Ο Κωνσταντίνος φοίτησε αρχικά στην ιερατική σχολή του Σαράτωβ και στην συνέχεια στην ιερατική ακαδημία του Καζάν. Φοιτητής, ακόμη, κείρεται μοναχός με το όνομα Βίκτωρ. Το έτος 1903 μ.Χ. αποφοιτά από την εκκλησιαστική ακαδημία ως διδάκτωρ της Θεολογίας και διορίζεται υπεύθυνος του ναού Τρόιτσκι της πόλεως Χβαλίνσκ. Από το 1905 μ.Χ. έως το 1908 μ.Χ. ο Βίκτωρ κατέχει την θέση του ιερομονάχου της ιεραποστολής των Ιεροσολύμων και μετά το 1908 μ.Χ. γίνεται επιθεωρητής της ιερατικής σχολής της πόλεως του Αρχαγγέλσκ.
Τον Οκτώβριο του 1927 μ.Χ. ο Επίσκοπος Βίκτωρ απευθύνεται στον Μητροπολίτη Σέργιο, με επιστολή στην οποία τον προειδοποιεί για τις κακές συνέπειες του συμβιβασμού με τους άθεους. Μετά από αυτό μετατίθεται στο Σάντρινσκ με δικαίωμα διοικήσεως της επαρχίας Αικατερινμπούργκσκαγια. Ο Επίσκοπος Βίκτωρ αρνήθηκε να υπακούσει στην απόφαση της Συνόδου και δεν έφυγε για το Σάντρινσκ.
Ο Άγιος απέρριπτε την ιδέα της «νόμιμης υπάρξεως της Εκκλησίας» μέσω της δημιουργίας μιας Κεντρικής Διοικήσεως αναγνωρισμένης από την εξουσία, η οποία δήθεν θα εξασφάλιζε την εξωτερική ηρεμία της Εκκλησίας. Αυτό το σχέδιο υποταγής της Εκκλησίας στην εξουσία το θεωρούσε ως αλλοτρίωση και μέσο το οποίο μετέτρεπε την Εκκλησία από οίκο του Θεού σε μια κοσμική οργάνωση της εξουσίας.
Τον Μάρτιο του 1928 μ.Χ. ο Άγιος αποστέλλει νέα επιστολή προς τους ιερείς, μα σκοπό να τους προφυλάξει από την ιδέα της βίαιης ενώσεως της Εκκλησίας (με τρόπο που θα μετατραπεί σε κομματική οργάνωση) με την κρατική εξουσία. «Το θέμα μας», έγραφε, «ευρίσκεται όχι στην αποχώρηση από την Εκκλησία, αλλά στην υπεράσπιση της αλήθειας».
Στις 22 Μαρτίου του 1928 μ.Χ. συλλαμβάνεται στο Γκλάζωφ και καταδικάζεται σε τρία χρόνια φυλακίσεως σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Καθ' όλη την διάρκεια της παραμονής του στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της νήσου Σολόφσκι εργάζεται ως λογιστής, λειτουργεί κρυφά και χειροτονεί με άλλους Επισκόπους, Αρχιερείς για την Εκκλησία.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του στρατοπέδου απαγορευόταν η μακριά ενδυμασία και όλοι οι κρατούμενοι έπρεπε να κουρευτούν. Ο Επίσκοπος Βίκτωρ αρνήθηκε να υπακούσει σε αυτή τη διάταξη. Έτσι τον έκλεισαν στην απομόνωση, διά της βίας τον ξύρισαν και έκοψαν τα μαλλιά του τραυματίζοντάς τον στο πρόσωπο, και κόντυναν τα ενδύματά του.
Το έτος 1931 μ.Χ., μετά την αποφυλάκισή του, διαμένει στο χωριό Ουστ - Τσίλμα της βόρειας Ρωσίας. Όμως σε μερικούς μήνες, το 1932 μ.Χ., συλλαμβάνεται πάλι και εξορίζεται αυτή την φορά στην Αυτονομία των Κόμι, στη Σιβηρία. Εδώ, στο χωριό Νέριτσα, έζησε τρία χρόνια. Ο Άγιος βοηθούσε τους χωρικούς στις δουλειές και συζητούσε μαζί τους για την πίστη. Συχνά απομακρυνόταν στο δάσος και προσευχόταν.
Αγωνιζόμενος για την αλήθεια ο Επίσκοπος Βίκτωρ δέχθηκε όλα τα βάσανα με πνευματική χαρά και υπομονή, μιμούμενος τους Μάρτυρες της πρώτης Εκκλησίας και διατηρώντας μια αξιοθαύμαστη πνευματική ηρεμία και ειρήνη. Κοιμήθηκε το έτος 1934 μ.Χ. από πνευμονία.
Στις 18 Ιουνίου του έτους 1997 μ.Χ. τα ιερά λείψανά του βρέθηκαν άφθαρτα στο κοιμητήριο του χωριού Νέριτσα, παρόλο που έμειναν ενταφιασμένα σε βαλτώδες έδαφος περί τα εξήντα τρία χρόνια. Μεταφέρθηκαν στη Μόσχα και στις 2 Δεκεμβρίου του 1997 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε η επίσημη μετακομιδή τους στο γυναικείο μοναστήρι της πόλεως Βιάτκα.
http://proskynitis.blogspot.com/2012/04/19-2-1934.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου