Σελίδες

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Ὁ γέροντας Γεώργιος Λαζάρ. Μέρος Α'

Ὁ γέροντας Γεώργιος Λαζάρ (1846-1916)
 Ἁγιασμένες μορφές τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμάνικης Ἐκκλησίας

π.Ἰωαννίκιος Μπάλαν


" Ὁ Γέροντας Γεώργιος Λαζάρ ἀπό τήν Πιάτρα Νεάμτς" ἔτσι ὅπως τόν ἔλεγαν οἱ γέροντες ἐκείνου τοῦ τόπου, ἦτο γνωστός ἀπό πολύ κόσμο  τόσο στήν περιοχή τοῦ Νεάμτς, ὅπου ἔζησε τήν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του, ὅσο καί ἀπό ἀρκετούς ἐραστές τοῦ Θεοῦ τῆς Ρουμανίας, ἐπισκόπους, Πνευματικούς, ἱερεῖς, μοναχούς, γέροντες καί παιδιά, ζητιάνους καί χῆρες.

Ακόμη τόν ἐγνώριζαν καί μιλοῦσαν γι' αὐτόν, ὅτι ἦτο ἕνας ἀληθινός ὅσιος τῶν ἡμερῶν μας, καί ἀρκετοί ξένοι ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους, ὅπως ἀρχιερεῖς, ἡγούμενοι καί μοναχοί ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.
Ὅλοι τόν ἐσέβοντο, τόν ἀνεγνώριζαν σάν ἕνα μεγάλο ἀγωνιστή, τοῦ ζητοῦσαν πνευματικές συμβουλές, τόν τιμοῦσαν, τοῦ ἄνοιγαν δρόμο νά περάση, διότι, διά τῆς ὁσίας ζωῆς του, πού ἦτο παρόμοια μέ τήν ζωή τῶν παλαιῶν Ὁσίων τῆς 'Εκκλησίας μας, ἐξέπληττε ὅλους τούς συγχρόνους του.Ποιός ἦτο λοιπόν "ὁ Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ;  Ποῦ γεννήθηκε; Σέ ποιό τόπο τελειώθηκε; Ποιά ἦσαν τά θαυμαστά του ἔργα, τά ὁποῖα προέτρεπαν τούς πιστούς νά θέτουν τό γέρο-Γεώργιο στήν σειρά τῶν Ἁγίων; Ἰδού μερικές ἐρωτήσεις πού μᾶς ὐποβλήθηκαν ἀπό πολλά τέκνα τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας μας, στά ὁποῖα θά προσπαθήσω νά τούς ἀπαντήσω, μέ τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
'Από τήν ἀρχή εἶναι ἀναγκαία μία μαρτυρία. Ὁ Γέρο-Γεώργιος ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τόν λαό μας σάν ἕνας ἀληθινός ἅγιος τοῦ αἰῶνος μας. Διά τῆς ζωῆς του ἀνεστάτωσε πνευματικά τίς καρδιές πολλῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία μας θά ἠμποροῦσε νά τόν ἀναγνωρίση ἐπίσημα ἅγιό της ὁποιαδήποτε στιγμή καί θά περνοῦσε στήν σειρά τῶν ἁγίων τοῦ Ρουμανικοῦ μας Ἔθνους.
Γι᾿αὐτό ἀναλαμβάνουμε τήν ὑποχρέωσι νά ἐκθέσουμε, ὅσο πληρέστερα ἠμποροῦμε τά γεγονότα καί τίς χρονολογίες σχετικά μέ τήν ζωή του, γιά νά ἐξαλείψουμε ὁποιοδήποτε ἴχνος ὑπερβολῆς καί ἀναληθείας.
Ὁ Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ γεννήθηκε στήν κοινότητα Σουγκάγκ τοῦ νομοῦ Ἄλμπα (παλαιότερα ἐλέγετο νομός Σέμπες-Ἄλμπα) τό ἔτος 1846. Εἶχε ἀκόμη δύο ἀδελφούς, τόν Ἀνδρέα καί τόν Νικόλαο. Ὁ πατέρας του ἦτο ἀρκετά πτωχός. Ἦτο ἕνας πιστός χωρικός πού ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τήν διατροφή ἀγελάδων. Ἔτσι ὅλοι οἱ ἐργαζόμενοι τοῦ χωριοῦ, ἀποκλειστικά δεμένοι μέ τούς λόφους καί τά βουνά τοῦ Σέμπες, ἦσαν πολύ πιστοί χριστιανοί καί εἶχαν μιά σίγουρη ἀπασχόλησι, τήν κτηνοτροφία.
Ἀπό τήν νηπιακή ἀκόμη ἡλικία του ἀποδείχθηκε ὅτι θά γίνη ἕνα ἐκλεκτό τέκνο τοῦ Θεοῦ, ταπεινό, σιωπηλό, φιλήσυχο καί φιλακόλουθο. Ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε νά μένη μόνος του. Προσευχόταν τήν νύκτα στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, ἔκανε πολλές μετάνοιες καί ἐδιάβαζε τό Ψαλτήρι τοῦ προφήτου Δαβίδ. Μερικές φορές κρυβόταν στούς κήπους ἤ στό δάσος, ὅπου καί προσευχόταν πολύ μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό.
 Ἔτρωγε πολύ λίγο καί τόν περισσότερο καιρό ἐνήστευε.
Τό ἔτος 1870, στήν ἡλικία τῶν 24 ἐτῶν, νυμφεύθηκε μία εὐλαβέστατη χωριατοπούλα, τήν Πελαγία Τοντέσκου. Ἀλλά δέν ἐτέλεσαν τόν γάμο τους μέ τά συνηθισμένα ἔθιμα, μέ μουσική, χορό καί διασκεδάσεις, ἀλλά ἐτέλεσαν ἕνα γάμο σεμνό καί χριστιανικό. Μία ἀπό τίς κόρες του, ἡ Μάρθα, μᾶς διηγήθηκε ἕνα θαυμαστό γεγονός, πού τό ἄκουσε ἀπό τό στόμα τῆς μητέρας της.
Τήν δεύτερη ἡμέρα τοῦ γάμου τους-ἔλεγε ἡ γερόντισσα Μάρθα-ὁ μπαμπᾶς της ἐξαφανίσθηκε ἀπό τό σπίτι. Δέν ἠμποροῦσαν νά τόν εὕρουν πουθενά.

Ἡ μητέρα της καί οἱ συγγενεῖς τόν ἀναζητοῦσαν παντοῦ. Μόνο στόν κῆπο δέν ἐπῆγαν νά τόν ἀναζητήσουν. Ὅταν ἐπῆγαν μερικοί στό βάθος τοῦ κήπου, τόν εὑρῆκαν νά στέκεται σέ στάσι προσευχῆς καί μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό.

Ὅλοι τους ἐξεπλάγησαν. Κανείς δέν ἐτόλμησε νά τόν ἐνοχλήση. Ἀλλά αὐτός, ὅταν ἀντελήφθηκε ὅτι τόν εἶδαν ἄνθρωποι, κατέβασε τά χέρια του κάτω καί ἐπέστρεψε στό σπίτι του.
Αὐτή ἡ εὐλογημένη ἔγγαμη ζωή διήρκεσε μόνο 13-14 χρόνια. Ἀπέκτησαν πέντε παιδιά. Δύο ἀγόρια, τόν Ἰωάννη καί τόν Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε μικρός καί τρία κορίτσια, τήν Μαρία, τήν Ἄννα καί τήν Μάρθα. Ὅλα τά παιδιά, ἐκτός ἀπό τήν Ἄννα, παντρεύθηκαν στόν καιρό τους στήν γενέτειρά τους, στό χωριό Σουγκάγκ. Ἐνῶ ἡ Ἄννα παντρεύθηκε στά μέρη τῆς πόλεως Τζιουρτζίου.

Ἐραστής τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καί τῆς προσευχῆς ὁ νεαρός Γεώργιος ἔκτισε τό σπίτι του τέσσαρα χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τό χωριό του, πρός τήν πλαγιά τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἦσαν καί τά βοσκοτόπια του. 'Εκεῖ μετακινήθηκε μέ ὅλη τήν οἰκογένειά του. Ἐκεῖ ἀσχολήθηκε μέ τήν διατροφή τῶν ἀγελάδων του. Τήν ἡμέρα τά ἔβοσκε, τά ἐπήγαινε στό δάσος, ἔκοβε μέ τήν κόσα τό χορτάρι καί προμηθευόταν ξηρό σανό γιά τόν χειμῶνα.

Ἐνῶ τίς νύκτες ἀποσυρόταν στήν ἄκρη τοῦ δάσους, ἔκανε ἑκατοντάδες μετάνοιες, στεκόταν στήν προσευχή μέ τά χέρια ὑψωμένα ἐπί ὧρες, κατόπιν ἐδιάβαζε τό Ψαλτήρι, ἐλεοῦσε, ὅσο ἠμποροῦσε, τούς πτωχούς καί ἐνήστευε πάντοτε. Τό Ψαλτήριο ἐδιάβαζε καθημερινά στό σπίτι του καί ἦτο τό πιό ἀγαπητό του βιβλίο. Σιγά-σιγά τό ἔμαθε καί τό ἔλεγε ἀπό στήθους. Τό ἔφερε μαζί  του, στόν ντορβᾶ του.
Τό ἐπανελάμβανε μυστικά, ὅταν ἔβοσκε τά βόδια, ἐνῶ τίς νύκτες τό ἐδιάβαζε στό σπίτι του μετά δακρύων μέ ὅλη τήν οἰκογένειά του ὑπό τό τρεμάμενο φῶς τῆς λυχνίας.
Ἀλλά οἱ ἀνάγκες τῆς οἰκογενείας του, πού κάθε χρόνο καί ἐμεγάλωναν, δέν ἠμποροῦσαν νά ἀντιμετωπισθοῦν μέ τά ὀλίγα ἔσοδα τοῦ νοικοκυριοῦ του, πού εἶχε. Γι' αὐτό ἄρχισε νά ἀσχολῆται μέ τό ἐμπόριο ἀγελάδων.
Ὅμως ὁ Γέρο-Γεώργιος δέν ἦτο μαθημένος στό ἐμπόριο αὐτό, τό ὁποῖο συνήθως συνοδεύεται ἀπό φιλαργυρία, ἀπάτη καί ἰδιοτελεῖς σκοπούς. Αὐτός, λόγῳ τῆς ἀγαθότητός του, ἀγόραζε ἀκριβά καί πωλοῦσε φθηνά. Τούς πωλοῦσε στήν τιμή πού τοῦ ἔλεγαν καί ἀγόραζε στήν τιμή πού τό προσέφεραν.
  Ἐνῶ, ἐάν κάποια χήρα ἤ κάποιος ἄλλος δυστυχής τοῦ ζητοῦσαν ἐλεημοσύνη, τούς ἔδινε ἐλεημοσύνη ἕνα μοσχαράκι ἤ ἕνα πρόβατο μέ ὅλη τήν χαρά τῆς καρδιᾶς του. Ἀλλά ἡ οἰκονομική κατάστασι τῆς οἰκογενείας του ἐπήγαινε ὁλονέν καί πρός τό χειρότερο.

Ὑποχρεώσεις πολλές στήν ζωή του ἐπρόβαλαν, οἱ δανειστές τοῦ ζητοῦσαν τά δάνειά τους, στό σπίτι ἡ γυναῖκα καί τά παιδιά του ὑπέφεραν. Ὅμως αὐτός δέν ταραζόταν, οὔτε ἐφρόντιζε πολύ γιά τήν αὐριανή ἡμέρα. Ματαίως ἡ γυναῖκα του καί οἱ συγγενεῖς του τόν ἐγκρίνιαζαν καί τόν ἐμάλλωναν γιά τό κακό νοικοκυριό του. Ἐκεῖνος ὁ καλός ἀγωνιστής τοῦ Χριστοῦ τούς ἀπαντοῦσε μέ δυνατή πίστι.

-Μή ταράζεσθε, ἔχει φροντίδα νά μᾶς θρέψη ὁ Θεός, μόνο νά προσευχώμεθα ἀδιάκοπα καί νά κάνουμε τό θέλημά Του.
Γι᾿αὐτό δέν παραπονέθηκε στόν Θεό γιά τίποτε, δέν λυπόταν γιά τίς ἐλλείψεις καί δυστυχίες του, ἀλλά καί δέν σταματοῦσε νά βοηθῆ καί τούς πάσχοντες καί νά προσεύχεται πάντοτε.
 Οὐδέποτε στάθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἤ ἐνώπιον τῶν φίλων καί συγγενῶν του νά εἰπῆ τά παράπονά του. Ἦτο πάντοτε εἰρηνικός, μέ καθάριο καί σεμνό πρόσωπο, μέ μάτια λαμπερά σάν τόν οὐρανό, μέ τό χαμόγελο στά χείλη, ὀλιγομίλητος, πρᾶος καί ἀργός στό βάδισμά του.
Οὐδέποτε ἀπουσίαζε ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἰδιαίτερα τίς νύκτες τοῦ ἄρεσε νά προσεύχεται, διότι δέν θά τόν ἔβλεπε κανένας. Μόνο ὁ ἱερεύς τοῦ χωριοῦ Σουγκάγκ ἐγνώριζε τά μυστικά τῆς καρδιᾶς του.
Μέ τήν προτροπή τῆς γυναίκας του ἐπῆρε καί ἕνα  δάνειο ἀπό τήν τράπεζα γιά τήν ἐξόφλησι τῶν παλαιοτέρων χρεῶν του. Ὅμως οἱ ἀνάγκες καί οἱ ὑποχρεώσεις του ηὔξαναν καθημερινά ὑπέρ τό μέτρον, ἀπό ὅσο ηὔξαναν τά ἔσοδά του. Ἀρκετά ἀπό τά  μεγαλύτερα βόδια καί πρόβατά του δέν τοῦ ἐπαρκοῦσαν γιά νά ἐξοφλήση τήν τράπεζα.
Κατά τά ἔτη 1883-1885 ὁ Γέρο-Γεώργιος, ἀφοῦ συμβουλεύθηκε καί τήν σύζυγό του, ἡ ὁποία ἔδειξε ἀρκετή κατανόησι, ἐπῆρε μιά ἀπροσδόκητη ἀπόφασι.
Νά πάη μαζί μέ ἄλλους χωρικούς τοῦ χωριοῦ τους στά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήση τόν Τάφο τοῦ Κυρίου. Ἦτο μιά παλαιά ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του, ἡ ὁποία δέν εἶχε καθόλου σβήσει μέσα του. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἐπλησίαζε. Εἶχε συνομιλήσει μέ μερικούς γνωστούς τακτικούς προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων καί ὅλα ἦσαν ἕτοιμα. Κανείς καί τίποτε δέν ἠμποροῦσε νά τόν σταματήση.
"Πηγαίνω νά προσκυνήσω τόν Πανάγιο Τάφο, εἶπε στήν γυναῖκα του. Ἐάν μοῦ συμβῆ κάτι καί καθυστερήσω νά ἐπιστρέψω, μή φοβηθῆς, οὔτε νά ὀργισθῆς ἐναντίον μου. Ὁ Κύριος καί ἡ Μητέρα Του θά εἶναι μαζί μας. Μπορεῖ νά μήν ἔχω χρήματα νά γυρίσω, ὁπότε κατ᾿ ἀνάγκην θά καθυστερήσω. Ἐσύ Πελαγία, μή θορυβηθῆς, μεῖνε μαζί μέ τά παιδιά στό σπίτι καί μαζί μέ τόν Θεό. Μή κλαῖς οὔτε καί γιά τά χρέη μας…Κάθε τί πού θά συγκεντρώνω, θά τό φέρω στό σπίτι μας γιά νά ἐξοφλήσουμε τά χρέη μας..."
Κατόπιν, ἀφοῦ παρηγόρησε τά παιδιά του, ἀσπάσθηκε τίς ἅγιες Εἰκόνες, τόν Τίμιο Σταυρό, εὐχήθηκε καλή ὑπομονή στήν σύζυγο καί ἀνεχώρησε...
Ντυμένος ἄσπρα ροῦχα ἀπό ἀμπᾶ, μέ λευκό γελέκο καί σκούφια, μέ μπότες στά πόδια, μέ μία μαγκούρα στό χέρι καί μέ μία κάππα στήν πλάτη ξεκίνησε ὁ Γέρο-Γεώργιος γιά τήν Ἱερουσαλήμ. Ἔννοιωθε ὅτι ἦτο ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γῆς! Μπροστά του ἔλαμπε ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς, τά χείλη καί ὁ νοῦς του  ἀσχολοῦντο συνεχῶς μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί τούς Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ.

Ἡ ψυχή του εἶχε περιβληθῆ σέ μία ἀπερίγραπτη χαρά. Εἶχε πάρει μαζί του ἀπό τό σπίτι τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο καί τό Ψαλτήριο, τά ὁποῖα κρατοῦσε μέ ἱερό δέος στό στῆθος του. Ἦτο μόνος, ἀλλά εἶχε τήν πιό μεγάλη κληρονομία, διότι κρατοῦσε τόν Χριστό στήν καρδιά του. Ἦτο εὐτυχής, διότι ἐπήγαινε στούς Ἁγίους Τόπους νά προσκυνήση καί νά προσευχηθῆ γιά τόν ἑαυτό του, τήν οἰκογένειά του καί τήν πατρίδα του. Ἔφερε μαζί του τόν πιό ἀνεκτίμητο θησαυρό τῆς πατροπαραδότου Ἐκκλησίας μας, τήν ἀνόθευτη καί θερμή πίστι, πού εἶναι ἡ πηγή γιά κάθε θυσία.


Ἀφοῦ ἑτοίμασε τό διαβατήριό του στήν πόλι Σιμπίου, ξεκίνησε πρός τά κάτω μέ ἄλλους προσκυνητές, πρός τήν Κωνστάντζα. Ἀνέβηκε στό βαπόρι καί ἀνεχώρησε γιά τήν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. 'Επί δύο ἑβδομάδες μέσα στό πλοῖο δέν ἔπαυσε νά προσεύχεται. Τίς νύκτες ἐξάπλωνε περί τό μεσονύκτιο μόνο δύο ὧρες. Ἀνέβαινε στό κατάστρωμα, ἐγονάτιζε, ὕψωνε τά χέρια στόν οὐρανό καί προσευχόταν θερμά. Ἐπεδίωκε νά εἶναι μόνος του, μέ τήν θάλασσα  καί μέ τόν Θεό! Κάποτε ἔφθασαν στό ἔδαφος τῆς Παλαιστίνης. Ὁ Γέρο-Γεώργιος ἔκανε τρεῖς μεγάλες μετάνοιες, ἐφίλησε τό  ξηρό χῶμα καί εἶπε.

"Παναγία Τριάς, ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα Σοι!" Δέν ἠμποροῦσε ἀπό τήν χαρά του νά εἰπῆ τίποτε ἄλλο. Εἶχε ξεχάσει τόν κόπο, τήν πεῖνα, τήν δίψα. Μπαίνοντας στήν Ἁγία Πόλι, ἡ πρώτη του δουλειά ἦτο ἡ προσκύνησις τοῦ Παναγίου Τάφου. Εἰσῆλθε μέ κατάνυξι καί, μετά ἀπό ἀρκετές ὧρες προσευχῆς μέ θερμά δάκρυα, βγῆκε ἔξω εἰρηνικός, λαμπερός στό πρόσωπο καί εὐτυχισμένος ὅπως τό μικρό παιδί...
Ἀφοῦ ἐνοίκιασαν ἕνα σπίτι, μαζί μέ ἄλλους χριστιανούς ἀπό τήν Τρανσυλβανία, ἐρχόταν κάθε ἡμέρα στήν ἐκκλησία τοῦ Παναγίου Τάφου. Κάθε πρωΐ στήν Θεία Λειτουργία, τό ἀπόγευμα στόν Ἑσπερινό καί τά μεσάνυκτα, ὅταν ἐτελεῖτο ἡ εἰδική Θ. Λειτουργία ἐπάνω στήν πλάκα τοῦ Παναγίου Τάφου. Συνεπῶς, προσκυνοῦσε τρεῖς φορές τήν ἡμέρα τόν Τάφο τοῦ Κυρίου μας.
 ***
Μετάφρασις ἀπό μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου