Περί νηστείας καί προσευχῆς
Οἱ βαθμίδες τῆς μοναχικῆς πολιτείας
Ἱερομονάχου Γέροντα Ἀρσενίου Μπόκα (+1910-1989)
Μέρος ΣΤ'
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐπλησίασαν τόν Θεό, ἐταπείνωσαν τήν ψυχή τους μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία. Καί ὁ Ἰησοῦς ἐνήστευσε 40 ἡμέρες, θέτοντας τήν νηστεία σάν ἀρχή ἐπαγγελίας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητη γι᾿ Αὐτόν ἡ νηστεία, ἐφ᾿ ὅσον ἦτο ἀπαθής.
Τά βαθύτερα θεμέλια τῆς νηστείας καί προσευχῆς τά εὑρίσκουμε ἐπίσης στό Βάπτισμα. Ἀπό τό βάθος της ἡ ὕπαρξίς μας ἐνδύεται τόν Χριστό. Σ᾿ αὐτό τό βάθος τοῦ νοῦ ἤ στό βῆμα τῆς καρδίας, κατά τήν ἔκφρασι τῶν Πατέρων, στεγάζεται ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἐδίωξε ἔξω τόν σατανᾶ, ὁ ὁποῖος ἀποχωρεῖ καί ἀπό τίς αἰσθήσεις.
Ἀπ᾿ ἐδῶ οἱ δυνάμεις τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ, τά πάθη ἀγωνίζονται νά περικυκλώσουν καί νά κυριεύσουν τήν θέλησι τοῦ ἀνθρώπου πάλι στά δίκτυά τους.
Μέ τό σῶμα ὅμως δέν ἠμποροῦμε νά γλυτώσουμε παρά μόνο μέ τήν νηστεία. Αὐτό δέν γνωρίζει καί δέν ἀναγνωρίζει νίκες. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά εἶναι ἀπεξηραμένο, καί μέ διάκρισι, ἐπειδή στόν ἀπεξηραμένο βοῦρκο τά γουρούνια τῶν παθῶν δέν ἔρχονται νά κυλισθοῦν.
Γιά νά ματαιώσουμε τήν ἐνάντια δύναμι, ἡ ὁποία ἐργάζεται μέσῳ τῶν αἰσθήσεων, τά πάθη τῶν σαρκικῶν ἀπολαύσεων, τά ἀδυνατίζουμε διά τῆς νηστείας. Ἕνας ὀργανισμός πού ἔχει καταβληθῆ ἀπό τήν νηστεία, δέν ἔχει πλέον τήν δύναμι νά ἀλλάξη τίς πεποιθήσεις τῆς συνειδήσεως.
Σχεδόν περισσότερα ἀπό τά μισά πάθη φωλιάζουν στόν νοῦ. Ἡ νηστεία ἐργάζεται καί ἐναντίον αὐτῶν. Εἶναι θαυμαστό τό ἔργο, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι ὁ νοῦς, ἐνῶ εἶναι ἀσώματος, ἀπό τό σῶμα μολύνεται καί σκοτεινιάζει καί ὅτι, ἀντιθέτως, τά ἄϋλα ἀπό τόν πηλό (σῶμα) λεπτύνονται καί καθαρίζονται.
Ἡ νηστεία καθαρίζει τόν ὀφθαλμό, ἡ προσευχή καθαρίζει τόν νοῦ. Ἐδῶ δέν ὁμιλοῦμε γιά προσευχή πού ζητεῖ ὑλικά πράγματα, οὔτε γιά προσευχή, πού διευκολύνει τίς φαντασίες, ὅπως ἐπίσης δέν ὁμιλοῦμε οὔτε γιά προσευχή λειτουργική, ἀλλά μόνο γιά τήν νοερά προσευχή.
Στήν εἴσοδο τῆς μοναχικῆς βιοτῆς, ἡ προσευχή τοῦ τελώνου, μπορεῖ νά εἶναι πλήρης ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἰησοῦ. Ὀνομάζεται ταυτόχρονα μέ τήν χρῆσι τοῦ κομποσχοινιοῦ «σπάθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ νοερά προσευχή εἶναι: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό».
Μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, τό ὁποῖον στήν ἀρχή λέγεται μέ τό στόμα καί κατόπιν μέ τόν νοῦ, μπαίνουμε ἀπό ἔξω πρός τά ἔσω, πρός συνάντησι μέ τόν Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος διά τῆς προσευχῆς μας διεξάγει τόν πόλεμο μέ τόν ἐχθρό, στό πεδίο τῶν λογισμῶν καί μᾶς λυτρώνει ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν. Ἡ νοερά ἤ ἡ καρδική προσευχή ἔχουν αὐτό τό θεμέλιο, πού μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Ἴδιο τόν Ἰησοῦ: «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», ἐν ὄψει τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη γιά τήν ψυχική μας σωτηρία.
Ὁ ἄνθρωπος διά τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅταν ἐλευθερωθῆ ἀπό τά πάθη, ζῆ ὑπερβατικές καταστάσεις. Γίνεται ἐκτός ἑαυτοῦ, χωρίς νά ἠμπορῆ νά ἐξηγήση τό φαινόμενο καί περιβάλλεται μέ μία ἀτέλειωτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων καί ὅλης τῆς κτίσεως.
Ὁ ἀόρατος πόλεμος ἤ περί πειρασμῶν
Ἡ ψυχή εἶναι ἀνεκτίμητη περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, διότι σ᾿ αὐτήν ἔχει φυτευθῆ ἀπό τήν ἀρχή τῆς πλάσεώς της, ἡ δυνατότητα τῆς πνευματικῆς της τελειώσεως. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὁλόκληρη ἡ φύσις στενάζει, περιμένοντας μέ πόθο τήν φανέρωσι τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ (Βλ.Ρωμ.8,19), δηλαδή τήν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ὁδό μένει ἡ ἀναπηρία τῆς φύσεως καί ἡ ἐχθρική ἀόρατη δύναμις, ἡ ὁποία ζητεῖ νά ἐχμαλωτίση τήν ψυχή ἀπό ἕνα πέταγμά πιό ψηλά ἀπό τήν ζωή αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος.
Καί, ἐπειδή οἱ δυνάμεις δέν εἶναι οἱ ἴδιες, ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ὡς ἄνθρωπος ἐνίκησε τόν πειραστή διάβολο, διδάσκοντας καἰ ἐμᾶς πῶς νά τόν πολεμοῦμε. Ἐδυνάμωσε τήν φύσι μας καί κατοι-κώντας ὁ Ἴδιος μέσα μας διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, μᾶς ἔκανε καινούργια κτίσι, ὑπάκουη στόν Θεό. Καί ἀπό ἐμᾶς αὐτό μόνο ζητεῖται: Νά βάλουμε σέ δουλειά αὐτή τήν βοήθεια πού μᾶς ἔδωσε.
Ὅλος ὁ ἀόρατος πόλεμος κατά τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ ἐπιτελεῖται ἐξ αἰτίας τῆς παρεκκλίσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλη ἡ ἄσκησις τοῦ μοναχοῦ αὐξάνει αὐτή τήν ὑπακοή. Ὁ ἐχθρός μας ἔχει δύο τρόπους πειρασμῶν: Μέσῳ τῆς ἡδονῆς καί μέσῳ τῆς ὀδύνης. Μέ τόν πρῶτο¬ προσπαθεῖ νά μᾶς ἐξαπατᾶ. Μέ τόν δεύτερο πειρασμό ἐπιδιώκει νά μᾶς ἐξαναγκάση νά πιστεύσουμε ὅτι εἶναι καλό ἡ ἀπόλαυσις τοῦ βίου καί κακό ἡ ὀδύνη καί ἡ ἄσκησις. Μ᾿ αὐτές τίς δύο τέχνες θέλει νά ἐξαπατᾶ τήν ψυχή μας μέ φαντασίες μόνο καί μόνο γιά μία ἄνετη ζωή αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος.
Ἐνῶ ὁ μοναχός ἔχει τά ἑξῆς ὅπλα ἔναντι στόν πρῶτο πειρασμό: Τήν ἄσκησι ἐναντίον τῆς ἀκολασίας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἔναντι στόν δεύτερο διαβολικό πειρασμό ἔχει τήν αὐταπάρνησι γιά τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων.
Ἐάν βλέπη ὁ πονηρός ὅτι δέν κατορθώνει νά γκρεμίση τόν μοναχό μέ τούς πειρασμούς αὐτούς, τότε ἁρπάζει στό χέρι του τήν βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀκοντισμοί αὐτοῦ τοῦ ὑπερήφανου δέν ἐκπλήσσουν κανέναν, διότι δέν μολύνουν τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος οὔτε κἄν τά παρατηρεῖ.
Ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος, πού ἀγωνίζεται νά κάνη μία κατά Θεόν ἐνάρετη ζωή δέν πρέπει νά λυπᾶται ἀπό τήν λύσσα πού τόν πολεμοῦν οἱ δαίμονες. Εἴτε μέ ἀπατηλές ὁράσεις παρασύρεται πρός τήν κενοδοξία, εἴτε ἀπό φοβερές δαιμονικές φαντασίες ἐξέρχεται ἀπό τήν φυλακή τοῦ νοῦ του.
Στήν πρώτη περίπτωσι πρέπει νά ἀρνούμεθα τίς ὁράσεις, διότι πιό ὠφέλιμο εἶναι νά βλέπουμε τίς ἁμαρτίες μας, παρά νά βλέπουμε ἀγγέλους. Ἐνῶ στήν δεύτερη περίπτωσι ἀρνούμεθα τόν ἑαυτό μας ἐναποθέτοντας τήν πᾶσαν ἐλπίδα μας στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὀλίγους πιστούς, πού εἶναι ὀκνηροί καί μαλθακοί τούς βγάζει ὁ πονηρός ἀπ᾿ αὐτή τήν μάχη μέ τήν δικαιολογία τῆς ἀδυναμίας τους, μέ τήν ὁποία τούς ρίχνει στήν ἀπελπισία, ἐνῶ τούς ταπεινούς, κατά τήν προσωπική τους γνώμη, τούς πειράζει, κλείνοντας τήν ὁδό πρός τήν ἀληθινή ταπείνωσι. Στήν ὁδό αὐτή ὠθεῖται ἡ ψυχή στήν ἀπελπισία καί τήν ἀχαριστία, ἀπ᾿ ὅπου φθάνει στήν ὀργή τῆς καταδιώξεως τῶν πάντων.
Ἑτοιμάσου, ὦ ψυχή, σέ σύγκρουσι ἀπέναντί του. Φύλαξε τήν ψυχή σου ἀπό τίς προκαταλήψεις γιά νά μή γλιστρήση ἀπό τήν ἁγία ὁδό στήν ὁδό τῆς βεβηλώσεως καί τῆς ψυχικῆς ἀσθενείας. Σ᾿ αὐτά τά προβλήματα ἡ αὐταπάρνησις ἦτο καί εἶναι πάντοτε ἕνα μέσον ἀγῶνος καί ἀνίκητο.
Στήν συνέχεια, ὁ πειρασμός φέρνει ἀσχολίες ἐκ τοῦ μηδενός. Σέ μερικούς, ὁ πειρασμός ὁλοκληρώνει στήν ψυχή τήν ὑπακοή καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατά τρόπο ὑποκριτικό. Ἐνῶ σέ ἄλλους τούς σβήνει αὐτά καί στήν θέσι τους βάζει τήν ὑπακοή καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό τους.
Ὁ πειρασμός ἀποκαλύπτει αὐτό πού εἶναι στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Εὐθεῖες εἶναι οἱ ὁδοί τοῦ Κυρίου καί οἱ δίκαιοι βαδίζουν σ᾿ αὐτές, ἀλλά οἱ σκληροτράχηλοι στίς ἴδιες ὁδούς σκοντάπτουν καί πίπτουν. Στήν ὁδό, ἑπομένως, τῆς μοναχικῆς ζωῆς χρειάζεται πλήρης ὑγεία καί ἰδιαίτερα ὑγεία τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς! Ἡ πνευματική ζωή δέν ἀνοίγεται παρά σ᾿ ἐκείνη τήν ψυχή, ἡ ὁποία ἔχει βάλει βαθειά τό θεμέλιο τῆς ταπεινώσεως.
Ἡ αὐτοεξουδένωσις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀτιμία τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ἄρνησις τοῦ προσωπικοῦ μας θελήματος, ἰδού ἄλλη ὁδός πού εἶναι τό τρίτο ὅπλο τῆς ψυχῆς.
Γι᾿ αὐτό, στήν ὁδό τοῦ Θεοῦ νά εἶσαι ἀκλόνητος καί ἀλύγιστος τόσο ἀπό τίς ἡδονές, ὅσο καί τίς ὀδύνες τοῦ βίου. Πρέπει ἀκόμη νά γνωρίζης, ὅτι γιά νά σταθῆς στά πόδια σου, αὐτό δέν εἶναι ἔργο δικό σου, οὔτε τῶν ἀρετῶν σου, ἀλλά τῆς Χάριτος Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος σέ κρατεῖ στήν ἀγκαλιά Του γιά νά μή πέσης στά δίκτυα τῆς λύπης. Τελείως λυτρωμένος ἀπό τήν μάχη κατά τῶν δαιμόνων δέν ὑπάρχει κανείς ἐπίγειος ἄνθρωπος, οὔτε θά ὑπάρχη.
Ἔτσι, δέν ἠμπορεῖ νά ὑπάρχη μάχη, οὔτε μαθητεία, οὔτε πνευματική πρόοδος, ἐάν δέν μᾶς σκεπάζη ἀδιάκοπα ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά γνωρίση τήν ἀδυναμία του, οὔτε τήν ταπείνωσί του, ἐάν δέν ἀντιληφθῆ ὅτι ἔχει τήν ἀνάγκη τους. Ἡ μάχη ἐναντίον τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ εἶναι ἀνεκτίμητη, ὅταν βλέπης δίπλα σου τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ταπεινώνεσαι καί γεμίζεις ἀπό θεϊκή ἀγάπη, διότι πολλούς ἐπαγίδευσε αὐτός ὁ ἀγῶνας γιά τήν νίκη.
Αὐτή τήν ὁδό δέν ἠμπορεῖς νά ταξιδεύσης, χωρίς κινδύνους, παρά μόνο, ὅταν προστατεύεσαι ἀπό τήν ἀόρατη Δεξιά τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας σάν ὁδηγό τήν συνείδησί σου.
Μετάφρασις ἐπιμέλεια
ὑπό ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς
Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
2003
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου