Σελίδες

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Τό πνεῦμα τό ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές. β' μέρος

Δεῖτε ἐδῶ: α' μέρος

«Ἡ ζωή μας ἡ πνευματική, πῶς νά τό πῶ διέπεται ἀπό τρόπους. Καλά τό λέω; Ἔ, δηλαδή, χρειάζονται τρόποι, δηλαδή, σοῦ ἔρχεται νά αὐτό, ἄς ποῦμε τί πρέπει νά κάνεις, θά τ’ ἀφήσεις νά σέ βουτήξει νά σέ σφίξει; Χρειάζεται ἕνας τρόπος ἀλλά αὐτό τόν τρόπο δέν μπορεῖ νά τόν ἔχω κι’ ἐγώ κι’ ἐσύ κι’ ὁ ἄλλος κι’ ὁ ἄλλος. Εἶναι πάρα πολλοί οἱ τρόποι καί κάθε ἕνας εὐχαριστεῖται ἤ κατορθώνει νά κάνει ἕνα τρόπο γιά νά διώχνει τό ἀντίθετο, τάς ἐνοχλήσεις τοῦ ἀντιθέτου πνεύματος. Μέσα σέ ὅλους τούς τρόπους, εἶναι καί ἕνας τρόπος ἔ, πού λέγεται περιφρόνησις. Δηλαδή, βλέπεις ὅτι ἔρχεται κάποιος, δέν εἶναι ὁ Θεός, ὁ ἀντίχριστος, τό ἀντίθετο πνεῦμα ἔρχεται νά σέ βουτήξει, ἐσύ κάνεις ἔτσι..
δέν τό κοιτάζεις, δέν τρομοκρατεῖσαι, δέν σφίγγεσαι, δέν κάνεις ἔτσι νά τό βγάλεις ἀπό μέσα σου, ἀλλά κάνεις ἀνοίγεσαι, κάνεις ἔτσι. Δηλαδή πῶς νά ποῦμε, ἐνῶ ἔρχεται τό ἀντίθετο, ἐσύ ἀνοίγεις τάς ἀγκάλας σου, ἀνοίγεις τά χέρια σου στό Χριστό. Ἔ, πῶς ἄς ποῦμε τό παιδάκι πού βλέπει κάποιο θηρίο, κάποιο σκύλο, κάποιο ἄγριο, ἔρχεται, οὐάα μπαμπάα καί τρέχει κι’ ἀγκαλιάζει τό μπαμπά του, κι’ ὅταν τόν πλησιάζει δέν φοβεῖται. Ἔ, λοιπόν, αὐτό εἶναι ἕνας τρόπος, ἀλλά αὐτός ὁ τρόπος πού φαίνεται τόσο εὔκολος, δηλαδή, αἰσθάνεσαι ὅτι ἔρχεται νά σέ καταλάβει, ἔ, δές τί πρέπει νά γίνει, μοῦ εἶπε ὁ γέροντας νά περιφρονῶ τό λογισμό αὐτόν καί πᾶς νά τόν περιφρονήσεις. Ὄταν τό καταλάβει ἐκεῖνος, ἀμέσως σέ βουτάει, σέ σφίγγει, σέ καθηλώνει καί κάνεις ἐκεῖνο πού θέλει αὐτός, ὄχι αὐτό πού θέλεις ἐσύ, μέ καταλάβατε; Τότε, ταλαίπωρος ἐγώ ὁ ἄνθρωπος, τί πρέπει νά κάνω; Τό μυστικό εἶναι πῶς μποροῦμε νά εἴμαστε, ἄ ὅμως πρέπει νά εἴμαστε κι’ ἄξιοι. Πῶς μποροῦμε μέ τή θεία χάρη νά κάνουμε αὐτό, τό ἄνοιγμα, ὀπότε «καί ἐζήτησε αὐτόν καί ὄχι… ὁ τόπος αὐτού» Ὡραῖα, αὐτό ἄμα τὄχετε ἀκούσει καμμιά φορά νά ἰδοῦμε πού εἶναι, νά δοῦμε καί τήν ἐξήγησή του. Ἄ, δέν μπορεῖς νά τό βρεῖς; Ἄντε βρές το…
Αὐτό, δέν ὑπάρχει πολλή ἐργασία, αὐτό δέν ἔχει, ὁπότε ἄμα γύρεις λίγο πρός τά πίσω, τότε τάκ, κοιμᾶσαι κι’ὅλας, πᾶν καί τά ψαλτήρια, πᾶν καί οἱ κανόνες, καί ἡ θεία Λειτουργία, εἶναι μία μεγάλη παγίδα τοῦ σατανᾶ γιά τούς ἀνθρώπους πού λατρεύουν τό Θεό. Τούς θέλει σέ μία τέτοια κατάσταση καί τά χάνουν ὅλα καί τοῦ λένε, δέν μπορῶ, στήν ἐκκλησία ἀποκοιμιέμαι, εἶναι ἕνα εἶδος χαυνότητος πού ὁ ἄνθρωπος πράγματι τά χάνει, ἀλλά εἶναι πειρασμική ἐνέργεια αὐτή παιδιά, μεγάλη πειρασμική ἐνέργεια λοιπόν καί ὁ λογισμός ὁ ἀντίχριστος ὅταν δεῖς τό ἀντίθετο πνεῦμα νά ἔρχεται νά σέ ἐμποδίσει ἀπό τήν πνευματική αὐτή ἐργασία πού κάνεις πρέπει νά στρέφεσαι ὅπως εἴπαμε ἔτσι, ἔ, ν’ ἀνοίξεις, ν’ ἀνοίξεις αὐτό εἶναι πού λέμε, ἄν δέν κατορθώσεις, ἄν δέν κατορθώσεις ἀμέσως νά γίνει αὐτό τά πρᾶγμα, σέ βούτηξε καί ἐφόσον θά προσπαθεῖς νά τό διώξεις αὐτός θά σ’ἔχει συλλάβει ἔτσι ἀπ’ τ’ αὐτί, ἐκεῖ, ἐδῶ θά πᾶς. Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος, τὄχετε ἀκούσει αὐτό ἔ, βοηθεῖστε με ὅμως «ἐζήτησα αὐτόν καί ὄχι βρέ αὐτό» ἐν πάσει περιπτώσει, εἶναι ἕνα μυστικό, δηλαδή, αἰσθάνεσαι ὅτι θά ἔρθει αὐτό καί κάνεις ἔτσι, ἀμέσως, πρέπει νά προλάβεις νά κάνεις ἔτσι, νά, νά σᾶς πῶ ἕνα δικό μου. Μιά μέρα ἔχω ἐδῶ ἕνανε ὁ ὁποῖος δέν μοῦ κάνει ὑπακοή καθόλου, λοιπόν, καί μιά μέρα τοῦ λέω, ἄκουσε παιδί μου θά κάνεις αὐτό, λέει, ὄχι δέν μπορῶ νά τό κάνω, λέω, σέ παρακαλώ κάντο πρός χάριν μου, κάνει κάποια ἀνάγκη νά μοῦ κάνεις, καταλάβατε; Καί ἐκεῖ λοιπόν πού τοῦ ἔλεγα αὐτό, μοῦ λέει, αὐτό δέν τό ἐπιτρέπει ἡ ἐπιστήμη, δέν εἶναι ἔτσι πού τό λές, δέν μπορῶ νά τό κάνω, ἡ ἐπιστήμη τό λέει ἔτσι. Τοῦ λέω, βρέ παιδί μου τήν ἐπιστήμη θά κοιτάξομε τώρα; Κάνε μιά ὑπακοή σέ μένα! Ὄχι δέν μπορῶ, κείνη τή στιγμή λοιπόν, νικήθηκα καί μοῦ ἦρθε νά ἀγανακτήσω, ἀλλά ἐκεῖ πού πήγε νά μέ κάνει ἔτσι γιά νά ἀγανακτήσω, ἔκανα ἔτσι, Θεέ μου συγχώρεσέ με καί δός φώτιση στόν ἄνθρωπό σου, τήν ψυχή πού τήν κατέχει ὁ πειρασμός, ἄρχισα νά προσεύχομαι καί νά συγκινοῦμαι, δηλαδή τό μυστικό εἶναι, ἐκεῖ πού ἦταν νά ξεσπάσει ἔτσι τό πρόλαβα καί δέν ὀργίστηκα. Εἶναι δική μου αὐτή ἡ… αὐτή, θέλω νά πῶ ἡ πείρα, πῶς νά τό πῶ; κακό εἶναι πού τά λέω τώρα. Ἕνας τρόπος εἶναι. Κακό εἶναι πού τό λέω. Τί εἶναι αὐτά πού λέω, δέν εἶναι σωστά. Σωστά εἶναι, γιά δέν εἶναι σωστά; Μπορεῖ νά τό πεῖ κανείς; Ὅτι πῆγα νά πάθω αὐτό καί μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου τό γλύτωσα καί τὄκανα ἔτσι; Τό μετέτρεψα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἀμαρτία; Ἔ, ἐγώ, νά σᾶς πῶ, ἀσχολούμουνα μέ τήν ὑπακοή, ἔχω στερηθεῖ ἀπό διαβάσματα, μόνο μές στήν ἐκκλησία, ἐκεῖ. Δέν ἔχω διαβάσει τούς συναξαριστάς, τό …. Μοῦ εἴχανε βάλει καί διάβαζα, ἀλλά θέλω νά σᾶς πῶ ὅτι, ἔ, δέν ἤξερα πατέρες, ὅτι ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ἔχει τόσα συγγράμματα, ὁ Ἅγιος Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μέ ἀκοῦτε; Καί τώρα ἔμαθα ὅτι ἔχουνε βγεῖ τά συγγράμματα καί ὅτι ὑπάρχουν. Τότε ποῦ, στά ἀσκητήρια τῶν Καυσοκαλυβίων εἴχαμε αὐτά τά.. τούς βίους τῶν Ἁγίων τούς Συναξαριστάς τοῦ.., κάτι ἔ, τέτοια πράγματα, ἐρμηνεῖες ἄς ποῦμε. Ἰδίως ἐκεῖ εἴχαμε …… κάτι τέτοια.
Ἔ, τώρα νά μή μοῦ φύγει αὐτό τό θέμα νά πῶ Ἄ, ναι, τώρα ἐγώ εἶμαι καί τυφλός καί οὔτε καί μπορῶ νά διαβάσω. Λοιπόν, καί
ἀπό τή λαχτάρα πού εἶχα, παράγγειλα, ἔτυχε ἕνας καλός χριστιανός μάλλον, ἐκεῖ, μοῦ ἔφερε τούς πατέρας κι’ ἔφτιαξα μιά βιβλιοθήκη, ἔτσι βάλαμε ἐκεῖ πέρα τά συγγράμματα τῶν πατέρων, Χρυσοστόμου, Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου.. ξέρω καί γώ, ἐκεῖ εἶναι, ἔ λοιπόν ἀκοῦτε καί τά ἔβαλα ἐκεῖ καί χαίρομαι ἔτσι νά λέγω ὅτι ἔχω ἐδῶ τούς πατέρας καί ἰκανοποιοῦμαι φυσικά χωρίς νά ξέρω τί λένε. Τί κρυμμένοι θησαυροί, ἀλλά, ἔ, ἔβαλα ὅμως νά μοῦ διαβάσουνε ἕναν βίο τοῦ Ἁγίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τώρα τά Χριστούγεννα, τῶν Θεοφανείων, λοιπόν καί μοῦ διαβάσανε, δέν ἀντέχω καί πολύ στό διάβασμα, ἄκου, τό μυαλό μου κουράζεται διότι δέν στέλνει ἡ καρδιά μου αἷμα ἐπάνω νά πάρει δύναμη τό μυαλό, πῶς νά σᾶς πῶ, ὀξυγόνο, πῶς τό λένε, λοιπόν καί θέλω νά σᾶς πῶ, θέλω νά σᾶς πῶ παιδιά ἕνα πολύ σπουδαῖο. Τούς ἔβαλα καί μοῦ διαβάσανε καί ἐκεῖ σ’ ἕνα σημεῖο ἔλεγε ὅτι, θά μέ ἀκούσετε; ἔλεγε μέσα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Νά μέ ἀκούσετε ἀδελφοί μου, ἐγώ σᾶς μιλάω μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ αὐτή τή στιγμή, τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέ φωτίζει καί θά σᾶς πῶ αὐτά πού θά σᾶς πῶ τώρα. Λοιπόν, καί ὅταν τό ἄκουσα, πώ πώ λέω πῶς τά λέει! Καί ὅταν λοιπόν ἄνοιξα λίγο ἔτσι καί συνέχισα λίγο παρακάτω καί παρακάτω εἶπε καί κάτι ἄλλο, τότε αἰσθάνθηκα, τί μεγάλη ταπείνωση πού εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πολύ μεγάλη ταπείνωση, διαβάστε παιδιά, πάρτε τό βιβλίο του καί δέστε πού λέει αὐτό τό πρᾶγμα καί θά δεῖτε τί ταπείνωση πού ἔχει αὐτός καί ὅμως στήν ἔκφρασή του παρουσιάζεται μέ ἕναν ἐγωισμό τάχα, πού δέν εἶναι καθόλου ἐγωισμός εἶναι μία ἁπλότητα καί μία μεγάλη ταπείνωση καί ἁγιοσύνη πού ἔχει καί τά λέει μέ τόσο, ἔτσι, ἁπλό τρόπο. Καί μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση αὐτό τό πρᾶγμα, βέβαια, στόν Ἅγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο τώρα τίς καλές μέρες ἦταν ἤ στά Θεοφάνεια ἤ στό Πάσχα, δέν θυμᾶμαι, τὄχετε ἀκούσει; Ναί ἀλλά ἐκεῖνο τό μυστήριο, ἐκεῖνο μοὔκανε ἐντύπωση. Τώρα πού τά λέμε ἐδῶ τό θυμήθηκα…. Μέ φέρνουνε πολύ συγκίνηση. Ἄλλη φορά· νά ἔρθω πάνω. Τώρα τό καλοκαίρι εἶναι καλά ἀλλά τό χειμῶνα ἐκεῖ πέρα πρέπει νά ἔχω σόμπα. Λοιπόν, ἔτσι, χάρηκα πολύ πού ἤρθατε, αἰσθάνθηκα ἔτσι τοῦ Μοναστηριοῦ σας τή χάρη καί τήν ἀγάπη. Τάς ταπεινάς μου εὐχάς στόν Γέροντα, εὐχαριστῶ πάρα πολύ καί πηγαίνετε ἔτσι μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί στό διακόνημά σας, νά προλάβετε οἱ ἄνθρωποι νά προσκυνήσουν, νά πάρουν δύναμη ἀπ’ τόν Τίμιο Σταυρό. Ἡ Χάρις τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἡ ἀείτητος, καί ἀκατάληπτος και θεία δύναμις τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ μή ἐγκαταλείψει ἡμᾶς τούς ἀμαρτωλούς κι’αὐτό πού σᾶς εἶπα, ἄν θέλετε, νά τό φυλάξετε, μεγάλη ὑπόθεση εἶναι. Δηλαδή νά τὄχετε στήν ἀκολουθία, καί νά ἀκοῦτε τά μεγαλεῖα πού εἶναι μέσα στούς κανόνας τῶν μεγάλων ποιητῶν πού ἔχουνε φτιάξει τούς κανόνας τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὀσίων, τῶν Προφητῶν. Ἀκοῦστε τούς κανόνας νά δεῖτε τί ὡραῖα πράγματα πού λέγουν. Ποὔναι τά συνθήματα καί ὅλα τά ἄλλα τά παιδικά, ἐκεῖ μέσα εἶναι θησαυροί, θησαυροί, βάθος καί σοφία καί γνώσεως Θεοῦ. Τό παραδέχεσθε; Ἔ, πάρτε διαβάστε κανόνες, ἔτσι, μόνοι σας. Πάρτε, ἐκεῖ, κανόνες καί διαβάστε νά δεῖτε τί ὡραῖα πράγματα.
Ἔ νά, ποῦ ἀλλοῦ, ἡ ψυχή σας θά ἐφρανθεῖ, μέσα σ’ αὐτά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καί ὅταν τά διαβάζετε σιγά, σιγά θά ἔρθει ἡ χάρις, κι’ ὅταν ἔρθει ἡ χάρις, τότε σάν τόν Ἀπόστολο πού ἔλεγε «ὁ ταλαίπωρος ἐγώ ἄνρωπος» ἀλλά ὅταν ἦρθε ἡ χάρις πᾶνε ὅλα, πρωτύτερα ἤτανε, δέν μποροῦσε νά κάνει τό καλό, ἤτανε ἀνίκανη ἡ ψυχή του νά κάνει τό καλό, πήγαινε νά κάνει τό καλό καί ὅμως ἔκανε τό κακό «ὁ οὐκ ἐγώ θέλω τοῦτο ποιῶ» τό θυμόσαστε; ἔ, ἀλλά μετά ὅμως, ἔτσι ὅπως πήγαινε σιγά-σιγά ἦρθε ἡ Χάρις. Δέν ξέρω ἀλλά θά πῶ μιά λέξη, ἐνέσκυψε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα στίς ψυχές του, μές στήν ψυχή του ἐνέσκυψε ἡ Χάρις, ὁ Χριστός καί τότε ἄρχισε νά φωνάζει «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμεί Χριστός, ἐμεί δέ τό ζεῖν Χριστός.» Πάει, ἐμπῆκε μέσα στήν ἐπουράνιο, στήν ἐπίγειο Ἐκκλησία, στήν ἄκτιστη ἐπίγειο Ἐκκλησία πλέον καί δέν πτοεῖ αὐτόν οὔτε θάνατος οὔτε τίποτα. Εἶχε ἑνωθεῖ μέ τό Χριστό. Καί τότε φώναζε μέ μεγάλη χαρά γι’ αὐτό τό πρᾶγμα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, τό φώναζε, ὅπου κι’ ἄν πήγαινε τό φώναζε. Παιδιά θά σᾶς πῶ, προτύτερα ἐταλάνιζα τόν ἑαυτό μου, δέν μποροῦσα, ἤθελα νά κάνω τό καλό κι’ ὅμως ἔκανα τό κακό, ἤμουν ἀνίκανος νά πράξω τό καλό, δέν μποροῦσα. Τώρα ὅμως παιδιά μου τό ἀντίθετο ἔγινε. Εἶμαι ἀνίκανος, κατέστην ἀνίκανος νά κάνω τό κακό, δέν μπορῶ νά τό κάνω, δέν μπορῶ νά κάνω τό κακό τώρα. Ἀνίκανος προτύτερα νά κάνω τό καλό, ἀνίκανος τώρα νά κάνω τό κακό, δέν μπορῶ, ἔ πῶς μποροῦμε νά τό ποῦμε, ἔμ δέν πάει, ἀντιστράφησαν οἱ ὄροι, νά, τότε ἀνίκανος νά κάνει τό καλό, τώρα μέ τό Χριστό πού ἦρθε μέσα του, ἔγινε ἔνθεος ἡ ψυχή του πλέον, δέν μποροῦσε δέν εἶναι νά τοῦ πεῖ, «πάρε μισό ἐκκατομύριο ἐδῶ ἄνθρωπε, ὑπέγραψε δῶ,» ναι, δέν πιάνει, δέν πάει, δέν μπορεῖ νά τό κάνει, μέ καταλαβαίνετε, δέν μπορεῖ νά τό σκεφθεῖ, δέν μπορεῖ, δέν μπορεῖ νά τό βαστήξει μέσα αὐτό τό ἀντίθετο, μέ καταλάβατε, ἔ; Δέν μποροῦσε, δηλαδή θέλω νά πῶ, πού λέμε, δύσκολα. Δέν εἶναι δύσκολα παιδιά αὐτά πού λέει τό Εὐαγγέλιο κι’ αὐτά πού θέλει ὁ Χριστός, εἶναι ὅλα ὄχι δύσκολα, εὔκολότατα ὅλα, ὅλα. Ὁ γάρ ζυγός μου Χριστός, πῶς τό λέει ἕνα ἄλλο, λέει «καί αἱ ἐντολαί Αὐτοῦ..» τί, ἔτσι τό λένε αὐτοί παραμύθια εἶναι; ἔ δέν εἶναι παιδιά, εἶναι ὅλα εὔκολα καί ὅλα χαρούμενα κι’ ὅλα.. εἶπαν ἐκεῖνο «ἐπιποθεῖ καί ἐκλίπει ἡ ψυχή μου εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου» λιώνει ἡ ψυχή μου στήν ἀγάπη σου Χριστέ μου. Κι’ ἀκοῦς ἐκεῖ πέρα κάτι λέξεις, ὅτι «τιτρώσκομαι, τιτρώσκομαι τῆς Σῆς ἀγάπης» ἐγώ δέν ξέρω ἄν τά λέω καί καλά, διότι δυστυχῶς δέ, ἐκεῖ πέρα ἔμαθα καί διαβάζω ἐγώ, εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, δέν ἤξερα νά διαβάζω, ἤξερα καί συλλάβιζα μόνον ὅταν πῆγα, εἶχα πάει πολύ μικρός,ἔ,
- Πόσο χρονῶν γέροντα;
- Δώδεκα μέ δεκατρίω χρονῶν.
- Καί φύγατε πόσο χρονῶν
- Ἔ, ἔφυγα, νά εἴκοσι χρονῶν
Ἀρρώστησα κι’ ἔφυγα, ἀλλιῶς δέν ἔφευγα. Μάζευα σαλιγκάρια καί ἄστα ἀπό κεῖ τήν ἔπαθα.
Τί ἤθελα νά πῶ, αὐτά ἤτανε παιδιά μου. Αὐτό εἶναι, νά μ’ ἀξιώσει ὁ Θεός νά ἔρθω, νά μπῶ ἐκεῖ μέσα, νά αἰσθανθῶ ἔτσι αὐτό τό μεγαλεῖο. Ὅταν μπαίνετε μέσα, ἀνοίγει ἡ ψυχούλα σας ἔτσι στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖτε ἐκεῖ πέρα, ναί, θέλω νά πῶ ὅτι ἐκεῖ δέν μπορεῖς, ἄμα μπεῖς μέσα, κι’ ἔχεις ἐπίγνωση κι’ ἔχεις ἀγάπη Θεοῦ, δέν μπορεῖς, ἐκεῖ ἄρρωστος καί νά εἶσαι σέ καθηλώνει ἐκεῖ ὁ ἁγιασμός, σέ καθηλώνει. Τόσες ψυχές πού ἁγιασμένες πού προσηύχοντο, πού, ναι, ἀλλά τί νά κάνετε ἐκεῖ πάνω, γιά μεταμόρφωση, ἄμα πᾶτε, ἀνοίγετε τά χεράκια σας καί πέστε νά μέ συγχωρέσει ὁ Κύριος κι’ ἐμένα τόν ταπεινό ἐκεῖ μέσα ποὖναι τόσο ἁγιασμένος ὁ τόπος, καλά δέν τό λέω; Εἷναι πολύ ἁγιασμένο τό Μοναστήρι σας. Ὅλα τά Μοναστήρια εἶναι ἁγιασμένα, ἀλλά δέν ξέρω αὐτό τά αἰσθάνομαι πολύ. Ἔχει, μιά φορά παλαιά, ἤτανε ἄνθρωπος καλός ἐκεῖ ποὔχε μαζέψει ψυχές ἐκλεκτές, οἱ ὁποῖες ἔχουνε πάει ἐκεῖ πάνω τώρα στό κοιμητῆρι. Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἄντε στό καλό τώρα.


Πηγή: Τό βιβλίο: «Θαυμαστά γεγονότα  καί συμβουλές τοῦ Γέροντος Πορφυρίου, Ἐκδόσεις, Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου