ΙΕ) Μάξιμος ὁ Ὑπόπτερος
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη
(Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἔκδοσις Ἱ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Καυσοκαλύβια, Ἅγιον Ὄρος,
2001)
Μίαν ἡμέραν ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Μονὴν τοῦ Βατοπεδίου μαζὶ μὲ ἅλλον ἕναν καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν καλύβην του. Μὴ εὑρὼν δὲ αὐτὸν ἐκεῖ ἐλυπούμην καὶ ἐκοίταζα τριγύρω διὰ νὰ ἰδῶ τὸν ποθούμενον. Ἀνεβαίνοντας ὀλίγον ἀπὸ ὀπίσω τῆς καλύβης του καὶ κοιτάζοντας εἰς τὸν δρόμον τοῦ κυρ Ἡσαίου, νὰ καὶ βλέπω αὐτὸν εἰς τὴν γούρναν τοῦ Ἀγελαρίου[18], μακρὰν ἕως δύο μίλια. Ὁλον δὲ τοῦτο τὸ διάστημα εἶναι δύσβατος τόπος καὶ πετρώδης καὶ δρόμον ἴσιον δὲν ἔχει.
Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Βλέπω τὸν Ἅγιον ὁποῦ ὑψώθη ἀπὸ τὴν γῆν ἐπάνω εἰς τὸν ἀέρα ψηλά, καὶ ὡσὰν ἀετὸς ὑπόπτερος, ἐπέτα ἐπάνω ἀπὸ τὸ δάσος καὶ ἀπὸ τὰς μεγάλας πέτρας καὶ ἤρχετο ἐκεῖ ὁποῦ ἤμουν ἐγώ.
Καθὼς δὲ τὸν εἶδον ὁποῦ ἐπέτα οὕτως, ἐτρόμαξα καὶ ἐφώναξα τό: Μέγας εἶ Κύριε· καὶ ἀπὸ τὸν φόβον μου ἐτραβήχτηκα ὀπίσω ὀλίγον τι. Ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ δὲ ἔφθασε καὶ ὁ Ἅγιος ἐκεὶ ὁποῦ ἐστεκόψουν, ψάλλων. Τὶ δὲ ἔψαλλεν δὲν ἐκατάλαβα ἐκ τοῦ θαυμασμοῦ.
Ἔπεσα ὅμως εἰς τοὺς πόδας του καὶ τὸν ὑποδέχθηκα. Ἐκεῖνος δὲ μὲ ἐρωτοῦσε συχνά: Πόσην ὥραν ἔχεις εἰς τὸν τόπον τοῦτον; Ἔπειτα πιάνοντάς με ἀπὸ τὸ χέρι, μὲ ἔβαλεν εἰς την καλύβαν του καὶ ἀφ᾿ οὗ μὲ ἐδίδαξε πολλὰ καὶ μὲ ἐνουθέτησε, μοῦ εἶπε: πρόσεχες νὰ μὴν εἰπῇς εἰς κανέναν ἐκεῖνον ὁποῦ εἶδες, ἕως ὅτου εἶμαι εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Ἤξευρε ὅτι ἔχεις νὰ γενῃς ἡγούμενος καὶ Μητροπολίτης Ἀχριδῶν[19], καὶ μέλλεις νὰ πάθῃς πολλά. Πλὴν ὑπόμεινον μιμούμενος τὸν ἐπὶ Ξύλου κρεμασθέντα Χριστόν, διότι Αὐτὸς θὰ σοῦ γίνῃ βοηθὸς εἰς τοὺς πειρασμούς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ γίνουν εἰς μαρτύριόν σου τῆς ἀθλήσεως. Ὅλα δὲ αὐτὰ ἐτελειώθησαν εις ἐμέ, κατὰ τὴν προφητείαν τοῦ Ὁσίου.
Ἄλλην φοράν, ἕνας κοσμικὸς ἐπῆγε πρὸς τὸν Ὅσιον καὶ ἔλεγε μετὰ κλαυθμοῦ: Βοήθησόν με Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, διότι ἕνας ἱερεὺς μὲ ἀφώρισε καὶ ἀπέθανε καὶ τώρα δὲν ἠξεύρω τὶ νὰ κάμω ὁ ἄθλιος. Ὁ δὲ Ἅγιος σπλαγχνισθεὶς αὐτὸν τοῦ εἶπε: Ὕπαγε εἰς τὸν Μητροπολίτην Βεῤῥοίας, ὁποῦ ὥριζεν, ὡς ἀρχιερεύς, καὶ τὸν ἀποθανέντα ἱερέα, διὰ νὰ σὲ συγχωρήσῃ κατὰ τοὺς νόμους. Ἐκεῖνος δὲ κάμνοντας οὕτως, ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν τὴν συγχώρησιν.
Καὶ τὴν ἴδιαν ὥραν εἶπεν καὶ εἰς ἕναν μοναχὸν ὁποῦ ῆτο ἐκεῖ εἰς τὸν Ἅγιον: Ὕπαγε καὶ σὺ πρὸς τὸν παπᾶ Ἰωάννη διὰ νὰ συγχωρήσῃ, προτοῦ νὰ ἀποθάνῃ, διότι σὲ ἔχει ἀφωρισμένον ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποῦ τὸν ὕβρισες καὶ τὸν κτύπησες. Θαυμάσας δὲ ὁ μοναχός, πῶς τοῦ εἶπε τὸ πταίσιμόν του, ἀφοῦ δὲν τὸ ἤξευρεν, ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὸν κοσμικὸν ἐις τὴν Βέῤῥοιαν καὶ ἔλαβε τὴν συγχώρησιν.
Ἐκίνησε μιὰ φορὰ ὁ Ἀρχιερεὺς Τραϊανουπόλεως[20] μὲ τὸν διάκονόν του διὰ νὰ ἔλθῃ εις τὸν Ὅσιον. Θέλοντας δὲ νὰ τὸν δοκιμάσῃ ἐὰν ἀληθινὰ ἔχῃ προορατικόν, ἔλαβε εἰς τὸν δρόμον τὸ ῥάσον τοῦ διακόνου του καὶ τὸ ἐφόρεσεν αὐτός, τὸν δὲ ἀρχιερατικὸν μανδύαν τὸν ἔδωκεν εἰς τὸν διάκονόν του καὶ τὸν ἐφόρεσεν.
Οὗτος δὲ ἐπῆγε πρῶτον εἰς αὐτὸν ὁ ἀρχιερεὺς ὡς διάκονος καὶ λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον: Εὐλόγησον Πάτερ· ὁ ἀρχιερεὺς στέκεται ἔξω καὶ ἐὰν ὁρίζῃς νὰ ἔλθῃ μέσα. Ὁ δὲ Ἅγιος λέγει πρὸς αὐτόν: Σὺ εἶσαι ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ εὐλόγησόν με!
Καὶ μὴν μοῦ λέγῃς τὰς κλεψίας σου, διότι ἤμουν ἐκεῖ ἐπάνω ἀπὸ τὸν λάκκον, ὅπου ἐκάνατε τὴν μεταμφίεσιν. Τοῦτο δὲ εἰπών, ἔβαλε μετάνοιαν καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν ὁ ἀρχιερεύς. Ἔπειτα τὸν ἠσπάσθη καὶ μεγάλως τὸν ἐθαύμασεν.
____________________________________________________________________________
[17] Ὁ Θεοφάνης Περιθεωρίου. [18] Ἡ γούρνα αὐτὴ ὑπάρχει ὑπεράνω τοῦ κὺρ-Ἡσαΐου καὶ ἐκεῖ ποτίζονταν οἱ ἀγέλες τῆς Λαύρας. [19] Πράγματι, κατὰ τὴν πρόῤῥηση τοῦ Ὁσίου, ἀρχιεράτευσε περὶ τὸ 1350 ὑπὸ τὸν τίτλο· Θεοφάνης Ξάνθης καὶ Περιθεωρίου. [20] Ἡ Τραϊανούπολις ἦταν πόλη τῆς Θράκης κοντὰ στὸν ποταμὸ Ἔβρο, κτισμένη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Τραϊανό. Κατὰ τὸν μελετητὴ Εὐλόγιο Κουρίλα, πρόκειται γιὰ τὸν Τραϊανουπόλεως Γερμανόν, ὁ ὁποῖες ὑπέγραψε στὸ Συνοδικὸ τρίτο τόμο κατὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου τὸ 1351. Τὸ 1358 παρέστη σὰν πατριαρχικὸς Ἔξαρχος σὲ Σύναξη τοῦ Πρωτάτου. Ἴσως τότε νὰ ἐπισκέφθηκε καὶ τὸν Ὅσιο.
nektarios.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου