Σελίδες

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Τὸ τέλος τοῦ Γέροντα Ἠλία [Καρυώτη] (+1994).

ΤΟ ΟΣΙΑΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΗΛΙΑ ΚΑΙ ΟΙ…“ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΟΙ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ”

ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Πόση σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ ΣΙΩΠΗΛΗ ΑΓΙΟΤΗΤΑ, ἡ πτωχεία τοῦ πνεύματος συνδυασμένη μὲ τὴν ΑΠΟΛΥΤΗ καὶ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ στὴν Παναγία καὶ στὸν Θεό, ἡ πρόγνωση τοῦ τέλους τῆς ζωῆς του, ἡ χαρισματικὴ ἀφοβία τοῦ θανάτου, τὰ ὁσιακὰ τέλη (τοῦ κατωτέρω ἀναφερομένου Ἀγιορείτου γέρ. Ἠλία Καρυώτη) μὲ τὰ ἐκτοξευόμενα “ὀρθόδοξα” πυροτεχνήματα, τοὺς κακόφωνους ἀλαλαγμοὺς “ὀρθοδοξίας”, τοὺς ἀναλώσιμους λαϊκισμοὺς ὀρθοδόξου ἐπιχρίσματος, τὶς κραυγαλέες «ἔριδες» περὶ τὴν «γνησίαν ὀρθοδοξίαν», τὶς «συμπροσευχές», τοὺς θεολογικοὺς «στοχασμοὺς» καὶ τοὺς «μεταπατερικοὺς ἀναστοχασμούς», τὶς «ἐπανερμηνεῖες», τὶς «πλατύτερες ἐπαναδιατυπώσεις»,  καὶ  τοὺς  «ἐπαναπροσδιορισμοὺς» τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τῶν Ἱ. Κανόνων, τῆς Παραδόσεως, τοῦ Χριστοῦ ἐν τέλει; Προφανῶς ΚΑΜΙΑ.

–––––––––––––––––––––––––––

Τὸ τέλος τοῦ Γέροντα Ἠλία [Καρυώτη] (+1994).

 µοναχὸς Δαµιανὸς Καρυώτης

Ἀπὸ τὸ περιοδ. «ΠΡΩΤΑΤΟΝ»,
(ἀρ. τ. 125, Ἰαν-Μάρτ. 2012)
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

.       Εἶχε ἔλθει µὲ τὸν πατέρα του ἀπὸ τὴν Β. Ἤπειρο, ποὺ ἦταν ξυλὰς κι ἔµενε στὸ ἐργατόσπιτο τοῦ Κελλιοῦ µας. Πεθαίνοντας ὁ πατέρας τὸν ἄφησε στοὺς Γέροντες. Ἦταν ἕνδεκα χρονῶν. Εἶχε γεννηθεῖ στὴν Κορυτσὰ τὸ 1907. Ἡ κουρά του ἔγινε τὸ 1922. Ἐµένα ἡ κουρά µου ἔγινε τὸ 1955. Ἦταν ἁπλός, καλός, φιλότιµος, φίλεργος καὶ φιλάδελφος. Σὲ ὅλα πρῶτος. Στὴν ἐκκλησία, στὸ διακόνηµα, στοὺς κήπους, στὴν µαγειρική. Δὲν βγῆκε στὸν κόσµο ποτὲ παρὰ µόνο µία φορᾶ στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ θέµατα ὑγείας.
.       Τὸν συνόδευσα ἐγὼ στὸ νοσοκοµεῖο. Εἶχε µιὰ βαρειὰ πνευµονία. Εἶχε ἠµέρες ὑψηλὸ πυρετό. Μία ἠµέρα ἐπιδεινώθηκε. Μοῦ εἶπαν οἱ ἰατροὶ πὼς δὲν ἔχει ἄλλο ζωή. Ἐκεῖνος τὸ ἄκουσε. Ὅταν ἔφυγαν οἱ ἰατροί, µὲ ρώτησε, τί εἶπαν οἱ ἰατροί. Τοῦ εἶπα, θὰ γίνεις καλά. Ἐκεῖνος µοῦ εἶπε. «Δὲν θὰ πεθάνω ἐδῶ. Θὰ γυρίσω στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας». Ἡ κατάστασή του ἦταν ἀρκετὰ σοβαρή. Δὲν εἶπα τίποτε. Ναί, ναὶ εἶπα. Τὴν ἄλλη ἡµέρα ἔπεσε τελείως ὁ πυρετός. Οἱ ἰατροὶ θαύµασαν, ἀπόρησαν, εἶπαν: ὁ Γέροντας εἶναι ἅγιος. Σὲ δύο-τρεῖς ἡµέρες ἐπιστρέψαµε στὸ Κελλί µας. Μοῦ εἶπε: «Δὲν κανονίζουν οἱ ἐπιστήµονες πότε θὰ φύγουµε ἀπὸ τὴν ζωή, ἀλλὰ µόνο ὁ Θεός». Ἔζησε ἄλλα δύο χρόνια.
.       Ἦταν ἄκακος, ἥσυχος, οἱ Γέροντες τὸν ἔµαθαν λίγα γράµµατα καὶ µὲ αὐτὰ πορευόταν. Ἀφανὴς ἄνθρωπος, καλογερικός, φτωχός, φιλόξενος καὶ ἀγαπητός. Προγνώρισε τν µέρα το θανάτου του. Τν περίµενε τν θάνατο, δν τν φοβόταν. Μία ἡµέρα µοῦ εἶπε· «θὰ πεθάνω». Προσπάθησα νὰ τὸν παρηγορήσω, παρότι τὸν ἔβλεπα ὅτι εἶχε καταπέσει. Φώναξα τὸν ἰατρό. Ἦλθε ὁ ἰατρός, τὸν ἐξέτασε καὶ εἶπε ὅτι πρέπει νὰ πάει ἔξω στὸ νοσοκοµεῖο, γιατί θὰ ἐπιδεινωθεῖ ἡ ἀσθένειά του καὶ θὰ πονάει πολύ. Θὰ χρειαστεῖ νὰ κάνει ἐνέσεις δυνατές. Ὅταν ἔφυγε ὁ ἰατρός, τοῦ τὰ εἶπα. Μοῦ εἶπε: «Μία φορὰ πῆγα ἔξω. Ἄλλη δὲν πηγαίνω. Θὰ πεθάνω συντοµα ἐδῶ, οὔτε ἐνέσεις, οὔτε φάρµακα καθόλου χρειάζονται. Δὲν θὰ πονέσω. Ἂν πονέσω, Γέροντα Δαµιανέ, τότε κάνε ἐνέσεις. Σὲ µία ἑβδοµάδα φεύγω ἀπὸ τὴν ζωή». Τοῦ εἶπα, θὰ ζήσει. Ἤθελα νὰ τὸν παρηγορήσω. Δὲν εἶχε ἀνάγκη. Τὸν ρώτησα, γιατί µὲ εἶπε Γέροντα. Μοῦ ἀπάντησε: «Ἐγὼ φεύγω, ἐσὺ ἀπὸ τώρα θὰ εἶσαι Γέροντας». Μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή. Μοῦ φίλησε καὶ τὸ χέρι. Τοῦ φίλησα κι ἐγώ. Μέναµε στὸ ἴδιο κελλί.
.       Μὲ πλήρεις αἰσθήσεις ὕψωσε ψηλὰ τὰ χέρια του. Τοῦ τὰ κρατούσαµε µ᾽ ἕνα γείτονα. Μᾶς ἔδωσε τὴν εὐχή του µέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ἐπικαλέσθηκε τὴν Παναγία. Ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὴν Παναγία. Ἔζησε στὸ Κουτλουµουσιακὸ Κελλὶ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου ἄνω τῶν Καρυῶν ἐπὶ 76 χρόνια. Τὴν τελευταία του ἡµέρα ζήτησε τὰ ροῦχα τῆς ταφῆς του καὶ τὸ µοναχικό του σχῆµα. Ζήτησε νὰ τὰ δεῖ. Μὲ ρώτησε ἂν ἔχω κεριά. Τοῦ εἶπα πὼς ἔχω. Τοῦ πῆγα ἕνα πάκο τῶν πενήντα κεριῶν. Μοῦ εἶπε νὰ φέρω κι ἄλλο κι ἄλλο. Ἀπόρησα. Περίµενα περίπου σαράντα ἀνθρώπους τῆς γειτονιᾶς. Τὰ κεριὰ αὐτὰ ἦταν ἑκατὸν πενήντα.
.       Ὕψωσε τὰ χέρια του. Μὲ τὸ ἕνα χέρι του ἔδειχνε ψηλά, ἔβλεπε πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ εἶπε: «Ἡ Παναγία … ἡ Παναγία …! » Καὶ σὲ λίγο ἔγειρε τὸ κεφάλι του λέγοντας: «Ὢ Θεέ µου». Ἔτσι ἥσυχα καὶ εἰρηνικὰ ἀναχώρησε ἡ ψυχή του ἀπὸ τὸ σῶµα του. Ἦταν Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου, 3.4.1994. Τὴν ἄλλη µέρα διαβάσθηκε ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία του. Ἦταν εἴκοσι παπάδες, πολλοὶ µοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Ἀκριβῶς ἑκατὸν πενήντα ἄνθρωποι. Ὅσoι εἶχε πεῖ. Πρόκειται γιὰ ὁσιακὸ τέλος. Τὸ προεῖδε,τὸ περίµενε καὶ τὸ προεῖπε. Ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπαύσει. Αἰωνία του ἡ µνήµη. Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουµε. Εἴχαµε ἐκλεκτοὺς πατέρες στὴν γειτονιά µας. Τὸν Γέροντα Κωνστάντιο στοὺς Ἀρχαγγέλους, τὸν παπα-Παντελεήµονα στὴν Ὑπαπαντή, τὸν παπα-Κύριλλο τὸν ἐκλεκτὸ πνευµατικὸ στὴν Ἁγία Τριάδα. Οἱ εὐχές τους ἂς µᾶς συνοδεύουν.

 

 http://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/14/%CF%84%E1%BD%B8-%E1%BD%81%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BA%E1%BD%B8-%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%E1%BF%A6-%CE%B3%CE%AD%CF%81%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1-%E1%BC%A0%CE%BB%CE%AF%CE%B1/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου