της «βοηθείας» της. Σε αυτή την παγίδα φαίνεται ότι έπεσαν και οι συγγραφείς και αρθρογράφοι που προαναφέραμε. Ξέχασαν, μάλλον, ότι η ψυχανάλυση έχει χαρακτηριστεί και ως «μυθολογία»[61] και ότι η θέση της είναι μεταξύ των 400 ψυχοθεραπευτικών μεθόδων, που φάσκουν, αντιφάσκουν και αλληλοαναιρούνται. Εμείς δεν ξεχνούμε ότι για την ασθένεια του σώματος και τα σωματικά συμπτώματά μας προσφεύγουμε στον ιατρό και  στον ψυχίατρο και λαμβάνουμε, αν χρειάζεται, φαρμακευτική αγωγή. Όπως και δεν ξεχνούμε ότι για τη θεραπεία της ψυχής μας προσφεύγουμε στην Εκκλησία, το ένα και μοναδικό θεραπευτήριο. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην εν Αγίω Πνεύματι διενεργούμενη θεραπεία του όλου ανθρώπου φανερώνει αλλοίωση του Ορθοδόξου Χριστιανικού φρονήματος.

http://www.im-glyfadas.gr/01/09/01090008.asp


[1] «Ψυχής Δρόμοι», τεύχος 1, Ιούνιος 2011, σελ. 7.

[2] ένθ. ανωτ., σελ. 39

[3] ένθ. ανωτ., σελ. 48

[4] ένθ. ανωτ., σελ. 42

[5] ένθ. ανωτ., σελ. 49

[6] ένθ. ανωτ., σελ. 44

[7] π. Βασίλειος Θερμός, Προς μία θεολογική  κατανόηση της ψυχοπαθολογίας και της θεραπείας,  Θεολογία και Ψυχιατρική σε διάλογο, Αποστολική Διακονία, 1999, σ. 123-124

[8] «Ψυχής Δρόμοι», ένθ. ανωτ., σελ. 55

[9] ένθ. ανωτ., σελ. 47

[10] ένθ. ανωτ., σελ. 51

[11] αυτόθι

[12] «Ψυχής Δρόμοι», ένθ. ανωτ., σελ. 41

[13] American Association of Pastoral Counselors

[14] https://aapc.org/node/4

[15] http://aapc.org/content/about-pastoral-counseling

[16] Δημήτριος Κυριαζής, Προλεγόμενα σε μία θεραπεία της ψυχής, Θεολογία και Ψυχιατρική σε διάλογο, Αποστολική Διακονία, 1999, σ. 59

[17] Σεβασμ. Περγάμου, Θεολογία και Ψυχιατρική σε διάλογο, ένθ. ανωτ., σελ. 164-165

[18] Σεβασμ. Περγάμου, ένθ. ανωτ. 163, 149.

[19] π. Βασίλειος Θερμός, Ποιμαίνοντες μετ’ επιστήμης, Αρμός, 1996, σελ. 56

[20] ένθ. ανωτ., σελ. 93

[21] π Β. Θερμός, Ήλθε η σειρά μας; Οι προειδοποιήσεις που δεν ακούσαμε  http://amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=6281

[22] π. Β. Θερμός, Ομοιοπαθείς Άνθρωποι, Αποστολική Διακονία, 1996, σελ. 68.

[23] «Ψυχής Δρόμοι», ένθ. ανωτ., σελ. 59.

[24] ένθ. ανωτ., σελ. 66

[25] ένθ. ανωτ., σελ. 141

[26] π. Β. Θερμός, Προς μία θεολογική  κατανόηση της ψυχοπαθολογίας και της θεραπείας, ένθ. ανωτ., σελ. 115, 174

[27] «Ψυχής Δρόμοι», τεύχος 2, Νοέμβριος 2011, σελ. 12.

[28] ένθ. ανωτ., σελ. 15.

[29] ένθ. ανωτ., σελ. 80

[30] ένθ. ανωτ., σελ. 116

[31] ένθ. ανωτ., σελ. 117

[32] ένθ. ανωτ., σελ. 86

[33] ένθ. ανωτ., σελ. 88.

[34] π. Β. Θερμός, Θησαυρός σε πήλινα σκεύη : Η ψυχοσωματική επιβάρυνση των κληρικών μας και των συζύγων τους, Αρμός 2011, σελ. 218
[35] π. Β. Θερμός, Ομοιοπαθείς άνθρωποι, ένθ. ανωτ., σελ. 60-61

[36] http://www.im-glyfadas.gr/01/04/01040013.asp

[37] Πρόκειται για το «Εννεάγραμμα», μέθοδο βασισμένη στις διδασκαλίες του Γκουρτζίεφ.

[38] π. Β. Θερμός, Θησαυρός σε πήλινα σκεύη : Η ψυχοσωματική επιβάρυνση των κληρικών μας και των συζύγων τους,
     Αρμός, 2011

[39] ένθ. ανωτ., σελ. 35

[40] ένθ. ανωτ., σελ. 33

[41] ένθ. ανωτ., σελ.  39

[42] ένθ. ανωτ., σελ. 40

[43] ένθ. ανωτ., σελ. 42

[44] ένθ. ανωτ., σελ. 52

[45] ένθ. ανωτ., σελ. 54

[46] ένθ. ανωτ., σελ. 55

[47] ένθ. ανωτ., σελ. 57

[48] ένθ. ανωτ., σελ. 61

[49] ένθ. ανωτ., σελ. 69-84

[50] ένθ. ανωτ., σελ. 81-82

[51] ένθ. ανωτ., σελ. 86

[52] ένθ. ανωτ., σελ. 87

[53] ένθ. ανωτ., σελ. 90

[54] ένθ. ανωτ., σελ. 91

[55] ένθ. ανωτ., σελ. 93

[56] αυτόθι

[57] ένθ. ανωτ., σελ. 94

[58] ένθ. ανωτ., σελ. 93

[59] ένθ. ανωτ., σελ. 97

[60] π. Β. Θερμός, Άνθρωπος στον Ορίζοντα, Γρηγόρη, 2006,σελ. 81

[61] Wittgenstein, Szasz
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2131

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου