Στὴν
Μονὴ Βελλᾶς μπαίνουμε σὲ μιὰ παλιὰ ἐκκλησία μὲ τοιχογραφίες. Τὶς
θαυμάζουμε, ἐνῶ ὁ Γέροντας χάνεται στὸ ἱερό. Εἶμαι μόνη στὸ ἕνα κλίτος,
οἱ ἄλλοι στὸ ἄλλο. Σὲ λίγο ἔνιωσα μιὰ εὐωδία. «Τώρα νιώθεις καὶ
εὐωδιές!», εἰρωνεύτηκα τὸν ἑαυτό μου. Ἡ ἐκκλησία παλιά, δὲν
λειτουργεῖται. Ὅσο περνᾶνε τὰ λεπτὰ ἡ εὐωδία δυναμώνει. Κοιτάζω
γύρω-γύρω. Νιώθω ὅτι πρὸς τὸ ἱερὸ εἶναι πιὸ δυνατή. «Ἄ, κατάλαβα!»,
σκέπτομαι. «Ὁ Γέροντας ἄναψε ἐκεῖνο τὸ εἰδικὸ καρβουνάκι μὲ λιβάνι». Κι
ὅταν ἐκεῖνος βγῆκε τοῦ εἶπα αὐθόρμητα: Ἀνάψατε ἐκεῖνο τὸ καρβουνάκι,
Γέροντα. Πολὺ ὡραῖα εὐωδιάζει.
Μὲ κοίταξε μὲ χαμόγελο παράξενο.
— Ὄχι, μοῦ εἶπε. Τίποτα δὲν ἄναψα!
Ἀργότερα:
— Ὅταν μπαίνω ὅμως στὸ ἱερὸ μιᾶς ἐκκλησίας προσεύχομαι. Καὶ νιώθω ὅλες τὶς προσευχὲς ποὺ ἔχουν γίνει ἐκεῖ. Ἔτσι ἔγινε καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο μέσα στὸ ἱερό. Προσευχήθηκα. Καὶ ἡ Α. τὸ ἔνιωσε. Ὡς θυμίαμα δὲν λέμε ὅτι ἀνεβαίνει ἡ προσευχὴ στὸν Θεό;
Στὸν Ἅγιο Ἱερόθεο ἔμελλε νὰ ξανανιώσω τὸ ἴδιο. Ἐκεῖ, μόλις βγήκαμε μὲ τὸν Γέροντα ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ προχωρήσαμε πρὸς τὴν ἐκκλησία, μᾶς ἦλθε ἕνα κῦμα εὐωδίας. Ὁ Γέροντας εἶπε χαμογελώντας, χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσει κανείς: Αὐτὸ ἦταν ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Ἁγίου.
Μὲ κοίταξε μὲ χαμόγελο παράξενο.
— Ὄχι, μοῦ εἶπε. Τίποτα δὲν ἄναψα!
Ἀργότερα:
— Ὅταν μπαίνω ὅμως στὸ ἱερὸ μιᾶς ἐκκλησίας προσεύχομαι. Καὶ νιώθω ὅλες τὶς προσευχὲς ποὺ ἔχουν γίνει ἐκεῖ. Ἔτσι ἔγινε καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο μέσα στὸ ἱερό. Προσευχήθηκα. Καὶ ἡ Α. τὸ ἔνιωσε. Ὡς θυμίαμα δὲν λέμε ὅτι ἀνεβαίνει ἡ προσευχὴ στὸν Θεό;
Στὸν Ἅγιο Ἱερόθεο ἔμελλε νὰ ξανανιώσω τὸ ἴδιο. Ἐκεῖ, μόλις βγήκαμε μὲ τὸν Γέροντα ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ προχωρήσαμε πρὸς τὴν ἐκκλησία, μᾶς ἦλθε ἕνα κῦμα εὐωδίας. Ὁ Γέροντας εἶπε χαμογελώντας, χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσει κανείς: Αὐτὸ ἦταν ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Ἁγίου.
Μαθητεύοντας στὸν Γέροντα Πορφύριο, σελ. 247-248
http://www.porphyrios.net/?p=2345
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου