Μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 21 ἐτῶν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ μακαριστοῦ θεοφόρου Γέροντος Πορφυρίου (+2-12-1991) δημοσιεύουμε τό παρόν ἐκζητώντας τίς θεοπειθεῖς πρεσβεῖες του γιά ὅλους μας.
Ὁ Γέροντας ἄν καί δέν σπούδασε σέ
θεολογικές σχολές, ὅμως θεολογεῖ ἀλάνθαστα γιά «τό μυστήριο τῶν μυστηρίων»,
ὅπως τό ὀνόμαζε, τήν Ἐκκλησία. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία, δέν ὑπάρχει
ὁρισμός γιά τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι
ἡ κεφαλή τοῦ σώματος. Ὅπως δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει σῶμα χωρίς τήν κεφαλή ἔτσι δέν
μπορεῖ νά ὑπάρξει Ἐκκλησία χωρίς τόν Χριστό. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι ἄκτιστος,
ἀτελεύτητος, αἰώνιος, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία, ἔλεγε ὁ Γέροντας, εἶναι ἄκτιστη,
ἀτελεύτητη καί αἰώνια. Θά μείνει ἀπαρασάλευτη στούς αἰῶνες. Ὁ ἱδρυτής τῆς
Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός. Ἡ πρώτη Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἁγία
Τριάδα.
Τά τρία πρόσωπα, πού εἶναι ὁ Ἕνας Θεός, ἔχουν μεταξύ Τους μιά τέλεια
κοινωνία ἀγάπης. Οἱ ἄνθρωποι, μέλη τῆς ἐπίγειας ἄκτιστης Ἐκκλησίας, καλούμαστε
νά γίνουμε καί ἐμεῖς ἕνα, ὁμοιάζοντες στόν Ἕνα Τριαδικό Θεό. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι
ἔσχατη προσδοκία καί τό πλέον εὐάρεστο (κατ’ εὐδοκίαν) θέλημα τοῦ Χριστοῦ μας, ὅπως τό ἐξέφρασε στήν
ἀρχιερατική του προσευχή : «Ἵνα ὧσιν ἕν». Μέσα στήν Ἐκκλησία γινόμαστε ὅλοι
ἕνα. Ἀλλοίμονο ἐάν νιώθουμε μόνοι μας. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ζοῦμε τό μυστήριο
τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό μυστήριο τῆς ἑνότητας. Δέν εἶναι ἐνταγμένος σωστά
μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνος, πού ξεχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους.
Εἴμαστε «ἀλλήλων μέλη», ὁ καθένας εἶναι
«σάρκα ἀπό τήν σάρκα μας». Ἡ πρόοδος τοῦ ἑνός εἶναι πρόοδος ὅλων καί ἡ πτώση
τοῦ ἑνός εἶναι πτώση ὅλων.
Εἴμαστε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὅταν
ζοῦμε τό μυστήριο τῆς ἑνότητας (ὅταν νιώθουμε ἕνα μέ ὅλους). Αὐτήν τήν αἴσθηση
ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἕνα σῶμα μέ κεφαλή τόν Χριστό, τή θεωροῦσε ἀπαραίτητο στοχεῖο
τῆς ταυτότητάς μας ὡς χριστιανῶν. Ἔλεγε ὁ γέροντας ὅτι θά πρέπει νά κάνουμε
δικές μας, τίς χαρές καί τίς λύπες ὅλων τῶν ἀνθρωπων. Προπάντων θά πρέπει νά
πονᾶμε καί νά ποθοῦμε τή σωτηρία ὅλων. Ὁ πόθος μας θά πρέπει νά εἶναι ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι νά σωθοῦν. Κανείς δέν θά πρέπει νά ἐνδιαφέρεται μόνον γιά τήν
προσωπική του σωτηρία. Ἡ σωτηρία μας εἶναι στά χέρια τῶν ἀδελφῶν μας. Σωζόμαστε
ὅλοι μαζί, ὡς ἐκκλησιαστική κοινότητα, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὡς Ἐκκλησία, καί ὄχι
ἀτομικά, ἰδιωτικά. Ἔλεγε ὁ γέροντας ὅτι εἶναι λάθος νά προσευχόμαστε γιά τόν
ἐαυτό μας. Πρέπει νά προσευχόμαστε γιά τούς ἄλλους, γιά νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι.
Ἐμεῖς πρέπει νά γινόμαστε συνεχῶς «ἕνα» μέ τούς ἄλλους, ὁπότε ὅταν σώζονται οἱ
ἄλλοι σωζόμαστε καί ἐμεῖς. Ὅταν ἀγαπᾶμε ἀληθινά τούς ἄλλους, νιώθοντας «ἕνα» μέ
αὐτούς, τότε εἴμαστε ἀληθινά μέλη τῆς Ἐκκλησίας
καί τότε σωζόμαστε μεριμνώντας γιά τή σωτηρία τους. Ὁ ἀληθινός
χριστιανός μεριμνᾶ ἀγαπητικά γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Προσλαμβάνοντας συγκαταβατικά κατά
μίμηση τοῦ Χριστοῦ, τούς πάντες καί τά πάντα μέσα του, ἐκτός ἁμαρτίας, γίνεται
«τοῖς πᾶσι τά πάντα». Ὁ μοναχός πού ἐγκαταλείπει τά ἐγκόσμια δέν πρέπει νά τό
κάνει ξεχωρίζοντας τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους. Ἀντίθετα φεύγει ἀπό τό
πολυθόρυβο πέλαγος τοῦ κόσμου, γιά νά μπορεῖ πλέον ἀπερίσπαστα, στήν ἡσυχία, νά
εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό καί μέ ὅλους, διά τῆς συνεχοῦς προσευχῆς. Φεύγει ἀπό
ἀγάπη γιά τόν κόσμο, γιά νά μπορεῖ νά εὔχεται συνεχῶς, ὥστε κανείς νά μήν
χαθεῖ. Βγαίνει ἔξω ἀπό τήν μικρή του οἰκογένεια, γιά νά ἐνταχθεῖ στή μεγάλη
οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, πού ἀγκαλιάζει ὅλους χωρίς νά ἐξαιρεῖται καί ἡ δική του
μικρή οἰκογένεια. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας. Νά μᾶς κάνει ὅλους τούς
ἀνθρώπους «ἕνα».
Ἡ ἐν Θεῷ ἑνότητα, τό νά ἀγαπήσουμε «ἐν
Χριστῷ» (ἀνιδιοτελῶς) ὅλους, γινόμενοι «ἕνα» μέ ὅλους, αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία,
αὐτός εἶναι ὁ Παράδεισος, αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ συνάνθρωπός μας εἶναι «σάρξ
ἐκ τῆς σαρκός μας». Προέτρεπε τά πνευματικά του παιδιά νά βιώνουν κάθε στιγμή
τό μυστήριο «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Ἀναφερόμενος στό ρητό τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου «Εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη, ὑμεῖς δέ ἐστέ μέλη
Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» δίδασκε ὁ γέροντας ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι
κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅταν νιώσουμε τόν ἄλλον «σάρκα ἀπό τήν σάρκα μας», ὅταν
τόν σπλαχνισθοῦμε, ὅταν ποθήσουμε διακαῶς τή σωτηρία του, ὅταν εἴμαστε ἔτοιμοι
καί νά πεθάνουμε γιά χάρη ὅλων, ὅσο μακριά καί ἄν βρίσκονται, τότε μπήκαμε στό
νόημα τοῦ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία ὅταν θέλουμε νά
εἴμαστε ὅλοι μαζί καί ἐδῶ ἀλλά καί στόν
οὐρανό, στόν Παράδεισο, στόν Χριστό. Κανείς δέν θά πρέπει νά θέλει νά σωθεῖ
μόνος του, χωρίς νά σωθοῦν οἱ ἀδελφοί του. Παράδεισος χωρίς τούς ἄλλους, χωρίς
τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινός Παράδεισος. Ὁ
χριστιανός πονάει γιά τήν ψυχή τοῦ κάθε ἀδελφοῦ του, ὅπως γιά τήν δική του. Δέν
ἀγαπάει τόν ἑαυτό του φίλαυτα, δηλαδή ἐγωιστικά, ἀλλά ἔχει ταπείνωση. Ζητάει
τόν Παράδεισο πρῶτα γιά ὅλο τόν κόσμο καί τελευταῖα γιά τόν ἐαυτό του. Αὐτό
ἀκριβῶς εἶναι πού τόν κάνει νά ζεῖ τόν Παράδεισο ἀπ’ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή,
ἐνταγμένος στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ὁ «Παράδεισος ἐπί γῆς» μαζί μέ ὅλους.
Εἴμαστε εὐτυχισμένοι ὅταν ἀγαπήσουμε
ὅλους τούς ἀνθρώπους μυστικά… Κανείς δέν μπορεῖ νά φθάσει στόν Θεό ἄν δέν
περάσει ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους φέρνει τήν ἀληθινή
εὐτυχία. Θά πρέπει νά ἀγαπήσουμε μυστικά ὅλους τούς ἀνθρώπους, προσευχόμενοι
θερμά γι’ αὐτούς. Εἶναι μιά «ἄριστη ἀγάπη καί μυστική συνωμοσία» πού φέρνει τήν
εὐτυχία μέσα μας. Τότε θά νιώθουμε ὅτι
ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Τότε ὅλοι θά ἔρχονται κοντά μας, ἑλκόμενοι ἀπό τήν Θεία Χάρη,
πού θά ἀκτινοβολοῦμε λόγῳ τῆς προσευχῆς μας. Θά μᾶς πλησιάζουν ὅλοι καί δέν θά
ξέρουν τό γιατί… Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό περνάει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό μας,
διότι ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος «Ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ὅν
ἑώρακε τόν Θεόν ὅν οὐχ ἐώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν». Ὁ Γέροντας ἔλεγε, ὅτι πρέπει
νά ἀγαπᾶμε ὅλους ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι
πού χαρίζει στόν ἄνθρωπο τήν ψυχοσωματική του ἱσορροπία. Σήμερα, ἐν πολλοῖς, οἱ
ἄνθρωποι εἶναι «ἀνισόρροποι», ζοῦν σχιζοφρενικά, διότι ἀγαποῦν ἰδιοτελῶς,
ἐγωιστικά, φίλαυτα. Κινοῦνται ἔτσι ἀντίθετα μέ τίς προδιαγραφές τοῦ
Κατασκευαστῆ τους, πού εἶναι :
α) Ἀγάπη ἀνιδιοτελής κατά μίμησιν τῆς
θείας ἀγάπης καί
β) Ταπείνωσις
·
Τό
νά βάζει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό ὅλους
·
Νά
ζητάει πάντα τό συμφέρον τῶν ἄλλων σύμφωνα μέ τό τοῦ ἀποστόλου Παύλου : «μηδείς
ζητήτω τό τοῦ ἑαυτοῦ, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἔκαστος»
·
Τό
νά ἐπιγράφει, νά ἀποδίδει δηλ. στόν Θεό, τό ὅποιο «κατόρθωμά» του.
Ὁ χριστιανός πού ζεῖ γιά τόν ἑαυτό του δέν εἶναι χριστιανός, διότι δέν
ζεῖ ἐκκλησιαστικά. Ὁ ἀληθινά χριστιανός ζεῖ γιά τόν Θεό καί γιά τόν συνάνθρωπο.
Τότε εἶναι πού ζοῦμε κατά τό πρότυπο
τῶν πρώτων χριστιανῶν, δηλαδή ὅταν ζοῦμε «κοινοβιακά» (κοινό θέλημα, κοινή
οὐσία, κοινή περιουσία, «ἄπαντα κοινά», ὅπως λέγεται στίς πράξεις γιά τούς
πρώτους χριστιανούς). Τότε, στά πρῶτα 200 χρόνια ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα
λειτουργοῦσε κατά πρότυπο τρόπο. Αὐτή ἡ πρώτη χριστιανική ζωή διασώθηκε μέχρι
σήμερα στά ὀρθόδοξα Μοναστήρια.
Ὁ Θεός εἶναι Πατέρας ὅλων, ἄρα ὅλοι εἴμαστε
ἀδέλφια. Ἔχουμε κοινή φύση, κοινό Πατέρα καί καλούμαστε νά ἔχουμε καί κοινό
πνεῦμα, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε ἡ ἑνότητα εἶναι πλήρης. Αὐτή ἡ ἑνότητα
κατορθώνεται μόνον μέσα στήν Ἐκκλησία : α) μέ τά Ἅγια Μυστήρια καί β) μέ τήν
ἀσκητική ἡσυχαστική ζωή πού Ἐκείνη (ἡ Ἐκκλησία) μᾶς δικάσκει. Ὁ Γέροντας βίωνε
αὐτή τήν ἑνότητα. Γι’ αὐτό καί ὅταν προσηύχετο γιά τούς ἄλλους ἔλεγε : «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» καί ὄχι «ἐλέησον ἡμᾶς» ἤ «ἐλέησε τόν τάδε, τόν τάδε
κ.λ.π.» Ἔνιωθε «ἔνα», μέ ὅλους, ὁπότε στό «ἐλέησόν με» συμπεριλαμβάνονταν ὅλοι.
Ἡ βίωση αὐτῆς τῆς ἑνότητας εἶναι γιά
τόν Γέροντα ὁ Παράδεισος στή γῆ. Δέν ὑπάρχει ὡραιότερο πράγμα ἀπό τό νά ζεῖ ὁ
ἔνας μέσα στόν ἄλλον, ὁ ἕνας γιά τόν Ἄλλο (δηλ. γιά τόν Θεό) καί γιά τόν ἄλλο
(τόν συνάνθρωπο). Αὐτή ἡ ἑνότητα εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης.
Δίδασκε ὁ γέροντας ὅτι νιώθοντας «ἕνα» μέ ὅλους λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ
ἐλέησόν με», ταυτιζόμενοι μέ ὅλους. Τότε κάνουμε τά προβλήματά τους δικά μας
καί πετυχαίνουμε ἔτσι νά τούς ἀγαπήσουμε ἀληθινά. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι
ἀπαγορεύεται νά προσευχηθοῦμε ἀναφέροντας καί τό ὄνομα τοῦ ἄλλου λέγοντας «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησε ἤ φώτισε τόν δοῦλο σου τάδε..». Ὁ Γέροντας δίδασκε καί αὐτόν
τόν τρόπο προσευχῆς. Ὅταν, ἔλεγε, τό κάνουμε αὐτό συνεχῶς, τότε ὁ Θεός ἀρχίζει
νά στέλνει καλούς λογισμούς σέ κεῖνο τό πρόσωπο. Ἡ προσευχή μας γιά τό ἄλλον,
ὅταν γίνεται μέ ἀγάπη -ὅταν γινόμαστε ἕνα μέ τον ἄλλον- εἶναι μιά ἀνακούφιση,
ἕνα πνευμαιτικό χάδι πού ἀγκαλιάζει, ζωογονεῖ καί ἕλκει τόν ἄλλον. Τότε, ὅταν
γινόμαστε ἕνα μεταξύ μας, φανερώνεται ὁ Χριστός. Τότε ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα
μεταξύ μας καί μαζί Του. Ἡ ἑνότητα πού καλούμαστε νά ἔχουμε ἔχει ὡς πρότυπο τήν
ἑνότητα τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔλεγε, συμπλέκοντας ἄριστα
τριαδολογία καί ἐκκλησιολογία, ἀνθρωπολογία καί σωτηριολογία, δόγμα καί ἦθος,
ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότητά μας εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅπως ὁ Πατήρ, ὁΥἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἕνα, ἔτσι καλούμαστε καί ἐμεῖς νά
γίνουμε ἕνα. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά γίνουμε ΕΝΑΣ ἄνθρωπος μυριοϋσπόστατος,
ὅπως τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ΕΝΑΣ Θεός τρισυπόστατος. Ὅπως τά
τρία Πρόσωπα ἔχουν κοινή (γιά τήν ἀκρίβεια ταυτή, δηλαδή τήν ἴδια) οὐσία, κοινή
(ταυτή ἐνέργεια) καί κοινή (ταυτή) θέληση, ἔτσι καί ἐμεῖς, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού
ἔχουμε τήν ἴδια κοινή οὐσία-φύση (τήν ἀνθρώπινη) καλούμαστε νά ἔχουμε καί τήν
ἴδια (ταυτή) θέληση καί ἐνέργεια, ἤ ἀλλιῶς τό ἴδιο πνεῦμα. Αὐτό εἶναι, πού μᾶς
ἑνώνει πραγματικά. Δέν εἶναι δυνατόν ὅμως, παρά μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί
διά τῆς Ἐκκλησίας νά ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ ταυτότητα τῶν ποικίλων ἐνεργειῶν,
ἐπιθυμιῶν καί θελημάτων τῶν ἀνθρώπων.
Διότι μόνον, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ζῶντες, ἀποκτοῦμε ὅλοι τό ἴδιο θέλημα-πνεῦμα,
τό θέλημα-πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ κόβουμε τό δικό μας καί κάνουμε ὑπακοή στό
Ἅγιο δικό Του θέλημα. Σέ καμμιά θρησκεία, ἔλεγε ὁ Γέροντας, δέν βρίσκουμε
τέτοια διδασκαλία. Μόνον στήν ὀρθοδοξία ζητιέται μιά τέτοια ἀδιάσπαστη ἑνότητα
μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτήν τήν ἑνότητα τίποτε δέν μπορεῖ νά τήν διασπάσει: οὔτε
ὁ διάβολος, οὔτε ὁ φόβος, οὔτε ἡ κόλαση, οὔτε ὁ θάνατος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωση καί
ἀγάπη «οὐδέποτε ἐκπίπτει» ὅπως λέγει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος. Δέν μπορεῖ ὅμως
κανείς νά μπεῖ μές στήν Ἐκκλησία, νά ἀρνηθεῖ τό θέλημά του, ἄν δέν «πεθάνει
πρίν πεθάνει», ἄν δέν πεθάνει ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο. Θά πρέπει νά πάψει νά
ζεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά τόν ἑαυτό του, γιά τά πάθη του. Θά πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ
τελείως τόν κακό ἑαυτό του καί νά φθάσει στό τοῦ Ἀποστόλου : «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ,
ζεῖ δέν ἐν ἐμοῖ Χριστός». Γιά νά γίνει αὐτό, ἔλεγε ὁ Γέροντας, πρέπει νά ἔχουμε
ἀγαθή προαίρεση καί νά ἀνοίξουμε τήν πόρτα μας στόν Χριστό. Τότε θά ἔλθη Ἐκεῖνος
καί «καινά ποιήσει πάντα»· θά τά μεταβάλλει ὅλα, θά τά κάνει καινούργια. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά
γίνει ἄξιος τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός μέσα του. Ἡ νέκρωση τοῦ παλαιοῦ
ἀνθρώπου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, εἶναι αὐτό πού μᾶς καθιστᾶ ἄξιους τοῦ Χριστοῦ. Τότε
παύουμε νά ζοῦμε ἐγωιστικά, ἐγωκεντρικά· τότε ζοῦμε,
ἔχοντας ὅλα κοινά, ἔχοντας τό αἴσθημα τοῦ «ἑνός».
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἐν Χριστῷ ἄρα καί
ἐν Ἐκκλησίᾳ, ἀγαπᾶ τούς πάντες. Ἀγαπᾶ ἀνιδιοτελῶς, χωρίς ὅρια, χωρίς
διακρίσεις. Ἀγαπᾶ καί αὐτούς πού δέν τόν ἀγαποῦν καί τούς «μή δικούς του».
Ἀγαπᾶ καί αὐτούς, πού εἶναι ἀκόμη μακριά του, δηλαδή μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Γίνεται ἕνα καί μ’ αὐτούς, ἀφοῦ τούς θεωρεῖ «δυνάμει» δικούς του. Κάνει
προσευχή νά μποῦν καί αὐτοί μέσα στόν ἐπίγειο ἄκτιστο Παράδεισο, τήν Ἐκκλησία.
Ἔτσι μιμεῖται τόν Χριστό, πού «βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους». Ἀγαπᾶ καί
αὐτούς πού εἶναι μακριά του, διότι ἀγαπᾶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Γιά τόν Θεό δέν
ὑπάρχουν ἀποστάσεις. Ἔτσι καί γιά τούς ἁγιοπνευματικούς ἀνθρώπους πού ἔχουν
ἐνεργό μέσα τους τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ὑπάρχουν ἐμπόδια καί
ἀποστάσεις. Ἀγαποῦν τούς πάντες «ἐν Χριστῷ» χωρίς νά ζητοῦν καμμιά ἀνταπόδοση
καί χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σωματική παρουσία τοῦ ἄλλου.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Πηγή εἰκόνας: Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ
Ἀπό τό βιβλίο: Ἡ Θεραπεία τῆς ψυχῆς κατά τόν Γέροντα Πορφύριο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου