5. Μία
ἀληθινὴ
ἱστορία.
Ἕνα
ζωντανὸ
παράδειγμα
γνησίου συζύγου.
Συνάντησα στὴ
ζωὴ
παράδειγμα γνήσιου καὶ
ἀληθινοῦ
συζύγου, ποὺ
μὲ
συγκλόνισε. Τὸ
ἀναφέρω
γιατί δὲν
πρέπει νὰ
ἀποσιωπηθεῖ.
Ζοῦσε
ἐδῶ
στὴ
χώρα μᾶς
ἕνας
πραγματικὸς
κύριος, ποὺ
στὸ
χαρακτήρα του
περιέσωζε ὅλη
τὴν
ἀνθρώπινη
τελειότητα μὲ
τὴ
βοήθεια τῆς
Χάριτος τοῦ
Χριστοῦ.
Στὴν
ἡλικία
τῶν
τριάντα ἐτῶν,
ἔκρινε
ὅτι
ἦταν
ἕτοιμος
νὰ
προχωρήσει σὲ
γάμο. Ὡς
πιστὸς
ἐπέμενε
μὲ πολλὴ
προσευχὴ
καὶ
δέηση στὸν
Κύριό μας, νὰ
τὸν
φωτίσει καὶ
νὰ τὸν
βοηθήσει στὸ
σκοπό του. Περιέστρεφε στὴ
διάνοιά του τὰ
λόγια τῆς Γραφῆς
«παρὰ
Κυρίου ἁρμόζεται
γυνὴ
ἀνδρὶ»
(Παρ. 19,14).
Ἀποφάσισε
νὰ
προχωρήσει. Ἦταν
πεπεισμένος ὅτι
τὸ
πρόσωπο ποὺ
τοῦ
προξένεψαν τὸ
ἔστειλε
ὁ Θεός.
Ἔγινε
μὲ πολλὴ
εὐλάβεια
ὁ γάμος
ἀφοῦ
τηρήθηκαν ὅλοι
οἱ
κανόνες τῶν
χριστιανικῶν
μας ἀρχῶν.
Ἂν καὶ
ἡ
σύντροφός του ἦταν
μικρότερη κατὰ
δέκα χρόνια, δὲν
τὸ ἔλαβε
ὑπ’
ὄψιν,
ἔχοντας
σταθερὴ
πίστη στὴ
θεία πρόνοια. Συχνὰ
δὲ τῆς
φερόταν σὰν
νὰ ἦταν
κορούλα του. Αὐτὴ
ἔκανε
λαθάκια, γιατί φαινόταν ζωηρούλα, ἀλλὰ
ποτὲ
δὲν τὸν
ἀπασχόλησαν
λόγῳ τῆς
ἀγάπης
του.
Κοινωνικὲς
ὑποχρεώσεις
τὸν
ἀνάγκασαν,
ἐπειδὴ
ἦταν
μέτοχος μεγάλων ἐπιχειρήσεων
ποὺ
βρὶσκονταν
στὸ
ἐξωτερικό,
νὰ
μεταβεῖ
ἐκεῖ.
Μὲ τὴν
προσευχή του καὶ
πιστεύοντας πάντοτε στὴν
πανσωστικὴ
πρόνοια τοῦ
Θεοῦ,
πῆρε
τὴ
σύζυγό του
μαζί του. Σὲ
λίγο καιρὸ
ἡ νεαρὴ
σύζυγος ἄρχισε
νὰ
δυσαρεστεῖται.
Ὑποπτευόταν
ὅτι τὴν
πῆρε
μαζί του γιὰ
νὰ τὴ
χωρίσει ἀπὸ
τὸ
περιβάλλον της. Προσπάθησε νὰ
τὴν
καθησυχάσει ἀλλὰ
δὲν τὸ
κατόρθωσε. Ἡ
σύζυγός του μόνη της ἔφυγε
καὶ
ἐπέστρεψε
στὴν
Ἑλλάδα.
Θέλησε νὰ
ζήσει τὴν
ἐλευθερία
σύμφωνα μὲ
τὰ πάθη
καὶ τὶς
συνήθειες ποὺ
εἶχε
μάθει· κάποιοι, εἰδικοὶ
σ’ αὐτά,
τὴν
παρέσυραν καὶ
κατέληξε νὰ
ἐργάζεται
σὲ ἕνα
καζίνο ὡς
κοινὴ
γυναίκα.
Ὁ ἰδανικὸς
σύζυγος καὶ
ὁμολογητὴς
δὲν
ἔπαυσε
νὰ
προσεύχεται καὶ
νὰ
ἀγωνίζεται
πνευματικὰ
γι’ αὐτὴν
κάθε μέρα. Ἡ
προσευχή του ἢ
μᾶλλον
ἡ κραυγή
του πρὸς
τὸ Θεὸ
ἦταν
πάντοτε ἡ
ἴδια:
«Κύριέ μου, θὰ
ἐπιμένω
νὰ σὲ
ἐκβιάζω
γιὰ τὴ
σύζυγό μου. Τὸ
ἱερό
σου λόγιο ὅτι
«παρὰ
Κυρίου ἁρμόζεται
ἀνδρὶ
γυνή», δὲν
θὰ
σβήσει ποτὲ
ἀπὸ
τὸ εἶναι
μου. Ἄκουσε
τὴν
προσευχή μου, τὴ
δέησή μου, τὴν ἱκεσία
μου. Τί Κύριέ μου, ἂν
πλανήθηκε μία νεαρὴ
κόρη; Ἐγὼ
προσεύχομαι γι’ αὐτὴν
καὶ δὲν
θὰ παύσω
νὰ κλαίω
«ἐνώπιόν
σου ἡμέρας
καὶ
νυκτός». Θέλω τὴ
σύζυγό μου. Ἐγώ,
Κύριέ μου, τὴ
συγχωρῶ.
Ἐσὺ
δὲν θὰ
τὴ
συγχωρήσεις; Δὲν
θὰ τὴ
θεραπεύσεις; Πρὸς
τί, Πανάγαθε Δέσποτα ἡ
«ἄφατός»
σου κένωση; Δὲν
βγῆκες
ἀναζητώντας
τὸ
«ἀπολωλός»,
τὸ
«πεπλανημένο», τὸ
ἄρρωστο;
Ὁμολογῶ
μπροστὰ
στὴν
Παναγαθότητά σου ὅτι
δὲν θὰ
παύσω νὰ
σὲ
ἐνοχλῶ,
ἐὰν
δὲν μοῦ
ἐπιστρέψεις
τὴ
νόμιμη σύζυγό μου».
Συνέχισε, ὁ
ἥρωας
αὐτός,
γιὰ δύο
χρόνια νὰ
προσεύχεται, νὰ
κλαίει, ἐκβιάζοντας
τὰ
σπλάγχνα τοῦ
γλυκύτατού μας Σωτήρα Χριστοῦ.
Στὸ
διάστημα αὐτὸ
τῆς
ἐπιμονῆς
του
ἐνήργησε
ἡ Χάρις.
Ξύπνησε ἡ
κόρη ἀπὸ
τὸν
κατήφορο καὶ
τὴν
πτώση καὶ
ὁμολόγησε
μὲ
στεναγμοὺς
ὅτι
«τώρα πρέπει ὁ
Θεὸς
νὰ κάμει
ἄλλη
κόλαση, γιατί αὐτὴ
ποὺ
ὑπάρχει,
εἶναι
μικρὴ
γιὰ
μένα»! Μὲ
δειλία, χωρὶς
θάρρος, ἀποφάσισε
καὶ
ἔγραψε
ἕνα
γραμματάκι, στὸν
κλαίοντα σύζυγο: «Δὲν
τολμῶ
νὰ σὲ
ὀνομάσω
σύζυγο, γιατί δὲν
ἔχω
δικαίωμα, ἀλλὰ
ἂν
ἐπιστρέψω,
δὲν μὲ
δέχεσαι ὡς
ὑπηρέτρια;».
Μόλις πῆρε
αὐτὸς
τὸ
γράμμα γαλήνεψε καὶ
πίστεψε ὅτι
ἔφτασε
ἡ ὥρα
τοῦ
τέλους. Τῆς
ἁπαντᾶ
μὲ τὴ
φυσική του πάντοτε τρυφερότητα: «Ἀγάπη
μου, γιατί ἔχασες
τὸ
θάρρος σου; Δὲν
σὲ
ἔστειλα
ἐγὼ
γιὰ
διακοπὲς
καὶ
περιμένω μὲ
ἀγωνία
τὴ
σύζυγό μου, τὴν
ἀγάπη
μου, πότε θὰ
γυρίσει στὴν ἀγκαλιά
μου;».
Μετὰ τὴν
ἐπιστολὴ
πῆρε
τὸ
θάρρος καὶ
τοῦ
ἀπάντησε.
«Ἔρχομαι
σύντομα».
Συνεννοήθηκαν γιὰ
τὴν
ἡμέρα
τῆς
ἀφίξεως
καὶ τὴν
περίμενε στὸ
ἀεροδρόμιο.
Μόλις βγῆκε
αὐτὴ
καὶ τὸν
συνάντησε, ἔπεσε
κάτω καὶ
ἄρχισε
νὰ
κτυπιέται καὶ
νὰ
κλαίει γοερά. Τότε τὴν
πῆρε
στὴν
ἀγκαλιά
του καὶ
παρηγορώντας την
ἔφτασαν
στὸ
αὐτοκίνητό
τους. Τὴν
ἔβαλε
νὰ
καθίσει δίπλα του. Καὶ
ὅλο τὴν
παρηγοροῦσε,
πείθοντάς την
νὰ μὴ
θυμᾶται
τίποτα ἀπὸ
τὰ παλιὰ
καὶ ὅτι
«ἡ
μετάνοια ὅλα
τὰ
θεραπεύει, ἀφοῦ
θὰ
ἀγωνιζόμαστε
μαζί».
Μὲ αὐτὴ
τὴ
στοργὴ
καὶ
τρυφερότητα ἔφτασε
ἡ νύκτα.
Μόλις ἔκλεισε
τὰ μάτια
του, ὁ
ἥρωας
αὐτὸς
τῆς
αὐτοθυσίας
καὶ τῆς
ἀγάπης,
«ἠρπάγη
εἰς
θεωρίαν καὶ
ἀνῆλθε
μέχρι τρίτου οὐρανοῦ».
Δὲν
μποροῦσε
νὰ
περιγράψει καὶ
νὰ
διηγηθεῖ
ὅσα ἡ
θεία Χάρις τὸν
ἀξίωσε.
Εἶδε
τὶς
χορεῖες
τῶν ἁγίων,
τὰ
«μένοντα ἀγαθὰ
τῶν
σεσωσμένων» καὶ
ὅλη τὴ
θεία ἀγάπη
ποὺ τὸν
κρατοῦσε
σὲ
ἔκσταση.
Τότε πραγματικὰ
ἐλεεινολόγησα
τὴν
ἀθλιότητά
μου καὶ
εἶπα:
Καυχᾶσαι
μάταια, καλόγερε, γιὰ
τὴ ζωή
σου, ἐνῶ
αὐτὸς
μὲ μία
θυσία ἀνέβηκε
μέχρι «τρίτου οὐρανοῦ».
Ἰδοὺ
ἕνα
παράδειγμα καὶ
μία εἰκόνα
τοῦ
πραγματικοῦ
συζύγου καὶ
ἀνδρός.
Μετὰ,
αὐτὴ
ἡ κορούλα
ἀποδείχθηκε
ἡ
ἰδανικότερη
σύζυγος.
πηγή: Γέροντος Ἰωσὴφ
Βατοπαιδινοῦ,
«Συζητήσεις στὸν
Ἄθωνα»,
Ψυχωφελῆ
Βατοπαιδινὰ
13, σ. 141-164
http://www.pemptousia.gr/2011/06/%CE%B3%CE%AC%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%B3%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CE%B1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου