Δεῖτε ἐδῶ: ζ' μέρος
Κάποιος Γέροντας ζοῦσε μόνος στὴ μονὴ τῶν Μονιδίων καὶ ἡ παντοτινή του προσευχὴ ἦταν ἡ ἑξῆς:
Κάποιος Γέροντας ζοῦσε μόνος στὴ μονὴ τῶν Μονιδίων καὶ ἡ παντοτινή του προσευχὴ ἦταν ἡ ἑξῆς:
«Κύριε,
δὲν ἔχω τὸν φόβο σου μέσα μου, γι᾿ αὐτὸ στεῖλε μου κάποιον κεραυνὸ ἢ
κάποια ἄλλη δύσκολη περίσταση, ἢ ἀρρώστια ἢ δαίμονα, μήπως ἔστω καὶ μ᾿
αὐτὸν τὸν τρόπο φοβηθεῖ ἡ πωρωμένη μου ψυχή».
Αὐτὰ ἔλεγε καὶ συνέχιζε νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό.
«Ξέρω
ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὲ συγχωρήσεις. Γιατὶ ἁμάρτησα πολὺ σὲ σένα,
Δέσποτα, ἀλλ᾿ ἂν εἶναι δυνατὸν λόγῳ τῆς εὐσπλαχνίας σου, συγχώρεσέ με.
Ἂν ὅμως αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, τιμώρησέ με ἐδῶ στὴ γῆ, Δέσποτα, καὶ
ἐκεῖ μὴ μὲ παιδεύσεις, ἀλλ᾿ ἐὰν καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, τιμώρησέ με ἐδῶ
κατὰ ἕνα μέρος καὶ ἐκεῖ ἀνακούφισέ με, ἔστω καὶ λίγο, ἀπὸ τὴν τιμωρία
τῆς κόλασης. Ἄρχισε ἀπὸ τώρα νὰ μὲ παιδεύεις, ἀλλὰ ἂς μὴν περιπέσω στὴν
ὀργή σου, Δέσποτα».
Μ᾿
αὐτὴ τὴν ἐπιμονὴ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο μὲ ἀσταμάτητα δάκρυα, μὲ πολλὴ
ταπείνωση στοὺς λογισμούς του καὶ μὲ νηστεῖες παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ
σκεπτόταν:
«Άραγε τί νὰ σημαίνει ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται;»
Καὶ
κάποια ἡμέρα ἐνῷ καθόταν κατὰ γῆς θλιμμένος καὶ θρηνοῦσε κατὰ τὴ
συνήθειά του, νύσταξε, καὶ νά, τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἱλαρὸ
πρόσωπο καὶ μὲ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ εἶπε:
«Τί ἔχεις, ἄνθρωπε, γιατί τόσο κλαῖς;»
Τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος: «Ἐπειδὴ ἔπεσα, Κύριε».
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε τοῦ λέει: «Σήκω ἐπάνω».
Ἀποκρίθηκε τότε ὁ πεσμένος στὴ γῆ: «Δὲν μπορῶ, ἂν δὲν μοῦ δώσεις τὸ χέρι σου».
Καὶ ἅπλωσε Ἐκεῖνος τὸ χέρι του καὶ τὸν σήκωσε καὶ τοῦ λέει πάλι μὲ καλοσύνη:
«Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου, γιατί τόσο λυπᾶσαι;»
«Και δὲν θέλεις, Κύριε, -ρωτᾷ ὁ ἀδελφός-νὰ κλάψω καὶ νὰ λυπηθῶ ποὺ τόσο σὲ πίκρανα;»
Τότε ὁ Κύριος ἅπλωσε τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ, τὸ ἀγκάλιασε καὶ τοῦ λέει:
«Μη
θλίβεσαι, ὁ Θεὸς θὰ εἶναι βοηθός σου ἀπὸ δῶ καὶ πέρα. Ἐπειδὴ ἐσὺ
πόνεσες, δὲν θὰ στρέφεται πιὰ ἡ λύπη μου ἐναντίον σου. Ἐφόσον γιὰ σένα
ἔχω χύσει τὸ αἷμα μου, δὲν θὰ δείξω πολὺ περισσότερο τὴ φιλανθρωπία μου
καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ;»
Ὁ
ἀδελφὸς συνῆλθε κατόπιν ἀπὸ τὴν ὀπτασία καὶ ἔνιωσε τὴν καρδιά του
πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρά, γιατὶ βεβαιώθηκε ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐλέησε καὶ ἔζησε
σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ πολλὴ ταπείνωση εὐχαριστώντας τὸν Θεό.
Κάποιος Γέροντας, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ὁ μαθητής του ἄκουε, θρηνοῦσε πικρὰ μὲ ὀλολυγμούς.
Τὰ δόντια του ἔτριζαν κι ἔπεφταν ἄφθονα τὰ δάκρυά του.
Καὶ ὅταν τὸν παρακάλεσε ὁ μαθητής του νὰ τοῦ πεῖ τί τοῦ συμβαίνει, εἶπε:
«Ἦρθα σὲ κατάνυξη καὶ εἶδα τὶς ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν στὸν Ἅδη σὲ ποιὰ θλίψη εἶναι καὶ δὲν μπορῶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ παρηγορηθῶ».
. Κάποιος εἶδε ἕνα νέο μοναχὸ νὰ γελάει καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ γελᾷς, ἀδελφέ, γιατὶ διώχνεις τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπ᾿ τὴν ψυχή σου».
. Εἶπε πάλι:
«Ἐὰν
περιπέσεις σὲ ἁμάρτημα καὶ μετὰ ἀποκαταστήσεις τὶς σχέσεις σου μὲ τὸν
Θεὸ καὶ ἀρχίσεις τὴ ζωὴ τοῦ πένθους καὶ τῆς μετάνοιας, πρόσεξε μὴν
παύσεις νὰ πονᾷς καὶ νὰ στενάζεις ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὡς τὴν ἡμέρα τοῦ
θανάτου σου, γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ξαναπέσεις γρήγορα στὸν ἴδιο
βόθρο.
Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη εἶναι χαλινάρι τῆς ψυχῆς, ποὺ τὴ συγκρατεῖ γιὰ νὰ μὴν ξαναπέσει».
Κάποιος Γέροντας ποὺ ἔμενε στὸ κελί του ὁλομόναχος, ἔκανε ἑξήντα χρόνια μοναχὸς χωρὶς νὰ σταματήσει ποτὲ νὰ κλαίει.
Καὶ ἔλεγε πάντα: «Τὸν χρόνο τῆς ζωῆς μας τὸν ἔχει δώσει ὁ Θεὸς γιὰ μετάνοια καὶ πολὺ θὰ τὸν ἀναζητήσουμε κάποτε».
. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕναν Γέροντα:
«Τί
νὰ κάνω, ἀββᾶ, πού, ὅταν δῶ κάποιον νὰ ἁμαρτάνει, τὸν κατακρίνω, καὶ
ὅταν ἀκούσω γιὰ ἕναν ἀδελφὸ πὼς εἶναι ἀμελής, τὸν μισῶ καὶ θὰ χάσω ἔτσι
τὴν ψυχή μου;»
Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:
«Ὅταν
ἀκούσεις κάτι τέτοιο, ἀπομακρύνσου ἀμέσως ἀπ᾿ τὸν λογισμὸ αὐτὸ κάνοντας
ἕνα ἅλμα καὶ σπεῦσε νὰ θυμηθεῖς τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἀναλογίσου
δίπλα σου τὸ φρικτὸ βῆμα, τὸν ἀδέκαστο δικαστῆ, τοὺς πύρινους ποταμούς,
ποὺ ρέουν μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ βῆμα κοχλάζοντας μέσα στὴ φοβερὴ φλόγα,
τὶς ἀκονισμένες ρομφαῖες, τὶς σκληρὲς τιμωρίες, τὴν κόλαση ποὺ δὲν ἔχει
τέλος, τὴ νύχτα τὴν ἄφεγγη, τὸ σκοτάδι τὸ ἐξώτερο, τὸ φαρμακερὸ φίδι, τὰ
ἄλυτα δεσμά, τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν καὶ τὸν ὀδυρμὸ ποὺ δὲν ἔχει
παρηγοριά. Αὐτὰ λοιπὸν νὰ σκέπτεσαι, τὴν ἀναπόφευκτη δηλαδὴ πανωλεθρία.
Κι
ἐκεῖνος ὁ δικαστῆς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κατηγόρους οὔτε ἀπὸ μάρτυρες
οὔτε ἀπὸ ἀποδείξεις οὔτε ἀπὸ ἔλεγχο. Ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὰ πεπραγμένα θὰ
παρουσιασθεῖ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κάθε ἐνόχου. Τότε κανεὶς δὲν θὰ
βρεθεῖ νὰ βγεῖ καὶ νὰ μᾶς γλιτώσει ἀπὸ τὴν τιμωρία, οὔτε πατέρας οὔτε
γιὸς οὔτε μητέρα μήτε θυγατέρα μήτε κανεὶς ἄλλος συγγενής, οὔτε γείτονας
οὔτε φίλος οὔτε συνήγορος. Μήτε μπορεῖ τὴν ἐνοχὴ νὰ τὴν ἐξαγοράσει τὸ
χρῆμα, ὁ περίσσιος πλοῦτος ἢ ἡ δύναμη. Ὅλα αὐτὰ σὰν νά ᾿ταν σκόνη θὰ
ἐξαφανισθοῦν ἀπ᾿ τὴ μέση, καὶ μόνος ὁ κρινόμενος θὰ πάρεις τὶς ἀπολαβές
του γιὰ ὅσα ἔπραξε, ἢ τὴν ἀθωωτικὴ ἀπόφαση ἢ τὴν καταδικαστική. Τότε
κανεὶς ἄλλος δὲν θὰ μπορεῖ νὰ κριθεῖ γιὰ χάρη ἄλλου. Ὁ καθένας θὰ κριθεῖ
χωριστὰ γιὰ ὅσα διέπραξε.
Γνωρίζοντας αὐτὲς τὶς ἀλήθειες μὴν κατακρίνεις κανέναν καὶ θὰ εἶσαι πάντα εἰρηνικός».
http://agiosmgefiras.blogspot.com/2012/03/blog-post_2905.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου