Σελίδες

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

15 Ιουνίου Συναξαριστής. Αμώνος Προφήτου, Δούλα, Φουρτουνάτου, Αχαϊκού και Στεφανά, Ορτισίου Οσίου, Ιερωνύμου Οσίου, Αυγουστίνου, Μόνικας, Γραυς, Νέρση, Ιωνά, Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου εν Μαρανακίου


Ο Προφήτης Αμώς

Ὁ Προφήτης Ἀμὼς καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Θεκουὲ τῆς Ἰουδαίας, ἡ ὁποία ἔκειτο νοτιοανατολικὰ τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἤκμασε στὴν ἱερὴ πόλη Βαιθήλ, κοντὰ στὴ Σαμάρεια, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τοῦ Ἰσραὴλ Ἱεροβοὰμ Β’ (784 – 746 π.Χ.).
Ἦταν βοσκὸς καὶ καλλιεργητὴς συκομορέων καὶ ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτὴ ἐκλήθηκε ἀπ’ εὐθείας ὑπὸ τοῦ Θεοῦ στὸ προφητικὸ ἀξίωμα, ὡς ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Οὐκ ἤμην προφήτης ἐγὼ οὐδὲ υἱὸς προφήτου, ἀλλ’ ἢ αἰπόλος  ἤμην καὶ κνίζων συκάμινα· καὶ ἀνέλαβέ με Κύριος ἐκ τῶν προβάτων καὶ εἶπε Κύριος πρός με· βάδιζε προφήτευσον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ».
Ἀναδείχθηκε ἔτσι ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἐλάσσονες Προφῆτες.Ἐστηλίτευσε τὴν ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ κατάπτωση τοῦ Ἰσραήλ, ἐκαλοῦσε τὸ λαὸ αὐτοῦ σὲ μετάνοια καὶ προφήτευσε τὴν ἐπικειμένη κρίση καὶ αἰχμαλωσία αὐτοῦ.
Ἂν καὶ ἐστερεῖτο μορφώσεως, διακρινόταν γιὰ τὴν πρωτοτυπία, τὴ φυσικότητα, τὴ δύναμη καὶ εὐρυθμία τοῦ λόγου, τὸ πλῆθος τῶν εἰκόνων καὶ τὸ ποιοτικὸ κάλλος τοῦ ἔργου του.
Ἕνεκα τοῦ σφοδροῦ ἐλέγχου καὶ τῶν ζοφερῶν λόγων του περὶ τῆς τύχης τοῦ Ἰσραήλ, ἐξήγειρε ἐναντίον του τὴν ἱερατικὴ τάξη, ὥστε ὁ ἀρχιερεὺς τῆς Βαιθὴλ Ἀμασίας ἐζήτησε ἀπὸ τὸ βασιλέα Ἱεροβοὰμ τὴν ἀποπομπὴ τοῦ Ἀμὼς στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα διαβάλλοντάς τον ὡς δημεγέρτη καὶ ταραχοποιό.
Σὲ ἀπάντηση τῆς πράξεως αὐτῆς τοῦ Ἀμασίου, ὁ Ἀμὼς προανήγγειλε τὸν ὄλεθρο τῆς οἰκογένειας αὐτοῦ. Τότε, λέγεται ἐκ μεταγενεστέρας παραδόσεως, ὅτι ὁ ἐξαγριωθεὶς υἱὸς τοῦ Ἀμασίου Ὀζίας ἐκτύπησε διὰ ροπάλου τὸν Προφήτη Ἀμὼς καὶ τὸν ἄφησε ἡμιθανή. Μεταφερθεὶς δὲ αὐτὸς στὴ γενέτειρά του Θεκουέ, μετὰ δύο ἡμέρες ἀπέθανε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.Προφήτην σε πιστόν, καὶ τῶν ἄνω ἐπόπτην, ἀνέδειξεν Ἀμώς, ἐκ ποιμνίου ὁ Λόγος, τοῦ βίου σου δεξάμενος, εὐμενῶς τὴν χρηστότητα· ὅθεν ἤλεγξας, τοὺς ἀσεβοῦντας ἀνδρείως, καὶ τὸν θάνατον, μαρτυρικῶς δεδεγμένος, ζωῆς θείας ἔτυχες.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.Τὴν θεοδώρητον φαίνων ἐνέργειαν, προφητικῷ ἀξιώματι ἔλαμψας, καὶ πᾶσι προλέγων τὰ μέλλοντα, τὴν τῶν ἀνθρώπων ἀνόρθωσιν εἴρηκας, Ἀμὼς ὡς Προφήτης θεόληπτος.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις ὦ Προφῆτα Θεοῦ Ἀμώς· τὴν γὰρ πεπτωκυῖαν, ὡς προέφης σκηνὴν Δαβίδ, σαρκωθεὶς ὁ Λόγος, ἀνέστησεν ἐνδόξως, καὶ ταύτην θεουργήσας, Πατρὶ προσήγαγε.




Ο Άγιος Δούλας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δουλᾶς καταγόταν ἀπὸ τὸ Ζεφύριον τῆς Πραιτωριάδος (ἐπαρχίας τῆς Κιλικίας) καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Διακρινόταν γιὰ τὰ φιλανθρωπικὰ ἔργα του, τὸν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἔνθερμο ζῆλο καὶ τὶς ἀκάματες προσπάθειές του πρὸς προσέλκυση στὴ Χριστιανικὴ πίστη τῶν εἰδωλολατρῶν συμπολιτῶν του.
Γιὰ τὴ θεοφιλὴ αὐτὴ δράση του συνελήφθη καὶ ὁδηγηθεὶς ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος Μαξίμου ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ὁ Μάξιμος, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε μὲ κολακεῖες, ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς νὰ μεταπείσει αὐτόν, διέταξε τὸ σκληρὸ βασανισμό του.
Ἔτσι, ἀφοῦ τὸν περιέλουσαν μὲ καυτὸ λάδι, τοῦ κατεξέσχισαν τὶς σάρκες, τὶς δὲ πληγές, γιὰ νὰ καταστήσουν τὸ μαρτύριο ὀδυνηρότερο, ἔτριψαν μὲ ξύδι καὶ ὄστρακα, τοῦ συνέτριψαν τὶς σιαγόνες, τοῦ ἐτρύπησαν τὴν κοιλία καὶ τὸν ὑπεχρέωσαν νὰ τρέχει σὲ μεγάλη ἀπόσταση. Λόγῳ τῶν φοβερῶν κακώσεων, ὁ Μάρτυς Δουλᾶς ἀπέθανε καθ’ ὁδόν.



Οι Άγιοι Φουρτουνάτος, Αχαϊκός και Στεφανάς οι Απόστολοι 

Οἱ τρεῖς αὐτοὶ Ἀπόστολοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κόρινθο καὶ ὑπῆρξαν μαθητὲς καὶ συνεργοὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησαν μέχρι τὴν Ἔφεσο, ὑποβοηθοῦντες αὐτὸν στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο του.
Περὶ αὐτῶν ὁ Παῦλος γράφει στὴν Α’ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του: «Χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φουρτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμὸν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν· ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. Ἐπιγιγνώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους».
Ὁ Στεφανᾶς, προσέτι, ὡς ὁ Παῦλος ἀναφέρει στὴν ἴδια ἐπιστολή, εἶχε μετατρέψει τὸν οἶκό του στὴν πρώτη ἐν Ἀχαΐᾳ Ἐκκλησίᾳ, ὅλα δὲ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς του εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὴν ὑπηρεσία αὐτῆς: «Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί· οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ, ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς».
Ὁ Ἀπόστολος Ἀχαϊκὸς ἐτελειώθηκε ἀπὸ λιμὸ καὶ δίψα.
Ὁ Ἀπόστολος Στεφανᾶς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.Ὁ Ἀπόστολος Φουρτουνάτος ἐτελειώθηκε μαρτυρικά.



Ο Όσιος Ορτίσιος 

Ο όσιος αυτός ήταν ένας από τους διάσημους ασκητές της ερήμου και αποφθέγματα του σώζονται στον "Παράδεισο των Πατέρων" του Παλλαδίου. Απεβίωσε ειρηνικά.




Ο Όσιος Ιερώνυμος

Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ἐγεννήθηκε στὴ Στριδώνα τῆς Δαλματίας, περὶ τὸ 347 μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς ἐναρέτους καὶ εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας του Εὐσέβιος ἐφρόντισε γιὰ τὴ Χριστιανικὴ αὐτοῦ μόρφωση, τὶς δὲ γραμματολογικὲς σπουδές του συμπλήρωσε στὴ Ρώμη, φοιτήσας πλησίον τοῦ γραμματικοῦ Αἰλίου Δονάτου. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἐβαπτίσθηκε ὑπὸ τοῦ Πάπα Ρώμης Λιβερίου (352 – 366 μ.Χ.).
Φύση ζωηρὴ, ὡς ἦταν, παρασύρθηκε ἀπὸ τὸν ἀκόλαστο βίο τῆς ρωμαϊκῆς νεολαίας, παρεξέκλινε τῆς εὐθείας ὁδοῦ καὶ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὴ διαφθορά. Ἀφοῦ μετανόησε, ἐστράφηκε πρὸς τὴν Ἀνατολή, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη περιέκλειε στοὺς κόλπους της τὰ μεγάλα καὶ ἀκτινοβολοῦντα κέντρα τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς.
Ἔτσι, περὶ τὸ 373 μ.Χ., διὰ τῆς Θράκης καὶ Μικρᾶς Ἀσίας, μετέβη στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐδίδασκε ὁ περίφημος ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν Ἀπολλινάριος, πλησίον δὲ τῆς πόλεως ἀσκήτευε ὁ ἐνάρετος καθ’ ὅλα ἐρημίτης Μάλχος († 24 Νοεμβρίου).
Ἐκ τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἁγνότητος τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ βίου τούτου τόσο ἐπηρεάσθηκε ὁ Ἱερώνυμος, ὥστε μετὰ ἕνα ἔτος ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Χαλκίδος στὴ Συρία καὶ ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο, θρησκευτικὲς μελέτες, ἀφοῦ ἔμαθε καὶ τὴν ἑβραϊκή, τὴν ὁποία ἐδιδάχθηκε ἀπὸ κάποιον πρώην Ἰουδαῖο γέροντα μοναχό.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 376 μ.Χ., μὴ δυνάμενος νὰ ἀνεχθεῖ τοὺς ὑποκριτὲς μοναχούς, ἐπέστρεψε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐχειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Παυλίνου πρεσβύτερος. Τὸ 380 μ.Χ., μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐμαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό, ἡ ἐπίδραση τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μεγάλη ἐπ’ αὐτοῦ. Τὸ 382 μ.Χ., συνόδευσε τὸν Παυλίνο καὶ μετέβη στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ συνηγορήσει ὑπὲρ αὐτοῦ στὸν Πάπα Δάμασο Α’ (366 – 384 μ.Χ.).
Ὁ Δάμασος, ἐκτιμώντας τὶς ἀκριβεῖς γνώσεις τοῦ Ἱερωνύμου περὶ τῶν πραγμάτων τῆς Ἀνατολῆς, τὴ βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωση καὶ τὴν εὐρεία γλωσσομάθειά του (ἐγνώριζε τὴ λατινική, ἑλληνική, ἑβραϊκή, περσικὴ καὶ χαλδαϊκή, ἐξ οὗ καὶ «Πεντάγλωσσος» ἀπεκαλεῖτο), τοῦ ἀν έθεσε τὴ διόρθωση τῆς «Ἰτάλας», τῆς λατινικῆς δηλαδὴ μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἐκτὸς ὅμως τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ Πάπα, τὰ σπάνια προσόντα, μὲ τὰ ὁποία ἐκοσμεῖτο, εἵλκυσαν γύρω τους πολλοὺς μαθητὲς καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς εὐγενεῖς οἰκογένειες τῆς Ρώμης. Μεταξύ τους συγκαταλέγονταν καὶ γυναῖκες καὶ παρθένοι, μορφωμένες καὶ ἐνάρετοι, ἀσχολούμενες μετὰ θερμοῦ ζήλου μὲ τὶς θρησκευτικὲς μελέτες καὶ κατεχόμενες ὑπὸ τοῦ πόθου τῆς μοναχικῆς ζωῆς, σημαντικώτερες τῶν ὁποίων ἦσαν ἡ Μαρκέλλα, ἡ Μελανία καὶ ἡ χήρα Παύλα μετὰ τῆς θυγατρός της Εὐστοχίας.
Χάρη τῶν μαθητῶν καὶ μαθητριῶν του, ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος συνέγραψε ἀρκετὰ ἀσκητικὰ συγγράματα, ἑρμηνεῖες βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ δύσκολων χωρίων αὐτῆς. Τὸ 384 μ.Χ., μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πάπα Δαμάσου, ἐγκατέλειψε τὴ Ρώμη, συνοδευόμενος ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ του Παυλινιανοῦ, τοῦ πρεσβυτέρου Βικεντίου καὶ ἄλλων παρθένων.
Ἀφοῦ περιῆλθε μαζί τους τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τὰ ἀσκητικὰ κέντρα τῆς Νιτρίας καὶ Θηβαΐδος τῆς Αἰγύπτου, μετέβη στὴ Βηθλεέμ, ὅπου, ἀφοῦ ἵδρυσε δύο μοναστήρια, ἕνα γυναικεῖο γιὰ τὴν Παύλα καὶ τὶς μοναχὲς ποὺ ἦσαν μαζί της, καὶ ἕνα ἀνδρικό, ἐγκαταστάθηκε σὲ αὐτὸ στὸ ὁποῖο παρέμεινε ἐπὶ 34 χρόνια μελετώντας καὶ συγγράφοντας.
Ἐκεῖ συνέγραψε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔργα του καὶ τὴν περίφημη «Βουλγάτα», δηλαδὴ νέα ἐντελῶς μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς στὴ λατινική, ἐκ τοῦ Ἑβραϊκοῦ καὶ Ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου. Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου, εὐρὺ καὶ ποικίλο, δικαίως τὸν κατατάσσει μεταξὺ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 420 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἐτῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονή του. Ἀργότερα, κατὰ τὸ 14ο αἰώνα μ.Χ., τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα μετακομίσθηκαν στὴ Ρώμη καὶ ἐναπετέθησαν στὸ ναὸ τῆς Santa Maria Maggiore.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Τὴν σοφίαν τιμήσας Ἱερώνυμε Ὅσιε, παρ’ αὐτῆς ἐτιμήθης οὐρανίοις χαρίσμασι, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, βιώσας ὥσπερ ἄγγελος ἐν γῇ· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τελοῦμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.Τὸν εὐκλεῆ, τῶν ἀρετῶν διδάσκαλον, καὶ μυστικήν, τῆς εὐσεβείας σάλπιγγα, Ἱερώνυμον τὸν μέγιστον, μελῳδικῶς ἀνευφημήσωμεν· ἐν κόσμῳ γὰρ ὁσίως πεπολίτευται, καὶ μύστης τῆς σοφίας ὤφθη ἔνθεος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις ἐναρέτου βίου εἰκών, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα ἱερόν· χαίροις συνωνύμων, τῶν σῶν προστάτης θεῖος, καὶ πρέσβυς πρὸς τὸν Κτίστην, ὦ Ἱερώνυμε.



Ο Άγιος Αυγουστίνος (εορτή Αυγουστίνος)

Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἐγεννήθηκε, στὶς 13 Νοεμβρίου 354 μ.Χ., στὴν Ταγάστη, πόλη τῆς ἀνθυπατικῆς Νουμιδίας τῆς Βορείου Ἀφρικῆς. Ὁ πατέρας του, Πατρίκιος, κοινοτικὸς σύμβουλος στὴν Ταγάστη, ἐζοῦσε βίο ἔκλυτο καὶ ὡς ἐθνικὸς μόνο περὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μεταστράφηκε στὴ Χριστιανικὴ πίστη ὑπὸ τῆς εὐσεβοῦς συζύγου του Μόνικας, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ χριστιανικὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν ὑπόδειγμα πιστῆς καὶ ἐνάρετης γυναικός.
Ὁ Αὐγουστίνος, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ νεώτερο ἀδελφὸ καὶ πιθανῶς καὶ ἀδελφή, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὴν εὐφυΐα, τὴν ἐπιμέλεια, τὴ ζωηρὴ φαντασία καὶ τὴν εὐγενὴ φιλοδοξία του. Μὲ τὴ φροντίδα τῆς μητέρας του νεώτατος κατατάχθηκε μεταξὺ τῶν κατηχουμένων καὶ ἀφοῦ συμπλήρωσε στὴν Ταγάστη τὴ στοιχειώδη μόρφωση, ἐστάλη ὑπὸ τοῦ πατρός του, ὁ ὁποῖος τὸν προόριζε γιὰ ρήτορα, στὰ γειτονικὰ Μάδαυρα καὶ στὴ συνέχεια, τὸ 371 μ.Χ., στὴν Καρχηδόνα, γιὰ συμπλήρωση τῶν σπουδῶν του.
Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ διεφθαρμένου περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ἐζοῦσε, ὁ νεαρὸς Αὐγουστίνος ἐξέκλινε σὲ βίο ἔκλυτο στὴν Καρχηδόνα καὶ ἤδη σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν, τὸ 372 μ.Χ., ἀπέκτησε ἐξώγαμο παιδί, τὸν Ἀδεοδάτο.
Ὁ μελέτη ὅμως τοῦ λατίνου φιλοσόφου καὶ ρήτορος Κικέρωνος τὸν συγκράτησε. Ἀντίθετα ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἔκανε ἀκόμη σὲ αὐτὸν καμία ἐντύπωση. Ὅπως λέγει ἀργότερα στὶς περίφημες Ἐξομολογήσεις του: «Δὲν ἤμουν ἄξιος οὔτε νὰ ἐμβαθύνω οὔτε νὰ εὐχαριστηθῶ στὴν ἁπλότητα ἐκείνη τῶν λόγων, τόσο νέα γιὰ μένα...
Ἡ μόνη ἐντύπωση, ἡ ὁποία μοῦ ἔμεινε, ἦταν ὅτι τίποτε στὴ Βίβλο δὲν μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ πρὸς τὴ μεγαλοπρεπὴ εὐγλωττία τοῦ λατινικοῦ ρήτορος. Ἡ ματαιοδοξία μου περιφρονοῦσε τὴ φαινομενικὴ ταπεινότητα τῶν Γραφῶν καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου ἦσαν πολὺ ἀσθενεῖς γιὰ νὰ διακρίνουν τί κρυβόταν σὲ αὐτές».
Ὅμως τὰ μεγάλα προβλήματα τοῦ κόσμου διαρκῶς ἀπασχολοῦσαν τὸ πνεῦμά του. Ἔτσι ἐνόμισε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ εὕρει λύση αὐτῶν στὴν ἱδρυθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πέρσου Μάνη (215 – 276 μ.Χ.) αἵρεση τῶν Μανιχαίων.
Ἀφοῦ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του στὴν Καρχηδόνα, ἐξάσκησε μὲ ἐπιτυχία τὸ ἐπάγγελμα τοῦ διδασκάλου τῆς γραμματικῆς. Γρήγορα ὅμως, ἀπὸ τὸ 383 μ.Χ., τόσο οἱ σπουδές του περὶ τὴν ἀστρονομία ὅσο καὶ ἡ κατανόηση περὶ τῆς ἐλλείψεως οἱασδήποτε πραγματικῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὸ Μανιχαϊσμό, συνετέλεσαν νὰ χάσει τὴν ἐκτίμηση τὴν ὁποία ἔτρεφε πρὸς τὴν αἵρεση, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ διαρρήξει κάθε σχέση πρὸς αὐτήν.
Κατὰ τὸ 383 μ.Χ. ὁ Αὐγουστίνος, ἀφοῦ ἄφησε τὴν Ἀφρική, ἦλθε στὴ Ρώμη καὶ μετὰ στὰ Μεδιόλανα, ὅπου μὲ τὴ σύσταση τοῦ Ρωμαίου ἔπαρχου Συμμάχου, διορίσθηκε διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς. Ἡ μελέτη νεοπλατωνικῶν συγγραμμάτων, ὡς καὶ τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἰδίως δὲ ἡ ἀκρόαση τῶν κηρυγμάτων τοῦ περίφημου τότε Ἐπισκόπου Μεδιολάνων Ἀμβροσίου, ἐπέφεραν βαθμηδὸν στὴν ψυχή του μία μεταστροφὴ καὶ συνετέλεσαν στὴν ὁριστικὴ διακοπὴ οἱασδήποτε σχέσεώς του μὲ τὸ Μανιχαϊσμό.
Κατὰ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 386 μ.Χ., σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν, εὑρισκόμενος στὸν κῆπο τῆς κατοικίας του καὶ διαλογιζόμενος τὰ μεγάλα προβλήματα, τὰ ὁποῖα τὸν ἀπασχολοῦσαν, ἐνόμισε ὅτι ἄκουσε σὰν παιδικὴ φωνή, ἐπανειλημμένα νὰ λέγει πρὸς αὐτόν: «Πάρε καὶ διάβασε».
Ταραγμένος ἔσπευσε πρὸς τὸν κῆπο, ὅπου πρὶν λίγο εἶχε ἀφήσει τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καὶ ἀφοῦ τὶς εὑρῆκε, τὶς ἄνοιξε. Τὰ μάτια του ἔπεσαν στὸ χωρίο τῆς πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς: «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχήμονος περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ. Ἀλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε τὰς ἐπιθυμίας».
Ὠς λέγει ὁ ἴδιος ὁ Αὐγπυστίνος: «Δὲν ἤθελα νὰ δῶ κάτι ἐπὶ πλέον καὶ δὲν ἦταν ἀναγκαῖο. Διότι μόλις ἐτελείωσα τὴν ἀνάγνωση τῶν λίγων αὐτῶν λέξεων καὶ ἀμέσως ἐχύθηκε στὴν καρδιά μου φῶς, τὸ ὁποῖο τῆς ἐχάρισε τὴν εἰρήνη καὶ ἀμέσως διαλύθηκε τὸ σκοτάδι, μὲ τὸ ὁποῖο τὴν περιέβαλαν οἱ ἀμφιβολίες μου».
Ὀ Αὐγουστίνος ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀνένηψε, παραμέρισε τοὺς δισταγμούς, προσανατολίσθηκε ὁριστικὰ στὸν Ἰησοῦ. Παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ διδασκαλικό του ἀξίωμα καὶ ἀποσύρθηκε μὲ τὴ μητέρα του, τὸ παιδί του καὶ κάποιους φίλους του σὲ κτῆμα κοντὰ στὸ Μεδιόλανο. Ἐβαπτίσθηκε τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα (25 Ἀπριλίου) τοῦ 387 μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο μαζὶ μὲ τὸν δεκαπενταετὴ υἱό του καὶ τὸ φίλο του Ἀλύπιο.
Μετὰ μερικοὺς μῆνες ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἰταλία γιὰ τὴν Ἀφρική, ἀλλὰ λόγῳ τοῦ θανάτου τῆς ἀγαπημένης του μητέρας, ποὺ τὸν κατελύπησε, ἀνέβαλε τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος. Στὸ ἔνατο βιβλίο τῶν Ἐξομολογήσεών του ὁ εὐγνώμων υἱὸς ἐκφράζει τὴν ἄφατη θλίψη του γιὰ τὸ θάνατο τῆς μητέρας του, τῆς ὁποίας πλέκει τὸ ἐγκώμιον.
Γυρίζοντας στὴν Ἀφρική, ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος συνέπηξε μιὰ μικρὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα καὶ λίγο ἀργότερα, ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Ἰταλία, ἐχειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν γέροντα Ἐπίσκοπο Βαλέριο πρεσβύτερος, καὶ τὸ 396 μ.Χ. ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Νουμιδίας βοηθὸς Ἐπίσκοπος.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Βαλερίου ἐξελέγει Ἐπίσκοπος Ἱππῶνος καὶ ἀνέπτυξε μεγάλο πνευματικὸ ἔργο. Ζώντας ἀσκητικὰ μαζὶ μὲ τὸν κλῆρό του, διέθεσε τὴν περιουσία του ὑπὲρ τῶν πτωχῶν, χάρη τῶν ὁποίων προέβαινε καὶ σὲ πώληση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν.
Ἐκήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τακτικώτατα καὶ ἐργαζόταν ἀδιάλειπτα μὲ ἔνθεο ζῆλο γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων.
Ὑπηρέτησε ὅσο λίγοι τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ γραφίδα. Τὰ κείμενά του εἶναι ὠκεανὸς σοφίας καὶ χάριτος. Μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ κτυποῦν τὶς αἱρέσεις τοῦ καιροῦ του, μὲ ἀστραπόβροντα ὑψηλῆς θεολογίας καὶ ἀνατανίκητη φραστικὴ πειθώ. Ἄλλα εἶναι φιλοσοφικά, τὸ περὶ ψυχῆς, τὸ περὶ μουσικῆς καὶ ἕνα τρίτο περὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ μοναδικοῦ Διδασκάλου.
Ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς Βίβλου, στρέφοντας τὸ ἐνδιαφέρον του στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἀλλὰ καὶ στὰ δογματικὰ θέματα προσέφερε ἀγλαοὺς καρποὺς στοχασμοῦ.Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 28 Αὐγούστου 430 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἕξι ἐτῶν, πλήρης πικρίας, καθ’ ὅσον οἱ Βάνδαλοι, ἀφοῦ ἐρήμωσαν τὴν Ἀφρική, ἐπολιορκοῦσαν ἤδη τὴν Ἱππώνα. Τὸ τίμιο λείψανό του ἀπὸ τὴ Σαρδηνία, ὅπου μεταφέρθηκε ἀπὸ Ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς ἐκδιωχθέντες ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, κατατέθηκε στὴ Μητρόπολη τῆς Παβίας κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Θείου Πνεύματος, λαμπρὸν δοχεῖον, καὶ τῆς πόλεως, Θεοῦ ἐκφάντωρ,  ἀνεδείχθης Αὐγουστῖνε μακάριε· καὶ τῷ Σωτῆρι ὁσίως ἱέρευσας, ὡς Ἱεράρχης σοφὸς καὶ θεόληπτος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς σοφίας κεκτημένος τὴν λαμπρότητα
Τῆς εὐσεβείας ἀνεδείχθης θεῖον ὄργανον,
Ἱεράρχα Αὐγουστῖνε, Χριστοῦ θεράπον.
Ἀλλ’ ὡς μύστης τῆς ἐνθέου ἀγαπήσεως
Ἀναπτέρωσον ἡμᾶς πρὸς θεῖον ἔρωταΤοὺς βοῶντάς σοι, Χαίροις Πάτερ θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Αὐγουστῖνε Πάτερ σοφέ, Πνεύματος Ἁγίου, τὸ δοχεῖον τὸ ἐκλεκτόν· χαῖρε Ἱεράρχα, καὶ πρόεδρε Ἱππῶνος, ἠμῶν δὲ πρὸς τὸν Κτίστην, πρέσβυς εὐπρόδεκτος.




Η Αγία Γραύς 

Μαρτύρησε δια ξίφους.




Ο Άγιος Νέρσης

Το όνομα του Μάρτυρα αυτού δεν συναντάμε πουθενά στους Συναξαριστές. Ίσως να λέγεται Ναρσής.




Η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου πέραν εν τοις Μαρανακίου

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το συμβάν.





Ο Άγιος Ιωνάς της Μονής Πεσόνσα (Ρώσος).
(Δια Χριστόν Σαλός)

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον Βίο του Αγίου.



Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ἦταν στρατιώτης καὶ ἐμαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, τὸ 297 μ.Χ., στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς Κάτω Μοισίας. Αὐτὸς ἀσπάσθηκε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰούλιος († 27 Μαΐου), ὅταν ἐπορευόταν πρὸς τὸ μαρτύριο, λέγοντάς του νὰ ὑπομείνει μὲ θάρρος τὶς βασάνους καὶ νὰ μὴν ἐγκαταλείψει τὴν πατρώα εὐσέβεια.



Οἱ Ἅγιοι Βίτος, Μόδεστος καὶ Κρησκεντία οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βίτος, Μόδεστος καὶ Κρησκεντία ἐμαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) στὴ Λυκαονία, τὸ 303 μ.Χ.                



Ὁ Ὅσιος Δουλᾶς ὁ ἐν Αἰγύπτῳ ἀσκήσας

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Δουλᾶ, ποὺ ἀσκήτεψε στὴν Αἴγυπτο.



Οἱ Ἁγίες Λεωνίς, Λιβύα καὶ Εὐτροπία οἱ Παρθενομάρτυρες

Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Λεωνίς, Λιβύα καὶ Εὐτροπία ἐμαρτύρησαν, τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν Παλμύρα τῆς Συρίας. Ἡ Λιβύη ἀποκεφαλίσθηκε, ἡ ἀδελφή της Λεωνὶς ἐμαρτύρησε σὲ πάσσαλο, ἐνῶ ἡ δούλη τους Εὐτροπία, δώδεκα μόλις ἐτῶν, ἔγινε στόχος τῶν ὅπλων τῶν στρατιωτῶν.



Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ ἐν Βηθλεέμ

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ.    



Ὁ Ὅσιος Ἀβραὰμ ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Γαλλίᾳ

Ὁ Ὅσιος Ἀβραὰμ ἐγεννήθηκε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη καὶ ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο ἀσκητεύοντας στὴν Αἴγυπτο. Ἐκεῖ συνελήφθη αἰχμάλωτος σπείρας ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐκράτησαν αἰχμάλωτο πέντε χρόνια.
Ὁ Ὅσιος ἐδραπέτευσε καὶ ἦλθε στὴ Γαλλία, ὅπου ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης στὴν πόλη τῆς Ὠβέρνης κοντὰ στὸ Κλερμόντ. Ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 480 μ.Χ. Τὸν ἐπικαλοῦνται στὴν προσευχή τους ὅσοι ἀσθενοῦν ἀπὸ πυρετό.


Ὁ Ἅγιος Μελανὸς Ἐπίσκοπος Βιβιέρ

Ὁ Ἅγιος Μελανὸς ἔζησε τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη, τὸ 519 μ.Χ., Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βιβιὲρ τῆς Γαλλίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 549 μ.Χ.


Ὁ Ἅγιος Τρίλλος Ἐπίσκοπος ἐν Οὐαλίᾳ

Ὁ Ἅγιος Τρίλλος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Οὐαλία μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Καδφανό († 1 Νοεμβρίου). Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


Ὁ Ὅσιος Λανδελίνος ὁ ἐν Γαλλίᾳ 

Ὁ Ὅσιος Λανδελίνος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Βὸξ τῆς Γαλλίας, τὸ 625 μ.Χ. Ἀπροετοίμαστος νὰ χειρισθεῖ τὶς παγίδες τοῦ κόσμου, ἔζησε στὴν ἁμαρτία καὶ ἔγινε ληστής. Ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς συντρόφους του ἐφονεύθηκε, ὁ Ὅσιος μετανόησε καὶ γονυπετὴς ὁδήγησε τὰ βήματά του στὸν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς ζητώντας τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του γιὰ τὴ σωτηρία του.
Ἔτσι ἔγινε μοναχός. Ὁ ἔνθεος ζῆλός του ὁδήγησε τὸν Ἐπίσκοπο στὸ νὰ λάβει τὴν ἀπόφαση νὰ τὸ χειροτονήσει διάκονο καὶ πρεσβύτερο. Τὸ 654 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχούς, ἔζησαν τὴν κοινοβιακὴ μοναχικὴ ζωὴ στὴ νέα μονὴ τοῦ Λόμπς. Λίγο ἀργότερα ἵδρυσε ἄλλες μονές, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θεῖο κήρυγμα στὶς γύρω περιοχὲς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 686 μ.Χ.


Οἱ Ὅσιοι Δομετιανὸς καὶ Ἀδελίνος

Οἱ Ὅσιοι Δομιτιανὸς καὶ Ἀδελίνος, ποὺ ἔζησαν τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ., ἦσαν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Λανδελίνου καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη, τὸ 686 μ.Χ.


   
   
      
Ὁ Ὅσιος Κωνσταντίνος Ἐπίσκοπος Μπεβαί Γαλλίας

Ὁ Ὅσιος Κωνσταντίνος ἔζησε τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μπεβαί. Ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 706 μ.Χ.



Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ πρῶτος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Μιχαήλ, μὲ βάση ὁρισμένες Ρωσικὲς πηγές, ἀναφέρεται ὡς πρῶτος Μητροπολίτης Ρωσίας (988 – 991 μ.Χ.). Αὐτὸς διοργάνωσε τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο στὸ Κίεβο, τὴ Σουζδαλία, τὸ Νόβγκοροντ καὶ τὸ Ροστώβ. Ἀνήγειρε τὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Ροστὼβ καὶ ἐγκατέστεισε ἐκεῖ ὡς Ἐπίσκοπο τὸν Ἕλληνα Θεόδωρο.
Ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴ σοφία, τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἀκρίβειά του. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη πρὸ τοῦ θέρους τοῦ 991 μ.Χ. στὸ Κίεβο καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ Λέων.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου στὸ Κίεβο. Περὶ τὸ 1103, τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου μετακομίσθηκε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο Θεόκτιστο στὸ σπήλαιο τοῦ Ἀντωνίου καὶ τὴν 1η Ὀκτωβρίου 1730 στὸ Καθολικὸ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ τιμᾶται, ἐπίσης, καὶ στὶς 30 Σεπτεμβρίου.



Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ὁ Βατοπαιδινός

Ὁ Ὅσιος Σάββας, κατὰ κόσμον Στέφανος, ἐγεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια, τὸ 1280. Πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ βίου τους οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ἔλαβαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Καὶ ὁ νεαρὸς Στέφανος, ἀφοῦ ἐμορφώθηκε κατὰ Θεόν, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐμόνασε στὸ Βατοπαιδινὸ Κελὶ στὶς Καρυὲς ἔχοντας ὡς διακόνημα τὴν καλλιγραφία.
Ἡ ἐπιδρομὴ τῶν Καταλανῶν τὸν ἀνάγκασε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ νὰ εὑρεθεῖ στὴν ἁγιοτόκο Κύπρο. Ἐκεῖ ἐπέλεξε ὡς ἄσκηση τὴν διὰ Χριστὸν σαλότητα. Ἐπὶ 10 χρόνια ἀσκήτεψε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπὶ μία διετία στὸ ὄρος Σινᾶ.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπλανήσεις, χωρὶς ποτὲ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ὁδὸ τῆς σκληρῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ἐπέστρεψε στὴ μονὴ Βατοπαιδίου πρὸς συνέχιση τοῦ πνευματικοῦ του ἀγῶνος καὶ συνδέθηκε μὲ τὸ βιογράφο του Ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο.
Τὸ 1342 ἀποστέλλεται στὴν Κωνσταντινούπολη, ὡς μέλος ἁγιορειτικῆς ἀντιπροσωπείας, γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κράτους ποὺ σπαρασσόταν ἀπὸ ἐμφύλιο πόλεμο. Ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὴν ἀνάρρησή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο παρὰ τὶς ἐπίμονες πιέσεις καὶ παρακλήσεις τοῦ αὐτοκράτορος, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ.
Ὁ Ὅσιος Σάββας, μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ καὶ ἐπίπονο ἀσκητικὸ βίο, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴ μονὴ τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη.Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του, στὶς 5 Ὀκτωβρίου.




Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ὁ Μάρτυρας πρίγκιπας τῶν Σέρβων

Ὁ Ἅγιος Λάζαρος Α’ (Γαβριηλάνοβιτς) ἐγεννήθηκε τὸ 1329 στὴ Σερβία. Ἐξελέγη ἡγεμόνας αὐτῆς, τὸ 1371, ἀπὸ τοὺς Σέρβους ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι συγκεντρώθηκαν πρὸς τοῦτο μετὰ τὴν ἐπακολουθήσασα τὸ θάνατο τοῦ Στεφάνου Δουσὰν (1355) κατάπτωση καὶ διαίρεση τοῦ κράτους. Μετὰ τὴν ἀνάληψη τῆς ἐξουσίας κατόρθωσε νὰ ἀνακτήσει μέγα μέρος τοῦ κράτους τοῦ Δουσὰν καὶ νὰ καταλάβει καὶ ἄλλες πόλεις ἀπὸ τοὺς Οὕγγρους.
Τὸ 1382, ἐστέφθηκε πρίγκιπας τοῦ Σερβικοῦ θρόνου καὶ συνέχισε τὸ διοικητικό του ἔργο. Φοβούμενος τὴ διαρκὴ πρὸς βορρᾶν πρόοδο τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι ὑπέτασσαν διαδοχικὰ τοὺς μικροὺς Σέρβους ἡγεμόνες, ἔσπευσε νὰ συνομολογήσει συνθήκη μὲ τὸ σουλτάνο Μουράτ, ἀφοῦ ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀποστέλλει κατ’ ἔτος σὲ αὐτὸν 1.000 ἱππεῖς καὶ 1.000 λίτρες χρυσοῦ. Τὸ 1387, συμμάχησε μὲ τὸν Σίσμαν, ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων, καὶ ἐκήρυξε τὸν πόλεμο πρὸς τοὺς Τούρκους. Στὴν ἀρχὴ ὁ πρίγκιπας εἶχε πολλὲς ἐπιτυχίες, ἀλλὰ στὸ τέλος ἡττήθηκε στὸ Κοσσυφοπέδιο μετὰ ἀπὸ προδοσία τοῦ Σέρβου ἡγεμόνος τοῦ Μπράνκοβιτς, ὁ ὁποῖος ἀποχώρησε κατὰ τὴν κρίσιμη στιγμὴ τῆς μάχης μὲ τοὺς 12.000 ἄνδρες του.
Ἐκεῖ ἐτραυματίσθηκε καὶ ἐσφαγιάσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Σύμφωνα μὲ μία παράδοση, τὴν παραμονὴ τῆς ἀποφασιστικῆς μάχης μὲ τοὺς Τούρκους, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος ἐπότισε μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους του τὴ γῆ τοῦ Κοσσυφοπεδίου μὲ τὸ αἷμά του, εἶδε τὸ ἑξῆς ὅραμα: «Ὅτι εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει μία ἐκλογὴ μεταξὺ τοῦ ἐπιγείου βασιλείου ἢ τπης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ: μποροῦσε νὰ κινήσει τὶς δυνάμεις του σὲ ἄμεση ἐπίθεση κατὰ τῶν Τούρκων καὶ νὰ ἔχει ἐγγυημένη τὴ νίκη, ἢ νὰ συγκεντρώσει πρῶτα τὸ στρατό του γιὰ τὴν ἱερουργία τῆς Θείας Λειτουργίας· στὴν περίπτωση ὅμως αὐτὴ θὰ ἡττᾶτο.
Ἐδιάλεξε τὸ δεύτερο: τὸ δρόμο γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅλος ὁ Σέρβικος στρατὸς συγκεντρώθηκε στὴ λευκὴ Ἐκκλησία τῆς Σαμοντρέζα καὶ ἐκοινώνησε, πρὶς κινήσει γιὰ νὰ σφαγεῖ. Ὁ σουλτάνος ἐδέχθηκε πράγματι ἕνα θανάσιμο πλῆγμα, ἀλλὰ ὁ πρίγκιπας Λάζαρος αἰχμαλωτίσθηκε καὶ κατόπιν ἀποκεφαλίσθηκε».
Οἱ Τοῦρκοι ἐκέρδισαν μία «πύρρεια» νίκη, ἐφ’ ὅσον οἱ Σέρβοι διάσωσαν τὸ ἀδούλωτο τῆς ψυχῆς τους, ἔστω κι ἂν ἡ ἧττα τους ἐσήμανε τὴν ἔναρξη τῆς ζοφερῆς Ὀθωμανικῆς δουλείας, ἡ ὁποία διήρκεσε πέντε ὁλόκληρους αἰῶνες.Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ἦταν σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ὑπόδειγμα πίστεως, δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς καὶ ἐθεωρεῖτο προστάτης τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Ἀπὸ εὐλάβεια καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἀνήγειρε πολλοὺς ναοὺς καὶ μονές.
Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ ὁ Νάρθηκας τῆς ἱερᾶς μονῆς Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐνῶ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία τεμάχια τῆς Ἁγίας Ζώνης ποὺ φυλάσσονται στὴν ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου προῆλθε ἀπὸ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου κατὰ τὸν 14ο αἰώνα.



Οἱ Ἅγιοι Γρηγόριος καὶ Κασσιανὸς οἱ Ὁσιομάρτυρες καὶ Θαυματουργοί 

Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες Γρηγόριος καὶ Κασσιανὸς ἔζησαν τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψαν κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Σουκόνα τῆς Βολογκντά. Ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, τὸ 1392, ἀπὸ τοὺς Τατάρους, κατὰ τὴ διάρκεια εἰσβολῆς τους στὴν περιοχή. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους εὑρέθησαν τὸ 1504.



Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων Πατριάρχης Σερβίας

Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων, Πατριάρχης Σερβίας (1380 – 1389), ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά, τὸ 1389.



Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ Πατριάρχης Σερβίας

Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, Πατριάρχης Σερβίας, ἐγεννήθηκε, τὸ 1322, στὴ Βουλγαρία ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγαποῦσε τὸ μοναχικὸ βίο, γι’ αὐτό, καὶ ὅταν οἱ γονεῖς του ἤθελαν νὰ τὸν νυμφεύσουν, ἐκεῖνος κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια ποὺ ἐπέρασε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔγινε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἰβήρων, καὶ ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του, ὅπου ἔζησε στὴ μονὴ Ντεκάνι στὸ Κόσοβο. Ὅμως ὁ Πατριάρχης Σάββας ἔκτισε γι’ αὐτὸν ἕνα κελὶ στὴν τοποθεσία Odrelo κοντὰ στὸ μοναστήρι τοῦ Πεκίου. Τὸ 1375, ἐξελέγη ἀπὸ τὴ Σύνοδο Πατριάρχης (1375 – 1380, α’ πατριαρχεία) μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχου Σάββα Δ’ (1354 – 1375), ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὸν ἡσυχασμό, ἐγκατέλειψε τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἔζησε ἐννέα χρόνια στὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Ντουσάνοβσκι. Τὸ 1389, μετὰ ἀπὸ παρακλήσεις τοῦ ἁγίου πρίγκιπος τῶν Σέρβων Λαζάρου (1371 – 1389), ὑπέκυψε καὶ ἀποδέχθηκε τὴν ἐπανεκλογή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο (1389 – 1390, β’ πατριαρχεία).
Ἐκυβέρνησε θεοφιλῶς τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία προφύλαξε ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἰσχυρῶν φεουδαρχῶν, μέχρι τὸ 1390, κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς πολὺ δύσκολης περιόδου μετὰ τὴν ἧττα τῶν Σέρβων στὸ Κόσοβο.
Παραιτήθηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἀποσύρθηκε, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἀσκητὴς καὶ πάλι στὸ Odrelo. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1400, σὲ ἡλικία ὀγδόντα ὀκτὼ ἐτῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Πεκίου ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σάββα Ε’ (1396 – 1407). Ἡ κανονικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε λίγα χρόνια ἀργότερα, ἐπὶ Πατριάρχου Δανιὴλ Δ’, τὸ 1407.



Ὁ Ἅγιος Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ καὶ Πσκώφ 

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν (κατὰ κόσμον Σαμψών), Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ καὶ Πσκὼφ τῆς Ρωσίας, ἔζησε κατὰ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἁπλὸς μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Χουτύνσκ, ἐξελέγη, τὸ 1415, λόγῳ τῆς πνευματικότητος τοῦ βίου του, Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ καὶ Πσκώφ. Ἀνήγειρε τοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ θεάρεστη πολιτεία του. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1421 καὶ κατ’ ἄλλους τὸ 1429.Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 14 Φεβρουαρίου καὶ στὶς 4 Ὀκτωβρίου.



Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς Μητροπολίτης Μόσχας 

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ, Μητροπολίτου Μόσχας, τιμᾶται τὴν 31η Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.




Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ Θαυματουργός

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Κυρίλλου τοῦ Θαυματουργοῦ, τιμᾶται τὴν 4η Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.




Ὁ Ὅσιος Στέφανος τοῦ Ὀζέρο καὶ Κομὲλ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ἐγεννήθηκε στὴ γῆ τῆς Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἰσῆλθε σὲ μονὴ καὶ ἐκάρη μοναχός. Μὲ τὶς εὐλογίες τῶν Πατέρων τῆς μονῆς ἀσκήθηκε περισσότερο καὶ ἀργότερα ἐγκατέστησε τὸ ἀσκητήριό του στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Κομὲλ ζώντας πολὺ σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωή. Ἐκεῖ, τὸ 1534, ἀνήγειρε ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1542.




Σύναξις τῶν Ἁγίων Σέρβων Νεομαρτύρων 

Οἱ Ἅγιοι Σέρβοι Νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἑορτάζουν σήμερα, εἶναι: Οἱ Μητροπολίτες Ζάγκρεμπ Δοσίθεος, Μαυροβουνίου Ἰωαννίκιος, Σαράγιεβο Πέτρος, οἱ Ἐπίσκοποι Γκόνι – Κάρλοβιτς Σάββας, Μπαναλιούκας Πλάτων, οἱ ἱερομάρτυρες Ραφαὴλ ἐν Σισιβάτς (ἱερομόναχος), Μπράνκο Ντομπροσάλιεβιτς, Γεώργιος Μπόγκιτς, Δανιὴλ Μπάμπιτς, καὶ ὁ Μάρτυς Βουκαλὶν ἐξ Ἐρζεγοβίνης.



 Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου πέραν ἐν τοῖς Μαρανικίου ἢ Μαρινακίου
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου