Την απάντηση του στην επιστολή του Μητροπολίτη
Περγάμου Ιωάννη έδωσε στη δημοσιότητα ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος
μαζί με μια παλαιότερη επιστολή που είχε αποστείλει στον Ιεράρχη του
Οικουμενικού Θρόνου, συμπρόεδρο εκ μέρους των Ορθοδόξων στην Μεικτή
Επιτροπή για τον Θεολογικό Διάλο μετά των Ρωμαιοκαθολικών. Τη
δημοσιοποίηση των επιστολών του συνοδεύει σημείωμα του Μητροπολίτη
Ναυπάκτου. "Μετά την σημερινή δημοσίευση της επιστολής του Σεβ.
Μητροπολίτου Περγάμου στο Διαδίκτυο, είμαι υποχρεωμένος και εγώ να
δημοσιεύσω την απάντησή μου, μαζί με την από 7-10-2009 επιστολή μου προς
τον ίδιο, η οποία αναφέρεται στο θέμα των Διαλόγων, το οποίο θίγει ο
Σεβασμιώτατος", αναφέρει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου.
Ακολουθούν το σημείωμα του Μητροπολίτη Ναυπάκτου καθώς και οι δύο επιστολές του:
Ακολουθούν το σημείωμα του Μητροπολίτη Ναυπάκτου καθώς και οι δύο επιστολές του:
Ο Μητροπολιτης
Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου
ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Ναύπακτος, 25 Σεπτεμβρίου 2012
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
Έλαβα
την από 17-9-2012 επιστολή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ.
Ιωάννη την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου με το Γραφείο Ταχυμεταφορών και
απήντησα στον Σεβασμιώτατο αυθημερόν με τον ίδιο τρόπο, ώστε να λάβη
την απάντησή μου την επομένη ημέρα, ήτοι το Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου.
Μετά
την σημερινή δημοσίευση της επιστολής του Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου
στο Διαδίκτυο, είμαι υποχρεωμένος και εγώ να δημοσιεύσω την απάντησή
μου, μαζί με την από 7-10-2009 επιστολή μου προς τον ίδιο, η οποία
αναφέρεται στο θέμα των Διαλόγων, το οποίο θίγει ο Σεβασμιώτατος.
Απλώς
θα ήθελα να προσθέσω, για την ιστορία του θέματος, ότι αμέσως μετά –τόν
Οκτώβριο 2009– η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, με πρόταση του Αρχιεπισκόπου
Ιερωνύμου, αφ' ενός μεν απέστειλε σε όλους τους Αρχιερείς τα έως τότε
κείμενα του Διαλόγου, αφ' ετέρου δε έγινε συζήτηση στην Ιεραρχία για το
συγκεκριμένο θέμα και εξεδόθη ένα πολύ σημαντικό κείμενο.
Και εγώ απηυχόμην την δημόσια διένεξη μεταξύ Ιεραρχών, αλλά όμως τα θέματα είναι θεολογικά και όχι προσωπικά.
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
επισυνάπτοται δυο επιστολές : η απο 21 Σεπτεμβρίου 2012 και η απο 7 Οκτωβρίου 2009
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ
ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Ναύπακτος, 21 Σεπτεμβρίου 2012
Σεβασμιώτατον
Μητροπολίτην Περγάμου
κ. Ιωάννην,
Αθήναι
Μητροπολίτην Περγάμου
κ. Ιωάννην,
Αθήναι
Σεβασμιώτατε,
Έλαβα σήμερα μόλις το από 17-9-2012 γράμμα σας και ευχαριστώ γιατί εκφράσατε με αυτό την άποψή σας. Και είναι σημαντικό να υπάρχη μεταξύ εν Χριστώ αδελφών συνεξήγηση και συζήτηση για θέματα θεολογικού ενδιαφέροντος. Γιατί, όπως γνωρίζετε, η θεολογία είναι υπόθεση σοβαρή και απαιτείται ενδελεχής μελέτη.
Στο συγκεκριμένο θέμα το οποίο θίγετε, ότι έγινε παραποίηση του κειμένου σας, θα ήθελα να σας βεβαιώσω ότι δεν είχα καμμία πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο. Βεβαίως, την φράση που επισημαίνετε «η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής» την αποδίδετε στους ανθρώπους, δηλαδή στην δυνατότητα επιλογής που γίνεται από τους ανθρώπους. Όμως, στο συγκεκριμένο κείμενό μου με ενδιέφερε πολύ και το τονίζω εμφαντικά, ότι η θέληση-βούληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, ενώ η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή –η οποία δεν υπάρχει στον Θεό, αλλά μόνο στους ανθρώπους– ανήκει στην υπόσταση-πρόσωπο. Αυτό είναι το καίριας σημασίας θέμα, ότι και στους ανθρώπους η βούληση δεν είναι επιλογή, αλλά όρεξη της φύσεώς τους. Η επιλογή συνδέεται με την προαίρεση.
Άλλωστε, η πρόταση με την οποία αρχίζει η συγκεκριμένη παράγραφος του κειμένου μου ερμηνεύει τα επόμενα. Γράφω εκεί: «Αυτό σημαίνει ότι οι απόψεις ορισμένων θεολόγων ότι δήθεν η ελευθερία του προσώπου έχει αξία διότι υπερβαίνει την αναγκαιότητα της φύσης, ότι η φύση συνδέεται με την ανάγκη και η βούληση με το πρόσωπο, δεν μπορούν να έχουν στηρίγματα στην πατερική θεολογία». Επίσης και η πρόταση η οποία κατακλείει την παράγραφο αυτή ερμηνεύει την πρόθεσή μου. Γράφω: «Και αυτό γιατί οι Πατέρες συνδέουν την θέληση-βούληση με την φύση, οπότε υπάρχει μία θέληση και βούληση στον Θεό, καθώς επίσης εντοπίζουν την διαφορά μεταξύ θέλησης-βούλησης και προαίρεσης. Βεβαίως, άλλο είναι το "θέλειν" και άλλο είναι το "πώς θέλειν"».
Επίσης, μελετώντας κανείς προσεκτικά την ανάλυση την οποία κάνετε του συγκεκριμένου χωρίου του Μ. Αθανασίου, μάλιστα δε σε συνδυασμό με όσα προηγούνται και όσα έπονται αυτού του χωρίου, φαίνεται ότι δημιουργείται ένας προβληματισμός, γιατί εκτός των άλλων, γράφετε: «ένα θέλημα είναι το θέλημα του Θεού γι' αυτό και συνδέεται με την μία φύση Του, με την μία ουσία: "καί έν εστι θέλημα, το εκ Πατρός εν Υιώ". Μπορεί να είναι ένα, αλλά δεν είναι χαρακτηριστικό της ουσίας. Μπορεί να είναι χαρακτηριστικό της ουσίας, αλλά δεν προέρχεται εκ της ουσίας» (δική μου υπογράμμιση).
Μέ βάση το παραπάνω κείμενο και επειδή θίξατε το ζήτημα της μεθόδου και μόνον, αντιστοίχως οφείλω να ομολογήσω ότι η συγκεκριμένη ερμηνευτική σας μέθοδος υπερβαίνει τα όρια του πατερικού πλαισίου, με την έννοια ότι οι Πατέρες δεν ήθελαν να κατοχυρώσουν την «ελευθερία του προσώπου έναντι στην αναγκαιότητα της φύσεως», πράγματα τα οποία εσείς θεωρείτε πολύ σημαντικά. Ωστόσο, ως Επίσκοπος αντιμετωπίζω τις συνέπειες μιας τέτοιας ερμηνευτικής μεταφοράς στο σήμερα, η οποία έχει πολύ συγκεκριμένες ποιμαντικές συνέπειες, οι οποίες ενδεχομένως υπερβαίνουν τις προθέσεις σας. Μπορώ να αναφέρω ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή την υποτίμηση της ησυχαστικής παραδόσεως, σε έναν βαθμό, ως ακυρωτικού της θρυλουμένης «ελευθερίας του προσώπου».
Μπορώ, λοιπόν, να αγνοήσω τέτοιες θέσεις, οι οποίες συχνά ερείδονται σε δικές σας ερμηνευτικές υπερβάσεις του πατερικού ιστορικοδογματικού πλαισίου για χάρη μας υπαρξιακής μεταφοράς στο σήμερα, έστω και αν αυτό δεν αφορά τις δικές σας αφετηριακές προθέσεις; Δεν νομίζετε ότι ως Επίσκοπος έχω χρέος να υπομνήσω κυρίως τί είπαν οι ίδιοι οι άγιοι Πατέρες και όχι πρωτίστως να τους μεταγράψω στο σήμερα, ειδικά μάλιστα όταν μια τέτοια μεταγραφή κομίζει βλαβερές πνευματικά προεκτάσεις, όπως αυτές που προανέφερα;
Πάντως, σε βιβλίο μου το οποίο θα δημοσιευθή λίαν προσεχώς, εντός του Οκτωβρίου, συμπεριλαμβάνεται και εκτενές κεφάλαιο, το οποίο αναφέρεται στο θέμα του προσώπου, της θελήσεως-βουλήσεως και της ελευθερίας του προσώπου.
Εξ άλλου, η παρατήρησή σας για την λανθασμένη παραπομπή σε τίτλο και σε σελίδα δεν συνιστά κάποια αβλεψία μου, γιατί έτσι έφθασαν στα χέρια μου οι σημειώσεις σας από τις παραδόσεις σας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δεν γνωρίζω που μπορώ να το αποδώσω.
Όσον αφορά τα περί «τού επισήμου θεολογικού διαλόγου μετά των Ρωμαιοκαθολικών» σας έχω αποστείλει τις απόψεις μου με επιστολή τον Οκτώβριο 2009, δεν έχω λάβει απάντησή σας, αλλά μπορείτε να την δημοσιο¬ποιήσετε. Δεν γνωρίζω, όμως, γιατί εμπλέκετε τα θέματα. Άν το επιθυμήτε, έχετε την δυνατότητα να απαντήσετε σε αυτούς που θεωρείτε ότι σας αδικούν.
Πάντως, Σεβασμιώτατε, θέλω να με πιστέψετε, δεν είχα πρόθεση να σας χαρακτηρίσω αιρετικό, όπως σαφώς υπονοείτε, παραθέτοντας κείμενο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, παρά το ότι έχω επισημάνει απόψεις σας που διαφοροποιούνται από την πατερική διδασκαλία, καί, βεβαίως, αφήνω ασχολίαστα τα περί «μωρού» και «γεένης», γιατί δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά μου.
Με την εν Χριστώ αγάπη
Έλαβα σήμερα μόλις το από 17-9-2012 γράμμα σας και ευχαριστώ γιατί εκφράσατε με αυτό την άποψή σας. Και είναι σημαντικό να υπάρχη μεταξύ εν Χριστώ αδελφών συνεξήγηση και συζήτηση για θέματα θεολογικού ενδιαφέροντος. Γιατί, όπως γνωρίζετε, η θεολογία είναι υπόθεση σοβαρή και απαιτείται ενδελεχής μελέτη.
Στο συγκεκριμένο θέμα το οποίο θίγετε, ότι έγινε παραποίηση του κειμένου σας, θα ήθελα να σας βεβαιώσω ότι δεν είχα καμμία πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο. Βεβαίως, την φράση που επισημαίνετε «η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής» την αποδίδετε στους ανθρώπους, δηλαδή στην δυνατότητα επιλογής που γίνεται από τους ανθρώπους. Όμως, στο συγκεκριμένο κείμενό μου με ενδιέφερε πολύ και το τονίζω εμφαντικά, ότι η θέληση-βούληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, ενώ η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή –η οποία δεν υπάρχει στον Θεό, αλλά μόνο στους ανθρώπους– ανήκει στην υπόσταση-πρόσωπο. Αυτό είναι το καίριας σημασίας θέμα, ότι και στους ανθρώπους η βούληση δεν είναι επιλογή, αλλά όρεξη της φύσεώς τους. Η επιλογή συνδέεται με την προαίρεση.
Άλλωστε, η πρόταση με την οποία αρχίζει η συγκεκριμένη παράγραφος του κειμένου μου ερμηνεύει τα επόμενα. Γράφω εκεί: «Αυτό σημαίνει ότι οι απόψεις ορισμένων θεολόγων ότι δήθεν η ελευθερία του προσώπου έχει αξία διότι υπερβαίνει την αναγκαιότητα της φύσης, ότι η φύση συνδέεται με την ανάγκη και η βούληση με το πρόσωπο, δεν μπορούν να έχουν στηρίγματα στην πατερική θεολογία». Επίσης και η πρόταση η οποία κατακλείει την παράγραφο αυτή ερμηνεύει την πρόθεσή μου. Γράφω: «Και αυτό γιατί οι Πατέρες συνδέουν την θέληση-βούληση με την φύση, οπότε υπάρχει μία θέληση και βούληση στον Θεό, καθώς επίσης εντοπίζουν την διαφορά μεταξύ θέλησης-βούλησης και προαίρεσης. Βεβαίως, άλλο είναι το "θέλειν" και άλλο είναι το "πώς θέλειν"».
Επίσης, μελετώντας κανείς προσεκτικά την ανάλυση την οποία κάνετε του συγκεκριμένου χωρίου του Μ. Αθανασίου, μάλιστα δε σε συνδυασμό με όσα προηγούνται και όσα έπονται αυτού του χωρίου, φαίνεται ότι δημιουργείται ένας προβληματισμός, γιατί εκτός των άλλων, γράφετε: «ένα θέλημα είναι το θέλημα του Θεού γι' αυτό και συνδέεται με την μία φύση Του, με την μία ουσία: "καί έν εστι θέλημα, το εκ Πατρός εν Υιώ". Μπορεί να είναι ένα, αλλά δεν είναι χαρακτηριστικό της ουσίας. Μπορεί να είναι χαρακτηριστικό της ουσίας, αλλά δεν προέρχεται εκ της ουσίας» (δική μου υπογράμμιση).
Μέ βάση το παραπάνω κείμενο και επειδή θίξατε το ζήτημα της μεθόδου και μόνον, αντιστοίχως οφείλω να ομολογήσω ότι η συγκεκριμένη ερμηνευτική σας μέθοδος υπερβαίνει τα όρια του πατερικού πλαισίου, με την έννοια ότι οι Πατέρες δεν ήθελαν να κατοχυρώσουν την «ελευθερία του προσώπου έναντι στην αναγκαιότητα της φύσεως», πράγματα τα οποία εσείς θεωρείτε πολύ σημαντικά. Ωστόσο, ως Επίσκοπος αντιμετωπίζω τις συνέπειες μιας τέτοιας ερμηνευτικής μεταφοράς στο σήμερα, η οποία έχει πολύ συγκεκριμένες ποιμαντικές συνέπειες, οι οποίες ενδεχομένως υπερβαίνουν τις προθέσεις σας. Μπορώ να αναφέρω ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή την υποτίμηση της ησυχαστικής παραδόσεως, σε έναν βαθμό, ως ακυρωτικού της θρυλουμένης «ελευθερίας του προσώπου».
Μπορώ, λοιπόν, να αγνοήσω τέτοιες θέσεις, οι οποίες συχνά ερείδονται σε δικές σας ερμηνευτικές υπερβάσεις του πατερικού ιστορικοδογματικού πλαισίου για χάρη μας υπαρξιακής μεταφοράς στο σήμερα, έστω και αν αυτό δεν αφορά τις δικές σας αφετηριακές προθέσεις; Δεν νομίζετε ότι ως Επίσκοπος έχω χρέος να υπομνήσω κυρίως τί είπαν οι ίδιοι οι άγιοι Πατέρες και όχι πρωτίστως να τους μεταγράψω στο σήμερα, ειδικά μάλιστα όταν μια τέτοια μεταγραφή κομίζει βλαβερές πνευματικά προεκτάσεις, όπως αυτές που προανέφερα;
Πάντως, σε βιβλίο μου το οποίο θα δημοσιευθή λίαν προσεχώς, εντός του Οκτωβρίου, συμπεριλαμβάνεται και εκτενές κεφάλαιο, το οποίο αναφέρεται στο θέμα του προσώπου, της θελήσεως-βουλήσεως και της ελευθερίας του προσώπου.
Εξ άλλου, η παρατήρησή σας για την λανθασμένη παραπομπή σε τίτλο και σε σελίδα δεν συνιστά κάποια αβλεψία μου, γιατί έτσι έφθασαν στα χέρια μου οι σημειώσεις σας από τις παραδόσεις σας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δεν γνωρίζω που μπορώ να το αποδώσω.
Όσον αφορά τα περί «τού επισήμου θεολογικού διαλόγου μετά των Ρωμαιοκαθολικών» σας έχω αποστείλει τις απόψεις μου με επιστολή τον Οκτώβριο 2009, δεν έχω λάβει απάντησή σας, αλλά μπορείτε να την δημοσιο¬ποιήσετε. Δεν γνωρίζω, όμως, γιατί εμπλέκετε τα θέματα. Άν το επιθυμήτε, έχετε την δυνατότητα να απαντήσετε σε αυτούς που θεωρείτε ότι σας αδικούν.
Πάντως, Σεβασμιώτατε, θέλω να με πιστέψετε, δεν είχα πρόθεση να σας χαρακτηρίσω αιρετικό, όπως σαφώς υπονοείτε, παραθέτοντας κείμενο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, παρά το ότι έχω επισημάνει απόψεις σας που διαφοροποιούνται από την πατερική διδασκαλία, καί, βεβαίως, αφήνω ασχολίαστα τα περί «μωρού» και «γεένης», γιατί δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά μου.
Με την εν Χριστώ αγάπη
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ
ΙΕΡΟΘΕΟΣ
ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ
ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Ναύπακτος, 7 Ὀκτωβρίου 2009
Σεβασμιώτατον
Μητροπολίτην Περγάμου
κ. Ιωάννην,
Αθήνας
Μητροπολίτην Περγάμου
κ. Ιωάννην,
Αθήνας
Σεβασμιώτατε άγιε Περγάμου,
Έλαβα την από 26ης Σεπτεμβρίου 2009 επιστολή σας και ευχαριστώ πολύ για την ενημέρωση την οποία μου κάνετε.
Κατ' αρχάς, όπως επανειλημμένως έχω δηλώσει, δέχομαι τον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων Ομολογιών, αρκεί βέβαια να γίνεται με τις θεολογικές, εκκλησιολογικές και κανονικές προϋποθέσεις. Αυτή είναι μια βασική αρχή, την οποία όλοι όσοι αγαπούν την Εκκλησία και αποβλέπουν στην ενότητα των Χριστιανών αποδέχονται.
Έπειτα, γνωρίζω ότι μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού από την συμπροεδρία «της Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών», εσείς, προκειμένου να αρχίση ο διάλογος, επισκεφθήκατε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, για να λάβετε την γνώμη τους στο κατά πόσον πρέπει να συνεχισθή ο διάλογος, παρά τις δυσκολίες που δημιουργούνται από την προκλητική δράση της Ουνίας. Ήμουν Συνοδικός Μητροπολίτης την περίοδο εκείνη (2002-2003) και μας είχε ενημερώσει ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Δεν γνωρίζω, όμως, τα όσα έγιναν στην συνέχεια.
Σαφέστατα, αποδέχομαι πλήρως τα όσα γράφετε στον επίλογο της επιστολής σας:
«Η ευθύνη όλων, μάλιστα δε των επισκόπων, των τεταγμένων υπό του Θεού να μεριμνούν δια την διασφάλισιν της κανονικής ενότητος του ποιμνίου των, είναι πελωρία. Το διακύβευμα είναι εκκλησιολογικόν: ποία η αυθεντία και το κύρος των συνοδικών αποφάσεων; Θα υπακούωμεν εις τας συνοδικάς αποφάσεις, ως πράττομεν ημείς βαλλόμενοι δια τούτο, η εις τους "ζηλωτάς" της Ορθοδοξίας; Υφίστανται Ορθοδοξία και δόγματα πίστεως άνευ συνοδικών αποφάσεων; Λάβετε, παρακαλούμεν, θέσιν επ' αυτού, πριν η οδηγηθώμεν εις πλήρη απαξίωσιν των συνοδικών αποφάσεων και διασπασθή το ποίμνιόν Σας ως εκ της τυχόν ολιγωρίας μας».
Πράγματι, «ταπεινώς και εν συναισθήσει επισκοπικής ευθύνης», όπως γράφετε και εσείς, θέλω να λάβω θέση στο θέμα αυτό, ώστε να μην κατηγορηθώ δια «τυχόν ολιγωρίαν».
Πιστεύω ακράδαντα ότι οι διάλογοι, όπως και η «διασφάλισις της κανονικής ενότητος» των ποιμνίων μας είναι «ευθύνη όλων, μάλιστα δε των επισκόπων». Όντως, «το διακύβευμα είναι εκκλησιολογικόν» και πρέπει να «υπακούωμεν εις τα συνοδικάς αποφάσεις», διότι δεν «υφίστανται Ορθοδοξία και δόγματα πίστεως άνευ συνοδικών αποφάσεων».
Όμως, στα σοβαρά αυτά θέματα έχω έντονους προβληματισμούς, όπως επίσης τους ίδιους προβληματισμούς έχουν και πολλοί άλλοι Ιεράρχες κατά πόσον είναι συνοδικές αποφάσεις. Εσείς ενεργείτε έχοντας υπ' όψιν σας τις αποφάσεις «όλων ανεξαιρέτως των αυτοκεφάλων και αυτονόμων Ορθοδόξων Εκκλησιών», αλλά η ελαχιστότητά μου ως Επίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως και άλλοι Ιεράρχες, δεν έχουμε την δυνατότητα να αποφασίσουμε σχετικώς, ούτε καν να ενημερωθούμε!
Και εξηγούμαι σαφέστερα.
Βρέθηκα στο Βουκουρέστι την ημέρα κατά την οποία συνεδρίαζε η Ιεραρχία του Πατριαρχείου Ρουμανίας για να λάβη απόφαση για το συγκεκριμένο θέμα. Επίσης, βρέθηκα στην Λευκωσία, όταν συνεδρίαζε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Κύπρου για να λάβη απόφαση για το κείμενο της Ραβέννας. Ασφαλώς το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Λυπάμαι, όμως, πολύ γιατί δεν έγινε παρόμοια συζήτηση στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αναζητούσα να μελετήσω το κείμενο της Ραβέννας και τελικά το βρήκα, μετά από πολύ χρόνο, από την Εκκλησία της Κύπρου (!), διότι δεν μας κοινοποιήθηκε το κείμενο για να το μελετήσουμε. Αναζητώ να μελετήσω το σχέδιο του κειμένου, που θα συζητηθή προσεχώς στην Λευκωσία, και δεν μπορώ να το βρω.
Στην Εκκλησία της Ελλάδος τα διορθόδοξα θέματα τα συζητάει η Επιτροπή Διορθοδόξων Σχέσεων, της οποίας όμως η συγκρότηση έγινε επί μακαριστού Χριστοδούλου με τον γνωστό τρόπο, χωρίς να συζητούνται και να λαμβάνωνται συγκεκριμένες αποφάσεις στην Ιεραρχία. Για τα θέματα άλλων Συνοδικών Επιτροπών λαμβάνονται αποφάσεις από την Ιεραρχία και υλοποιούνται από τις Συνοδικές Επιτροπές. Δεν γίνεται, όμως, το ίδιο με τα λίαν ευαίσθητα και λεπτά ζητήματα των διορθοδόξων και διαχριστιανικών σχέσεων.
Κατά την προετοιμασία για την σύνταξη του κειμένου της Ραβέννας η και άλλων κειμένων δεν υπήρξε συγκεκριμένη απόφασή μας στην Ιεραρχία. Δεν γνωρίζω ποιός έδωσε την σχετική κατεύθυνση στους εκπροσώπους της Εκκλησίας της Ελλάδος για το τι θα υποστηρίξουν, πάντως όχι η Ιεραρχία. Αλλά, και μετά την υπογραφή του κειμένου της Ραβέννας, δεν έγινε κάποια συζήτηση στην Ιεραρχία, ούτε καν μας κοινοποιήθηκε το κείμενο για να ενημερωθούμε και για να διατυπώσουμε την άποψή μας, αφού μάλιστα χρειάζεται η έγκριση των Ιερών Συνόδων. Το ίδιο συμβαίνει και για την προσεχή συνάντηση στην Κύπρο. Δεν γνωρίζω, όπως και πολλοί άλλοι Αρχιερείς, το σχέδιο που συντάχθηκε και δεν γνωρίζω ποιός καθόρισε την στάση την οποία θα τηρήσουν οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Όλα αυτά μας προβληματίζουν και διερωτώμεθα: Γιατί αυτή η μυστικότητα και ποιόν εξυπηρετεί; Εάν ως Επίσκοποι δεν ενημερωνόμαστε από τα Συνοδικά μας Όργανα, πως θα έχουμε άποψη και πως θα κατευθύνουμε με υπεθυνότητα τα μέλη του ποιμνίου μας, που ενδιαφέρονται για τα θέματα αυτά, και πως μπορούμε να ομιλούμε για υπακοή «εις τας Συνοδικάς αποφάσεις», και πως θα βοηθήσουμε «δια την διασφάλισιν της κανονικής ενότητος» του ποιμνίου μας;
Βεβαίως, η λειτουργία του συνοδικού πολιτεύματος μπορεί να ενεργήται καλώς σε επίπεδο διορθοδόξων σχέσεων –Προκαθημένων– όπως γράφετε στην επιστολή σας, αλλά τουλάχιστον ως προς το θέμα αυτό σε επίπεδο Ιεραρχών στην Εκκλησία της Ελλάδος επί μακαριστού Χριστοδούλου δεν λειτούργησε το συνοδικό πολίτευμα.
Κανείς δεν ζητά την γνώμη μας, κανείς δεν μας ενημερώνει για τα σοβαρά αυτά ζητήματα, και παρά ταύτα «είμαστε υποχρεωμένοι» να δεχόμαστε τις Συνοδικές αποφάσεις! Οι λαϊκοί καθηγητές, που συμμετέχουν στους διαλόγους, έχουν γνώμη για όλα τα ζητήματα και εμείς οι Επίσκοποι, που κατά τεκμήριο έχουμε μεγάλη ευαισθησία στην ορθόδοξη θεολογία και την ορθόδοξη εκκλησιολογία, ασκούμε απλώς ποιμαντική στις Επαρχίες μας και έχουμε κύρια ευθύνη για την κανονική ενότητα των ποιμνίων μας, παραμένουμε όμως στο «σκοτάδι» στα δογματικά και διορθόδοξα και διαχριστιανικά ζητήματα, όχι βέβαια με δική μας ευθύνη. Αυτό με οδήγησε στο να θέσω το θέμα στην πρόσφατη συνεδρία της Δ.Ι.Σ. Ελπίζω ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος θα αλλάξη αυτήν την επικρατήσασα μη κανονική τακτική.
Δεν είναι δυνατόν να γίνωνται συζητήσεις στις Θεολογικές Σχολές και αλλού για δογματικά και διορθόδοξα θέματα και η Ιεραρχία να τα αγνοή και να ασχολήται με διάφορα άλλα δευτερούσης σημασίας ζητήματα. Θεωρώ ότι η βάση της επισκοπικής διακονίας είναι η θεολογία και η εκκλησιολογία και, όμως, δεν έχουμε ούτε και στοιχειώδη ενημέρωση στην Ιεραρχία της Εκκλησίας για δογματικά, διορθόδοξα και διαχριστιανικά ζητήματα. Μια τέτοια νοοτροπία δημιουργεί προβληματισμούς σε πολλούς Αρχιερείς και βεβαίως είναι στην ουσία άρνηση του συνοδικού θεσμού, όπως υποστηρίζετε και εσείς στις μελέτες σας.
Ασφαλώς θα διερωτηθήτε γιατί τα γράφω αυτά σε Σας, αφού είναι εσωτερική υπόθεση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία δεν σας αφορά.
Αντιλαμβάνομαι ότι εσείς σε αυτό το θέμα δεν ευθύνεσθε. Εσείς έχετε τα κείμενα των αποφάσεων των Αυτοκεφάλων και Αυτονόμων Εκκλησιών και ενεργείτε βάσει αυτών. Ούτε ευθύνεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αντιλαμβάνεσθε, όμως, την δική μας θέση και τους έντονους προβληματισμούς που έχουμε. Είμαι βέβαιος ότι, εάν ήσασταν μέλος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, θα θέλατε να είχατε μια στοιχειώδη ενημέρωση και, οπωσδήποτε, θα θέλατε να συμμετείχατε στην λήψη αποφάσεων σε δογματικά, διορθόδοξα και διαχριστιανικά ζητήματα, όπως επίσης θα λυπόσασταν αν παραμένατε στο «σκοτάδι», όσον αφορά στα βασικά αυτά εκκλησιολογικά και θεολογικά ζητήματα. Δεν επιθυμώ να περιορισθώ μόνον στην Μητρόπολή μου και να παραμένω στο περιθώριο σε τέτοια ύψιστα θεολογικά και εκκλησιολογικά θέματα. Δεν είμαι Αρχιερεύς «δευτέρας ποιότητος» και αποστολής, αλλά ανήκω στην Εκκλησία και έχω ευθύνη για τα Συνοδικά, διορθόδοξα και διαχριστιανικά θέματα.
Στην Ιεραρχία του 2007, όπου καθορίσθηκε η συγκρότηση των Συνοδικών Επιτροπών, το όνομά μου δεν υπήρχε σε κάποια Συνοδική Επιτροπή, παρά μόνον ως δεύτερο αναπληρωματικό μέλος στην Επιτροπή Δογματικών και Κανονικών Ζητημάτων, ενώ άλλοι Αρχιερείς συμμετείχαν σε περισσότερες από μία Επιτροπές. Διαμαρτυρήθηκα στην Συνεδρίαση της Ιεραρχίας, γιατί δεν με συμπεριέλαβαν ως τακτικό μέλος σε κάποια Συνοδικό Επιτροπή –μάλλον με διέγραψαν και από κάποια Επιτροπή που ήμουν– και δήλωσα ότι παραιτούμαι και από αναπληρωματικό μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Κανονικών Ζητημάτων. Θεωρώ ότι υπήρξε μια σκοπιμότητα στην συγκρότηση των Συνοδικών Επιτροπών, πιθανόν από την στάση που τήρησα στο θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπέρ των δικαίων Του, κατά τις πρόσφατες εντάσεις.
Ασφαλώς αντιλαμβάνεσθε ότι δεν ασκώ κάποια κριτική στην επιστολή σας, αλλά εκφράζω τον προβληματισμό μου και την λύπη μου, γιατί δεν μας ενημερώνει επισήμως κανείς και δεν ζητά κανείς την άποψή μας για τα μείζονα αυτά ζητήματα της Εκκλησίας και, το κυριότερο, δεν λειτουργεί ουσιαστικά το συνοδικό πολίτευμα. Οπότε, το πεδίο είναι ευρύ για κάθε έναν που θέλει καλοπροαίρετα η μη να ενημερώνη μέρος του ποιμνίου μας η και μέρος της Ιεραρχίας και να κυοφορήται ένα «δυνάμει σχίσμα». Ποιός, όμως, ευθύνεται γι' αυτό; Τουλάχιστον η ελαχιστότητά μου θέλει να αποσείση αυτήν την «τυχόν ολιγωρίαν», όπως και εσείς γράφετε.
Εύχομαι ο Θεός να σας ενδυναμώνη στο έργο σας.
Με την εν Χριστώ αγάπη
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
Έλαβα την από 26ης Σεπτεμβρίου 2009 επιστολή σας και ευχαριστώ πολύ για την ενημέρωση την οποία μου κάνετε.
Κατ' αρχάς, όπως επανειλημμένως έχω δηλώσει, δέχομαι τον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων Ομολογιών, αρκεί βέβαια να γίνεται με τις θεολογικές, εκκλησιολογικές και κανονικές προϋποθέσεις. Αυτή είναι μια βασική αρχή, την οποία όλοι όσοι αγαπούν την Εκκλησία και αποβλέπουν στην ενότητα των Χριστιανών αποδέχονται.
Έπειτα, γνωρίζω ότι μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού από την συμπροεδρία «της Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών», εσείς, προκειμένου να αρχίση ο διάλογος, επισκεφθήκατε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, για να λάβετε την γνώμη τους στο κατά πόσον πρέπει να συνεχισθή ο διάλογος, παρά τις δυσκολίες που δημιουργούνται από την προκλητική δράση της Ουνίας. Ήμουν Συνοδικός Μητροπολίτης την περίοδο εκείνη (2002-2003) και μας είχε ενημερώσει ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Δεν γνωρίζω, όμως, τα όσα έγιναν στην συνέχεια.
Σαφέστατα, αποδέχομαι πλήρως τα όσα γράφετε στον επίλογο της επιστολής σας:
«Η ευθύνη όλων, μάλιστα δε των επισκόπων, των τεταγμένων υπό του Θεού να μεριμνούν δια την διασφάλισιν της κανονικής ενότητος του ποιμνίου των, είναι πελωρία. Το διακύβευμα είναι εκκλησιολογικόν: ποία η αυθεντία και το κύρος των συνοδικών αποφάσεων; Θα υπακούωμεν εις τας συνοδικάς αποφάσεις, ως πράττομεν ημείς βαλλόμενοι δια τούτο, η εις τους "ζηλωτάς" της Ορθοδοξίας; Υφίστανται Ορθοδοξία και δόγματα πίστεως άνευ συνοδικών αποφάσεων; Λάβετε, παρακαλούμεν, θέσιν επ' αυτού, πριν η οδηγηθώμεν εις πλήρη απαξίωσιν των συνοδικών αποφάσεων και διασπασθή το ποίμνιόν Σας ως εκ της τυχόν ολιγωρίας μας».
Πράγματι, «ταπεινώς και εν συναισθήσει επισκοπικής ευθύνης», όπως γράφετε και εσείς, θέλω να λάβω θέση στο θέμα αυτό, ώστε να μην κατηγορηθώ δια «τυχόν ολιγωρίαν».
Πιστεύω ακράδαντα ότι οι διάλογοι, όπως και η «διασφάλισις της κανονικής ενότητος» των ποιμνίων μας είναι «ευθύνη όλων, μάλιστα δε των επισκόπων». Όντως, «το διακύβευμα είναι εκκλησιολογικόν» και πρέπει να «υπακούωμεν εις τα συνοδικάς αποφάσεις», διότι δεν «υφίστανται Ορθοδοξία και δόγματα πίστεως άνευ συνοδικών αποφάσεων».
Όμως, στα σοβαρά αυτά θέματα έχω έντονους προβληματισμούς, όπως επίσης τους ίδιους προβληματισμούς έχουν και πολλοί άλλοι Ιεράρχες κατά πόσον είναι συνοδικές αποφάσεις. Εσείς ενεργείτε έχοντας υπ' όψιν σας τις αποφάσεις «όλων ανεξαιρέτως των αυτοκεφάλων και αυτονόμων Ορθοδόξων Εκκλησιών», αλλά η ελαχιστότητά μου ως Επίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως και άλλοι Ιεράρχες, δεν έχουμε την δυνατότητα να αποφασίσουμε σχετικώς, ούτε καν να ενημερωθούμε!
Και εξηγούμαι σαφέστερα.
Βρέθηκα στο Βουκουρέστι την ημέρα κατά την οποία συνεδρίαζε η Ιεραρχία του Πατριαρχείου Ρουμανίας για να λάβη απόφαση για το συγκεκριμένο θέμα. Επίσης, βρέθηκα στην Λευκωσία, όταν συνεδρίαζε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Κύπρου για να λάβη απόφαση για το κείμενο της Ραβέννας. Ασφαλώς το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Λυπάμαι, όμως, πολύ γιατί δεν έγινε παρόμοια συζήτηση στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αναζητούσα να μελετήσω το κείμενο της Ραβέννας και τελικά το βρήκα, μετά από πολύ χρόνο, από την Εκκλησία της Κύπρου (!), διότι δεν μας κοινοποιήθηκε το κείμενο για να το μελετήσουμε. Αναζητώ να μελετήσω το σχέδιο του κειμένου, που θα συζητηθή προσεχώς στην Λευκωσία, και δεν μπορώ να το βρω.
Στην Εκκλησία της Ελλάδος τα διορθόδοξα θέματα τα συζητάει η Επιτροπή Διορθοδόξων Σχέσεων, της οποίας όμως η συγκρότηση έγινε επί μακαριστού Χριστοδούλου με τον γνωστό τρόπο, χωρίς να συζητούνται και να λαμβάνωνται συγκεκριμένες αποφάσεις στην Ιεραρχία. Για τα θέματα άλλων Συνοδικών Επιτροπών λαμβάνονται αποφάσεις από την Ιεραρχία και υλοποιούνται από τις Συνοδικές Επιτροπές. Δεν γίνεται, όμως, το ίδιο με τα λίαν ευαίσθητα και λεπτά ζητήματα των διορθοδόξων και διαχριστιανικών σχέσεων.
Κατά την προετοιμασία για την σύνταξη του κειμένου της Ραβέννας η και άλλων κειμένων δεν υπήρξε συγκεκριμένη απόφασή μας στην Ιεραρχία. Δεν γνωρίζω ποιός έδωσε την σχετική κατεύθυνση στους εκπροσώπους της Εκκλησίας της Ελλάδος για το τι θα υποστηρίξουν, πάντως όχι η Ιεραρχία. Αλλά, και μετά την υπογραφή του κειμένου της Ραβέννας, δεν έγινε κάποια συζήτηση στην Ιεραρχία, ούτε καν μας κοινοποιήθηκε το κείμενο για να ενημερωθούμε και για να διατυπώσουμε την άποψή μας, αφού μάλιστα χρειάζεται η έγκριση των Ιερών Συνόδων. Το ίδιο συμβαίνει και για την προσεχή συνάντηση στην Κύπρο. Δεν γνωρίζω, όπως και πολλοί άλλοι Αρχιερείς, το σχέδιο που συντάχθηκε και δεν γνωρίζω ποιός καθόρισε την στάση την οποία θα τηρήσουν οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Όλα αυτά μας προβληματίζουν και διερωτώμεθα: Γιατί αυτή η μυστικότητα και ποιόν εξυπηρετεί; Εάν ως Επίσκοποι δεν ενημερωνόμαστε από τα Συνοδικά μας Όργανα, πως θα έχουμε άποψη και πως θα κατευθύνουμε με υπεθυνότητα τα μέλη του ποιμνίου μας, που ενδιαφέρονται για τα θέματα αυτά, και πως μπορούμε να ομιλούμε για υπακοή «εις τας Συνοδικάς αποφάσεις», και πως θα βοηθήσουμε «δια την διασφάλισιν της κανονικής ενότητος» του ποιμνίου μας;
Βεβαίως, η λειτουργία του συνοδικού πολιτεύματος μπορεί να ενεργήται καλώς σε επίπεδο διορθοδόξων σχέσεων –Προκαθημένων– όπως γράφετε στην επιστολή σας, αλλά τουλάχιστον ως προς το θέμα αυτό σε επίπεδο Ιεραρχών στην Εκκλησία της Ελλάδος επί μακαριστού Χριστοδούλου δεν λειτούργησε το συνοδικό πολίτευμα.
Κανείς δεν ζητά την γνώμη μας, κανείς δεν μας ενημερώνει για τα σοβαρά αυτά ζητήματα, και παρά ταύτα «είμαστε υποχρεωμένοι» να δεχόμαστε τις Συνοδικές αποφάσεις! Οι λαϊκοί καθηγητές, που συμμετέχουν στους διαλόγους, έχουν γνώμη για όλα τα ζητήματα και εμείς οι Επίσκοποι, που κατά τεκμήριο έχουμε μεγάλη ευαισθησία στην ορθόδοξη θεολογία και την ορθόδοξη εκκλησιολογία, ασκούμε απλώς ποιμαντική στις Επαρχίες μας και έχουμε κύρια ευθύνη για την κανονική ενότητα των ποιμνίων μας, παραμένουμε όμως στο «σκοτάδι» στα δογματικά και διορθόδοξα και διαχριστιανικά ζητήματα, όχι βέβαια με δική μας ευθύνη. Αυτό με οδήγησε στο να θέσω το θέμα στην πρόσφατη συνεδρία της Δ.Ι.Σ. Ελπίζω ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος θα αλλάξη αυτήν την επικρατήσασα μη κανονική τακτική.
Δεν είναι δυνατόν να γίνωνται συζητήσεις στις Θεολογικές Σχολές και αλλού για δογματικά και διορθόδοξα θέματα και η Ιεραρχία να τα αγνοή και να ασχολήται με διάφορα άλλα δευτερούσης σημασίας ζητήματα. Θεωρώ ότι η βάση της επισκοπικής διακονίας είναι η θεολογία και η εκκλησιολογία και, όμως, δεν έχουμε ούτε και στοιχειώδη ενημέρωση στην Ιεραρχία της Εκκλησίας για δογματικά, διορθόδοξα και διαχριστιανικά ζητήματα. Μια τέτοια νοοτροπία δημιουργεί προβληματισμούς σε πολλούς Αρχιερείς και βεβαίως είναι στην ουσία άρνηση του συνοδικού θεσμού, όπως υποστηρίζετε και εσείς στις μελέτες σας.
Ασφαλώς θα διερωτηθήτε γιατί τα γράφω αυτά σε Σας, αφού είναι εσωτερική υπόθεση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία δεν σας αφορά.
Αντιλαμβάνομαι ότι εσείς σε αυτό το θέμα δεν ευθύνεσθε. Εσείς έχετε τα κείμενα των αποφάσεων των Αυτοκεφάλων και Αυτονόμων Εκκλησιών και ενεργείτε βάσει αυτών. Ούτε ευθύνεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αντιλαμβάνεσθε, όμως, την δική μας θέση και τους έντονους προβληματισμούς που έχουμε. Είμαι βέβαιος ότι, εάν ήσασταν μέλος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, θα θέλατε να είχατε μια στοιχειώδη ενημέρωση και, οπωσδήποτε, θα θέλατε να συμμετείχατε στην λήψη αποφάσεων σε δογματικά, διορθόδοξα και διαχριστιανικά ζητήματα, όπως επίσης θα λυπόσασταν αν παραμένατε στο «σκοτάδι», όσον αφορά στα βασικά αυτά εκκλησιολογικά και θεολογικά ζητήματα. Δεν επιθυμώ να περιορισθώ μόνον στην Μητρόπολή μου και να παραμένω στο περιθώριο σε τέτοια ύψιστα θεολογικά και εκκλησιολογικά θέματα. Δεν είμαι Αρχιερεύς «δευτέρας ποιότητος» και αποστολής, αλλά ανήκω στην Εκκλησία και έχω ευθύνη για τα Συνοδικά, διορθόδοξα και διαχριστιανικά θέματα.
Στην Ιεραρχία του 2007, όπου καθορίσθηκε η συγκρότηση των Συνοδικών Επιτροπών, το όνομά μου δεν υπήρχε σε κάποια Συνοδική Επιτροπή, παρά μόνον ως δεύτερο αναπληρωματικό μέλος στην Επιτροπή Δογματικών και Κανονικών Ζητημάτων, ενώ άλλοι Αρχιερείς συμμετείχαν σε περισσότερες από μία Επιτροπές. Διαμαρτυρήθηκα στην Συνεδρίαση της Ιεραρχίας, γιατί δεν με συμπεριέλαβαν ως τακτικό μέλος σε κάποια Συνοδικό Επιτροπή –μάλλον με διέγραψαν και από κάποια Επιτροπή που ήμουν– και δήλωσα ότι παραιτούμαι και από αναπληρωματικό μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Κανονικών Ζητημάτων. Θεωρώ ότι υπήρξε μια σκοπιμότητα στην συγκρότηση των Συνοδικών Επιτροπών, πιθανόν από την στάση που τήρησα στο θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπέρ των δικαίων Του, κατά τις πρόσφατες εντάσεις.
Ασφαλώς αντιλαμβάνεσθε ότι δεν ασκώ κάποια κριτική στην επιστολή σας, αλλά εκφράζω τον προβληματισμό μου και την λύπη μου, γιατί δεν μας ενημερώνει επισήμως κανείς και δεν ζητά κανείς την άποψή μας για τα μείζονα αυτά ζητήματα της Εκκλησίας και, το κυριότερο, δεν λειτουργεί ουσιαστικά το συνοδικό πολίτευμα. Οπότε, το πεδίο είναι ευρύ για κάθε έναν που θέλει καλοπροαίρετα η μη να ενημερώνη μέρος του ποιμνίου μας η και μέρος της Ιεραρχίας και να κυοφορήται ένα «δυνάμει σχίσμα». Ποιός, όμως, ευθύνεται γι' αυτό; Τουλάχιστον η ελαχιστότητά μου θέλει να αποσείση αυτήν την «τυχόν ολιγωρίαν», όπως και εσείς γράφετε.
Εύχομαι ο Θεός να σας ενδυναμώνη στο έργο σας.
Με την εν Χριστώ αγάπη
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=10521
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου