Σελίδες

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Τοῦ ὁσίου πατέρα μας, ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου,ἀσκητικά, Λόγος Β'


ΛΟΓΟΣ Β’[1]
ΓΙΑΤΗΝ ΑΠΟΤΑΓΗ* ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΡΗΣΙΑ** ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Μετάφραση Ἱερομόναχου Σάββα  Ἁγιορείτη

1.      Ὃταν θελήσουμε νά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο καί νά ἀποξενωθοῦμε ἀπό τίς κοσμικές ὑποθέσεις δέν ὑπάρχει τίποτε πού θά μᾶς χωρίσει περισσότερο ἀπ’αὐτόν ἢ πού θά νεκρώσει περισσότερο τά πάθη μέσα μας καί θά μᾶς ἀναστήσει καί ζωογονήσει στά πνευματικά, ὃσο τό πένθος καί ὁ καρδιακός πόνος ,ὁ ἑνωμένος μέ τήν διάκριση. Τό πρόσωπο τοῦ σεμνοῦ καί εὐλαβοῦς ἀνθρώπου μιμεῖται τήν ταπείνωση τοῦ Ἀγαπημένου (Κυρίου).
2.      Πάλι, δέν ὑπάρχει τίποτε, πού νά μᾶς σχετίζει περισσότερο μέ τόν κόσμο καί μ’ἐκείνους, πού εἶναι σ’ αὐτόν, ἀκόμη καί μέ τούς παραδομένους στήν μέθη καί τήν ἀσωτία καί τίποτε, πού νά μᾶς χωρίζει περισσότερο ἀπό τούς θησαυρούς τῆς σοφίας καί τῆς γνώσης τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ὃσο ὁ ἀστεϊσμός καί ἡ ἀκόλαστη ἐλαφρότητα[2]. Εἶναι κι’ αὐτό ἒργο τοῦ δαίμονα τῆς πορνείας. Ἀλλ’ ἐφ’ ὃσον ἀποδεδειγμένα πειστεῖς γιά τήν ἀγάπη σου προς τήν (ἀληθινή) σοφία, ἀγαπητέ, μέ ἀγάπη σέ ἱκετεύω : φυλάξου ἀπό τήν μοχθηρή ἀδικία τοῦ ἐχθροῦ. Γιά νά μήν ψυχράνει μέ τήν ἀστειότητα τῶν λόγων του, στήν ψυχή σου τήν θέρμη τῆς ἀγάπης γιά τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος γιά χάρη σου γεύθηκε χολή ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ[3].
3.      Καί γιά νά μήν γεμίσει τήν ψυχή σου ἀντί τῆς γλυκείας ἐκείνης μελέτης καί τῆς παρρησίας μπροστά στό Θεό, μέ πολλές φαντασίες, ἀκόμη καί κατά τόν καιρό πού εἶσαι ξυπνητός. Ὃταν δε κοιμᾶσαι, (γιά νά μήν τήν) αἰχμαλωτίσει μέ ὂνειρα ἂτοπα, τῶν ὁποίων τήν δυσοσμία δέν μποροῦν νά ἀνεχθοῦν οἱ ἃγιοι Ἂγγελοι. Θά γίνει ἒτσι στούς ἂλλους αἰτία ὀλισθήματος (πτώσης) καί στόν ἑαυτό σου σκόλοπας *.
4.      Βίασε τόν ἑαυτό σου λοιπόν ὣστε νά μιμηθεῖς τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ γιά νά λάμψει ἡ φωτιά πού Ἐκεῖνος ἒβαλε μέσα σου ἀκόμα περισσότερο. Μέ αὐτή τή φωτιά ξερριζώνονται ὃλες οἱ προκλήσεις (συγκινήσεις) τοῦ κόσμου οἱ ὁποῖες φονεύουν τόν καινό[4] ἂνθρωπο καί μολύνουν τίς οὐλές τοῦ Κυρίου τοῦ Ἁγίου καί Δυνατοῦ.
Ἐγώ λοιπόν παίρνω τό θάρος νά πῶ σύμφωνα μέ τόν Ἃγιο Παῦλο ὃτι εἲμαστε ναός τοῦ Θεοῦ[5] (Α΄ Κορινθ. γ΄, ιστ΄)· ἂς ἁγνίσουμε λοιπόν τό ναό Του ὃπως και Αὐτός εἶναι ἁγνός γιά νά ἐπιθυμήσει νά ἐγκατασταθεῖ σ’αὐτόν. Ἂς τόν ἁγιάσουμε ὁπως και Αὐτός εἶναι Ἁγιος. Ἄς τόν στολίσουμε μέ ὃλα τά καλά καί τίμια ἒργα. Ἂς τόν θυμιάσουμε μέ θυμίαμα τῆς ἀνάπαυσης τοῦ θελήματός Του διά μέσου καθαρῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τήν ὁποία εἶναι ἀδύνατον νά ἀποκτήσουμε ἐνῶ εἲμαστε συνδεδεμένοι μέ συνεχεῖς κοσμικές δραστηριότητες. Ἒτσι ἡ νεφέλη τῆς δόξας Του θά ἐπισκιάσει τήν ψυχή μας καί θά ἀνατείλει τό φῶς τῆς μεγαλωσύνης Του μέσα στήν καρδιά μας. Θά γεμίσουν χαρά καί εὐφροσύνη ὃλοι ὅσοι κατοικοῦν στό ναό τοῦ Θεοῦ. Οἱ δε ἀναιδεῖς καί ἀναίσχυντοι θά ἐξαφανισθοῦν μέ τήν φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
5.      Ὀνείδιζε λοιπόν τόν ἑαυτό σου συνεχῶς ἀδελφέ καί λέγε ,ἀλλοίμονό σου ἀθλία ψυχή, πλησίασε ὁ χωρισμός σου ἀπό τό σῶμα. Γιατί εὐφραίνεσαι μ’ αὐτά πού σήμερα πρόκειται νά ἐγκαταλείψεις καί δέν πρόκειται νά τά ξαναδεῖς ποτέ;[6]
Πρόσεξε αὐτά, πού εἶναι μπροοστά σου καί συλλογίσου αὐτά πού ἒπραξες μέ ποιό τρόπο (τά ἔπραξες) καί τί εἲδους εἶναι αὐτά καί μέ ποιόν πέρασες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου ἢ ποιός δέχθηκε τόν κόπο τῆς ἐργασίας τῆς καλλιέργειας (τοῦ ἀγροῦ τῆς ψυχῆς σου) καί ποιόν εὐχαρίστησες στήν παλαίστρα σου, γιά νά ἒρθη πρός συνάντησή σου, στόν καιρό τῆς ἐξόδου σου (ἀπό αὐτή τή ζωή). Ποιόν χαροποίησες καί ἱκανοποίησες στήν πορεία σου γιά νά ἀναπαυθεῖς στό λιμάνι Του. Καί γιά χάρη ποιοῦ ταλαιπωρήθηκες κοπιάζοντας (στή διάρκεια τῆς ἐργασίας σου) γιά νά τόν συναντήσεις μέ χαρά. Ποιόν ἀπόκτησες φίλο στόν μέλλοντα αἰῶνα γιά νά σέ ὑποδεχθεῖ τώρα στήν ἐξοδόν σου; Σέ ποιό ἀγρό ἀπασχολήθηκες καί ποιός πρόκειται νά σοῦ δώσει τό μισθό σου στή δύση τοῦ ἡλίου τῆς ἐξόδου σου; (δηλ. κατά τήν ὣρα τοῦ θανάτου σου;)
6.      Ἐξέτασε τόν ἑαυτό σου, ὦ ψυχή, καί δές σέ ποιά γῆ ἒχεις τό μερίδιόν σου. Ἐάν διέσχισες (πέρασες) τόν ἀγρό πού δίδει σάν καρπόν τήν πίκρα, σ’ ἐκείνους πού τόν καλλιεργοῦν, κράξε καί βόησε, μέ στεναγμόν καί στενοχώρια ἐκεῖνα τά λόγια, πού δίδουν ἀνάπαυση στό Θεόν σου μεγαλύτερη ἀπό τίς θυσίες καί τά ὁλοκαυτώματα. Ἂς ἀναβλύζει τό στόμα σου ὀδυνηρές φωνές μέ τίς ὁποῖες εὐχαριστοῦνται οἱ Ἃγιοι Ἂγγελοι. Βάψε τά μάγουλά σου μέ τά δάκρυα τῶν ματιῶν σου γιά νά ἀναπαυθεῖ σέ σένα τό Ἃγιο Πνεῦμα καί νά σέ λούσει ἀπό τό ρύπο τῆς κακίας σου.
Ἐξιλέωσε τόν Κύριόν σου μέ τά δάκρυα γιά νά ἒλθει νά σέ βοηθήσει. Παρακάλεσε τήν Μαρία καί τή Μάρθα γιά νά σέ διδάξουν πένθιμες φωνές. Βόησε πρόν τόν Κύριο :
Εὐχή :Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ Μας. Σύ, ὁ ὁποῖος ἒκλαψες ἐπάνω ἀπό τό Λάζαρο καί ἒχυσες δάκρυα λύπης καί συμπάθειας γι’αὐτόν, δέξου τά δάκρυα τῆς πικρίας μου. Θεράπευσε τά πάθη μου μέ τά παθήματά Σου. Ἰάτρευσε τά τραύματά μου μέ τά ἰδικά Σου τραύματα. Καθάγνισε τό αἷμα μου μέ τό δικό Σου αἷμα καί ἀνάμιξε μέ τό σῶμα μου τήν ὀσμή τοῦ δικοῦ Σου ζωοποιοῦ Σώματος. Ἡ χολή μέ τήν ὁποία ποτίσθηκες ἀπό τούς ἐχθρούς, ἂς γλυκάνει τήν ψυχή μου ἀπό τήν πικρίαν μέ τήν ὁποίαν μέ πότισε ὁ ἀντίδικος[7]. Τό Σῶμα Σου, πού τεντώθηκε πάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἂς ἁπλώσει σ’ Ἐσένα τόν νοῦ μου, πού σύρθηκε πρός τά κάτω ἀπό τούς δαίμονες. Ἡ κεφαλή Σου τήν Ὁποία ἒγειρες ἐπάνω στό Σταυρό, ἂς ὑψώσει τήν δική μου πού κολαφίσθηκε ἀπό τούς ἀντιπάλους. Τά πανάγια χέρια Σου, πού καθηλώθηκαν ἀπό τούς ἂπιστους Ἰουδαίους στό Σταύρό ἂς μέ ὁδηγήσουν σ’ Ἐσένα, βγάζοντάς με ἀπό τό χάσμα τῆς ἀπώλειας, ὃπως ὑποσχέθηκε τό πανάγιό Σου Στόμα. Τό Πρόσωπό Σου τό ὁποῖο δέχθηκε ραπίσματα καί πτύσματα ἀπό τούς κατάρατους, ἂς λαμπρύνει τό δικό μου πρόσωπο πού μιάνθηκε μέ τίς ἀνομίες.
Ἡ ψυχή Σου, τήν ὁποία, ἐνῶ ἢσουν ἐπάνω στό Σταυρό παρέδωσες στόν Πατέρα Σου, ἂς μέ ὁδηγήσει σέ Σένα μέ τή χάρη Σου.
Δέν ἒχω καρδιά ὀδυνηρή γιά νά Σε ἀναζητήσω, δέν ἒχω μετάνοια, δέν ἒχω κατάνυξη, οὒτε δάκρυα αὐτά πού ξαναγυρίζουν τά παιδιά στήν κληρονομιά τους (στόν τόπο πού γεννήθηκαν). Δέν ἒχω Κύριε δάκρυ πού παρηγορεῖ. Σκοτίσθηκε ὁ νοῦς μου ἀπό τά βιωτικά. Δέν ἒχει δύναμη νά κοιτάξει σ’ Ἐσένα μέ ὀδύνη. Ἡ καρδιά μου ἒχει ψυγεῖ ἀπό τό πλῆθος τῶν πειρασμῶν. Δέν μπορεῖ νά θερμανθεῖ μέ τά δάκρυα τῆς πρός Ἐσέ ἀγάπης. Ἀλλά Σύ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, πού εἶσαι ὁ θησαυρός ὃλων τῶν ἀγαθῶν, δώρησέ μου μετάνοια ὁλοκληρωμένη καί καρδία γεμάτη πόνο γιά νά ἐξέλθω ὁλόψυχα σέ ἀναζήτησή σου. Διότι χωρίς Ἐσένα, θά ἀποξενωθῶ ἀπό κάθε ἀγαθό. Χάρισέ μου λοιπόν, ὦ Ἀγαθέ τήν Χάριν σου. Ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος Σέ προήγαγε ἀπό τούς κόλπους Του ἀχρόνως καί ἀϊδίως, ἂς ἀνακαινίσει μέσα μου τά χαρακτηριστικά τῆς εἰκόνας Σου. Σέ ἐγκατέλειψα, μή μέ ἐγκαταλείπεις. Ἒφυγα μακριά ἀπό Ἐσένα, βγές σέ ἀναζήτησή μου καί ὁδήγησέ με στό λιβάδι Σου. Συγκαταρίθμησέ με μέ τά πρόβατα τῆς ἐκλεκτῆς σου ποίμνης. Διάθρεψέ με μαζί μ’ αὐτά μέ τήν χλόη τῶν θείων Σου Μυστηρίων. Αὐτῶν τῶν προβάτων ἡ καθαρή καρδιά εἶναι κατοικία Σου. Σ’ αὐτήν μέσα τήν καθαρή καρδιά φανερώνεται ἡ ἒλλαμψη τῶν ἀποκαλύψεών Σου. Αὐτή ἡ ἒλλαμψη εἶναι ἡ παρηγοριά καί ἀναψυχή ἐκείνων πού κοπίασαν γιά Σένα μέ θλίψεις καί κάθε εἲδους κακώσεις.
Εἲθε αὐτῆς τῆς ἐλλάμψεως νά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία Σου, τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
*Ἀποταγή=ἄρνηση
**Παρρησία=τό ὑπερβολικό θάρρος

[1] Ἀντιστοιχεῖ στό ν° 17 τῶν ἀρχ. ἑλληνικῶν χειρογράφων καί στό Ν° 60 τῆς Ρωσσικῆς μετάφρασης
[2] Στά συριακά : «ἡ μή ἀποχή ἀπό τήν ἀκόλαστη ἡδονή»
[3] Ματθ. 27,48, ψαλμ. 69,22
[4] καινούργιος, ὁ μετανοημένος καί ἀνακαινισμένος ἀπό τή Θεία Χάρη.
[5] Α! Κορινθ. 3, 16
[6] Δές τήν παραβολή τοῦ ἀφρονα πλούσιου Λκ. 12,19
[7] Ὁ πονηρός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου