Σελίδες

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Τό πρόβλημα τῆς νεοειδωλολατρείας σήμερα



ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ
ΝΕΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ
Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού

   Ο λόγος για τη νεοειδωλολατρίαν της εποχής μας νομιμοποιείται να αναφέρεται σε «πρόβλημα», διότι η κίνηση ή το κίνημα αυτό παρακωλύει την ομαλή συνέχειαν του εθνικού μας βίου, παρεμβάλλοντας παλινωδίες αναιρετικές της ταυτότητάς μας.
Ονομάζεται «νεοειδωλολατρία», «νεοπαγανισμός», «αρχαιολατρία», αλλά το ευστοχότερον όνομα της κίνησης αυτής θα ήταν «αρχαιομανία», διότι προσλαμβάνει συχνά τον μανικό χαρακτήρα, που απέδιδε στους Αρειανούς ο Μ. Αθανάσιος, αποκαλώντας τους «αρειομανίτες», μανιακούς οπαδούς του Αρείου. Αυτη η «μανία» εγκλωβίζει τους αρχαιολάτρες της εποχής μας σε ένα θανατηφόρο «αρχαιομονισμό», που τεμαχίζει την ιστορική μας ύπαρξη, οδηγώντας μας στον «παππού» μας, με απόρριψη όμως του «πατέρα» μας, του χριστιανικού ή πατερικού Ελληνισμού, που συνιστά τη μόνη αυθεντική  και φυσική  Ιστορική συνέχεια της Ελληνικότητας.

Βιβλιογραφικά, το πρόβλημα έχει αντιμετωπισθεί ήδη με αποτελεσματικόν τρόπον. Ο π. Κυριάκος Τσουρός, ο π. Αρσ. Βλιαγκόφτης (στο περιοδικό «ΔΙΑΛΟΓΟΣ») ή στο τεύχος 69 (1999) του γνωστού περιοδικού «Σύναξη» ερευνούν το θέμα σε πλάτος και βάθος, δίνοντας σημαντικές απαντήσεις στα σχετικά προβλήματα και βοηθώντας στην υπέρβασή τους. Ακόμη ενδιαφέροντα και χρήσιμα για το θέμα μας στοιχεία προσφέρουν και το περιοδικόν «ΑΒΑΤΟΝ», εκδιδόμενο στη Θεσσαλονίκη (αρ. 26/1999), ως και η δημοσιογραφική ομάδα «ΙΟΣ» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας σε διάφορα φύλλα της. Η προσπάθειά μας εδώ εντοπίζεται στην προσφοράν κάποιων ερμηνευτικών κλειδιών για την κατανόηση των συμπεριφορών και των λόγων των αρχαιολατρών μας.
Βέβαια, τα αρχαιολατρικά αυτά κινήματα-ρεύματα δεν είναι φαινόμενον αποκλειστικά της εποχής μας, εφ' όσον κάποιες αρχαιολατρικές εκδηλώσεις δημιουργούσαν και στο παρελθόν προβλήματα με την προκλητικότητά τους. Έτσι, το 1960 (περιοδ. ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ, Σεπτ. 1960) δημοσιεύθηκε κείμενο του μακαριστού π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, αναφερόμενο στην επικείμενην «αφήν» του «απολλώνιου φωτός» (κατά την εφημερίδα «Καθημερινή», φ. 12 Αύγ.) στην αρχαίαν Ολυμπία, στο οποίο διαβάζουμε και τα εξής: «Θεέ μου! Ανέζησε, λοιπόν, μετά είκοσιν όλους αιώνας η αρχαία θρησκεία των κλεπτών και μοιχών θεών του Ολύμπου, ανέστησαν τα υπό του θεόληπτου Παύλου συντριβέντα είδωλα αυτών, ανηγέρθησαν οι πεπτωκότες βωμοί, επανήλθον αι ιέρειαι της ειδωλολατρίας, επανεύρεν ο Φοίβος καλύβην και "παγάν λαλέουσαν" και "μάντιδα δάφνην"; Δεν εφώτισε την ανθρωπότητα το ανέσπερον Φως της Βηθλεέμ και στρεφόμεθα προς το "απολλώνιον φως" της αρχαίας ειδωλολατρίας; [...] ~Ω, Κύριε! Μη στήσης ημίν την αμαρτίαν ταύτην της υφ' ημών φρικτής προδοσίας Σου!».
Το θέμα ήδη αντιμετώπισεν, κατά τρόπον ικανοποιητικόν, ο μεγάλος ιστορικός μας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (18151891) στην «Ιστορία» του. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, στη συνάντηση Ελληνισμού-Χριστιανισμού διαμορφώθηκαν τρείς «μερίδες»: Πρώτη είναι «οι προθύμως ασπασθέντες» τον Χριστιανισμόν. Είναι αυτοί, που «εβαπτίσθησαν» ολόκληροι στη νέαν Πίστη, πέθαναν δηλαδή και «αναστήθηκαν» στην «καινή εν Χριστώ» ζωήν και πραγματικότητα, β) Η β' μερίδα είναι «η συγκειμένη εκ των κατωτάτων της κοινωνίας τάξεων, περιλαμβάνουσα όμως και ουκ ολίγους λογίους άνδρας», που έμεινε προσηλωμένη στους τύπους της αρχαίας θρησκείας (εθνικά έθιμα, δεισιδαιμονίες κ.τ.ο.). Έχει επισημανθεί από τους ερευνητές της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, ότι στους χώρους της λογιοσύνης η εξάπλωση του χριστιανικού κηρύγματος δεν αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες• αυτό συνέβη στα λαϊκά στρώματα, και κυρίως τον αγροτοποιμενικό πληθυσμό, διότι ήταν  και έμενε στενά δεμένος με τις λαϊκές θεότητες και δοξασίες. Την τρίτη μερίδα αποτελούσαν φιλοσοφούντες και διανοούμενοι, που επεδίωξαν να «εκλογικεύσουν» (εκφιλοσοφήσουν) τον Χριστιανισμόν, καταργώντας το υπέρλογον της Θεανθρωπότητας και οδηγώντας έτσι στη νόθευση του Χριστιανισμού, δηλαδή στις αιρέσεις. Οι αιρετικοί (Άρειος, Απολλινάριος, Νεστόριος κ.λπ.) ήσαν φιλοσοφούντες, δεμένοι στη «λογικήν» των φιλοσοφικών συστημάτων της αρχαιότητας και κινούμενοι όχι προς τα εμπρός, όπως ο Χριστιανισμός, αλλά προς τα πίσω˙ όχι προς το μέλλον της ουράνιας βασιλείας, αλλά προς το παρελθόν της ανθρώπινης σκέψης και ιστορίας. Σ' αυτές τις παλινδρομήσεις  οπισθοδρομήσεις εντάσσεται και το κίνημα του αυτοκράτορα Ιουλιανού (+ 363), αλλά και του Γ. Πλήθωνος  Γεμιστού τον 15ο αιώνα.
Αυτή η ομάδα, όπως τότε, έτσι και σήμερα, διακατέχεται από μία «νοσταλγίαν» της «ανωτερότητας» της «προγονικής λατρείας» και αναζήτηση στους θεούς του Ολύμπου των «ριζών του Ελληνισμού». Η στροφή στο αριστοκρατικό «Δωδεκάθεο» συνδέεται, βέβαια, και με κάποιαν υποτίμηση των θεοτήτων της λαϊκής-δημοκρατικής βάσης (π.χ. Διόνυσος κ.τ.ο.). Σήμερα δε ιδίως αναμένεται κάποιος νέος Ιουλιανός, που θα αποκαταστήσει το «Δωδεκάθεον» και θα συντρίψει τον «ιουδαιοχριστιανισμόν»  όπως λέγουν. Ας δούμε όμως τις διαμορφούμενες συμπεριφορές και τη φαινομενολογίαν τους.
Α) Μπορούμε να διακρίνουμε στη σύγχρονη μας αρχαιολατρία τρεις κύριες τάσεις: α) Οι καθαροί δωδεκαθεϊστές. Απορρίπτουν ασυζητητί τον Χριστιανισμόν, ακόμη και ως Ορθοδοξία, που διαμορφώθηκε στη ζύμωσή της με την Ελληνικότητα στα πρόσωπα των μεγάλων Πατέρων, που ήσαν Έλληνες. Η στάση τους είναι καθαρά εχθρική προς την Ορθοδοξία τη δε πολεμικήν τους διαμορφώνουν και κατευθύνουν συσσωματώσεις, όπως «Ελληνική Πολιτεία», ή «Μεγάλη Εθνική Εκκλησία των Ελλήνων», ακόμη δε και εκπαιδευτικές επιχειρήσεις, αλλά και εκδοτικές.
Η β' τάση επιδεικνύει κάποιαν ευελιξία. Επιχειρεί διασύνδεση του αρχαιοελληνικού «πιστεύω» με τον Χριστιανισμόν, που τον δέχονται κατά τη δικήν τους εκδοχή, φυσικά, και τον καθιστούν όχι μόνο θεολογικά αγνώριστο, αλλά και υπηρέτη των στόχων τους (πρβλ. το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της παπαδοπουλικής δικτατορίας). Βάση και συνδετικό στοιχείον Ελληνισμού Χριστιανισμού θεωρείται η γνωστή από την αρχαιότητα ελληνική θεοσέβεια, ώστε η Ορθοδοξία να εκλαμβάνεται ως νέα έκφραση του Ελληνισμού (τους), που δεν έχει τη διάθεση όμως να θυσιάσει τίποτε από τα αρχαία στοιχεία του. Είναι η τάση του Ίωνα Δραγούμη (+ 1920), που θεωρούσε την Ορθοδοξία ως ταπεινή θεραπαινίδα των ενδοϊστορικών ελληνικών συμφερόντων. Η τάση αυτή οδηγεί νομοτελειακά στη «χρήση» της Ορθοδοξίας για εθνικιστικούς σκοπούς, που συνδέονται και με σαφείς αντισημιτικές τάσεις. Έτσι όμως, προσφέρουν τη μεγαλύτερη υπηρεσία στο διεθνή Σιωνισμόν και στους Εβραίους, που ακριβώς στηρίζονται στους «διωγμούς» (πραγματικούς ή τεχνητούς), για να διεγείρουν και εφελκύουν την παγκόσμια συμπάθεια (πρβλ. χρήση του «Ολοκαυτώματος»).
Η τρίτη τάση συνδέει το ελληνικό δωδεκάθεο με τον  ανατολικό μυστικισμόν, όπως ενσαρκώνεται σε διάφορα ρεύματα της εποχής μας, αλλά και τον αποκρυφισμόν. Εγκολπώνουν, έτσι, θεωρίες τύπου Νταίνικεν, μιλώντας για την καταγωγή μας από άλλον πλανήτη, στην προσπάθεια να δοθούν συμπαντικές διαστάσεις στους «μύθους» τους. Μιλούν ακόμη για θεούς-αστροναύτες, που ήλθαν από «αλλού», κάτι που θέλει να υποκαταστήσει τη λυτρωτικήν εισβολή στην ιστορία του Θεανθρώπου. Το αδυσώπητο γι' αυτούς πρόβλημα είναι η έννοια του (χριστιανικού) Ακτίστου, που επιδιώκουν να το υποκαταστήσουν με το «Συμπαντικόν», αγνοώντας ότι το «συμπαντικόν» ως κτίσμα (δημιούργημα) είναι πεπερασμένον, παρά τις τεράστιες διαστάσεις του. 
Υποβόσκει, συνεπώς, μανία αντιχριστιανική για διαφόρους λόγους, κυριώτερος των οποίων είναι η απολυτοποίηση του αρχαίου Ελληνισμού, όπως αυτοί τον κατανοούν.
Οι τάσεις αυτές υποστασιώνονται σε κινήσεις, που εμφανίζονται ως Σύλλογοι για την προβολήν του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, με εθνικιστικό ή πολιτιστικόν κάλυμμα, για την αναβίωση του ολυμπιακού πνεύματος, την προβολήν των δελφικών ιδεωδών ή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Δραστηριοποιούνται δε με φυσιολατρικές ή οικολογικές εκδηλώσεις, αναβιώσεις αρχαιοελληνικών τελετών με θρησκευτικό χαρακτήρα (πρβλ. δελφικές εορτές του Α. Σικελιανού), με τα ονόματα «Παναθήναια», «Ελευσίνια Μυστήρια», Καρναβάλια, εορτή του θερινού Ηλιοστασίου κ.λπ. Κορυφαία τελετή είναι η καθιερωμένη από τη ναζιστικήν εξουσία, για προπαγανδιστικούς λόγους, αφή της Ολυμπιακής Φλόγας (από το 1936), που δεν αρκείται στη χρησιμοποίηση κάποιων αρχαίων κειμένων (π.χ. κάποιου «Ολυμπιονίκη» του Πινδάρου), αλλά συντάσσονται σημερινές προσευχές στις αρχαίες θεότητες, που καταλύουν πρακτικά την ορθόδοξη πίστη του λαού μας. Η ένδυση, με αρχαίες χλαμύδες στις σχετικές τελετές (ακόμη και πρέσβυς των Η.Π.Α. εμφανίσθηκε σε παρόμοια τελετή με αρχαιοελληνικό χιτώνα) οδηγεί σε ένα είδος αυτοδιακωμώδησης, που προκαλεί τη θυμηδία. Όλοι αυτοί όμως είναι θύματα ενός ευρωπαϊκού ρομαντισμού, που από την εποχήν της Γαλλικής Επαναστάσεως, και για την απόρριψη του Χριστιανισμού, επιχειρεί την αναβίωση στοιχείων της αρχαιότητος, που αποσπώμενα από το ιστορικόν τους πλαίσιο χάνουν την αληθινήν τους σημασίαν, αλλά και την κοινωνική δυναμικήν τους.
Και ο λόρδος Φρειδερίκος-Δημήτριος Γκίλφορδ (1776-1827), ο ιδρυτής και Μαικήνας της Ιονίου Ακαδημίας στην Κέρκυρα (1824-1865), κατά την επίσημη έναρξη της λειτουργίας της (29 Μαΐου 1824) έντυσε με χλαμύδες τους Καθηγητές του Ιδρύματος, για να αισθητοποιήσει την αναγέννηση του Ελληνισμού κατά την επέτειο της αλώσεως (επιλέχθηκε από τον ίδιο), αλλά και του Ελληνισμού ολόκληρου. Γι' αυτό, δίπλα στις αρχαίες χλαμύδες συνυπήρχε το εκκλησιαστικό-ορθόδοξο ράσο των Κληρικών-μελών του Ιδρύματος. Μάλιστα, με την εισοδόν του στην Ορθοδοξία (δια βαπτίσματος) ο πρώην αγγλικανός Φιλέλληνας, έγινε πλήρης Έλληνας (κατά τη δήλωσή του), διότι δέχθηκε τον Ελληνισμό σ' όλην την ιστορική του διαχρονίαν, και ως αρχαίον και ως χριστιανικόν. Ο Γκίλφορδ είναι κλασική αυθεντική περίπτωση αποδοχής της ελληνικότητας ολόκληρης και αδιάτμητης.
Υπάρχει δε ένα κοινό μέτωπο αυτών των τάσεων με κοινόν όργανον, που εποπτεύει την κοινήν τους παρουσίαν. Είναι το «Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών», που λειτουργεί ως Σύνοδος της αρχαιολατρίας, θα προσθέσουμε κάποια, ακόμη, στοιχεία των επί μέρους ή των συλλογικών συμπεριφορών.
Έχουν εισαγάγει νέα χρονολογίαν, από την α' Ολυμπιάδα (776 π.Χ.) και μηνολόγια, χρησιμοποιώντας τα αρχαιοελληνικά ονόματα των μηνών. Αυτά, βέβαια, δεν είναι κάτι το νέον ή καθαρά ελληνικόν, ώστε να μπορεί να επαινεθεί ως αγνός ελληνικός ρομαντισμός. Τα συναντάμε ήδη στη Γαλλικήν Επανάσταση, ως εκφράσεις του τεκτονικού πνεύματος, με όλον (τότε, κυρίως) τον αντιχριστιανισμόν του, κατά την εύστοχην επισήμανση του Στ. Ράνσιμαν.
Όταν τα 1797 οι δημοκρατικοί Γάλλοι (Φράγκοι) ήλθαν στα Επτάνησα υπό τον δεκαεξάχρονο στρατηγό Μπωαρναί, θετό γιό του Ναπολέοντα, έγιναν δεκτοί ως σωτήρες. Ακόμη και οι κληρικοί φόρεσαν στο καλυμαύχι τους την επαναστατικήν κογκάρδα. Γρήγορα όμως αποκάλυψαν οι Φράγκοι τις αληθινές τους προθέσεις έναντι της Ορθοδοξίας και της Ελληνικότητας. Επιδίωξαν κατάργηση του Χριστιανισμού, συνδέοντάς την με την επαναφοράν των Ολυμπιακών αγώνων, αλλά θεωρουμένων μέσα από το τεκτονικόν πια φίλτρον (πρβλ. την αναβίωσή τους το 1896 από τον τέκτονα Πιέρ ντέ Κουμπερτέν). Επίσης, θέλησαν να μεταφέρουν το λείψανον του αγ. Σπυρίδωνος, ταυτισμένον απόλυτα με τους Κερκυραίους, σε αποθήκη! Γι' αυτό γρήγορα άνοιξαν από τους ντόπιους, και μάλιστα το αρχοντολόϊ αυτό είναι το περίεργον οι πύλες στους απελευθερωτές Ρωσοτούρκους (1799)!
Αλλάζουν τα ονόματά τους τα βαπτιστικά, ως και τα επώνυμα με αρχαιοελληνικά. Πελασγός, Απολλώνιος κ.λπ. Είναι, πράγματι, εκφράσεις ενός αρχαιο-ημερολογητισμού. Πολεμούν τους αγίους Πατέρες, τους αυθεντικότερους εκφραστές της φυσικής συνέχειας (στα πρόσωπά τους) της Ελληνικότητος. Ο Μ. Βασίλειος λ.χ. εκαυχάτο, ότι η μητέρα του Εμμέλεια καταγόταν από τους Μολιονίδες Ηρακλείδες... Ο δε ι. Χρυσόστομος (+ 407), μάρτυρας ουσιαστικά στον αγώνα του ενάντια στην άνομην εξουσίαν, έγραψε οκτώ λόγους "κατά Ιουδαίων". Δεν έχει όμως αντισημιτικές τάσεις και τους αντιμετωπίζει πνευματικά, για όσα έπρατταν κατά της χριστιανικής πίστεως. Έτσι, οι Εβραίοι τον κατηγορούν ως εχθρόν τους. Τον κατηγορούν όμως και οι Αρχαιολάτρες, διότι υποστηρίζει θεολογικά τη χρήση αγιογραφικών ονομάτων στο βάπτισμα, αφού στην παράδοσή μας το όνομα δημιουργεί πρότυπο ζωής και οδηγό στη σωτηρίαν. Που ο ανθελληνισμός του; Είναι εκείνος, για τον οποίον ο μεν εθνικός διδάσκαλός του Λιβάνιος (ρήτωρ) είπεν, ότι θα ήταν διάδοχός του, «ει μη τούτον χριστιανοί εσύλησαν», ο δε I. Μαυρόπους, επίσκοπος Ευχαίτων, τον 11ο αι., τον έταξε στην τριάδα των Τριών Μεγάλων Ιεραρχών και Οικουμενικών Διδασκάλων, που εκφράζουν κατά τον πειστικότερον τρόπον την ελληνοχριστιανική σύνθεση. Και δεν είναι οι μόνες αδικίες των αρχαιολατρών έναντι των Αγίων Πατέρων μας.
Το «Έθνος της Κυριακής» 4.7.99, δίνει την είδηση, ότι δίπλα στο Ναόν του Αγίου Ιωάννη στον Όλυμπο ιδρύθηκε  «Φιλοσοφική και Πνευματική Σχολή του Ολύμπου». Στο διανεμόμενο διαφημιστικό φέϊγ βολάν δηλώνεται ο σκοπός: «... αναβίωση των αρχαίων μας παραδόσεων». Προτρέπεται δε η οικογενειακή συμμετοχή και πωλούνται χλαμύδες για την κατάλληλη αμφίεση για τις εκδηλώσεις. Στο πνεύμα αυτό ετελέσθη ειδωλολατρικός γάμος στον Όλυμπο το 1987, αλλά και «βάπτισμα» (τελετή της πυράς, 1998), η «καθιέρωση οίκου» στο Λιτόχωρο (1996) κ.α. Και δεν είναι, φυσικά, οι μόνες παρόμοιες περιπτώσεις. Όλα θυμίζουν τις θρησκευτικές τελετές των Τεκτόνων, που αποπτύουν και υποκαθιστούν τα χριστιανικά μυστήρια.
Πρόκειται, συνεπώς, για πλήρη «επιστροφή» στην αρχαία ελληνική θρησκεία, έστω και επιφανειακή, όπως θα δούμε. Βέβαια, αρνούνται πεισματικά τον όρο ειδωλολατρία. Η απάντηση όμως είναι, ότι, ναι μεν η αρχαιοελληνική θρησκεία, αριστοκρατική του Ολύμπου και λαϊκή, δεν έπεσε στη λατρεία ζώων και άλλων κατωτέρων κτισμάτων, αλλά είχε ένα αναγωγικό χαρακτήρα προς «προσωπικές» θεότητες. Ειδωλολατρία όμως είναι και η προβολή στους θεούς των προλήψεών μας και η ειδωλοποίηση, δηλαδή θεοποίησή τους. Ο αρχαίος Έλληνας απέδωσε όλα τα πάθη του στους θεούς του και λάτρευεν έτσι τα πάθη, την αμαρτίαν του, ως σωστικήν αλήθειαν. Μόνον οι φιλόσοφοι και όχι όλοι  υπερέβησαν αυτήν την πλάνην (Ξενοφάνης, Σωκράτης κ.α.), αλλά αυτοί εντάσσονται χριστιανικά στους χριστιανούς προ Χριστού (Ιουστίνος: «οι μετά Λόγου βιώσαντες χριστιανοί εισίν, καν άθεοι ενομίσθησαν...» και «όσα παρά πάσι καλώς είρηται, ημών των χριστιανών έστιν», β' αιώνας μ.Χ.).
Τις αρχαιολατρικές ομάδες διακρίνει έντονος αντιβυζαντινισμός, που φυσικά λειτουργεί ως αντορθοδοξία. Συνεχίζουν όμως τις παλαιότερες αντιβυζαντινές τάσεις του Βολταίρου, του Γίββωνα, του Κοραή και των δικών μας δυτικόπληκτων λογίων του 19ου αιώνα. Δεν είναι, συνεπώς, κάτι το ελληνικό, αλλά ξενόδουλο. Διότι το Βυζάντιο/Ρωμανία στην πατερική διάστασή του διασώζει όλα τα υπερχρονικά  και γι' αυτό βιώσιμα στοιχεία  της κλασικής αρχαιότητας. Και μόνον το όνομα και το έργον του Μεγάλου Φωτίου, μεγάλου ορθοδόξου θεολόγου, αλλά και Έλληνα, βεβαιώνει αυτόν τον ισχυρισμόν. Πόση γνώση της αρχαιότητας θα είχαμε χωρίς την Μυριόβιβλο ή Βιβλιοθήκη του Μ. Φωτίου. Ακόμη και σήμερα δεν μπορούν να γίνουν φιλολογικο-φιλοσοφικές Ομηρικές Σπουδές χωρίς τις «παρεκβολές» του αγίου Ευσταθίου Θεσσαλονίκης (11-12ος αι.) στα Ομηρικά Έπη. Η εορτή των Τριών Ιεραρχών καταξιώνει, όπως είπαμε, την ελληνική συνέχειαν, την οποία διακηρύσσει ο μέγας εκκλησιαστικός μας Πατέρας Γρηγόριος ο Θεολόγος (ή Ναζιανζηνός, + 390) «Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν» (την ελληνικήν παιδείαν), αναφωνεί, και συμπληρώνει: «επεί ούτω δοκεί τισίν».
Αυτοί οι μη ονομαζόμενοι «τίνες», οι «φιλισταίοι της Παιδείας» ήσαν οι απαίδευτοι «υπεράγαν ορθόδοξοι» (φανατικοί). Το κακό με τους σημερινούς αρχαιολάτρες είναι, ότι σ' αυτούς, τους κατ' ουσίαν συνεχιστές της αρχαίας δεισιδαιμονίας, στηρίζονται για να κατηγορήσουν την Ορθοδοξία. Η τελευταία όμως εκφράζεται από τους Αγίους Πατέρες και Μητέρες μας και όχι από τους «σκαιούς» και «απαίδευτους» καλογήρους (και όχι μοναχούς), που συχνά παρακινούνταν σε ανθελληνικές εκδηλώσεις από ξένα (π.χ. εβραϊκά) στοιχεία. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, που εκφράζει αυθεντικά τον «χριστιανικό Ελληνισμό» του Κ. Παπαρρηγόπουλου, πλέκοντας το εγκώμιον της θύραθεν ή ελληνικής παιδείας τονίζει, ότι ωφελούμεθα ακόμη και από τα αρνητικά της: «... όσον δε εις δαίμονας φέρει και πλάνην και απωλείας βυθόν διεπτύσαμεν, ότι μη κακτούτων προς θεοσέβειαν ωφελήμεθα, εκ του χείρονος το κρείττον καταμαθόντες και την ασθένειαν εκείνων ισχύν του καθ' ημάς λόγου πεποιημένοι» (Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, κεφ.ΙΑ').
Οι Έλληνες Φιλόσοφοι στους νάρθηκες των Ναών μας εκφράζουν την πίστη στη συνέχειά μας ως Ελλήνων. Οι αρχαίοι σοφοί (Ηράκλειτος, Χείλων, Πλάτων κ.λπ.) εισήλθαν στους νάρθηκες των Ναών μας «ως προειπόντες την έλευσιν Χριστού» (Διον. εκ Φουρνά, 16ος αι.), ως «προφήτες», συνεπώς, εκτός του Ιουδαϊσμού. Εν τούτοις οι αρχαιολάτρες μας διακηρύσσουν: «Το Βυζάντιο δεν έχει σχέση με την αρχαίαν Ελλάδα»! Αν δεν υπήρχαν όμως τα αντιγραφικά εργαστήρια του μητροπολίτη Αρέθα Καισαρείας (10ος αι.) και των μοναστηριών μας, πως θα είχαμε σήμερα τους Έλληνες συγγραφείς και μάλιστα και «αθυρόστομους», όπως ο Αριστοφάνης;
Τα κριτήρια όμως της Ορθοδοξίας δεν είναι ποτέ ηθικιστικά, αλλά πνευματικά. Και γι' αυτό αντέγραφαν επί αιώνες όλους τους αρχαίους συγγραφείς ως προγόνους τους και διδασκάλους τους. Μόνο δυτικο-κατευθυνόμενοι μπορούν να ενεργούν τόσον ανθελληνικά, όπως κάποιοι αρχαιολάτρες μας.
Ο αντιβυζαντινισμός συναγωνίζεται τον αντιχριστιανισμόν. «22 αιώνες είμαστε κατακτημένο Έθνος», διακηρύσσουν. Γι' αυτό και οδηγούν στην αναβίωση των ελληνοχριστιανικών συγκρούσεων (JULIANUS REDIVIVUS). Για να ογκωθεί, μάλιστα, η εναντίον του Χριστιανισμού κατηγορία, μιλούν για «εβραιοχριστιανισμόν», αποκαλύπτοντας έτσι και τον αντιεβραϊσμόν τους. Λησμονούν όμως, ή μάλλον αγνοούν  και είναι προκλητική η βαθειά άγνοιά τους σε θέματα χριστιανικά , ότι τόσον ο Χριστός (κατά Ιωάννη), όσον και ο Απ. Παύλος (Επιστολές) είναι απόλυτα κριτικοί απέναντι στον εβραϊκό φαρισαϊσμό (κατ' ουσία σιωνισμό).
Άλλ' αυτό δεν έχει για τους αρχαιολάτρες μας σημασία. Αυτό, που προέχει γι' αυτούς είναι η προβολή θέσεων, έστω και αν δεν θεμελιώνονται: «Είμαστε Έλληνες, και οι Έλληνες οι πραγματικοί δεν πιστεύουν σε κανένα δικτατορικόν υπερκόσμιον ον, πόσο μάλλον, όταν αυτό είναι από πάνω και σκεπτομορφικόν, ήτοι ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΝ, όπως είναι οι εβραιογενείς Γιεχωβάς και Σατανάς» (Διιπετές, τ. 6, σ. 28). Σκόπιμα υπερτονίζεται η σχέση Χριστιανισμού  Εβραϊσμού, με απόληξη την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης ( = αναβίωση του γνωστικίζοντος αντιιουδαϊσμού του Μαρκίωνος, 2ος αι.).
 Αλλά στην Π.Δ. αναζητεί ο Χριστιανισμός την ιστορία της θείας οικονομίας, του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρίαν του κόσμου. Αυτό, που εκκλησιαστικά αποδεχόμεθα από την Π.Δ. είναι οι Δίκαιοι, οι Άγιοί της. Τους δεχόμεθα δε όχι ως Εβραίους, αλλά διότι ήσαν γνώστες της μεθόδου (του τρόπου) σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως, διατηρώντας την αληθινή σχέση με τον ΕΝΑ Θεόν. Και αυτό δεν είναι απλή αποδοχή κάποιου αορίστου Μονοθεϊσμού, όπως συνέβαινε με τον Ελληνισμό. Διότι και Έλληνες Φιλόσοφοι είχαν φθάσει σε κατάφαση ενός Ενοθεϊσμού, συνενώσεως δηλαδή των πολλών Θεών σε Ένα. Ποίον όμως; Οι Άγιοι του Εβραϊσμού αναφέρονταν στον Ιησού Χριστόν, τον Θεάνθρωπον, προ της Σαρκώσεώς Του. Διότι ο Χριστός είναι Εκείνος, που ενεργούσεν ασάρκως πριν από την Ενανθρώπηση και οδηγούσε στη θέωση τους Δικαίους της Π.Δ. Αυτός ήταν ο αναμενόμενος από τους Προφήτες της Π.Δ. Μεσσίας, που σαρκώθηκε «δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν». Σ' αυτόν τον επώνυμον Ένα Θεόν ήσαν προσανατολισμένοι οι Άγιοι της Π.Δ. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι στην Παλ. Διαθήκην καταχωρίσθηκαν και μορφές άγιες μη Εβραίοι, όπως ο Ιώβ και η Ρουθ (βλέπε τα ομώνυμα βιβλία). Η Ρουθ, μάλιστα, ως ξένη (μωαβίτισσα) ήταν «κόκκινο πανί» για την μη προφητικήν, την εθνικιστικήν παράδοση του Ιουδαϊσμού.
Η ιστορική πορεία του Ιουδαϊκού λαού είναι το ιστορικόν πλαίσιον της Π.Δ., μέσα στο οποίον αναπτύσσεται το σχέδιον του Θεού για τη σωτηρία μας. Ανάλογο πλαίσιο υπάρχει και στην Κ.Δ., ελληνορωμαϊκό. Διότι ο Θεός ενεργεί λυτρωτικά μέσα στην ιστορία. Το πλαίσιο αυτό δεν είναι το πρωτεύον για τη χριστιανική θεολογίαν, αλλά αυτό, που λαμβάνει χώρα μέσα σ' αυτό, το σωτηριολογικό γεγονός. Αυτό που δεχόμεθα, συνεπώς, ως Χριστιανοί από την Π.Δ. είναι η εμπειρία και ο μαρτυρικός λόγος των Δικαίων της, Πατριαρχών-Προφητών, και αυτό καταφάσκεται ήδη στην Κ. Διαθήκη.
Ο ίδιος ο Χριστός στο Ιωάν. 8, 56 ομολογεί: «Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν, και ειδεν και εχάρη». Ελέγχοντας δε τους φαρισαΐζοντες  εθνικιστές Ιουδαίους της εποχής του, τους λέγει: «Ει επιστεύετε Μωϋσεί, επιστεύετε αν εμοί περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν» (Ιωάν. 5, 46˙πρβλ. Γεν. 3,15 49,10). Θα τους κατηγορήσει δε, ως τέκνα του διαβόλου: «Υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν» (Ιωάν. 8, 44). Αλλά και ο Απ. Παύλος συνδέει τις δύο Διαθήκες, Π. και Ν.: «...Έπινον γαρ ( = οι Εβραίοι στην έρημον) εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α' Κορ. 10, 4). Ταυτίζει δε τον Ιησού Χριστό με τον «Κύριον της Δόξης», τον Μεσσίαν της Προφητικής παραδόσεως: «Ει γαρ έγνωσαν (= οι φαρισαΐζοντες Ιουδαίοι της εποχής του, οι κατά σάρκα "αδελφοί" (του), ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν» (Α' Κορ. 2, 8). Γι' αυτό και διωκόταν ο Παύλος από το γένος του. Και αυτό κακοποίησε  την ιστορική δηλαδή αλήθειαν  ή όχι ιστορικός, φυσικά, αλλά εμπαθής μυθολόγος, μακαρίτισσα Λίλη Ζωγράφου (Αντιγνώση, 1974).
Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι, ότι κάποιος απορρίπτει την ΠΑ., αλλά το γιατί την απορρίπτει. Επειδή το επιβάλλει το σκοτάδι της άγνοιάς του! Είναι ελληνικόν αυτό; Ταιριάζει σε Έλληνες, που εδραίωσαν την παγκόσμιαν επιστήμην; Την ιδίαν κακόβουλην άγνοιαν έδειξεν και εκείνος, που έγραψε ανοικτήν επιστολή στο περιοδικό ΔΑΥΛΟΣ (137, κύριο άρθρο), ζητώντας να «λάβει ιδιάζουσα θέση» η Εκκλησία της Ελλάδος έναντι της Π.Δ. και «να αποβάλη [...] είτε ολόκληρην την Π.Δ. ή τα μέρη, που στρέφονται κατά του Έθνους μας». Εννοεί, μεταξύ άλλων, το Ζαχ. 7, 13 έ.
Ο προφήτης Ζαχαρίας έζησεν όμως τον 7ον π.Χ. αιώνα και, όπως έχει αποδειχθεί επιστημονικά, το «ανθελληνικό» χωρίον είναι παρέμβλητον. Γι' αυτό στις κριτικές  επιστημονικές εκδόσεις (Βλ. Βασιλ. Μ. Βέλλα, Το Δωδεκαπρόφητον, Αθήνα 1950, σ. 106) τίθεται στο Εβραϊκό σε αγκύλες, που σημαίνει ότι δεν είναι γνήσιον. Παρόμοια «ανθελληνικά» κείμενα προέκυψαν στην εποχήν των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου και κυρίως του Αντιόχου του Δ' ( + 215-164 π.Χ.), που με τη συμπεριφοράν του ανέτρεπεν το έργον του Μ. Αλεξάνδρου και εξευτέλιζε τον ελληνικό πολιτισμό (δεν σεβάσθηκε την ετερότητα των άλλων λαών). Τότε, (3ος αι. και μετά), αρχίζει ένα «ανθελληνικό» ρεύμα στον Ιουδαϊσμό. Έλληνες, όμως, από την ιδίαν εποχήν, ονομάζονται όλοι οι Εθνικοί, οι μη Εβραίοι. Άρα δεν έχει σαφή φυλετικό χαρακτήρα αυτή η καταφορά, ώστε να εκλαμβάνεται ως φυλετικός ανθελληνισμός.
Αυτό φαίνεται και από το γεγονός, ότι οι αντιταχθέντες στους ανάξιους διαδόχους του Αλεξάνδρου Μακκαβαίοι είναι άγιοι της Εκκλησίας μας και τιμώνται, μαζί με την μητέρα τους Σολομονή και τον πνευματικόν τους Πατέρα Ελεάζαρον, την 1η Αυγούστου. Διότι στην εκλησιαστικήν ελληνική συνείδηση δεν πολέμησαν το γένος μας, αλλά αντιστάθηκαν σε πρόσωπα, που το διέσυραν, πρόσωπα μη σεβόμενα την πίστη των άλλων. Μη λησμονούν οι φανατικοί αρχαιολάτρες, ότι ο μεγάλος Ποιητής μας Διον. Σολωμός, έλεγε ότι «εθνικό είναι, ό,τι είναι αληθινό» και γνήσιο. Σ' αυτόν τον άξονα κινείται η ελληνορθόδοξη συνείδηση, έξω από κάθε ρατσισμόν.
Όταν κατισχύουν τα ρατσιστικά κριτήρια των αρχαιολατρών κατηγορείται ο Χριστιανισμός ως «ιουδαιοχριστιανισμός» ή «μπολσεβικισμός της αρχαιότητος»! Και εδώ όμως η άγνοια της ιστορίας είναι τραγική. Αν δοξάσθηκε ο Ελληνισμός κοινωνικά, το οφείλει στα αρχαία «κοινά» του. Αυτό ακριβώς αποδέχθηκε και συνέχισε ο Χριστιανισμός από την αποστολικήν εποχήν (Πράξ. 2, 42 έ., 4, 32 έ.) ως τρόπον υπάρξεως συλλογικής. Άλλωστε με το ελληνικό όνομα «Εκκλησία» αυτοπροσαγορεύθηκε η εν Χριστώ κοινωνία. Έτσι, εμφανίζεται στην ιστορία το Χριστιανικό κοινόβιο, που οδήγησε στη βυζαντινήν και κυρίως  μεταβυζαντινήν κοινότητα, τον κοινοτισμό, που θεμελιώνεται στον «κομμουνισμό» της αγάπης και όχι στον μπολσεβικισμόν, που παρά τις δυτικές ρίζες του, απομιμήθηκε την παράδοσή μας, για να εξαπατήσει. Με ορθόδοξα σχήματα μπόρεσε να επικρατήσει, κακοποιημένα όμως, διότι δεν έπαυσε να είναι «παρηλλαγμένος καπιταλισμός» (Ν. Μπερντιάιεφ).
Ακόμη και ο όρος «κομμουνισμός» είναι λεηλασία της χριστιανικής μας παραδόσεως. Ο Μαρξ με τον Έγκελς βρήκαν στη λατινική Βίβλο, που χρησιμοποιούσαν στο σχολείο ως «προτεστάντες χριστιανοί» το χωρίο «ην αυτοίς άπαντα κοινά» (= χριστιανικός κομμουνισμός) στη μορφή: «ERANT ILLIS OMNIA COMMUNIA» (Πράξ. 4, 32). Από αυτού προέρχεται ο όρος «COMMUNISMUS» του Μανιφέστου (1848). Ποια σχέση έχει, συνεπώς, ο Χριστιανισμός μας με τον μαρξιστικό Κομμουνισμό; Η αντίθεσή τους φαίνεται στην αφετηρία τους: Χριστιανικός κομμουνισμός: «Ο έχων δύο χιτώνας, διδότω (= κίνηση αγάπης) τω μη έχοντι» (λόγος του I. του Προδρόμου, Λουκά 3, 31). Μαρξιστικός κομμουνισμός: Ο μη έχων (= ο προλετάριος) αρπασάτω (ληστρική συνείδηση) από του έχοντος! Ο Χριστιανισμός δημιουργεί φιλάνθρωπους Αγίους• ο Μαρξισμός παράγει διάθεση αρπαγής. Αν υπάρχει, λοιπόν, στους αρχαιολάτρες εντιμότητα ελληνική, θα ανακαλέσουν τον καρπόν της άγνοιάς τους.
Μια άλλη τάση των αρχαιολατρών, για να δυσφημισθεί και υποτιμηθεί ο Χριστιανισμός, είναι το συχνά υποστηριζόμενον, ότι η Ορθοδοξία είναι αντιγραφή της αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας. Είναι, πράγματι, γεγονός, ότι από τον 4ον αιώνα (Μ. Κωνσταντίνος, ελευθερία λατρείας) πολλά στοιχεία της εθνικής θρησκείας πέρασαν στη λατρείαν της Εκκλησίας, αφού η πλειονοψηφία των χριστιανών ήσαν Έλληνες την καταγωγή και το θρήσκευμα. Οι Έλληνες, εισερχόμενοι στη χριστιανική πίστη, δεν ήταν δυνατόν να αποβάλουν τα στοιχεία του πολιτισμού τους. Κοινοί τόποι χριστιανικής και ελληνικής λατρείας είναι ο ρυθμός της βασιλικής, καλλιτεχνικά μοτίβα, π.χ. διάφορα είδη σταυρών, ο καλός ποιμήν, ο Ορφέας-Χριστός, ο Απόλλων-μουσικός, γλωσσικές εκφράσεις, οι ασπασμοί, τα άμφια, η στροφή προς Ανατολάς, οι δακτύλιοι στο γάμον, η χρήση λαμπάδων και αρκετά άλλα. Όλα αυτά είναι ελληνικά και συνεχίσαμε να τα έχουμε ως Έλληνες, διότι είχαν ισχυρό έρεισμα στη συνείδηση των λαϊκών κυρίως στρωμάτων (πρβλ. τα νεκρικά έθιμα λ.χ.). Οι επιδράσεις αυτές όμως χαρακτηρίζονται από μεγάλους λειτουργιολόγους «περιφερειακές» (Ευάγγ. Θεοδώρου).
Οι προσλήψεις δε αυτές  το σπουδαιότερον χάνουν στην Εκκλησία την πάλαιαν τους έννοιαν και ανανοηματοδοτούνται. Όλα τα διαφοροποιεί ΡΙΖΙΚΑ το πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Χωρίς Χριστό δεν υπάρχει Χριστιανισμός. Κάθε δε προσλαμβανόμενο από οπουδήποτε στοιχείο αποσυνδέεται τελείως από το παλαιό πολιτιστικό πλαίσιό του και προσλαμβάνει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα. Ένα παράδειγμα: Τα νεκρικά έθιμα των αρχαίων Ελλήνων ήσαν πολύ ισχυρά στη συνείδηση του λαού: τριήμερα, εννιάμερα, ετήσια συμπόσια πάνω στους τάφους. Υπήρχε, μάλιστα, και το πιάτο του νεκρού ή των νεκρών, για να συνευωχηθούν. Οι Άγιοι Πατέρες δεν τα κατάργησαν. Τα μεταμόρφωσαν εν Χριστώ. Πάλι γίνεται συμπόσιο στον τάφον, ιδίως των Μαρτύρων, αλλά χριστιανικό-πνευματικό, η Θεία Ευχαριστία! Δεν προσφέρεται υλική τροφή, αλλά ουράνια και σωστική, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Γι' αυτό μέχρι σήμερα μέσα στην Αγία Τράπεζα υπάρχουν λείψανα μαρτύρων. Πάνω στα λείψανα (στον «τάφο») τελείται και σήμερα η Θεία Ευχαριστία. Και τα εδέσματα; Αυτά μοιράζονται στους πτωχούς, που από τότε μέχρι σήμερα περιμένουν τη βοήθεια μας στα πρόθυρα του Ναού. Έτσι, το υλικό υπερβαίνεται, διοχετευόμενο, όμως, στη φιλανθρωπία. Αυτό σημαίνει ανανοηματοδότηση και μεταμόρφωση.
Άλλωστε, όλα τα θεοκεντρικά στοιχεία της ελληνικότητας καταξιώνονται στη χριστιανική συνέχειά της. Αποβάλλεται μόνον «ό,τι εις δαίμονας φέρει», που θάλεγε και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ό,τι δηλαδή αποπροσανατολίζει σωτηριολογικά τον άνθρωπο. Το σημαντικότερο δε, από την ατομική δικαίωση των αρχαίων προγόνων μας (έτσι νοείται η θρησκεία-λατρεία στον ελληνισμό) περνάμε στο σώμα, την Εκκλησία. Αυτό, που βαρύνει στην Ορθοδοξία, δεν είναι η ατομική μετοχή σε μυστηριακές πράξεις για την επίτευξη ατομικής σωτηρίας, αλλά η σύναξη, η πραγμάτωση του σώματος του Χριστού, στο εδώ και τώρα της Ιστορίας. Σωζόμεθα όχι ως άτομα (αυτά θα κληρονομηθούν από το δυτικό χριστιανισμόν), αλλά ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος.
Άλλη, συναφής, τάση  και κίνηση  είναι ο επιχειρούμενος εξελληνισμός του Χριστού. Εδώ η προσπάθεια επικεντρώνεται στο να καταδειχθεί η ελληνική καταγωγή της Παναγίας (Ναζαρέτ = Γαλιλαία των Εθνών, ακμαίο ελληνι(στι)κό στοιχείο, άρα μπορεί και η Θεοτόκος να... έχει ελληνικό αίμα). Παρά το γεγονός, ότι οι υποστηρικτές αυτής της θέσης, έχουν κάποτε καλή θέληση, η προσπάθεια προδίδει άκρατο φυλετισμό (ρατσισμό) και οδηγεί στην άρνηση της Θεανθρωπότητος του Χριστού και της παγκοσμιότητας της προσφερόμενης άπ' Αυτόν σωτηρίας.
Ό,τι συμβαίνει με τον Ιουδαϊσμό, θα συνέβαινε με όποια άλλη εθνότητα, από την οποία θα καταγόταν ίσως ο Χριστός, ως άνθρωπος. Είμαι βέβαιος, ότι δεν θα αποδειχθεί ΠΟΤΕ η ελληνική καταγωγή της Παναγίας, εκτός και αν βιασθούν οι «πηγές». Ο Χριστός γεννήθηκε εκεί, που όχι μόνον η προσδοκία Του ήταν ισχυρότερη και μόνιμη, αλλά και εκεί, όπου η σχέση του με τους Δικαίους δεν διακόπηκε ποτέ. Όπως είπε παραπάνω ο άγιος Ιουστίνος, και στον εθνικό κόσμο υπήρξαν πρόσωπα, που έζησαν «μετά Λόγου» (είναι ο «σπερματικός Λόγος»). Στην προφητική όμως παράδοση της Π.Δ. (και όχι γενικά στον Ιουδαϊσμό) υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια και σχέση με τον Θείο Λόγο και την άκτιστη Χάρη του (θέωση των Προφητών).
Άρα, και αν ακόμη αποδεικνυόταν άλλη η καταγωγή της Θεοτόκου, ο Χριστός δεν θα έπαυε ποτέ να υπερβαίνει τα θνητά και πρόσκαιρα στοιχεία της ιστορίας (όλα σ' αυτόν τον κόσμο είναι παροδικά και φθαρτά, αφού «προσδοκώμεν ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος»), όντας ο Αιώνιος, που μετέχει της ιστορίας, αλλά και υπέρκειται αυτής και γι' αυτό «σωτήρ πάντων ανθρώπων» (Α' Τιμ. 4, 10). Ανήκει, συνεπώς, εξ Ίσου σ' όλην την ανθρωπότητα, ως σωτήρας της και Θεός της, και όχι μόνο σε ένα έθνος, ούτε το ιουδαϊκό. Κεραία, η προσπάθεια ελληνοποιήσεως του Χριστού δείχνει και κάποια φιλοχριστιανικά αισθήματα. Διότι στο βάθος της κρύπτεται η τάση να τιμηθεί ο Ελληνισμός, που «γέννησε» τον Μεσσία. Δεν είναι ανάγκη όμως να επιζητείται δοξασμός του Ελληνισμού, με την ιδιοποίηση του Χριστού. Ο Ελληνισμός δοξάσθηκε από τον Χριστό, με το να γίνει φορέας και μεταδότης του κηρύγματός του στον κόσμο, με την ελληνική γλώσσα και τους Έλληνος Αγίους Πατέρες μας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη δόξα του Ελληνισμού στην Ιστορία, διότι με αυτήν ο Ελληνισμός υπερβαίνει την ιστορία.
Β) Ας στραφούμεν όμως και στην αναζήτηση των αιτίων, της ουσίας, αλλά και των συνεπειών αυτών των τάσεων της σύγχρονης αρχαιολατρίας.
Κύριος λόγος της σημερινής αρχαιολατρίας είναι οι εθνικιστικές εξάρσεις από το 1989 κ.έ. Η πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» προκάλεσε την ένταση του εθνικισμού, μιας καθαρά ρομαντικής κίνησης, που δεν έπαυσε ποτέ να υπάρχει, και αναζητεί την επιστροφή στις ρίζες. Είναι ένα είδος «DRANG NACH ΗΙΝΤΕΝ» (ορμή προς τα πίσω), με αποτέλεσμα να υπερτιμάται ο αρχαίος πολιτισμός και κάθε τι το αρχαίο και να υποτιμάται η Ορθοδοξία. Ένα παράδειγμα: Ένας σπουδαίος διανοούμενος μας (ο κ. Κ. Παπαγεώργης) έχει πει, πως «τα καλύτερα βιβλία γράφθηκαν προ Χριστού». Από μιαν άποψη είναι σωστό αυτό και ως Έλληνας αισθάνομαι υπερηφάνεια να το ακούω. Μπορεί όμως να ιδωθεί και από μια άλλη σκοπιά, και έτσι να χρησιμοποιηθεί εθνικιστικά-φυλετιστικά. Η όλη αλήθεια είναι, ότι το ελληνικό πνεύμα δεν έπαυσε να δημιουργεί μετά τους αρχαίους. Η Πατερική παραγωγή, ελληνική και αυτή, είναι εξ ίσου ένδοξη ελληνική συνέχεια. Καππαδόκες, Χρυσόστομος, Κύριλλοι, Φώτιος, Μάξιμος, Παλαμάς κ.λπ. είναι όχι μόνο συγγραφείς έργων κλασικών, αλλά και σε πολλά σημεία υπερβαίνουν τους αρχαίους Πατέρες τους (π.χ. Μάξιμος Ομολογητής σε θέματα ψυχολογίας) . Ο Έρασμος (DESIDERIUS) ονόμαζεν τον Μ. Βασίλειο «μείζονα του Αριστοτέλους».
Ανάλογη όμως είναι και η συνθηματολογική διακήρυξη: «Μόνον τα είδωλα σώζουν» ή «Οι Έλληνες εμεγαλούργησαν ως ειδωλολάτρες». Ο φανατισμός  και γι' αυτό και η αστοχία  είναι σ' αυτά έκδηλα. Ο εκχριστιανισμός των αρχαίων Ελλήνων δεν σήμαινε καταστροφήν της ελληνικής θρησκευτικότητας, αλλά στροφήν της προς τον Αληθινό Θεόν. Δεν είναι, λοιπόν, τα είδωλα πηγή δημιουργίας, αλλά το ελληνικό πνεύμα, που εκφράζει την υψηλότερη λυτρωτική αναζήτηση στην Ιστορία. Αυτό το Πνεύμα μεγαλούργησε εξ ίσου και ως αρχαίο και ως χριστιανικό. Αν μελετήσει κανείς αρχαιολάτρης συστηματικά κάποιον χριστιανό συγγραφέα, εννοώ Πατέρα, από όσους ανέφερα, θα διαπιστώσει του λόγου το αληθές. Ως Έλληνας Ορθόδοξος είμαι υπερήφανος και για τους αρχαίους και για τους χριστιανούς συγγραφείς μας. Διότι και οι δύο τους, φωτίζουν την ανθρωπότητα.
Μελετώντας τη φαινομενολογία της αρχαιολατρίας σήμερα, διαπιστώνουμε ότι δεν πρόκειται για αυθεντική στροφή στην ελληνική αρχαιότητα, την προχριστιανική, ούτε και στην αρχαία θρησκεία. Ο βαθύτερος στόχος δεν φαίνεται να είναι η επιστροφή στην ελληνικότητα αλλά η καταστροφή της χριστιανικότητας, που ταυτίζεται με μιαν αυτόματη επιστροφή στους Αρχαίους. Δεν διαπιστώνεται, δηλαδή, αληθινή εσωτερική σχέση των αρχαιολατρών μας με τους Αρχαίους λείπει σ' αυτούς η λυτρωτική ζήτηση των Αρχαίων η «ζήτησις της Αληθείας», που τους οδήγησε στον Χριστό ως «ένσαρκη Παναλήθεια». Ο χωρισμός, εξ άλλου, Χριστιανισμού-Ελληνισμού σήμερα είναι αδύνατος και γι αυτό αδιανόητος. Αν κανείς είναι αληθινά Έλλην, θα είναι και Χριστιανός Ορθόδοξος. Διότι ελληνικά χείλη διακήρυξαν από αιώνων «Εύρομεν την αλήθειαν», «Εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες» (Θ. Λειτουργία). Χριστιανισμός και Ελληνισμός, μέσα από την αγιοπατερική συνείδηση, έγιναν μεγέθη «ασύγχυτα και αδιαίρετα».

Ενώ, λοιπόν, οι σημερινοί αρχαιολάτρες νομίζουν ότι προσφέρουν υπηρεσία στον Ελληνισμό, κατ' ούσίαν τον πτωχαίνουν! Αυτός δηλαδή που ζημιώνεται τελικά με τέτοιες κινήσεις είναι ο Ελληνισμός. Διότι χάνει την ψυχή και την δύναμή του. Μένει εγκλωβισμένος στον «ουμανισμό», ενώ η Ορθοδοξία τον έχει ανεβάσει στα όρια του Θεανθρωπισμού. Στον Χριστιανικό Ελληνισμό το ανθρωπολογικό πρότυπο δεν είναι ο «καλός κι αγαθός» άνθρωπος, άλλ' ο θεάνθρωπος-Χριστός. Ιδανικό δεν είναι ο ενάρετος άνθρωπος, άλλ' ο άνθρωπος «θεός κατά χάριν», ο Αγιος.


Βέβαια, τις αρχαιολατρικές τάσεις σήμερα επηρεάζει σημαντικά και το ευρωπαϊκό σύνδρομο. Η Ευρώπη και η Νέα Τάξη ως προέκτασή της δεν μας θέλουν Ορθοδόξους, διότι ο πολιτισμός της Ελληνορθοδοξίας αναιρεί την μετακαρλομάγνεια Ευρώπη της αλλοτριώσεως. Μας θέλουν επιφανειακά τουλάχιστον ως «αρχαίους». Βέβαια, η ευρωπαϊκό αντίληψη περί αρχαιότητος, χαλκευμένη στην Αναγέννηση, δεν έχει καμμιά σχέση με την ελληνική αρχαιότητα.
Η Ορθοδοξία σώζει την ιστορική ελληνικότητα ολόκληρη. Γι’ αυτό ιστορικά Έλληνας είναι κατ’ εξοχήν ο Ορθόδοξος, ο οποίος σώζει ολόκληρο τον διαχρονικό Ελληνισμό μέσα του. Μετά το 1821 ή το 1830 (ίδρυση του Ελληνικού Κράτους) Έλληνας μπορεί να είναι νομικά (=κατά Νόμο) κάθε άνθρωπος που πληροί τις νομικές προϋποθέσεις. Πνευματικά Έλληνας όμως μόνο ο πατερικά Ορθόδοξος μπορεί να είναι. Μόνο, λοιπόν, ο Ορθόδοξος μπορεί να δώσει αυθεντική μαρτυρία για την Ελληνικότητα στον κόσμο. Ο εκδυτικισμένος ή έκφραγκευμένος Έλληνας (εδώ ανήκει και ο μαρξιστής Έλληνας, διότι και αυτός δυτικογενής είναι• ο μαρξισμός είναι η κορύφωση του δυτικού πνεύματος) δεν μπορεί να εκπροσωπήσει αυθεντικά την Ελληνικότητα, αλλά μόνο μερικά.

Η αρχαιομανία της εποχής μας, περαιτέρω, ούτε αναβίωση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας είναι. Η επιστροφή στην αρχαία θρησκεία δεν είναι δυνατή, διότι είναι αδύνατο να ξεπερασθεί το στρώμα, που παρενέβαλαν ανάμεσα σ' αυτή και μας οι αιώνες, και μάλιστα η χριστιανική παρουσία. Κάθε τέτοια προσπάθεια είναι πια θλιβερή μίμηση και όχι βίωση.
Μοιάζει με την προσπάθεια των Διαμαρτυρομένων να επανασυνδεθούν με τον πρώτο χριστιανικό αιώνα, κάνοντας ένα τεράστιο άλμα από τον 16° αι. προς τα πίσω. Το αποτέλεσμα; Το χάος των εκατοντάδων προτεσταντικών αιρέσεων, που υπάρχουν σήμερα μόνο στις Η.Π.Α. Η προβαλλόμενη σήμερα από τους αρχαιολάτρες θρησκεία ορθά έχει επισημανθεί, είναι μια θρησκεία σημερινή, στα όρια της Πανθρησκείας της Νέας Εποχής. Οι Έλληνες νεοπαγανιστές, μέσα από τις αρχαίες θεότητες προσπαθούν να ικανοποιήσουν σύγχρονες αναζητήσεις, που όμως διαφοροποιούνται ριζικά από εκείνες των αρχαίων προγόνων μας, όπως ήδη ελέχθη. Γίνεται, δηλαδή, προσαρμογή και όχι προσέγγιση. Τελικά καταλήγουν σε ένα «εισαγόμενο νεοπαγανισμό». Έγινε δε ήδη το πρώτο παγκόσμιο συνέδριο των Εθνικών Θρησκειών. Το ελληνικό πρότυπο, λοιπόν, προβάλλεται ως άλλοθι και οι παγανιστές μας το εισάγουν ως ελληνικό, ενώ δεν είναι. Είναι κάτι ανάλογο με την αποδοχή του ονόματος Γραικία και Γραικός, που καθιέρωσε για την Ελληνική Ορθόδοξη Ανατολή ο Καρλομάγνος. Εμείς το κατανοούμε ως Ελλάδα και Έλληνες, ενώ εκείνος τα χρησιμοποιούσε με την έννοια της αλλοτριώσεως και της νοθείας (Νόθοι Ρωμαίοι, αιρετικοί).

Το πιο επικίνδυνο δε είναι ότι οι αρχαιολάτρες μας μεταδίδουν μια ελληνική «θεολογία» φανταστική, αληθινά δηλαδή ειδωλολατρική, κατασκευασμένη κατά την καρδία τους: Οι «θεοί» παρουσιάζονται ως ιστορικά πρόσωπα, που με συνεχείς μετενσαρκώσεις έγιναν θεοί. Πρόκειται στην ουσία για ανάμειξη θρησκευμάτων κατά το πνεύμα της Πανθρησκείας. Κάποιοι μιλούν για «ενιαίο κοσμικό θείο» («Εν το παν» ολισμός). Η ολιστική δε θεώρηση του κόσμου οδηγεί στην θεοποίηση της φύσεως (πανθεϊσμός). Ορθά ο π. Αρσένιος Βλιαγκόφτης παρατηρεί: «Σαφώς εξάγεται από τη μελέτη των κειμένων της νεοειδωλολατρίας ο νεοεποχίτικος χαρακτήρας των ρευμάτων αυτών, δηλαδή η νεοεποχίτικη εκδοχή περί Θεού, κόσμου και άνθρωπου, ή αλλιώς η καθαρά αποκρυφιστική δοξασία της ολιστικής θεωρήσεως του κόσμου, η δοξασία της μετενσαρκώσεως ή μετεμψυχώσεως ή της εκσωμάτωσης (δηλαδή πνευματιστικής και απόκρυφης δοξασίας περί εξωσωματικών εμπειριών (Διιπετές, τ. 4, σ. 25) και η σύγχρονη θέση του αποκρυφισμού-νεοσατανισμού, ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ καλού και κακού (Διιπετές, τ. 4, σ. 29 έ.). Νομίζω καταλήγει ότι η νεοειδωλολατρία είναι μία επί πλέον επινόηση της Νέας Εποχής, μία ακόμη εμπορεύσιμη δυνατότητα, που γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη για τον αποπροσανατολισμό των νέων μας» (Στη μελέτη του, «Το Πανθρησκειακό όραμα-εφιάλτης της Νέας Εποχής», περ. Διάλογος, 1998).
 Στο ίδιο περιοδικό βρίσκεται και η εξ ίσου σημαντική μελέτη του π. Κυριάκου Τσουρού, «Η αρχαιολατρία ως ατραπός της Νέας Εποχής», σε συνέχειες, 1998-1999). Γι’ αυτό είπαμε παραπάνω ότι πρόκειται τελικά για μείωση και δυσφήμιση του Ελληνισμού και πλήγμα εναντίον του.

Εξ άλλου, η αναφορά τους στον Χριστιανισμό, έστω και «θετική», νοθεύει την χριστιανικότητα, διότι προβάλλει ένα χαλκευμένο-φανταστικό Χριστιανισμό, που ουδεμία σχέση έχει με τον Χριστιανισμό των Πατέρων ημών, την Ορθοδοξία. Απλώς γίνεται (κατάφωρη) χρήση του Χριστιανισμού για την εξυπηρέτηση των νεοειδωλολατρικών-νεοεποχικών στόχων. Η ανάμειξη, μάλιστα, του Χριστιανισμού στα νεοειδωλολατρικά σχέδια βοηθεί στη διάβρωση του λαού, ιδίως των Νέων. Παραπλανάται, εξ άλλου, η κοινή γνώμη, όπως φαίνεται και από τα αιτήματα τους. Μένουμε στα σημαντικότερα, που απευθύνονται στην Πολιτική μας Ηγεσία (Διακήρυξη 23.6.1996): «Το κράτος να μην ιδρύει ούτε να συντηρεί Θεολογικές Σχολές οιουδήποτε δόγματος. Να μη διδάσκεται στα δημόσια σχολεία μάθημα Θρησκευτικών. Να μη γίνονται ούτε πρωινή προσευχή, ούτε άλλες θρησκευτικές τελετές σε σχολεία και στρατόπεδα. Να επιτραπεί η καύση μετά θάνατον για όσους το επιθυμούν. Να μην αναγράφεται θρήσκευμα στην αστυνομική ταυτότητα. Να μη μεταδίδονται θρησκευτικές τελετές από τα κρατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Να μην υπάρχουν θρησκευτικές αργίες. Να αλλάξει η σημαία, ώστε να μη φέρει κανένα θρησκευτικό σύμβολο». Και όλα αυτά χωρίς να ερωτηθεί ο Ελληνικός Λαός (με δημοψήφισμα). Πρόκειται, λοιπόν, για κραυγαλέα περίπτωση ολοκληρωτικής θρασυδειλίας, τουλάχιστον!


Η νεοειδωλολατρία, εξ άλλου, διεισδύει επικίνδυνα σε διάφορα κινήματα: φεμινιστικά, πολιτιστικά οικολογικά κ.λπ. Οι συνέπειες είναι καταστροφικές για τον κοινωνικό μας ιστό και το Έθνος στο σύνολο του. 


Διότι: 
α) προσβάλλεται η συνέχεια και συνοχή του πολιτισμού μας. 
β) Δηλητηριάζεται η συλλογική συνείδησή μας. 
γ) Δημιουργείται χάος και παρατείνεται ο εθνικός δυισμός (διχασμός) μας με την προβολή άλλου Ελληνισμού, ξένου προς την παράδοση μας. 
δ) Ανοιγόμεθα σε δυτικές εισβολές εισπηδήσεις (νεοεποχισμός-νεοπαγανισμός νεοαποκρυφισμός). 
ε) Αποδυναμώνεται το Εθνικό ανοσοποιητικό μας σύστημα και καθίσταται ο λαός μας ευάλωτος, λόγω της δημιουργούμενης συγχύσεως και αμφιβολίας. Ορθά, λοιπόν, διερωτάται το περιοδικό Άβατον (Aρ. 26). «Είναι ένα νέο όραμα ή αδιέξοδη στροφή στο παρελθόν;» Δυστυχώς δε, λόγω της αγνοίας των αρχαιολατρών, σχεδόν στο σύνολο τους, όσον αφορά τη χριστιανική-πατερική γραμματεία, ή της αδυναμίας (λόγω της προκαταλήψεώς τους) να την κατανοήσουν, κάθε σύγκλιση είναι σχεδόν αδύνατη. Απλώς συνεχίζεται ο πνευματικός διχασμός με απροσμέτρητες συνέπειες. Οι νεοπαγανιστές μας επαναλαμβάνουν το τραγικό λάθος του Πλήθωνος: στον Μυστρά, τον κατάμεστο από μαρτυρίες της χριστιανικής πίστεως, θέλησε να επαναφέρει την αρχαία θρησκεία, παραβλέποντας μέσα στην κατά τα άλλα αστασίαστη σοφία του ότι «Απέσβετο λάλον ύδωρ»! Μακάρι να το κατανοήσουν, όσο είναι καιρός!

Θα κλείσουμε αυτές τις σκέψεις με μιαν αληθινή ομολογία πίστεως στην Ελληνοορθοδοξία του επιφανούς γλωσσολόγου καθηγητού και Πρυτάνεως του Παν/μίου Αθηνών κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη: «Για μένα γράφει ο σοφός Καθηγητής, η Ορθοδοξία είναι στοιχείο αχώριστα συνυφασμένο με τη συνείδηση μου ως Έλληνα... Η έννοια του Γένους λ.χ., που σφράγισε τον Ελληνισμό στην Τουρκοκρατία, αναδύθηκε μέσα από την υπόδουλη πατρίδα, την κοινή Ορθόδοξη Πίστη και την κοινή ελληνική γλώσσα. Και σήμερα ακόμη έννοιες όπως ομογενής και ομογένεια δεν νοούνται έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία [...]. Όποιος μιλάει για Ορθοδοξία ερήμην του Ελληνισμού νομίζω ότι ματαιοπονεί, όποιος όμως μιλάει για Ελληνισμό ερήμην της Ορθοδοξίας κάνει κάτι χειρότερο• Aσχημονεί»

Το κείμενο δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Οι άρρηκτοι δεσμοί Ορθοδοξίας και Ελληνισμού», στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής», στις 19.4.1998. Το δεύτερο μέρος του κειμένου έχει δημοσιευθεί και στο περιοδικό "ΔΙΑΛΟΓΟΣ" τεύχος 36 (2004)

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
http://www.egolpion.com/provlima_neopaganismou.el.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου