Σελίδες

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Ὁ γέροντας Γεώργιος Λαζάρ. Μέρος Ζ'. Τελευταῖο

Ὁ γέροντας Γεώργιος Λαζάρ (1846-1916)
Ἁγιασμένες μορφές τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμάνικης Ἐκκλησίας
Μέρος Ζ'

π.Ἰωαννίκιος Μπάλαν

Κάποτε ὁ νεαρός Δημήτριος Τροφίν, μαθητής του, τοῦ εἶπε     
-Γέρο-Γεώργιε, ἀπεφάσισα νά πάω στό μοναστήρι. Ποῦ μέ συμβουλεύεις νά πάω; Ἐγώ θά ἐπιθυμοῦσα νά πάω στό Ἅγιον Ὄρος.
-'Αγαπητέ μου, μή πηγαίνης στό Ἅγιον Ὄρος.
 Ἠμπορεῖς καί ἐδῶ νά γίνης καλός μοναχός. Πήγαινε στήν σκήτη (ἐξαρτηματικό μονύδριο κυριάρχου μονῆς) Συχαστρία. (Τότε ἡ Συχαστρία ὑπαγόταν στήν μονή Νεάμτς). Ἐκεῖ εἶναι ἕνας καλός ἡγούμενος μέ ἀγωνιστές μοναχούς.
Ἔτσι, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή του, ἐπῆγε στήν Συχαστρία, ὅπου ἡγούμενος τότε ἦτο ἕνας μαθητής του ὁ π. Ἰωαννίκιος Μορόϊ. Αὐτό συνέβη τό 1911.

Ἐπήγαινε ὁ Γέρο-Γεώργιος συχνά στήν Συχαστρία. Οἱ ἀδελφοί ἔβγαιναν νά τόν προϋπαντήσουν καί τοῦ ζητοῦσαν πνευματικές συμβουλές, διότι τόν θεωροῦσαν ὡς ἕνα ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ταπεινός Γέροντας, ἔκλινε τό κεφάλι του κάτω, ζητοῦσε τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου καί τούς παρηγοροῦσε μέ τά χαριτωμένα λόγια καί τίς ἐμπειρίες του. Κι ἐδῶ κρατοῦσε τό ἴδιο τυπικό τῶν προσευχῶν του.
'Ενίοτε ἀνέβαινε στό βουνό Τατσιοῦνε, ἀπ᾿ ὅπου ἔβλεπε ὅλο τόν ὁρίζοντα καί ἐκεῖ προσευχόταν μόνος του ὁλόκληρη τήν ἡμέρα. Σ᾿ ἕνα μέρος αὐτοῦ τοῦ βουνοῦ ἔσκαψε μία λακκοῦβα καί ἔμπανε μέσα.
Δέν ἤθελε νά τόν βλέπη κανείς καί γιά περισσότερη αὐτοσυγκέντρωσι, διότι τό θαυμαστό τοπίο τοῦ διασκόρπιζε τόν νοῦ στήν προσπάθειά του νά προσευχηθῆ. Αὐτή ἡ λακκοῦβα φαίνεται μέχρι σήμερα. Τό βράδυ κατέβαινε καί συνωμιλοῦσε μέ τόν ἡγούμενο, καί τοῦ ἔλεγε 
-Σήμερα ἤμουν στόν οὐρανό...,σήμερα ἤμουν στόν οὐρανό! Καί κανείς δέν καταλάβαινε τήν σημασία τῶν θαυμαστῶν λόγων του.
Κάποτε ἀνέβηκε στήν σκήτη Σύχλα μέ πολλούς Πατέρες ἀπό τήν Συχαστρία. Ἐκεῖνος ἐπήγαινε μπροστά λέγοντας μυστικά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ξαφνικά ἐσκόνταψε καί κόντεψε νά πέση κάτω. Τότε στράφηκε στούς μοναχούς καί τούς εἶπε           
-Βλέπεπε τί μοῦ συνέβη; Ἄφησα λίγο τήν προσευχή καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀμέσως μέ ἄφησε. Κατέβηκα μέ τήν σκέψι μου ἐδῶ στά γήϊνα καί κινδύνευσα νά πέσω. Γι'αὐτό ὁ νοῦς πρέπει πάντοτε νά εἶναι στόν Θεό. Καί ὅλα τά καλά ἔργα πρέπει νά συνοδεύωνται μέ τήν ἀθῶα καί εἰρηνική προσευχή…
Κάποτε συνωμίλησε μέ τόν μαθητή του ἡγούμενο π. 'Ιωαννίκιο καί τοῦ εἶπε 
-Μή χαίρεσαι διότι ἦλθες ἐδῶ στήν Συχαστρία, γιατί ἔχεις νά περάσης ἕνα μεγάλο πειρασμό. Καί ὁ προφητικός αὐτός λόγος του ἐκπληρώθηκε ἀκριβῶς.
Ἐπίσης μετέβαινε καί στό μοναστήρι Νεάμτς, ὅπου οἱ Πατέρες μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἡγούμενο, ἐπίσκοπο Νάρκισσο  Γκρετσουλέσκου, τόν ὑπεδέχοντο μέ εὐλάβεια καί τιμή. Ὁ Γέροντας πρᾶος καί ταπεινός ζητοῦσε τίς εὐλογίες τοῦ ἁγίου Ἐπισκόπου καί τοῦ φιλοῦσε τά πόδια.
Κάποτε ἐπισκέφθηκε τρεῖς παλαιούς μαθητές του, ἀδελφούς κατά σάρκα, μοναχούς στήν μονή Νεάμτς, τόν Βενιαμίν, τόν Παμβώ καί τόν Δαμασκηνό, οἱ ὁποῖοι ἦσαν τσοπάνηδες. Τοῦ εἶπαν ταραγμένοι  
-Γέρο-Γεώργιε, ἐμεῖς σήμερα ἀναχωροῦμε ἀπό ἐδῶ, διότι σκανδαλιζόμεθα.
-Γιατί, ἀγαπητοί μου;
-Δέν ὑπάρχει σωτηρία ἐδῶ. Εἴδαμε τόν τάδε νά κάνη τό τάδε ἁμάρτημα, τόν ἄλλον νά λέγη τά τάδε λόγια, τόν ἄλλον νά φωνάζη καί ὑβρίζη, τόν ἄλλον νά εἰρωνεύεται τόν ἀδελφό του...
-Τότε ὁ Γέροντας μέ πολλή πραότητα τούς εἶπε ἀποφασιστικά   
-Μή τό κάνετε αὐτό! Καθένας θά ἀπολογηθῆ γιά τίς πράξεις του. Γιατί ἐσεῖς βλέπετε καί κρίνετε τίς πράξεις τῶν ἄλλων;
Οἰ ἀδελφοί κατάλαβαν τό λάθος τους καί ἡσύχασαν φροντίζοντες μόνο γιά τήν σωτηρία τους.
Ἀρκετοί ἀπό τούς ἡλικιωμένους γέροντες τοῦ χωριοῦ του μᾶς διηγήθηκαν καί ἕνα θαυμαστό περιστατικό πού συνέβη στόν Γέρο-Γεώργιο. Κάποτε ὁ Παπποῦς ἦτο στήν πόλι Πασκάνι. 'Ηθέλησε μέ τό τραῖνο νά πάη στήν πόλι Ρώμαν. Μπῆκε στό τραῖνο, ἀλλά δέν ἀγόρασε εἰσιτήριο, διότι δέν εἶχε χρήματα.
Ὁ ἐλεγκτής τῶν εἰσιτηρίων, ὁ ὁποῖος δέν τόν ἐγνώριζε, τοῦ εἶπε στήν πρώτη στάσι τοῦ τραίνου νά κατέβη. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τού ἔλεγαν νά τόν κρατήση, διότι εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ὑπάλληλος τοῦ τραίνου δέν τούς ἄκουσε. Ἔτσι στήν πρώτη στάσι ὁ Παπποῦς κατέβηκε καί ἐβάδιζε τό δρομάκι, δίπλα στήν σιδηροδρομική γραμμή λέγοντας               
-'Αγαπητοί μου νά μένετε μέ τόν Θεό καί τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας!
Ὅταν ὅμως ἠθέλησε νά ξεκινήση τό τραῖνο, δέν ἠμποροῦσε καθόλου νά μετακινηθῆ. Ἐκκύταξαν τήν μηχανή, μά δέν ὑπῆρχε καμμία βλάβη. Ἄλλαξαν τήν ἀτμομηχανή του, ἀντικατέστησαν τόν μηχανοδηγό. Τίποτε. Τό τραῖνο δέν ξεκινοῦσε. Ὅλοι ἀποροῦσαν καί ἄρχισαν νά ἀλαλλάζουν. Ἕνας ἀπό τούς ὑπαλλήλους τοῦ τραίνου τούς εἶπε              
-Τό τραῖνο δέν ξεκινᾶ, διότι κατεβάσατε τόν Γέρο-Γεώργιο κάτω.
Τόν ἐκάλεσαν πίσω. Ἀνέβηκε ὁ Παπποῦς καί τό τραῖνο ξεκίνησε μόνο του, χωρίς κάποια ἐπέμβασι τοῦ ὁδηγοῦ.
Πολύ σπάνια ἐπήγαινε ὁ Γέρο-Γεώργιος στά χρόνια αὐτά στήν Τρανσυλβανία. Τελευταία φορά ἐπῆγε τό καλοκαίρι τοῦ 1914.
Ἕνας ἀπό τούς ἐγγονούς του, ὁ Δημήτριος Μπογδάν Στρίμπου, μᾶς περιγράφει πολύ ὡραῖα τήν προσωπικότητα τοῦ κατά σάρκα παπποῦ του.
"...Σᾶς δίνω κι ἐγώ μερικές πληροφορίες γιά τόν Γέρο-Γεώργιο, τόν ὁποῖο θυμᾶμαι ἀφ᾿ ὅτου ἤμουν μικρό παιδί. Πρίν ἀπό τόν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο, ὁ Γέρο Γεώργιος ἐρχόταν στό χωριό μας, τό Σουγκάγκ, κάθε καλοκαίρι καί ἔμενε μαζί μας, μαζί μέ τούς γονεῖς μου στό σπίτι μας ἐπί ἕνα μῆνα. Κοιμόταν στό μπαλκόνι.
'Απ᾿ ὅσα ἐγώ γνωρίζω, οὐδέποτε ἐπήγαινε στό σπίτι του, πού ἦτο πλέον τῶν 3 χιλιομέτρων μακριά ἀπό τό χωριό μας. Τήν Κυριακή ἤρχοντο σ᾿ αὐτόν,  ἡ γυναῖκα του καί τά παιδιά του καί τούς ἔδινε καί λίγα χρήματα. Διότι μᾶς ἔλεγε ὅτι στήν Μολδαβία πού ζοῦσε, ὑπῆρχαν πολλοί πλούσιοι καί τοῦ ἔδιναν χρήματα τά ὁποῖα ἐμοίραζε στούς πτωχούς.
Ὅσο καιρό ἔμενε σ᾿ ἐμᾶς, τήν νύκτα ἐπήγαινε στήν ἐκκλησία, ὅπου προσευχόταν περισσότερο ἀπό μία ὥρα. Μᾶλλον ἐπιθυμοῦσε νά μένη στό δικό μας σπίτι, διότι ἦτο κοντά στήν ἐκκλησία. Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή δέν ἔτρωγε τίποτε.
Ἐνῶ τίς ἄλλες ἡμέρες, ἐάν ἦτο νηστεία ἐνήστευε, ἐνῶ, ἐάν ἦτο κατάλυσις, ἔτρωγε αὐγά, τυρί, ψωμί καί γάλα. Κρέας δέν ἔτρωγε ποτέ. Ἔλεγε ὅτι ἔκανε προσευχή γιά νά εὐλογῆ ὁ Θεός τά τρόφιμα καί, ὅ, τι τοῦ ἔδιναν,  τά ἐμοίραζε στούς πτωχούς. Δέν τοῦ ἐπέτρεπε ἡ συνείδησίς του νά χορταίνη αὐτούς καί μάλιστα κρέας, τήν στιγμή πού τόσοι πτωχοί τόν περιτριγύριζαν καί τοῦ ζητοῦσαν τρόφιμα καί χρήματα!
Ὅλο τόν καιρό περπατοῦσε ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος καί μ᾿ ἕνα γελέκο στίς πλάτες του. Ἦτο τό ἴδιο γελέκο πού φοροῦσε, ὅταν ἔφυγε ἀπό τό χωριό μας γιά τούς ἁγίους Τόπους, πρίς 20 χρόνια. Ἐβάδιζε στόν δρόμο διαβάζοντας τούς Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ καί τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς τούς ἁμαρτωλούς". Δέν ξέρω ἄν ἦτο τό ἔτος 1913 ἤ τό 1914 ὅταν ἦλθε γιά τελευταία φορά στό χωριό μας. Πάντως τό 1914 ἄρχισε ὁ Πόλεμος καί δέν τοῦ ἔδιναν διαβατήριο νά ἐπισκεφθῆ τό χωριό του. Ἀλλά, ὅταν εἰρήνευσε ὁ κόσμος, πιστεύω, ὅτι αὐτός δέν θά ζοῦσε πλέον. Ἐγώ τόσα γνωρίζω ἀπό τόν παπποῦ μου, τό Γέρο-Γεώργιο".
Αὐτά τά γεγονότα μαρτυροῦν καί ἄλλοι χωρικοί πού ἄκουσαν τόν Γέρο-Γεώργιο νά τούς λέγη τό 1914 μέ φωνή προφητική      
-Ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς δέν θά ἔλθω πάλι στό Σουγκάγκ, διότι θά συμβοῦν μεγάλες ταραχές στόν κόσμο.
Συχνά τόν ἐρωτοῦσαν μοναχοί καί μαθητές του          
-Πότε θά πεθάνης, Γέρο-Γεώργιε;
-Ἔε, ἀγαπητοί μου, ἐγώ θά πεθάνω, ὅταν θά γίνουν μεγάλες ἀναταραχές στόν κόσμο, τούς ἀπήντησε ὁ Γέροντας μέ ἱλαρό πρόσωπο, καί στόν θάνατό μου θά εἶναι μεγάλη ἑορτή καί θά κτυποῦν οἱ καμπάνες ὅλης τῆς χώρας.
Πολλοί ἐνόμισαν ὅτι λέγει ἀστεῖα.
Ἀλλ᾿ ὅμως, τά ὅσα εἶπε, ἦταν ἀλήθεια. Ἰδού πῶς συνέβησαν τά γεγονότα           
Στόν καιρό τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ὁ γέροντας ἔμενε στήν πόλι Πιάτρα Νεάμτς. Σπανίως ἐπήγαινε σέ μοναστήρια καί μαθητές του. Βέβαια, δέν ἦτο καθόλου ἀσθενής. Οὐδέποτε ὑπέφερε ἀπό κάτι σ᾿ ὅλη τήν ζωή του. Οὔτε ἔμεινε ποτέ στό κρεββάτι, οὔτε ἐπῆρε κάποιο χάπι, διότι ὁ Θεός ἐχάριζε στόν δοῦλο Του δυνατή ὑγεία. Τήν τάξι τῆς προσευχῆς καί νηστείας τήν ἐκράτησε μέχρι τόν θάνατό του.
Ἦτο τό ἔτος 1916, στήν Κοίμησι τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ὅταν ἡ Ρουμανία ἔμπαινε στόν πόλεμο. Τότε, ὅταν ὁ καμπανάρης τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἀνέβαινε βιαστικά στό καμπαναριό γιά νά κτυπήση τίς καμπάνες γιά τήν γενική ἐπιστράτευσι, βρῆκε τόν Γέρο-Γεώργιο στό πρῶτο αὐτό κελλί του νά ἔχη πάρει τόν αἰώνιο ὕπνο.
Καί ἔτσι ἐπαλήθευσε ὁ λόγος του πού εἶπε, ὅτι στόν θάνατό του, σέ μεγάλη ἑορτή, ὅταν θά κτυπήσουν οἱ καμπάνες ὅλης τῆς χώρας, αὐτός θά φύγη ἀπ᾿αὐτή τήν ζωή.
Ἡ εἴδησις τῆς κοιμήσεως τοῦ Παπποῦ διαδόθηκε τήν ἴδια ἡμέρα σ᾿ ὅλη τήν πόλι Πιάτρα καί τά περίχωρά της. Οἱ πάντες, μικροί μεγάλοι, ἔτρεχαν μέ δάκρυα ν᾿ ἀποχαιρετίσουν τόν καλό τους φίλο καί πατέρα, τόν μεγάλο προσκυνητή καί ἄνθρωπο τῆς προσευχῆς, τόν Γέρο-Γεώργιο.
Στόν ἐνταφιασμό του συγκεντρώθηκαν περίπου  50 ἱερεῖς, ἡγούμενοι, ἐρημῖτες, μοναχοί, μοναχές καί χιλιάδες πιστοί, καθώς καί ἐπίσκοποι τῶν γειτονικῶν ἐπαρχιῶν. Κανείς δέν ἐτόλμησε νά τοῦ φορέση καινούργια ροῦχα. Ἐτάφη μέ τά ροῦχα πού φοροῦσε ἐπί τόσα χρόνια, ξυπόλυτος, ξεσκούφωτος, ἔχοντας δίπλα στό φέρετρό του τό Ψαλτήριο καί τήν μαγκούρα του. Ἐτάφη στό κοιμητήριο τῆς πόλεως Πιάτρα Νεάμτς. Ἦτο ἡ 18η Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1916.
Τό ἔτος 1934 ὁ μαθητής του πρωτοσύγκελλος Δαμασκηνός Τροφίν, στάρετς τοῦ μοναστηριοῦ Ρίσκα τῆς ἐπαρχίας Σουτσεάβα, ἤθελε να μετακομίση τά λείψανα τοῦ Γέρου-Γεωργίου στό Ρίσκα.
Ὡς ἐκ τούτου, ἀφοῦ τά τοποθέτησε σ᾿ ἕνα κιβώτιο, τά ἔβαλε ἐπάνω στήν καρότσα καί ξεκίνησε γιά τό χωριό Τίργκου τοῦ νομοῦ Νεάμτς. Στόν δρόμο πού ὁδηγεῖ πρός τό γυναικεῖο μοναστήρι Βαράτεκ, τά ἄλογα σταμάτησαν καί δέν ἤθελαν μέ κανένα τρόπο νά πᾶνε πιό πέρα. Μάταια προσπαθοῦσε ὁ π. Δαμασκηνός γιά νά ξεκινήσουν.
Ξαφνικά τά ἄλογα ξεκίνησαν μόνα τους τρέχοντας πρός τό Βαράτεκ καί δέν σταμάτησαν παρά μόνο, ὅταν ἔφθασαν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι. Τότε ὁ π. Δαμασκηνός εἶπε         
-Φαίνεται ὅτι ἐδῶ προτίμησε νά ἔλθη ὁ Γέρο-Γεώργιος καί γιά τίς ἁμαρτίες μου ἀρνήθηκε νά ἔλθη στό μοναστήρι μου, τό Ρίσκα....Τοῦ ἐδιάβασαν καί ἐκεῖ  στήν μονή Βαράτεκ μία ἐπιμνημόσυνη δέησι καί τοποθέτησαν τό λείψανά του, πίσω ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τῆς κεντρικῆς ἐκκλησίας τῆς Μονῆς, ὅπου καί εὑρίσκονται μέχρι σήμερα.
Οἱ συγγενεῖς του ἀπό τό χωριό του Σουγκάγκ καί ἡ κόρη του Μάρθα διηγοῦνται ἕνα ἄλλο ἀκόμη θαυμαστό γεγονός. Ἀργότερα, ὅταν ἄκουσαν, ὅτι ὁ Γέρο-Γεώργιος μετέβη στήν αἰώνια ἀνάπαυσι, τοῦ ἔκαναν ἐπιμνημόσυνη δέησι καί στό χωριό του, κατά τά τοπικά τους ἔθιμα.
Ἔτσι ξεκίνησαν ἀπό τό σπίτι γιά τήν ἐκκλησία καί ἀπό ἐκεῖ στό κοιμητήρι μέ πολύ κόσμο, μέ τό Σταυρό μπροστά καί μέ κεριά ἀναμμένα, ἀλλά πρός ἔκπληξι ὅλων, οὔτε ἕνα κερί τῶν Χριστιανῶν, πού τά κρατοῦσαν δέν ἔσβησε, παρότι ὁ ἄνεμος τούς κτυποῦσε δυνατά στό πρόσωπο.
Αὐτό ἦτο ἕνα σημεῖο ὅτι καί ὁ Γέρο-Γεώργιος, πού ἦτο καί θά παραμείνη μία λαμπάδα τῆς πίστεως, δέν εἶναι δυνατόν ποτέ νά σβήση παρά τίς φουρτοῦνες τῶν πειρασμῶν μέ τήν Χάρι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖον πρέπει δόξα, τιμή καί προσκύνησις στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μετάφρασις ἀπό μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου