Σελίδες

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Τό πατριαρχεῖο καί οἱ μονές ἐπί τουρκοκρατίας



ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ
ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΝΕΣ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Απόστολος Βακαλόπουλος
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Β’ τομ., Θεσσαλονίκη 1976 

Η θέση, η δικαιοδοσία και η αποστολή το οικουμενικού πατριαρχείου
και των μητροπολιτών μέσα στον ορθόδοξο κόσμο

Ποια είναι τώρα η θέση και η δικαιοδοσία του Πατριάρχη και των άλλων εκκλησιαστικών αρχόντων ανάμεσα στους ορθοδόξους ραγιάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας;
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί αποβλέπουν προς τον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη τους με εμπιστοσύνη, σεβασμό και δέος. Ντυμένος με το συνηθισμένο καλογερικό ράσο και φορώντας ένα μεγάλο κάλυμμα (σκιάδιο) από πίλημα, όπου ήταν ραμμένη μια φαρδιά χρυσή λωρίδα σε σχήμα σταυρού, ζει απλά και σεμνά μέσα στην περιοχή του πατριαρχείου με ετήσιο εισόδημα 200 δουκάτα (κατά τα μέσα του 16ου αιώνα) για την ενδυμασία, την διατροφή και τα βιβλία του. Το ποσόν αυτό συνάγεται από της εκκλησίες που υπάγονται στην δικαιοδοσία του. Επί της πατριαρχείας του Μεθοδίου Γ’ (1668-1671), επειδή απαγόρεψαν στον Πατριάρχη και στους άλλους κληρικούς να φορούν σκιάδια, έβαλαν μικρά καλύμματα από κόκκινο βελούδο με κόκκινους σταυρούς. Τις εκκλησιαστικές του επαρχίες επισκέπτεται κάθε 5 χρόνια. Οι μοναχοί του πατριαρχικού οίκου μιλούν στον Πατριάρχη με σεβασμό, αλλά ελεύθερα και χωρίς φόβο, πράγμα που κάνει εντύπωση στους ξένους - χαρακτηριστικό σημάδι της φιλελεύθερης ουσίας της ορθόδοξης Εκκλησίας.

Η αίγλη του πατριαρχικού αξιώματος επί τουρκοκρατίας εξηγείται από τις ιδιαίτερες συνθήκες, που δημιουργήθηκαν μετά την Άλωση και οι οποίες εξύψωσαν πολύ το κύρος του. Τώρα ο πατριάρχης θεωρείται και ονομάζεται από τους Τούρκους μ ι λ λ έ τ μ π α σ η ς (εθνάρχης), ο ανώτατος δηλαδή εκκλησιαστικός και πολιτικός αρχηγός των ορθόδοξων χριστιανών, εφόσον κατά την τότε αντίληψη των μουσουλμάνων οι έννοιες θρησκεία και Έθνος ήταν ταυτόσημες. Και τις δύο συνυφασμένες τις εξέφραζε μια μόνη λέξη, η αραβική μ ι λ λ έ τ.
Αφού ο πατριάρχης μετά την Άλωση είναι εθνάρχης, ήταν επόμενο η εξουσία που του έδινε άλλοτε το νεώτερο ρωμαϊκό δίκαιο σε ζητήματα αστικού δικαίου, άμεσα ή έμμεσα συνδεόμενα με τον θρησκευτικό βίο, όχι μόνο να διατηρηθή, αλλά και ν’ αυξηθή. Ώστε δεν είναι πια μόνον ο ανώτατος εκκλησιαστικός και πολιτικός αρχηγός, αλλά και ο προστάτης των χριστιανών και ο κριτής όλων των ζητημάτων, που δεν υπάγονται απ’ ευθείας στην δικαιοδοσία του τουρκικού κράτους, δηλαδή του γάμου, διαζυγίου, κληροδοτημάτων, διαθηκών, καθώς και διαφόρων άλλων, που γεννιούνται από τις καθημερινές ανάγκες, π.χ. μικροκλοπών και άλλων πταισμάτων. Έτσι η δικαιοδοσία του Πατριάρχη ξαπλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των χριστιανών, πράγμα που τον κάνει αληθινό κυρίαρχό τους. Ενώ λοιπόν κατά την διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας ο πατριάρχης ήταν πνευματικός αρχηγός με δικαιοδοσία και εξουσία κυρίως εκκλησιαστική, τώρα ασκεί και κοσμική. Η μεταβολή αυτή συντελεί στην ανάπτυξη του νέου οργανισμού της Εκκλησίας επί τουρκοκρατίας με αποτέλεσμα ν’ αποκτήση ο πατριάρχης μεγαλύτερο κύρος και γόητρο απέναντι του ποιμνίου του. Κατ’ αναλογίαν εξυψώνεται και η θέση των μητροπολιτών, οι οποίοι ονομάζονται επίσης μ ι λ λ έ τ μ π α σ η δ ε ς των εκκλησιαστικών επαρχιών, τις οποίες διοικούν. Οι μεγάλες τουλάχιστον μητροπόλεις αποτελούν μικρογραφία της πατριαρχικής αυλής και σώζουν παλιά θρησκευτικά έθιμα και την θερμή ατμόσφαιρα του Βυζαντίου. Έτσι π.χ. στην Θεσσαλονίκη διαπιστώνουμε ακόμη και τον Φεβρουάριο του 1502 το προνόμιο ορισμένων εκκλησιαστικών αρχόντων της μητρόπολης - κατά παλιά πατριαρχική παραχώρηση (1347) - να φορούν σταυρό επάνω στο κάλυμμα της κεφαλής τους. Στην Κωνσταντινούπολη σταυροφόροι ήταν εκείνοι που λειτουργούσαν (και φορούσαν σταυρό) στα καλύμματά τους μόνο στις μεγάλες γιορτές, αλλά συνήθως παρέλειπαν να το κάνουν, γιατί φοβούνταν τους Τούρκους.
Για να ασκούν ο πατριάρχης και οι μητροπολίτες την κοσμική τους εξουσία, έχουν και δικαιοδοσία επιβολής κυρώσεων, δηλαδή την δύναμη να τιμωρούν τους απειθείς με φυλάκιση ή εξορία. Για την απονομή της δικαιοσύνης στηρίζονται : 1) στους θείους και ιερούς κανόνες, δηλαδή στο κανονικό δίκαιο• 2) στην νομοθεσία των βυζαντινών αυτοκρατόρων, κυρίως στην Εξάβιβλο του Αρμενοπούλου• 3) στους όρους, τόμους, σιγίλλια, υπομνήματα, εγκυκλίους και αποφάσεις του οικουμενικού πατριαρχείου• και 4) στα τοπικά έθιμα.
Ο πατριάρχης όμως δεν είναι ο ανεξέλεγκτος μονάρχης της Εκκλησίας. Είναι υπόλογος απέναντι του σουλτάνου, ο οποίος βέβαια δεν του φέρνει εμπόδια στην άσκηση της μεγάλης πνευματικής εξουσίας, αλλά τον θεωρεί υπεύθυνο για την διαχείριση των γενικότερων ζητημάτων της Εκκλησίας και για την διοίκηση του ποιμνίου του.
Η ανύψωση του κύρους του οικουμενικού πατριαρχείου είχε ως αποτέλεσμα να διαταραχθή η ισότητα της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του ως προς την αντίστοιχη των τριών άλλων πατριαρχών της Ανατολής, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας. Είχε βέβαια πάντοτε ο οικουμενικός πατριάρχης το τιμητικό προβάδισμα, αλλά κατά τα άλλα ήταν ίσος με τους άλλους (primus inter pares). Τώρα, επειδή κατοικεί στην έδρα του σουλτάνου και θεωρείται απ’ αυτόν ως ο ανώτατος εκπρόσωπος των ορθοδόξων, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση απέναντι των άλλων, οι οποίοι έχουν ανάγκη από την βοήθεια και την παρέμβασή του κοντά στους ισχυρούς της Πύλης και στον ίδιο τον σουλτάνο για την επίλυση των διάφορων ζητημάτων τους. (Έτσι αναγκάζονται να δέχωνται τις αποδείξεις τους και κατ’ αυτήν ακόμη την εκλογή των υποψήφιων αξιωματούχων μέσα στην περιοχή της δικαιοδοσίας τους). Συχνή μάλιστα είναι η παρουσία του πατριάρχη των Ιεροσολύμων στην Κωνσταντινούπολη. Απ’ αυτή προέκυψε η αδόκιμη έκφραση τ α  π α τ ρ ι α ρ χ ε ί α για το οικουμενικό πατριαρχείο. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται ως τα 1856, οπότε το κάθε πατριαρχείο αποκτά τον ιδιαίτερό του καταστατικό χάρτη και την ανεξαρτησία του.
Η δικαιοδοσία του οικουμενικού πατριαρχείου εκτείνεται σε όλη την Μικρά Ασία, στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, στις χώρες της χερσονήσου του Αίμου, στην Βλαχία, Μολδαβία και στην Ρωσία. Πρέπει όμως να σημειωθή ότι πολλές μητροπόλεις και επισκοπές των ελληνικών χωρών έχουν εξαφανιστή, γιατί οι έδρες τους έχουν εγκαταλειφθή από τους χριστιανούς και πέσει σε ερείπια, ιδίως στην Μ. Ασία οι περιοχές τους κατοικούνται πια από μουσουλμάνους. Έτσι π.χ. από τις 10 επισκοπές της μητρόπολης της Αθήνας έχουν μείνει 6, ενώ από τις 16 της Ηρακλείας μόνον 5, Ραιδεστού, Πανίδου, Μετρών και Αθύρων, Τυρολόης και Μυριοφύτου.
Η ενιαία και εκτεταμένη δικαιοδοσία του πατριάρχη συντελούσε στην ψυχική ένωση των Ελλήνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας με τους ομοεθνείς του εξωτερικού, κυρίως της Βενετίας και των ελληνικών κτήσεών της, Κύπρου, Κρήτης και Ιόνιων νησιών.
Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο οποίος ποιμαίνει τους ορθοδόξους της Παλαιστίνης, είναι ο πιο αξιοσέβαστος ύστερ’ από τον οικουμενικό πατριάρχη, γιατί το πρόσωπό του το αγλαΐζει η λάμψη του Παναγίου Τάφου. Κοινός ο πόθος των ορθοδόξων να επισκεφθούν τους Αγίους Τόπους. Και όταν κάποτε το αξιωθούν, η τιμή τους είναι μεγάλη ανάμεσα στους συμπατριώτες τους και η λέξη χ α τ ζ ή ς (προσκυνητής) μπαίνει ως πρώτο συνθετικό του οικογενειακού τους επιθέτου. Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας ποιμαίνει τους ορθοδόξους της Αιγύπτου και της Αραβίας με έδρα το Κάιρο, όπου το οίκημά του δεν είναι μικρότερο από το αντίστοιχο της Κωνσταντινούπολης• ο πατριάρχης Αντιόχειας με έδρα την Δαμασκό χειραγωγεί τους ορθοδόξους της Συρίας, Βηρυτού, Τρίπολης, Χαλεπίου και άλλων τόπων της Ασίας. Όλοι πληρώνουν έναν ορισμένο φόρο στον σουλτάνο. Η γλώσσα της λειτουργίας γενικά στην Ανατολή, στην Συρία και Αίγυπτο, είναι η ελληνική, αλλά τα κηρύγματα στις δύο τελευταίες χώρες γίνονται στην αραβική. Το αντίστοιχο γίνεται και με τους Αρμενίους.
Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό, είναι ανάγκη να επισημάνουμε ένα ιστορικό φαινόμενο που παρατηρείται στην δικαιοδοσία του οικουμενικού πατριαρχείου και το οποίο απορρέει από την εξαφάνιση των ορθοδόξων μεσαιωνικών κρατών της χερσονήσου του Αίμου και της Μ. Ασίας: με το πέρασμα δηλαδή των χρόνων οι εθνικές συνειδήσεις των κατοίκων τους εξασθενούν, αποναρκώνονται, και στην θέση τους αναπτύσσεται και επιβάλλεται η επικρατέστερη συνείδηση του ενιαίου συνόλου των χριστιανών ραγιάδων απέναντι των κατακτητών, η υπερεθνική συνείδηση του χ ρ ι σ τ ι α ν ο ύ. Ίσως μάλιστα οι Έλληνες κληρικοί είναι οι κύριοι παράγοντες της μεταβολής αυτής, γιατί θέλουν ν’ αποφύγουν την σύγχυση που προκαλεί η χρήση του ονόματος «Έλλην», το οποίο παρά την εξάπλωσή του κατά τον 14ο και 15° αιώνα διατηρεί παράλληλα και την έννοια του ειδωλολάτρη. Χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Γεννάδιος, που χρησιμοποιεί το όνομα «Έλλην» και με τις δυο σημασίες και θεωρεί τον εαυτό του «Ελλήνων παίδα», διακηρύσσει ότι, αν και μιλή ελληνικά, δεν θα έλεγε ποτέ ότι είναι Έλληνας, γιατί δεν έχει τις ίδιες αντιλήψεις - εννοεί βέβαια κυρίως τις θρησκευτικές - με εκείνους, και ότι, αν τον ρωτούσε κανείς τι είναι, θα απαντούσε ότι είναι χριστιανός, γιατί θέλει να ονομάζεται σύμφωνα με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
Η συνείδηση του χριστιανού κατ’ αντίθεση προς την αντίστοιχη του μουσουλμάνου ενώνει τους ορθόδοξους λαούς της Ανατολής με στενούς δεσμούς και συντηρεί το εκπολιτιστικό έργο του Βυζαντίου. Έτσι κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας αναπτύσσεται ανάμεσά τους τόση ενότητα και ομοφροσύνη, όση ούτε και στον καιρό της πιο μεγάλης ακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως παρατηρούσε εύστοχα ο Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μέμφεται κυρίως τους πατριάρχες, αλλά και τους άλλους εκκλησιαστικούς, πνευματικούς και πολιτικούς αρχηγούς του ελληνικού έθνους, ότι δεν εκμεταλλεύτηκαν συστηματικά το μεγάλο γόητρο και την επιρροή τους, ιδίως κατά τους δύο πρώτους σκοτεινούς αιώνες, για να εξελληνίσουν τους ξενόφωνους, αλλά ομόδοξους Σέρβους, Βουλγάρους, Αλβανούς και Αρμενίους. Παραγνωρίζει όμως ότι η ορθόδοξη Εκκλησία ακολουθούσε την μεγάλη εκκλησιαστική της παράδοση, την οικουμενική της αποστολή: απέβλεπε δηλαδή στην διάδοση και στην στερέωση της ορθοδοξίας και ενδιαφερόταν μόνο για τον θρησκευτικό και τον ηθικό διαφωτισμό των κατοίκων των βαλκανικών χωρών.
   Μεγάλη επίσης ήταν η αποστολή των Μετεώρων και των άλλων μονών της περιοχής όχι μόνο στην Θεσσαλία, αλλά και στην ΝΔ Μακεδονία, Ήπειρο και γενικά σε ολόκληρη την Δυτική Ελλάδα κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας. Οι σχετικές όμως γνώσεις μας είναι ελλιπείς. Πολλοί κώδικες και λυτά έγγραφα έχουν σκορπιστή από τους πρώτους κιόλας αιώνες της τουρκοκρατίας, ενώ πολύ άλλο υλικό, σωζόμενο στα αρχεία της μητρόπολης Τρικάλων μένει ακόμη ανέκδοτο. Ώστε σήμερα δεν είναι δυνατή η συγγραφή μιας διεξοδικής και συστηματικής ιστορίας των μονών και της περιοχής.
   Τα Μετέωρα είναι το δεύτερο Άγιον Όρος της ορθοδοξίας. Η σκήτη της Δούπιανης ή του Μετεώρου, όπως αλλιώς λέγεται, είναι έδρα του Πρώτου, όπως οι Καρυές είναι το Πρωτάτον του Αγίου Όρους. Μόνον ο του Μετεώρου έχει τον τίτλο του «καθηγουμένου».
Μετά την κατάληψη της Θεσσαλίας από τον Βαγιαζίτ Α’ στα 1393 επιβάλλεται σχετική τάξη στην χώρα και οι εκκλησιαστικές αρχές βρίσκονται πάλι στις θέσεις τους, ο μητροπολίτης Λαρίσης Ιωάσαφ και οι άλλοι επίσκοποι. Έτσι στα 1401 ο «πατήρ Μετεώρου», ο Ελληνοσέρβος μοναχός Ιωάσαφ, άλλοτε βασιλιάς της Δυτικής Θεσσαλίας Ιωάννης Ούρεσης Παλαιολόγος, ο οποίος είχε καταφύγει στο Άγιον Όρος (εμφανίζεται στις 17 Οκτωβρίου 1934 στην μονή Βατοπεδίου), είναι πάλι επί κεφαλής της μονής του. Εκεί επάνω στον βράχο της πεθαίνει στις 24 Φεβρουαρίου 1423 και θάβεται στον ίδιο τάφο, όπου αναπαυόταν ο Αγ. Αθανάσιος, ο πνευματικός του Πατέρας. Η θαυμαστή ιστορία του βασιλιά, που έγινε μοναχός και έζησε με οσιότητα ακολουθώντας πιστά το παράδειγμα του Αγ. Αθανασίου, υπήρξε η πιο σοβαρή αιτία να θεωρηθή ως ο δεύτερος ιδρυτής της μονής της Μεταμορφώσεως. Γύρω από τις δυο αυτές ασκητικές φυσιογνωμίες η λαϊκή φαντασία έπλεξε πολλούς θρύλους.
Είναι άγνωστο, αν ο Ιωάσαφ έκαμε κάτι για την ειρήνευση και προκοπή της μοναστικής πολιτείας και για την ανακούφιση του σκλαβωμένου πληθυσμού της Θεσσαλίας. Ο,τι σχετικό γνωρίζουμε αποδίδεται στην επιβλητική μορφή του Λαρίσης Βησσαρίωνος Β’ (1540), ο οποίος ίδρυσε την μεγάλη μονή της Μεταμορφώσεως (του Ντούσκου) στα 1522 και κατασκεύασε την γέφυρα του Ασπροποτάμου, άλλες γέφυρες και δρόμους στην Θεσσαλία. Η φήμη του ήταν μεγάλη στην Δυτική Ελλάδα και ΝΑ Ήπειρο. Στην εποχή του ακόμη ιδρύθηκαν οι κυριότερες μονές των Μετεώρων, διαρρυθμίστηκε αυστηρότερα ο μοναχικός βίος κ. λ.. Ο Βησσαρίων φαίνεται ότι συνέβαλε πάρα πολύ όχι μόνο στην ανύψωση του μοναχικού θεσμού και στην αναζωπύρωση του θρησκευτικού συναισθήματος, αλλά και στην ανακούφιση και ανασυγκρότηση των καταδιωγμένων επάνω στα βουνά της Θεσσαλίας κατοίκων. Το έργο του, έχοντας υπ’ όψη μας τις αόριστες πληροφορίες του βίου του, είναι εύκολο να το φανταστούμε. Σε τι άλλο θα απέβλεψε ο μεγάλος εκείνος ιεράρχης παρά να σώση τους χριστιανούς από την καταιγίδα, να μεριμνήση για την επιβίωσή τους, για την ομόνοια και την συνοχή τους και ν’ αποτρέψη την διαρροή των αδυνάτων προς τον μουσουλμανισμό; Το ότι ανακηρύχθηκε άγιος από τους Θεσσαλούς και λατρεύθηκε περισσότερο από κάθε άλλο τοπικό άγιο δεν είναι ένδειξη των μεγάλων του επιδράσεων στην λαϊκή ψυχή;
Μέσα σ’ αυτό το μοναστικό περιβάλλον - παρά τις συνηθισμένες έριδες μεταξύ των μοναχών και την παρακμή και διάλυση μικρών και φτωχών μονών εμφανίζονται στα Μετέωρα οι Γιαννιώτες αδελφοί Αψαράδες ή Αψαράτες, Νεκτάριος και Θεοφάνης, οι οποίοι ανεβαίνουν στον ακατοίκητο από πολλά χρόνια λίθον ή στύλον του Βαρλαάμ και εκεί στα 1542 κτίζουν επάνω σε παλιότερα ίχνη κτισμάτων την κοινοβιακή μονή των Αγίων Πάντων, που γρήγορα ακτινοβολεί με την αυστηρή της οργάνωση. «Όλη ημίν η σπουδή αύτη, γράφουν οι Αψαράδες στην αυτοβιογραφία τους, ην του σωθήναι και σώσαι και άλλους τινάς δια του παραδείγματος της ημετέρας βιοτής. Και ταύτα επήρκεσεν εν ημίν της τριακονταετίας πλείονας, ως το αληθές έχειν». Οι Γιαννιώτες επίσης αδελφοί Ιωάσαφ και Μάξιμος κτίζουν την μονή του Ρουσάνου πιθανόν στα 1545. Το διαθηκώο γράμμα τους, το οποίο σώζεται στο πρωτότυπο, αν εξαιρέση κανείς ορισμένες μικρές μεταβολές, επαναλαμβάνει ουσιαστικά τις ίδιες διατάξεις που περιέχονται στο αντίστοιχο γράμμα των αδελφών Αψαράδων της μονής Βαρλαάμ. Ο οργανισμός της ήταν επόμενο να γίνη πρότυπο για τους ιδρυτές της μονής του Ρουσάνου. Οι δύο αυτές μονές, ιδίως η πρώτη, συνέδεσαν ακόμη περισσότερον τους δεσμούς των Μετεώρων με την Ήπειρο, δεσμούς που τους διατήρησαν ως τα τελευταία χρόνια.
Έτσι στα Μετέωρα, ίσως και σε άλλες μονές της Θεσσαλίας, αναπτύσσεται αξιόλογη μοναστική κίνηση (που εκδηλώνεται με κτίσεις ή ανακαινίσεις ναών, ναΐσκων κ. λ.), καθώς και πνευματική, και καλλιτεχνική, για την οποία όμως δεν έχουμε ακόμη σαφή εικόνα.

Άλλες μονές και ασκητές το 16° και 17ου αι. και επιδράσεις τους στην τόνωση του θρησκευτικού και εθνικού αισθήματος.
Οι 16ος και 17ος αιώνες είναι οι πιο αποφασιστικοί στην ιστορία της ορθοδοξίας μετά την Άλωση. Εξακολουθεί με μεγαλύτερη τώρα ένταση η δοκιμασία των ορθοδόξων που την διαπιστώσαμε κιόλας στον 14ο και 15ο αιώνα. Τα παραδείγματα της λιποψυχίας και της αποστασίας πολλαπλασιάζονται. Ο χριστιανικός πληθυσμός και πολλοί ακόμη από τους κληρικούς δυσανασχετούν και έχουν κουραστή προσδοκώντας την λήξη των δεινών. Περιμένουν πια την άμεση συνδρομή, την επέμβαση τέλος πάντων του Θεού, όπως φαίνεται από τον «Θρήνον» του Μυρέων Ματθαίου γραμμένο κατά τις αρχές του 17ου αι..
  Επαίδευσές μας, Δέσποτα, δια το πταίσιμόν μας
και μας εκαταδίκασες εις χείρας των εχθρών μας
πολλά κατά το έκαμες ως να σωφρονισθούμεν
σαν το χρυσάφι ‘ς την φωτιάν και να λαγαρισθούμεν.
Αλλά πάλιν λυπήσου μας ότ’ είμεστε δικοί σου,
άλλον Θεόν δεν έχομεν, Κύριε, μόνον, πλήν σου.
……………………………………………………….
Πως υπομένεις, Δέσποτα, σκλάβους να μας εβλέπης
και δούλους να μας θεωρής και τον θυμόν δεν τρέπεις;
Πως υπομένεις, Κύριε, να βλέπης ρημασμένα
τα θεία μοναστήρια τα ξεθεμελιωμένα;
τους ωραιότατους ναούς, τους αγιογραμμένους;
………………………………………………………
Όμως, φιλανθρωπότατε, θαρρώ ότι κοιμάσαι
και μας απαλησμόνησες και δεν μας ενθυμάσαι.
Μας βλέπεις πως πνιγόμαστε ‘ς το βάθος της σκλαβίας
και δεν μας δίδεις άνεσιν την της ελευθερίας.
ξύπνα, σηκώσου, κ. λ..
 Αναγκαία λοιπόν είναι η ενθάρρυνση και η προστασία του ορθόδοξου ποιμνίου απέναντι των μουσουλμάνων, αλλά και απέναντι των καθολικών που ισχυρίζονται ότι οι ορθόδοξοι πληρώνουν για τα σφάλματα και τα αμαρτήματά τους.
Θεολόγοι του 16ου αι., όπως ο Παχώμιος Ρουσάνος, τρομερά ανήσυχοι από την διαρροή των αδυνάτων, προσπαθούν ν’ αναχαιτίσουν το ρεύμα της αλλαξοπιστίας όχι μόνο με κηρύγματα, αλλά και με ειδικές συγγραφές, που έχουν ως σκοπό ν’ αποκαταστήσουν την ισορροπία στις ταραγμένες ψυχές των χριστιανών και να τους πείσουν ότι — αντίθετα προς όσα ακούουν και όσα βλέπουν — η χριστιανική θρησκεία είναι ανώτερη από την μουσουλμανική. Η διδαχή αυτή είναι αναγκαία, γιατί οι μουσουλμάνου εξακολουθούν να διακηρύττουν ότι η μουσουλμανική πίστη είναι η ορθότερη.
  Λέγουν• «αν ήτονε καλή πίστες η εδική σας,
δεν σάς επεριόριζον εις τέλος οι εχθροί σας,
και δεν σας εκυρίευαν να ήστε σκλαβωμένοι,
άθλιοι και ταλαίπωροι και τεταπεινωμένοι.
δια να ήστ’ εσείς κακοί κ’ η πίστις σας αντάμα,
εχάθη το βασίλειον ευθύς και εν τω άμα,
και ‘ς τον θεόν που έχετε πλέον να μη θαρρήτε,
να λάβετε βασίλειον και που να το ευρήτε,
διότι είν’ αδύνατος θεός ο εδικός σας,
εσείς τον εσταυρώσατε, κ’ εχάθη από ’μπρός σας.»
Τοιαύτα λέγουν φανερώς, λέγουν και κατά μόνας,
δεν ξεύρουν ότι ζωντανός είσαι εις τους αιώνας.
 Αλλά και κατά των καθολικών και ακόμη κατά των διαμαρτυρομένων συγγράφουν πονήματα, που η αναγραφή και μόνον των τίτλων τους θα κατάρτιζε ένα μακρύ κατάλογο.
Οι ιδεολογικές αυτές ανάγκες εξηγούν την μεγάλη σπουδαιότητα, την οποία αποκτά την εποχή αυτή η μελέτη του βίου των οσίων ανδρών, των προτύπων αυτών της χριστιανικής αρετής, και ιδίως το κήρυγμα με την παρηγορητική του κλασσική ερμηνεία ότι η δουλεία και τα συνεπόμενα δεινά προβάλλονται ως μέσα για τον ηθικό καθαρμό των χριστιανών (Μεγάλο φυτώριο κηρύκων και εκκλησιαστικών ρητόρων αναδεικνύεται ο Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων στην Βενετία, μέσα στην μεγάλη αυτή πνευματική εστία του ελληνισμού επί τουρκοκρατίας). Και θα καθαρθούν αν μετανοήσουν και ενστερνιστούν τις εντολές του Θεού.
Αλλεπάλληλες είναι οι εκδόσεις συλλογών κηρυγμάτων, ιδίως του «Θησαυρού» του Θεσσαλονικέα Δαμασκηνού του Στουδίτου από το 1528 κ. ε, των ιερών διδαχών του πρεσβυτέρου και χαρτοφύλακος Κερκύρας Αλεξίου Ραρτούρου (α’ έκδ. 1560), του Ηλία Μηνιάτη (1669 - 1714), των έργων του Αγαπίου Λάνδου γύρω στα 1600 - μεταξύ 1664 - 1670 (Αμαρτωλών Σωτηρία, το Ψυχοσωτήριον Ψαλτήριον, Θεοτοκάριον κ.α.), και από τις αρχές του 18ου αι. διαφόρων άλλων συλλογών με ποικίλες ονομασίες, του «Αποστολικού Δικτύου», της «Αποστολικής Σαγήνης», «Πνευματικής Κιθάρας», «Ρομφαίας διστόμου κατά του διαβόλου», «Ευαγγελικής Σάλπιγγος» κ. λ., που βαθμιαία ιδίως από τον 19° αι, αρχίζουν να εκτοπίζωνται από το «Κυριακορόμιον» του Νικηφόρου Θεοτόκη (1731 - 1800).
Η καλλιέργεια του κηρύγματος επί τουρκοκρατίας βασίζεται βέβαια στην μακραίωνη ρητορική παράδοση του Βυζαντίου, αλλά επηρεάζεται από τα αντίστοιχα ρεύματα της Δύσης και τελικά δέχεται την σφραγίδα της, ιδίως στα Επτάνησα.
Ευσεβείς ακόμη μοναχοί με ισχυρή προσωπικότητα εμφανίζονται την εποχή εκείνη και εξάπτουν τον θρησκευτικό ζήλο των πιστών, όχι μόνο με το κήρυγμα, αλλά και με την οσιότητα και με το ασκητικό τους παράδειγμα, όπως και οι αντίστοιχοι των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Ορισμένοι μάλιστα είναι πραγματικοί εθναπόστολοι, πρόδρομοι του Κοσμά του Αιτωλού (18° αι). Οι όσιοι αυτοί αναζητούν ησυχαστήρια και ιδρύουν σκήτες ή μονές σε ορεινά και απομονωμένα μέρη, όπου η ερημιά και το μεγαλείο του φυσικού περιβάλλοντος υποβάλλουν την παρουσία του θείου και γεννούν την μεταφυσική σκέψη.
Θα ήταν λοιπόν πολύ ενδιαφέρον να επισημανθούν οι ιεροί αυτοί τόποι, οι σχέσεις των οσίων ή των μοναχών μεταξύ τους, η φήμη και η ακτινοβολία τους στα περίχωρα, καθώς και οι καλλιτεχνικοί τους θησαυροί. Έτσι θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε καλύτερα την λαϊκή παράδοση, να πλησιάσουμε περισσότερο την ψυχολογία των κατοίκων και γενικά να ζήσουμε την ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης. Τέτοιοι τόποι π.χ. στην Βόρεια Ελλάδα είναι οι περιοχές Βερμίου, Ολύμπου, Κισσάβου, Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα, όπου ο ορθόδοξος ελληνισμός δημιουργεί προμαχώνες εμπρός στα κύματα του μουσουλμανισμού. Στις περιοχές αυτές πρέπει ν’ αναζητηθούν και να προστατευθούν τα χριστιανικά μνημεία, που έχουν άμεση σχέση με την θρησκευτική εκείνη κίνηση και γενικά με το ιστορικό παρελθόν.
Στην περιοχή Βερμίου γύρω από την Βέροια υπήρχε από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια έντονη μοναστική ζωή. Εκεί, στην περιοχή της μονής του Τιμίου Προδρόμου, είχε μονάσει για 5 περίπου χρόνια και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ίσως μεταξύ 1326-1331. Η προφορική παράδοση υποδεικνύει ακόμη τα σημεία της διέλευσής του, το ασκηταριό, την εκκλησία και το αγίασμά του. Από το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου αναχωρεί - ίσως κατά τον 15° αι. - στην «έρημον», στο κοντινό βουνό, και περνά 50 χρόνια της ζωής του μέσα σ’ ένα σπήλαιο σαν άλλος όσιος Αντώνιος ο νέος ομώνυμός του ασκητής. Τρέφεται με χόρτα και νεκρώνει με την δύναμη του πνεύματος τις τρικυμίες των παθών και τους πειρασμούς της σάρκας. Μετά τον θάνατό του μονάζουν επάνω στο βουνό, κατά το παράδειγμά του, και άλλοι μοναχοί και ιδρύεται σκήτη επ’ ονόματί του. Επίσης κτίζεται και ομώνυμη εκκλησία μέσα στην Βέροια. Στην σκήτη του έρχεται και μονάζει μαζί με τον ανεψιό του ο Δοχειαρίτης μοναχός Θεοφάνης ο εξ Ιωαννίνων, που πρέπει να έζησε κατά τον 16ο ή το πολύ στις αρχές του 17ου αι.. Ο Θεοφάνης έχτισε το μοναστήρι των Ασωμάτων στην Νάουσα.
Δραστηριότητα στην περιοχή Βεροίας αναπτύσσει και ο όσιος Διονύσιος, ο ιδρυτής της ομώνυμης μονής του Ολύμπου από την Σθλάτενα του θεσσαλικού Φαναρίου. Το εθνικοθρησκευτικό του έργο εκδηλώνεται από την εποχή ακόμη που ήταν στην μονή του Φιλοθέου, όπου επικρατούσαν οι Βούλγαροι μοναχοί την μονή αυτή την έκαμε «Ρωμαϊκήν» καθώς και την «ακολουθίαν». Γι’ αυτό παρά λίγο να σκοτωθή από τους Βουλγάρους. Έρχεται κατόπιν στην μονή του Τιμίου Προδρόμου Βεροίας, ανακαινίζει το καθολικό της με προσωπική συμμετοχή στις εργασίες, αναδιοργανώνει τον τρόπο ζωής των μοναχών και τονώνει το ρεύμα του μοναχισμού στην περιοχή. Κατόπιν αποσύρεται στον Όλυμπο και ιδρύει την γνωστή μονή της Αγ. Τριάδος, όπου και περνά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, εκτός από ένα μικρό χρονικό διάστημα, όπου μονάζει σ’ ένα μοναστήρι της περιοχής Ζαγοράς, που το ιδρύει ο ίδιος. Με το μοναστήρι αυτό, καθώς και με του Τιμίου Προδρόμου, έχει πάντα σχέσεις. Επίσης στενή πνευματική επικοινωνία έχει με τον όσιο Νικάνορα από την Θεσσαλονίκη, τον ιδρυτή της μονής της Ζάβορδας στην Δυτική Μακεδονία. Της εποχής του Αγ. Διονυσίου πρέπει να είναι και το κατάγραφο από τοιχογραφίες εκκλησάκι του Λιτοχώρου, που βρίσκεται στην ανατολική άκρη του. Ίσως μάλιστα να έχη και κάποια σχέση με αυτόν.
Ο όσιος Διονύσιος περιηγείται πολλές κωμοπόλεις και χωριά της Μακεδονίας (ιδίως Καστοριάς, Κίτρους, Κατερίνης) και Θεσσαλίας (Ραψάνης και Ζαγοράς) και κτίζει εκκλησίες. Τα ονόματά τους όμως δεν μνημονεύονται. Μόνον η έκδοση του βίου του Αγίου στα 1816 από το οικουμενικό πατριαρχείο αναφέρει πως επάνω σε μια κορυφή του Ολύμπου έκτισε τον Προφήτη Ηλία και την Μεταμόρφωση του Χριστού και σ’ ένα από τα πολλά γύρω από το μοναστήρι σπήλαια, που προσευχόταν, την εκκλησία του Αγ. Λαζάρου. Στο σπήλαιο αυτό μάλιστα, όπου παρέδωσε το πνεύμα του θάφτηκε, εξακολουθεί να συρρέη ο κόσμος για προσκύνημα.
Επίσης ο όσιος Συμεών από το Βαθύρρευμα της Αγιάς, ανάμεσα στο Μαυροβούνι και στο Πήλιο, κτίζει κατά το δεύτερο μισό του 160ου αι. την μονή του Φλαμουρίου. Στις απομονωμένες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας εργάζεται με ζήλο και επιτυχία ο όσιος Νικάνωρ (1491 - 1549) , ο οποίος κατά την πορεία του (από την πατρίδα του Θεσσαλονίκη προς την Δυτ. Μακεδονία) δίδασκε από χωριό σε χωριό σαν άλλος Απόστολος τους χριστιανούς «να φυλάττουν ορθώς την ευσέβειαν». Το κήρυγμά του αυτό, τόσο αναγκαίο μετά την Άλωση, οπότε το ρεύμα προς τον εξισλαμισμό είχε ογκωθή, είχε επιτυχία: «πολλούς εστερέωσε προς την εις Χριστόν πίστιν με την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του, και με το καλόν παράδειγμα της εναρέτου διαγωγής του». Ο όσιος έκτισε το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως (1534) επάνω στον Κονιβό, στο Καλλίστρατον όρος της βιογραφίας του 100 (βλ. είκ. 18), στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε και ασκήτεψε στο κοίλωμα ενός θεόρατου και απροσπέλαστου βράχου που υψώνεται κατακόρυφα απάνω από τις ορμητικές δίνες του Αλιάκμονα (βλ. εικ. 19). Ο θεατής βλέποντας από μακριά την σκήτη να μετεωρίζεται στο μέσο του γκρεμού κυριεύεται από αισθήματα ιλίγγου, αλλά και θαυμασμού προς τον ασκητή.
Κατά την παράδοση, το μοναστήρι της Ζάβορας, χάρη στην ισχυρή προσωπικότητα του οσίου, επισκίασε το παλιό (12- 13 αι.;) βυζαντινό μοναστήρι της Παναγίας κοντά στο Μελεντσικό (σημερινή Μελανή). Το μοναστήρι αυτό παρήκμασε - τα ερείπιά του σώζονται ως σήμερα.
Τα σκεύη του περιήλθαν στο νέο μοναστήρι του Νικάνορα. Θεωρώ πιθανόν ότι μαζί με τα άλλα αντικείμενα της παλιάς εκείνης μονής πέρασε στην νέα και ένα μέρος των χειρογράφων της, ανάμεσα στα οποία το πλήρες κείμενο του λεξικού του Φωτίου, που η πρόσφατη ανακάλυψή του έκαμε τόση εντύπωση στον φιλολογικό κόσμο.
Από την διαθήκη του οσίου Νικάνορα, που δημοσιεύθηκε τελευταία, χαρακτηριστικές είναι οι τελευταίες επιθυμίες του για την κοινοβιακή τάξη απαγορεύει τους μοναχούς να βγαίνουν σε «ζητείες» χωρίς την θέληση των πατέρων, να έχουν στενές σχέσεις με τους «αλλοπίστους» (Τούρκους) και με τους καθολικούς, και να καταφεύγουν στην κοσμική δικαιοσύνη («εις άρχοντας»), ιδίως στην Τουρκική. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι  παραγγέλλει να στρέφωνται προς την μονή του Σωτήρος Χριστού του Μετεώρου, αν δεν βρίσκουν τον υποψήφιο ηγούμενο ανάμεσά τους.
Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε κατά τον 16° αι. την ύπαρξη πνευματικών σχέσεων ανάμεσα στις μονές, που βρίσκονται στις περιοχές Βερμίου, Ολύμπου, Πηλίου, Πίνδου και Μετεώρων.
Από τους οσίους των άλλων ελληνικών χωρών ονομαστός είναι ο ασκητής Γεράσιμος ο «νέος» στην Κεφαλληνία (1509 - 1579) 104 και στην Ζάκυνθο ο μαθητής του Διονύσιος, επίσκοπος Αιγίνης (1546 - 17 Δεκεμβρίου 1622). Ποια ήταν η συμβολή αυτών στην ηθική συνοχή των ορθοδόξων των δύο αυτών νησιών είναι εύκολο να το εννοήση κανείς, όταν αναλογιστή ότι έδρασαν υπό βενετική κυριαρχία, η οποία - παρά την τάση της να κρατηθή ουδέτερη ως προς τα θρησκευτικά ζητήματα - απέκλινε με κάποια ευμένεια προς την καθολική Εκκλησία.
Πολλοί όσιοι δεν περιορίζονται μόνο ν’ απομονωθούν, ν’ ασκήσουν την ψυχή και το σώμα τους και έτσι να γίνουν πρότυπα χριστιανικής αρετής για τους περιοίκους, αλλά κάνουν τις μονές κέντρα παιδείας η εργαστήρια θρησκευτικής τέχνης. Όπως στην βυζαντινή εποχή, έτσι και τώρα σε πολλές μονές πρέπει ν’ αναζητήσουμε την ύπαρξη σχολείων η εργαστηρίων ζωγραφικής, κωδίκων κ. λ. Έτσι π.χ. ο Ιγνάτιος Αγαλλιανός, γεννημένος στο χωριό Φάραγγα της Λέσβου (το χωριό αναφέρεται ως τα 1662) γύρω στα 1492, αφοσιώνεται στην μελέτη, προσευχή και στην αντιγραφή χειρογράφων, και στα 1526 με δικά του έξοδα και με την συνδρομή πλουσίων και φτωχών ιδρύει δυο μοναστήρια, της «Μυρσινιωτίσσης», γυναικείο, και του Ταξιάρχη του Λειμώνος και, όταν στα 1531 ονομάζεται μητροπολίτης Μηθύμνης από τον πατριάρχη Ιερεμία Β’, οργανώνει στην μονή του Λειμώνος σχολείο (ανάμεσα στους δασκάλους ο Ζακυνθινός λόγιος Παχώμιος Ρουσάνος), που υπήρξε φωτεινή εστία του νησιού. Εδώ μορφώθηκαν πολλοί κληρικοί και αντιγραφείς χειρογράφων. 



ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΙΛΙΚΗ ΜΑΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ e-istoria
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
22   ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ  2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου