Σελίδες

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Ἱστορικοί σταθμοί τῆς Ἐκκλησίας

 Ἱστορικοί σταθμοί τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀρχή. Τά Τρία Πρόσωπα τῆς ἀρχικωτάτης Ἑνάδος πού συγκροτοῦν τήν πρώτη Ἐκκλησία εἶναι προαιώνια, καθώς καί ἡ Ἐκκλησία πού συγκροτοῦν. Ἡ τέλεια ἕνωση, κοινωνία καί ἀγάπη μεταξύ τῶν Τριῶν αὐτῶν Προσώπων, στήν ὁποία κληθήκαμε νά μετάσχουμε καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, αὐτό τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, φανερώθηκε «ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων»[1]. Φανερώθηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ «συνανάρχου τῷ Πατρί» Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μέχρι τότε ἦταν κεκρυμμένο, «ἀφανέρωτο»[2]. Σέ αὐτό  τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, σέ αὐτήν τήν Ἁγιοτριαδική κοινωνία ἐντάχθηκαν οἱ ἄγγελοι καθώς καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καί ὅλη ἡ κτίση.

«Οἱ ἄνθρωποι δέν γεννηθήκαμε τώρα», ἔλεγε ὁ Γέροντας· «μέσα στήν παντογνωσία τοῦ Θεοῦ ὑπήρχαμε πρό τῶν αἰώνων»[3]. Ὁ Θεός, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν Του. «Μᾶς συμπεριέλαβε» στήν δική Του κοινωνία, στήν αἰώνια Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος «παρ΄ ὅτι γνώριζε τήν ἀποστασία μας»[4].

Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁμιλοῦν περί τριῶν φάσεων-ἱστορικῶν σταθμῶν τῆς Ἐκκλησίας:

1η) Στήν ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ τοποθετεῖται ἡ ἀΐδιος συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σ’ αὐτήν τήν περίοδο:

α) δημιουργοῦνται καί οἱ ἀόρατες πνευματικές δυνάμεις, δηλαδή οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, πού ἐντάσσονται στήν πρώτη ἄναρχη καί ἀΐδια Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἐπίσης

β) «προϋπάρχουν»[5] στόν νοῦ τοῦ Θεοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού μέλλουν νά ἐνταχθοῦν στήν Ἐκκλησία.

2η) Ἡ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ εἶναι ἡ χρονική περίοδος ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τόν Χριστό. Σ’ αὐτήν:

α)  Ἡ Ἐκκλησία τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος δέχεται ἐντός Της τά πρόσωπα τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας. Αὐτά ζοῦν προπτωτικά σέ μακαρία κατάσταση. Ὁ  Θεός, ἔλεγε ὁ Γέροντας, «μᾶς ἔδωσε τά πάντα, γιά νά μᾶς κάνει κι ἐμᾶς θεούς κατά Χάριν καί δωρεάν»[6]. Μᾶς ἔδωσε τήν εἰκόνα Του καί τήν δυνατότητα διά τοῦ αὐτεξουσίου νά κινηθοῦμε ἐλεύθερα καί ἀγαπητικά πρός Αὐτόν, γινόμενοι ὅμοιοι κατά πάντα μέ τόν Θεόν, «πλήν τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητος»[7], ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.

β)  Μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, λόγῳ κακῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας μας, ἔχουμε καί τήν ἀποκοπή μας ἀπό τήν ἀρχέγονη Ἐκκλησία. Ἔτσι «ἐχάσαμε τό ἀρχέγονον κάλλος, τήν ἀρχέγονη δικαιοσύνη»[8]. Πάψαμε νά εἴμαστε μαζί μέ τήν αἰώνια Ἐκκλησία, δηλαδή  μέ τά Τρία Πανάγια Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐπίσης, στερηθήκαμε καί τό νά εἴμαστε μαζί μέ τούς Ἀγγέλους.

γ)  Ὁ ἄνθρωπος ὑποδουλώνεται στήν φθορά, στήν ἁμαρτία καί στον θάνατο. «Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, μακριά ἀπ’ τήν Ἁγία Τριάδα», σημειώνει ὁ Γέροντας, «ἐχάσαμε τόν Παράδεισο, τό πᾶν»[9]. Χάσαμε τήν σωτηρία διότι «ἔξω ἀπ’ τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία, δέν ὑπάρχει ζωή»[10].

δ)  Παρά τήν ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας (Ἁγία Τριάς καί μή ἐκπεσοῦσες ἀσώματες δυνάμεις), ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀκόμη καί οἱ δίκαιοι τῆς Π. Διαθήκης, ἄν καί ἔφθαναν στή θέωση[11], κατέβαιναν στόν Ἅδη (λόγῳ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος).

3η) Ἡ ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ εἶναι ἡ χρονική περίοδος πού ξεκινᾶ μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί καταλήγει στή συντέλεια τῶν αἰώνων. Σ’ αὐτήν τήν φάση:

α)  Μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ὁ Κύριος ἀνέλαβε τήν καθαρή καί ἀμόλυντη ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τήν ἕνωσε μέ τήν Θεότητά Του. «Ἡ σπλαχνική καρδιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα», λέγει ὁ Γέροντας, «δέν μᾶς ἄφησε ἔξω ἀπ’ τήν ἀγάπη Του»[12]. Μέ τήν σάρκωση τοῦ Θεανθρώπου καί τήν ὅλη Θεία Οἰκονομία «ἄνοιξε γιά μᾶς πάλι τίς πύλες τοῦ Παραδείσου, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων καί ἐφανερώθη ἐν σαρκί»[13]. Τό «μυστήριο τῶν μυστηρίων», τό «προαιώνιο» καί «ἀφανέρωτο» «σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου» ἐφανερώθη, ὅπως θεολογεῖ ὀρθοδοξότατα ὁ π. Πορφύριος, «μέ τήν Θεία σάρκωση τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ»[14].

      Λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος: «Καί ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον. Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ»[15]. Μέσα στήν ἄπειρη ἀγάπη Του ὁ Θεός «μᾶς ἕνωσε πάλι μέ τήν Ἐκκλησία Του»[16] λέγει ὁ Γέροντας. Ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε διά τοῦ Χριστοῦ, πού προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση  γιά νά μᾶς ἐπανεισαγάγει στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἐπανένωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔγινε «στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ»[17].

β)  Ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ ἄνθρωποι μποροῦν, μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού χορηγεῖται διά τῶν Μυστηρίων, νά γίνονται μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ταυτόχρονα ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[18]. Μποροῦμε πλέον νά ἔλθουμε στόν Χριστό. «Μπαίνοντας στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία», λέγει ὁ Γέροντας, «ἐρχόμαστε στόν Χριστό, μπαίνουμε στό ἄκτιστον»[19]. Μποροῦμε καί πρέπει νά γίνουμε «ἄκτιστοι κατά Χάριν»[20]. Ἔχουμε τήν δυνατότητα «νά γίνομε μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, νά μποῦμε μέσα στό μυστήριο τῆς θεότητας»[21]. Διά τοῦ προσωπικοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία καί λαμβάνοντας τήν βοήθεια τῆς Θείας Χάρης, μποροῦμε «νά ξεπεράσουμε τό κοσμικό μας φρόνημα, νά ἀποθάνομε κατά «τόν παλαιόν ἄνθρωπο» καί νά γίνουμε ἔνθεοι»[22]. Πράγματι, ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, «στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ πιστός συνεργαζόμενος μέ τήν Θεία Χάρη ζεῖ καί φανερώνει μία χαρισματική καί ἄκτιστη ζωή»[23].

Ἡ γενέθλια ἡμέρα τῆς «ἐν τῷ χρόνῳ φανερωθείσης Ἐκκλησίας», εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Στήν Πεντηκοστή ἐκχύθηκε ἡ Θεία Χάρη, ἡ ὁποία «ἐπηρέασε πιστούς καί ἀπίστους»[24]. Ὁ ἐπηρεασμός δέν παραβίασε τήν ἐλευθερία τους. Τούς ἔκανε δεκτικούς τοῦ Θεοῦ, «δυνάμει» καί ὄχι ἀναγκαστικά, ἐάν καί ἐφ’ ὅσον μετανοοῦσαν. Ὅσοι πίστεψαν ἔγιναν ἔνθεοι. Στήν Πεντηκοστή, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, συνέβη «ἕνα εἶδος διοράσεως»[25]. Διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο κατευθύνει τήν Ἐκκλησία, καθένας κατανοοῦσε τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. «Μέ τρόπο μυστικό τό Ἅγιον Πνεῦμα», λέγει ὁ χαρισματοῦχος Γέροντας, «τούς ἔκανε νά καταλαβαίνουν τά λόγια του στή γλώσσα τους, μυστικά, χωρίς νά φαίνεται»[26]. Ὁ «φόβος»[27] πού ἔνιωσαν οἱ ἄνθρωποι κατά τήν Πεντηκοστή ἦταν τό «γέμισμα»[28] μέ τήν Θεία Χάρη, ἡ θέωση. Ὁ Γέροντας τό ὀνόμαζε «κατάσταση»[29], κατάσταση πνευματικῆς τρέλας. Ὁ Θεός, πράγματι, μᾶς ἐνθουσιάζει, μᾶς τρελαίνει, μέ τήν καλή ἔννοια, μέ τό «γέμισμά Του», τήν ἀγάπη Του, τήν Θεία Του ἐνέργεια[30]. Στήν Πεντηκοστή ὅλοι βρέθηκαν σέ «κατάσταση θεώσεως»[31].

Αὐτό τό «γέμισμα» μέ τήν Θεία Χάρη εἶναι τό ἴδιο, πού συνέβαινε καί μετά τήν Πεντηκοστή στούς πρώτους χριστιανούς. Αὐτοί, ὄντες ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένοι, ἦσαν ἔμπλεοι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κοινωνοῦσαν μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας»[32], ἔχοντας μία τέλεια ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ἡ ζωή μέσα στήν πρώτη Ἐκκλησία ἦταν κοινοβιακή. Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς τό ἀποκαλύπτουν: «Τοῦ δε πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία καί οὐδέ εἷς, τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά»[33]. Ἡ κοινοβιακή ζωή, ἡ ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν, συνιστᾶ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας (ἡ ἑνότης καί ἡ κοινότης).

Δίδασκε ὁ Γέροντας ἀναφερόμενος στήν κοινοβιακή ζωή τῶν πρώτων Χριστιανῶν: «Οἱ Πράξεις ὁμιλοῦν  γιά κοινοβιακή ζωή». Καί συνέχιζε: «Ἐδῶ εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία»[34]. Δηλαδή, σύμφωνα μέ τόν Γέροντα, ἀλλά καί μέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ἡ Ἐκκλησία φανερώνεται στήν κοινοβιακή ζωή, στήν κοινότητα τῶν πάντων καί στήν ἑνότητα τῶν προσώπων.

Οἱ Χριστιανοί τότε, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί στήν συνέχεια γιά τούς δύο πρώτους αἰῶνες[35], ζοῦσαν, ὅπως περίπου οἱ σημερινοί μοναχοί (κοινοβιακά), μέ μία ἀπέραντη χαρά καί μία πλήρη ἑνότητα. Περνοῦσαν τίς ἡμέρες τους «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τόν Θεόν»[36], καί «κλῶντες»[37] τόν Ἄρτον. Ἡ «κλάσις τοῦ ἄρτου» ἦταν τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἡ Θεία Κοινωνία. «Τό «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι» εἶναι ὅμοιο, ἔλεγε ὁ Γέροντας, μ’ ἐκεῖνο τό «ἐγένετο δέ πάσῃ ψυχῇ φόβος»[38]. Ἡ «ἀγαλλίασις καί ἀφελότης» τῆς ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανικῶν ἐνοριῶν, ταυτίζεται μέ τόν «φόβο» τῆς Πεντηκοστῆς[39]. Καί τά δύο εἶναι «ἀποτέλεσματα» ἤ «ἐνεργήματα» τῆς Θείας Χάρης. Εἶναι ἡ ἔνθεη τρέλλα, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Γέροντας. Εἶναι ἡ «κατάστασις». Εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, πού γεμίζει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει «ἀλλόφρονα» μέ τήν καλή ἔννοια. Εἶναι αὐτή ἡ ἄκτιστη ἀγάπη, στοιχεῖο τοῦ «καρποῦ» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οὐσιαστικά ἀναζητάει καί «ἀπαιτεῖ »[40] νά βρεῖ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή.



[1] Α΄ Πέτρ. 1, 20.
[2] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 193.
[3] Ὅ.π. σελ. 193.
[4] Ὅ.π. σελ. 194.
[5] Ὅ.π. σελ. 193.
[6] Ὅ.π. σελ. 194.
[7] Ἁγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ,PG τ. 91, 376ΑΒ. «ὅλοι δι᾿ ὅλου γινόμεθα θεοὶ χωρὶς τῆς κατ᾿ οὐσίαν ταυτότητος». Βλ. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον τόν ὁσιώτατον πρεσβύτερον καί ἡγούμενον, Περί Διαφόρων ἀπόρων τῆς Θείας Γραφῆς, ΕΡΩΤΗΣΙΣ  ΚΒ.΄(Εἰ ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις δείξει τόν πλοῦτο αὐτοῦ ὁ Θεός, πῶς εἰς ἡμᾶς τά τέλη τῶν αἰώνων κατήντησεν;): «... χωρίς μόνης δηλονότι τῆς πρός αὐτόν κατ᾿ οὐσίαν ταυτότητος, ὁμοιώσας ἑαυτῷ τόν ἄνθρωπον, καί ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν ἀναβιβάσας».
[8] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 194.
[9] Ὅ.π. σελ. 194.
[10] Ὅ.π. σελ. 194.
[11] Β λ. Πατερική Θεολογία,σελ. 40-41.
[12] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 194.
[13] Ὅ.π.  σελ. 194.
[14] Ὅ.π.  σελ. 194.
[15] Α΄ Τιμ. 3, 16.
[16] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 194.
[17] Ὅ.π.  σελ. 194.
[18] Πρβλ. Ἀρχιμανδρίτου Ἰωάννου Καραμούζη, Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίαςhttp://www.apostoliki- diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=antiairetika/contents.asp&main=antiairetika.
[19] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 194.
[20] Ὅ.π.  σελ. 194.
[21] Ὅ.π.  σελ. 194-5.
[22] Ὅ.π.  σελ. 195.
[23] Χάρη καί ἐλευθερία, σελ. 182.
[24] Ὅ.π.  σελ. 203/204.
[25] Ὅ.π. σελ. 204.
[26] Ὅ.π. σελ. 204.
[27] Ὅ.π. σελ. 204.
[28] Ὅ.π. σελ. 204.
[29] Ὅ.π. σελ. 205.
[30] Ὅ.π. σελ. 204/205.
[31] Ὅ.π. σελ. 204.
[32] Πρ. 2, 46.
[33] Πρ. 4, 32.
[34] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 205/206.
[35] Πατερική θεολογία, σελ. 184-185.
[36] Πρ. 2, 46-47.
[37] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 205.
[38] Ὅ.π. σελ. 205.
[39] Ὅ.π. σελ. 205.
[40] Ὅ.π. σελ. 205.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: «Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν Γέροντα Πορφύριο» (Σάββα Ἱερομονάχου). 

Πηγή εἰκόνας: Ἱ. Ἡσ. Ἀνάστασις  Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγιος Βασίλειος, Λαγκαδᾶ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου