Σελίδες

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Τρεῖς σταυροί. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος.


Τρεῖς σταυροί
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα.

Ὅταν τελείωσα τό λύκειο, μπῆκα στήν Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία τοῦ Καζάν3 καί φοίτησα γιά δύο χρόνια στό ἱεραποστολικό της τμῆμα. Ἐκεῖ γνωρίστηκα μέ τό σεβάσμιο ἡγούμενο τῆς μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτήρος, ἀρχιμανδρίητη Ἀνδρέα Οὐκτόμσκυ. Ἦταν ἀσκητικότατος καί ἀφιλάργυρος μοναχός ἀληθινός, ἀλλά καί φωτισμένος πνευματικός καί σαγηνευτικό κήρυκας τοῦ θείου λόγου.
 Συναρπάστηκα ἀπό τήν ὁσιακή μορφή του καί τήν ἁγία προσωπικότητά του. Σύντομα ἔγινε ὁ πνευματικός μου πατέρας. Παρέμειναν κοντά του ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια μέ ἀφοσίωση καί ὑποταγή. Ἡ ζωή του καί οἱ συμβουλές του ἄσκησαν ἐπάνω μου βαθειά ἐπίδραση καί κατευθύνουν μέχρι σήμερα τά βήματά μου.
Ἄν ἡ μετέρα μου ἦταν τό πρόσωπο πού σημάδεψε τά πρῶτα παιδικά μου χρόνια, ρίχνοντας στόν ἀγρό τῆς ψυχῆς μου τό σπόρο τῆς πίστεως καί τοῦ θείου φόβου, ὁ π. Ἀνδρέας ἦταν ἐκεῖνος πού, στά νεανικά μου πιά χρόνια, καλλιέργησαν συστηματικά αὐτό τόν ἀγρό, κι ἔκανε τό σπόρο νά φυτρώσει καί νά καρπίσει.
Ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, στά 1907, οἱ ἀνεξερεύνητες βουλές τοῦ Θεοῦ χρησιμοποίησαν τόν π. Ἀνδρέα γιά νά χαράξουν τήν περιπετειώδη ἱεραποστολική μου πορεία.
Ἦταν Κυριακή τῆς Τυρινῆς. Ἄρχισε ἡ εὐλογημένη περίοδος τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ Λειτουργία εἶχε τελειώσει πρίν ἀπό λίγο στό μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ π. Ἀνδρέας κι ἐγώ καθόμασταν στό ἡγουμενεῖο, πίνοντάς τσάι. Ὁ ταχυδρόμος ἔφερε τά γράμματα καί ὁ γέροντας μοῦ ἔδωσε ἐντολή νά τ’ ἀνοίξω καί νά τοῦ τά διαβάσω δυνατά.
Ὅταν τελείωσα μέ ρώτησε:
-Ἔ, Κολιούσα (Νικολάκη!) Νομίζεις πώς ὑπάρχει κάτι ἐνδιαφέρον σ’ ὅσα διάβασες;
Σήκωσα τούς ὥμους μου.
-Μπά, τίποτα. Μά... τί ἐνδιαφέρον μπορεῖ νά ἔχει τό γράμμα τοῦ δεσπότη Εὐσεβίου4 τοῦ Βλαντιβοστόκ;... Ζητάει, λέει, ἱερεῖς ἤ μοναχούς, ἱκανούς καί πρόθυμους νά μεταβοῦν σέ κάποια μακρινή περιοχή, πού λέγεται Καμτσάτκα, καί νά διδάξουν τό Εὐαγγέλιο στίς ἄγριες φυλές πού ζοῦν ἐκεῖ. Γιά φαντασθεῖτε! ...
-Ἐσύ πρέπει νά πᾶς ἐκεῖ!  πρόσφερε ἀργά καί ἀποφασιστικά ὁ μπάτουκα, τονίζοντας μιά-μιά τίς λέξεις. Μέ κοίταξε ἴσα μέσα στά μάτια, προσπαθώντας νά καταλαβαίνει τίς ἀντιδράσεις μου.
Νεκρική σιγή ἁπλώθηκε στό δωμάτιο γιά μερικά δευτερόλεπτα. Τά εἶχα χαμένα. Τελικά, μέ φωνή ὅλο παράπονο, κατόρθωσα νά ψελλίσω:
-Γιατί νά φύγω ἀπό κοντά σας καί νά πάω σ’ ἐκεῖνο τήν –πῶς τή λένε;- τήν ...Καμτσάτκα;
Μοῦ φαινόταν ἀδιανόητο ν’ ἀποχωριστῶ τὸν ἀγαπημένο μου μπάτουσκα καί νά πάω γιά ἱεραποστολή στήν ἄκρη τοῦ κόσμου ἀνάμεσα σέ ἀπολίτιστες φυλές.
Δέν συζητήσαμε περισσότερο ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ὁ π. Ἀνδρέας ἑτοιμαζόταν νά ταξιδεύψει στό Ἐλαμπούγ, γιά τήν κηδεία τοῦ πνευματικοῦ του γιοῦ καί εὐεργέτη τῆς μονῆς μας Ι.Γ. Σταχέεφ, πού ἐντελῶς ξαφνικά εἶχε κληθεῖ ἀπό τόν Κύριο στά οὐράνια σκηνώματα.
Φεύγοντας, καθισμένος πάνω στό ἕλκηθρο, ὁ π. Ἀνδρέας μέ εὐλόγησε καί ξαναγύρισε στό θέμα ἐκεῖνο:
-Ἐσύ, Κολιούσα, μέχρι νά γυρίσω ἀπό τό Ἐλαμπούγ, σκέψου πάλι γιά τήν Καμτσάτκα. Προσευχήσου πολύ στό Θεό. Ἑτοιμάσου πνευματικά γιά τήν ἱεραποστολική διακονία.
Αὐτό μόνο μοῦ εἶπε κι ἔφυγε.
Ἐγώ πρέπει νά ὁμολογήσω ὅτι δέν εἶχα καμιά διάθεση νά ξεκιήσω γιά μιά τέτοια περιπέτεια. Γι’ αὐτό καί δέν μ’ εὐχαρίστησε καθόλου ἐκείνη ἡ πρόταση. Καταπικραμένος κλείστηκα στόν ἑαυτό μου, καί οὔτε τή σκέψη μου δέν ἄφηνα ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τή δυνατότητα ἀναχωρήσεώς μου γιά τήν Καμτσάτκα.
Ἔτσι μαραζωμένος, μέσα σέ μιά καταθλιπτική ἀτμόσφαιρα ἀβεβαιότητος, πέρασα τήν πρώτη ἑβδομάδα τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Στερήθηκα ἀκόμα καί τή θεία Κοινωνία, πνγιμένος καθώς ἤμουν στούς λογισμούς καί τή θλίψη. Ταυτόχρονα ὅμως μέ ἔλεγχε ἀδυσώπητα ἡ συνείδηση, ἐπειδή ἀντιδροῦσα στήν ἐντολή καί τήν ἐπιθυμία τοῦ πνευματικοῦ μου πατέρα.
Ἡ μητέρα μου, πού τῆς τά ἀποκάλυψα ὅλα, μέ καθησύχασε.
-Μπά, μᾶλλον ἀστειεύθηκε ὁ π. Ἀνδρέας, εἶπε.
Ἦταν Σάββατο. Τήν παρακάλεσα νά ἔρθει μαζί μου στή βραδινή ἀκολουθία5. Δέν θά πήγαινα ἐκεῖνο τό βράδυ στό μοναστήρι, ἀλλά στό ναό τῶν Θεοφανείων. Ἔψελνε ἐκεῖ ἡ καλύτερη χορωδία τοῦ Καζάν, καί ἐκτελοῦσε ὑπέροχα τό κατανυκτικό ἐκεῖνο τροπάριο, πού τόσο ἄγγιζε τήν ψυχή μου:
«Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα·
ὀρθίζει γάρ τό πνεῦμά μου πρός ναόν τόν ἅγιόν σου,
ναόν φέρον τοῦ σώματος ὅλον ἐσπιλωμένον·
ἀλλ’ ὡς οἰκτίρμων κάθαρον
εὐσπλάχνῳ σου ἐλέει».
Πρίν ξεκινήσουμε, παρακάλεσα τή μητέρα μου νά προσευχηθεῖ γιά μένα, ὥστε νά δείξει ὁ Κύριος ποιό εἶναι τό θέλημά του γιά τή ζωή μου.
Ὁ ναός τῶν Θεοφανείων ἀπεῖχε πολύ. Ὅταν φτάσαμε, ἡ ἀκολουθία ἦταν ἤδη στή μέση. Ὅμως ἐκεῖνο τό βράδυ, σ’ ἐκείνη τήν ἐκκλησία, λύθηκε τό δράμα μου.
Ἀγωνιζόμασταν νά πλησίασουμε στόν ἄμβωνα, γιά ν’ ἀκούσουμε καλύτερα τό κήρυγμα, πού ἔκαμε ἕνας σεβάσμιος ἱερέας. Μέ πολύ κόπο, σπρώχνοντας τό πλῆθος, ἄλλοτε παρακλητικά και ἄλλοτε ἐπιτακτικά, κατορθώσαμε νά πᾶμε μπροστά. Ἔφτασαν τότε καθαρά μέχρι τ’ αὐτιά μας τά λόγια τοῦ ἱεροκήρυκα, πού ἔκανε τήν παρακάτω ἔκκληση στούς πιστούς:
-Σύμφωνα μέ τή συνοδική ἐγκύκλιο, πού πρίν ἀπό λίγο ἀκούσατε, τόσο στήν ἀποψινή ἀκολουθία ὅσο καί αὔριο στή θεία Λειτουργία θά βγάλουμε δίσκο γιά τίς ἀνάγκες τῆς ὀρθόδοξης ἱεραποστολῆς.  Μετά τήν πρόσφατη λήξη τοῦ ρωσοϊαπωνικοῦ πολέμου6, ὁ ἱεραπόστλός μας στήν Ἰαπωνία, ὁ ἀρχιερπίσκοπος Νικόλαος7, ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη ἀπό ὑλική καί ἠθική συμπαράσταση, γιά ν’ ἀνασυγκροτήσει καί ν’ ἀναπτύξει τό ἱεραποστολικό του ἔργο.
Ἀλλά καί σέ περιοχές τῆς πατρίδας μας, ὅπως ἡ μακρινή Καμτσάτκα, ἡ πνευματική κατάσταση τῶν κατοίκων εἶναι τραγική. Ἀπολίτιστοι καί ἡμίαγριοι εἰδωλολάτρες ζοῦν ἐκεῖ, μέσα σέ πνευματικό σκοτάδι. Κήρυκες τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχουν σ’ αὐτά τά μέρη. Ἀδελφοί μου, «ὁ μέν θερισμός πολύς, οἱ δέ ἐργάται ὀλίγοι. Δεήθητε οὖν τοῦ Κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τόν θερισμόν αὐτοῦ». Ἀμήν.
Ὁ ἱερέας κατέβηκε ἀπό τόν ἄμβωνα. Ἐγώ στεκόμουν ἀκίνητος καί σαστισμένος ἀπό τή σύμπτωση τῶν λόγων του μέ τό δικό μου προβληματισμό. Μέ διαπέρασε σύγκρομα ἕνα ρίγος, σά νά με εἶχαν περιλούσει ξαφνικά μέ παγωμένο νερό. Καί τότε, λές καί ξύπνησα ἀπό ἔνα κακό ὄνειρο. Ἡ διάθεσή μου ἄλλαξε. Ἡ θλίψη μου μεταποιήθηκε σέ χαρά καί ὁ ἐκνευρισμός μου σέ ἡρεμία. Μιά γλυκειά γαλήνη ἁπλώθηκε στήν ψυχή μου. Ἡ μητέρα μου, μέ τήν εὐαίσθητη καρδιά καί τή γυναικεία διαίσθηση, κατάλαβε τήν ἀλλοίωση πού συντελέσθηκε μέσα μου. Μέ κοίταξε μέσα στά μάτια, καί μ’ ἕνα τρυφερό ἀλλά λυπημένο χαμόγελο μοῦ ἔδωσε νά καταλάβω πώς καί γιά κείνην ἦταν σημαδιακά τά λόγια τοῦ ἱεροκήρυκα. Ὁ δρόμος μου εἶχε πιά χαραχθεῖ.
Μέσα στήν ἐκκλησία ἄρχισε νά περιφέρεται ὁ δίσκος ἀπό τόν ἐπίτροπο. Ἡ μήτέρα ἔριξε μόνο ἕνα δίλεπτο καί μέ ξανακοίταξε μέ βλέμμα πολύ ἔλεγε πολλά: Δέν εἶχε νά δώσει χρήματα γιά τήν ἱεραποστολή. Ἔδινε ὅμως στό μεγάλο ἔργο τόν πιό πολύτιμο θησαυρό της, τό ἴδιο τό παιδί της.
-Γενηθήτω τό θέλημά Σου, Κύριε!  Οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ!  Ψιθύρισα ἀποφασιστικά, καθώς ἔβγαινα ἀπό τό ναό.
Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πού φροντίζει γιά τό καλό τῶν ἀνρθώπων, ὅταν αὐτοί ἐγκαταλείπονται μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια Του, χάραξε καί τό δικό μου δρόμο. Ὁλοφάνερα μέ καλοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στή μεγάλη ἀποστολική διακονία. Ἡ ἀντίδραση καί ἡ ἀνυπακοή μου στήν προτροπή τοῦ πνευματικοῦ μου πατέρα νικήθηκε ἀπό τήν ἀποκάλυψη τῆς βουλῆς τοῦ Ὑψίστου, ὅπως φανερώθηκε μέ τά λόγια τοῦ γέροντα ἱερέα. Ὑποτάχθηκα στή φωνή τοῦ Θεοῦ. Ἤμουν πιά εἰρηνικός καί χαρούμενος. Μέ ταπείνωση καί ὑποταγή δέχθηκε καί ἡ μητέρα τό κέλευσμα τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως καί χωρίς μητρική θλίψη γιά τόν ἐπικείμενο ἀποχωρισμό μας.
Καθώς ἐπιστρέφαμε στό σπίτι, ἤμασταν ἀμίλητοι γιά πολλή ὥρα, βυθισμένοι κι οἱ δύο σέ συλλογή. Οἱ ἴδιες σκέψεις τριγύριζαν στό νοῦ μας καί ἡ ἴδια συγκίνηση πλημμύριζε τήν καρδιά μας. Κάποια στιγμή, λές κι ἤμασταν συνεννοημένοι, σταματήσαμε σέ μιά ἀπόμερη γωνιά. Σταθήκαμε κοντά-κοντά, ὁ ἕνα ἀπέναντι στόν ἄλλο.
Λόγια δέν ἔβγαιναν ἀπ’ τά χείλη μας. Τά μάτια μας ὅμως ἔλεγαν τόσο πολλά! Ἀγκαλιαστήκαμε, κι ἀφήσαμε τά δάκρυά μας ἐλεύθερα.  Κλάψαμε πολύ ἔτσι ἀγκαλιασμένοι στή γωνιά τοῦ δρόμου...
Φτάνοντας στό σπίτι, ἀνακοίνωσα ἀμέσως στόν πατέρα τήν ἀπόφασή μου νά χειροτονηθῶ καί νά πάω στήν Καμτσάτκα σάν ἱεραπόστολος. Ἐκεῖνος μ’ ἄκουσε σιωπηλός. Ἔμεινε γιά πολύ σκεπτικός καί ἀμίλητος.  Καθόμουν ἀπέναντί του καί τόν κοιτοῦσα προσεκτικά.  Μετά ἀπό κάμποση ὥρα σιωπῆς, ἀναστέναξε βαθιά καί φώναξε τόν ἀδελφό μου, τόν Ἱλαρίωνα, νά ἔρθει κι αὐτός κοντά του. Ἀπευθύνθηκε  τότε καί στούς δυό μας, λέγοντας μέ σοβαρό ὕφος:
-Παιδιά μου, ἡ μητέρα σας κι ἐγώ σχεδόν γεράσαμε. Ἡ ζωή μας πλησιάζει στό τέλος της. Ἐσεῖς φτάσατε σέ ἡλικία γιά ν’ ἀκολουθήσετε τό δικό σας δρόμο, τή δική σας ἀνεξάρτητη πορεία στή ζωή, σύμφωνα μέ τούς πόθους καί τήν κλίση σας.
Ἐμεῖς οἱ γονεῖς δέν πρόκειται ν’ ἀναμειχθοῦμε στά σχέδιά σας οὔτε νά σᾶς ἐπηρεάσουμε στήν ἐκλογή τοῦ δρόμου σας, ἀρκεῖ νά εἶναι ἔντιμος. Ἄν ἐσύ, Κόλια, νιώθεις νά ὑπάρχει μέσα σου ἡ κλίση γιά τή μοναχική ἀφιέρωση καί τήν ἱεραποστολή, εἶσαι ἐλεύθερος ν’ ἀκολουθήσεις αὐτό τό δρόμο. Φαίνεται πώς εἶναι θέλημα Θεοῦ.
Γι’ ἄλλη μιά φορά ἐπανέλαβα σοβαρά τήν ἀπόφασή μου.
Ὁ πατέρας κούνησε συγκαταβατικά τό κεφάλι. Ὕστερα σηκώθηκε κι ἔφερε τό μεγάλο χάρτη τῆς Ἀσίας. Τόν ἅπλωσε πάνω στό τραπέζι καί ἀναζήτησε τήν Καμτσάτκα.  Μαζευθήκαμε ὅλοι γύρω του. Ὅταν τήν ἐπισημάναμε, ξεφωνίσαμε ἀπό ἔκπληξη. Εἶναι μιά χερσόνησος στή βορειοανατολική ἄκρη τῆς Ἀσιατικῆς Ρωσίας, στήν Ἅπω Ἀνατολή.  Πάνω στό χάρτη δέν ἦταν μεγαλύτερη ἀπό τό μικρό δάκτυλο τοῦ χεριοῦ.
Ἀπομονωμένη ἀπό τήν ὑπόλοιπη χώρα ἡ Καμτσάτκα βρέχεται ἀπό τή Βερίγγειο καί τήν Ὀχοτσκική θάλασσα. Μπροστά της ἁπλώνεται ἀπέραντος ὁ Εἰρηνικός ὠκεανός, ἐνῶ μιά σειρά ἀπό μικρά νησιά, οἱ Κουρίλες, τή συνδέουν μέ τό σύμπλεγμα τῶν νησιῶν τῆς Ἰαπωνίας.
Αὐτός εἶναι ὁ τόπος πού μέ καλοῦσε ὁ Θεός γιά νά καλλιεργήσω ταπεινά τόν ἀγρό Του. Αὐτός ὁ τόπος θά γινόταν ἡ δεύτερη πατρίδα μου.
Τό βράδυ ἐκεῖνο δέν εἴπαμε περισσότερα μέ τούς γονεῖς μου.
Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες ἐγκατέλειψα τό πατρικό μου σπίτι. Οἱ γονεῖς μοῦ ἔδωσαν τήν εὐχή τους καί μέ κατευόδωσαν μέ δάκρυα στά μάτια. Πῆγα στό μοναστήρι κι ἄρχιζα νά ἑτοιμάζομαι γιά τήν κουρά μου.
Ὁ π. Ἀνδρέας ἐπέστρεψε σύντομα ἀπό τό Ἐλαμπούγ.
Ἔτρεξα νά τόν συναντήσω καί νά τοῦ διηγηθῶ μέ λεπτομέρειες ὅσα συνέβησαν στή διάρκεια τῆς ἀπουσίας του.
Χωρίς  ἀργοπορία, μέ πῆρε καί πήγαμε στό τηλεγραφεῖο. Στείλαμε τηλεγράφημα στόν ἀρχιεπίσκοπο Βλαντιβοστόκ Εὐσέβιο. Τόν παρακαλούσμα νά μέ δεχθεῖ γιά τή θέση τοῦ ἱεραποστόλου τῆς Καμτσάτκας. Τοῦ γνωστοποιούσαμε ὅτι ἥμουν ἀκόμα λαϊκός καί ὅτι ἔπρεπε νά προηγηθεῖ ἡ κουρά καί ἡ χειροτονία μου.
Ὁ ἀχιεπίσκοπος Εὐσέβιος ἀπάντησε ἀμέσως, ὅτι μέ χαρά θά περίμενε τόν ἐρχομό μου. Συγχρόνως, μέ ἄλλο τηλεγράφημά του πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Καζάν Δημήτριο, παρακαλοῦσε νά ἐγκριθοῦν καί νά τελεσθοῦν ἡ κουρά καί οἱ χειροτονίες μου σέ διάκονο καί πρεσβύτερο, καθώς καί ἡ ἀναχώρησή μου γιά τή Καμτσάτκα.
Ὁ δρόμος πού ἔπαιρνα ἦταν μακρύς καί δύσβατος, τό ἤξερα καλά. Γι’ αὐτό θέλησα νά πάρω καί τήν εὐλογία τοῦ ἁγίου ἐκείνου κληρικοῦ, πού εἶχε θεραπεύσει θαυματουργικά τή μητέρα μου πρίν ἀπό χρόνια, καί εἶχε χαράξει στήν παιδική μου ψυχή ἀνεξίτηλες μνῆμες τοῦ π. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης.  Τοῦ ἔστειλα ἕνα γράμμα, τοῦ ἐξέθεσα τίς προοπτικές τῆς ζωῆς μου καί ζητοῦσα τήν εὐλογία καί τίς προσευχές του.
Δέν ἄργησα νά λάβω ἕνα φάκελλο. Μέσα εἶχε μιά φωτογραφία τοῦ π. Ἰωάννου, πού στό πίσω μέρος της εἶχε σημειώσει ὁ ἴδιος τοῦτα τά λόγια:
«Στό δοῦλο τοῦ Θεοῦ Νικόλαο Ἀνίσιμωφ δίνω τήν εὐλογία μου γιά τό μεγάλο ἀσκητικό δῶρο τῆς ἱεραποστολῆς, ἄν βρίσκει τόν ἑαυτό του ἱκανό καί αἰσθάνεται μέσα του τήν κλίση γι’ αὐτό τό ἔργο
Ἄς ἐνεργήσει πάνω του ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, «ἡ τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα».
Τόν ἀσπάζομαι ἀδελφικά.

Πρωθιερεύς Ἰωάννης Σέργιεφ
Κρονστάνδη, 18 Μαρτίου 1907».
Τή Μεγάλη Τρίτη τοῦ 1907, 17 Ἀπριλίου, ὁ γέροντάς μου ἀρχιμανδρίτης Ἀνδρέας μέ ἔκειρε μοναχό. Πῆρα τό μοναχικό ὄνομα Νέστωρ. Μετά τήν κουρά ὁ π. Ἀνδρέας μέ νουθέτησε μέ συμβουλές κατάλληλες γιά ἕνα ἀρχάριο μοναχό.  Μοῦ πρόσφερε μάλιστα σάν εὐλογία μιάν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, πού στό κάτω μέρος της εἶχε τίς μορφές τῶν συνωνύμων μου ἁγίων: τοῦ ἁγίου Νέστορος τοῦ Θεσσαλονικέως, καί τοῦ προστάτη μου ὁσίου Νέστορος τοῦ Χρονογράφου8.
Στίς 6 Μαΐου 1907, στόν καθεδρικό ναό τοῦ Καζάν, ὁ πρώην ἱεραπόστολος τοῦς Ἀλτάι ἐπίσκοπος Ἰννοκέντιος (Σολόντσιν)9 μέ χειροτόνησε διάκο. Ὁ ἐπίσκοπος Ἰννοκέντιος ἦταν καταξιωμένη ἐκκλησιαστική προσωπικότητα, καί βιβλική, ἁγία μορφή. Ὅλοι τόν σέβονταν καί τόν τιμοῦσαν γιά τήν ἁπλότητα, τήν πνευματικότητα καί τήν ἀσκητικότητά του. Στά τέλη τῆς ζωῆς του ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Βλαδήμηρου, στή Χερσώνα.
Ὁ ἐπίσκοπος Ἰννοκέντιος ἔκανε στήν χειροτονία μου μιά σύντομη ἀλλά πολύ περιεκτική ὁμιλία, καί μοῦ ἔδωσε πολύτιμες συμβουλές, βασισμένες στήν πλούσια ἱεραποστολική του πείρα.
Μετά τή χειροτονία μέ βρῆκε κάποια στιγμή μόνο, μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί μ’ ἔβαλε νά καθήσω κοντά του, σέ μιάν ἄκρη τοῦ ναοῦ.
Ὅση ὥρα ἔμεινα μαζί του, εἶχα τή μεγάλη εὐλογία νά πλουτίσω ἀπό τά ἔντονα πνευματικά του βιώματα καί ἀπό τίς ἱεραποστολικές του ἐμπειρίες, πού ἀπλόχερα καί ἀφειδώλευτα μοῦ πρόσφερε. Στό τέλος μέ ρώτησε:
-Νά πού τώρα σηκώνεις τρεῖς σταυρούς: τοῦ ποιμένος, τοῦ ἱεραποστόλου καί τοῦ μοναχοῦ.  Ποιός ἀπό τούς σταυρούς αὐτούς εἶναι ὁ πιό ἐλαφρύς καί ποιός ὁ πιό βαρύς;
-Ὑποθέτω πώς ὁ πιό ἐλαφρύς εἶναι τοῦ ποιμένος, ἀποκρίθηκα μετά ἀπό κάμποση σκέψη. Βαρύτερος ἀπ’ αὐτόν πού εἶναι τοῦ ἱεραποστόλου. Καί πιό βαρύς ἀκόμα εἶναι τοῦ μοναχοῦ.
-Ὄχι, διαφώνησε ὁ ἐπίσκοπος. Καί οἱ τρεῖς σταυροί μποροῦν νά γίνουν ἐξίσου καί βαρεῖς καί ἐλαφριοί, ἀνάλογα μέ τό πῶς θά τούς σηκώσει κανείς. Ἄν ἀκολουθήσεις τόν τριπλό αὐτό δρόμο τοῦ μοναχοῦ, τοῦ κληρικοῦ καί τοῦ ἱεραποστόλου μέ βαθειά πίστη στό Θεό, μέ  ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια καί τή συμπαράστασή Του, μέ τέλεια ἐγκατάλειψη τοῦ ἑαυτοῦ σου στό ἅγιο θέλημά Του, μέ καθημερινό αὐστηρό ἀπολογισμό τοῦ ἔργου σου καί αὐτοκριτική τῆς ζωῆς σου, μέ πολλή ταπείνωση καί συνείδηση τῆς ἀναξιότητός σου γιά τό τόσο μεγάλο καί ἅγιο διακόνημα πού σοῦ ἐνέθεσε ἡ Ἐκκλησία, τότε μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, θά σηκώνεις καί τούς τρείς σταυρούς χωρίς πολλή δυσκολία. Ὁ Θεός μαζί σου!
Τό ἐκφραστικό βλέμμα τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἐπισκόπου μ’ ἀγκάλιασε στοργικά, κι ἕνας πατρικός ἀσπασμός ἐπισφράγισε τά λόγια του, πρίν ἀποχωριστοῦμε. Ἦταν λόγια πού κράτησα καί κρατάω μέχρι καί σήμερα σάν πολύτιμο θησαυρό μέσα στήν καρδιά μου. Τά θυμήθηκα πολλές φορές, σέ κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς μου....
Ὕστερ’ ἀπό δύο μέρες, στίς 9 Μαΐου τοῦ 1907, χειροτονήθηκα πρεσβύτερος στόν ἴδιο ναό, ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Καζάν Δημήτριο. Ἀμέσως μετά ἄρχισα νά ἑτοιμάζομαι γιά τό μακρινό ταξίδι.
Τήν παραμονή τῆς ἀναχωρήσεώς μου, κατέφθασε ἀναπάντεχα ἀπό τήν Κρονστάνδη ἕνας ταχυδρόμος. Ἦταν εἰδικά σταλμένος ἀπό τόν π. Ἰωάννη Σέργιεφ, γιά νά μοῦ φέρει ἕνα δῶρο του: μιά ρόδινη στολή, ἀπό τίς δικές του, κι ἕνα μπουκάλι κρασί.
«Αὐτή τή στολή, εἶχε πεῖ στόν ταχυδρόμο, νά τή δώσεις ἀπό μένα στόν ἱεραπόστολο τῆς Καμτσάτκας π. Ἀνίσιμωφ- δέν γνωρίζω τό μοναχικό του ὄνομα. Ὁ Θεός βοηθός του... Δῶσε του κι αὐτό τό μπουκάλι. Ἔχει μέσα λίγο κρασί. Τό περισσότερο τό ἔχω πιεῖ ἐγώ στό διάβα τῆς ζωῆς μου. Ὅσο ἀπομένει θά τό πιεῖ ἐκεῖνος, ὑπομένοντας ὅλες τίς δυσκολίες τῆς δικῆς του ζωῆς μέ ὑπομονή κ ἐμπιστοσύνη στό Θεό. Ὁ Κύριος ἄς τόν εὐλογήσει καί ἄς τόν σώσει».
Ἔτσι σήκωσα ἑκούσια τούς τρεῖς σταυρούς, γιά τούς ὁποίους μοῦ μίλησε ὁ ἐπίσκοπος Ἰννοκέντιος, καί ἄρχισα ν’ ἀνεβαίνω τό γεμάτο ἀγκάθια καί τριβόλια μονοπάτι πού μοῦ ἔδειξε ὁ Κύριος. Ἐμένα τόν ἁμαρτωλό, τόν ἀνάξιο καί ἄπειρο, μ’ ἔστελνε στήν πιό μακρινή γωνία τῆς ρωσικῆς ἐπικρατείας, γιά νά φωττίσω τά λησμονισμένα ἀπό τούς  ἀνθρώπους παιδιά Του. Μοῦ ἔδωσε δωρεάν τήν λαμπάδα μέ τό ὑπερουράνιο φῶς τῆς ἱερατικῆς χάριτος καί μέ τοποθέτησε ἐπί τήν λυχνίαν, «ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τούς πόδας αὐτῶν εἰς ὁδον εἰρήνης».
 

__________________________________________________________________

3. Ἡ Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία τοῦ Καζάν, πού λειτουργοῦσε ἀπό τό 1842 στή μονή τῆς Μεταμορφώσεως του Σωτῆρος, ἦταν ἕνα μεγάλο ἱραποστολικό κέντρο. Ἐκτός ἀπό σημαντικό ἀριθμό ἱεραποστόλων, ἔδωσε καί μιά ἀξιόλογη πλειάδα σοφῶν, ὅπως  τόν ἱσλαμολόγο Σαμπλούκωφ, τόν  βουδολόγο Μπομπροβονίκωφ καί τό φωτισμένο ἐμπνευστή τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν τατάρων Ἱλμίνσκι. Ἡ Ἀκαδημία κλείστηκε τό 1919.

4. Ὁ Βλαντιβοστόκ Εὐσέβιος (κατά κόσμον Εὐγένος Νικόλσκυ), γεννήθηκε στό Τούλσκ, τό 1861, ἀπό ἱερατική οἰκογένεια. Ἀποφοίτησε ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία τῆς Μόσχας (1885) καί ὑπηρέτησε ὡς καθηγητής ἱερατικῆς σχολῆς. Ἔγινε μοναχός καί ἱερέας (1893) καί διορίστηκε διευθυντής τῆς ἱερατικῆς σχολῆς τοῦ Ἰρκούτσκ.  Χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος καί ἐποίμανε διαδοχικά τίς ἐπαρχίες Κυρένσκ, Καμτσάτκας (1897), Βλαντιβοστόκ καί Πριμόρσκ (1899). Τό 1906 προήχθη σέ ἀριχεπίσκοπο Βλαντιβοστόκ καί τό 1920 σέ μητροπολίτη Κρουτίτσης καί Κολόμνας, βοηθό τοῦ πατριάρχη Μόσχας ἁγίου Τύχωνος (1917- 1922). Ἐκοιμήθη στίς 18 Ἰανουαρίου 1922. Διακρινόταν γιά τόν ἱεραποστολικό του ζῆλο, τήν ποιμαντική ἐνεργητικότητα καί τήν ἀγάπη στόν μοναχισμό. Τον χαρκτήριζε ἁπλότητα, ἀκακία καί φιλοπτωχία.

5. Κατά τό ρωσικό ἐνοριακό τυπικό, ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τελεῖται τό βράδυ τοῦ Σαββάτου.
6. Ὁ ρωσοϊαπωνικός πόλεμος (1904-1905) προκλήθηκε ἀπό τήν ἐπιδίωξη τῆς Ρωσίας ν’ αὐξήσει τήν ἐπιρροή της στίς περιοχές τῆς Μαντζουρίας καί τῆς Κορέας, στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. Αὐτό προκάλεσε τήν ἀντίδραση τῆς Ἰαπωνίας. Ἀκολούθησε σύρραξη, ἀπό τήν ὁποία οἱ Ἰάπωνες βγῆκαν νικητές.  Δεινή ἦταν ἡ ἦττα καί τεράστιες οἱ ἀπώλεις τῆς Ρωσίας, πού ἀναγκάστηκε νά συνθηκολογήσει μέ τή μεσολάβηση τοῦ προέδρου τῶν Η.Π.Α. Θ. Ροῦζβελτ (5 Σεπτεμβρίου 1905), παραχωρώντας στήν Ἰαπωνία τά δικαίωματά της σέ περιοχές τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς (Λιάοτουνγκ, Σαχαλίνη, Μαντζουρία) καί ἀναγνωρίζοτνας τήν ἰαπωνική ἐπικυριαρχία στή Κορέα.

7.Πρόκειται γιά τόν ἅγιο Νικόλαο (Κασάτικιν), φωτιστή τῆς Ἰαπωνίας.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος, γιός τοῦ διακόνου Δημητρίου Κασάτκιν, γεννήθηκε στίς 22-8-1836 στό χωριό Ἐγκόρζα τῆς ἐπαρχίας Σμολένσκ, δυτικά τῆς Μόσχας. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης. Πεντάχρονος ὀρφάνεψε ἀπό μητέρα. Τό 1860, ἐνῶ φοιτοῦσε στό τέταρτο ἔτος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας τῆς Πετρουπόλεως, ἐπιλέχθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο γιά τή θέση τοῦ ἐφημερίου τοῦ ρωσικοῦ προξενικοῦ ναοῦ στό Χακοντάτε τῆς βορείας Ἰαπωνίας. Τόν ἑπόμενο χρόνο, μετά τό τέλος τῶν σπουδῶν του, ἔγινε ἡ μοναχική κουρά καί ἡ χειροτονία του. Ὀνομάστηκε Νικόλαος, πρός τιμήν τοῦ ἁγίου ἱερομονάχου Νικολάου, ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας. Ἀμέσως ἔφυγε γιά τήν Ἰαπωνία, ὅπου ἄρχισε νά κηρύσσει μετά ἀπό ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια ἐκμαθήσεως τῆς δύσκολης τοπικῆς γλώσσας. Οἱ συνθῆκες τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως ἦταν πολύ δυσμενεῖς, γιατί ὁ χριστιανισμός ἦταν ἀπαγορευμένος στήν Ἰαπωνία. Ἔτσι, δέκα χρόνια μετά τή μετάβασή του ἐκεῖ (1871) οἱ πιστοί μόλις 15. Τότε ὅμως, μέ συνοδική ἔγκριση, μετέφερε τήν ἔδρα του στό Τόκυο καί συστηματοποίησε τήν ἱεραποστολή. Τό αὐτοκαρτορικό διάταγμα τοῦ 1873, πού νομιμοποίησε τό Χριστιανισμό στήν Ἱαπωνία, διευκόλυνε τήν ἀνάπτυξη τῆς Ὁρθοδοξίας. Τό 1874 ἡ ὀρθόδοξη κοινότητα ἀριθμοῦσε 900 πιστούς, ἐνῶ τό 1878 ὀργανώθηκε ἡ πρώτη Ὀρθόδοξη Ἰαπωνική Ἐκκλησία, μέ 6 ἱερεῖς, 27 κατηχητές καί 51 βοηθούς κατηχητῶν.
Τό 1885 ὁ ἅγιος Νικόλαος ἀναδείχθηκε ἀχιεπίσκοπος τῆς Ἰαπωνικῆς Ἐκκλησίας καί ἡ δράση του ἐπεκτάθηκε πολύ, ἰδιαίτερα μετά τήν ἀναγνώριση πλήρους θρησκευτικῆς ἐλευθερίας στήν Ἰαπωνία, τό 1889. Τό 1890 ἐγκαινιάζεται στό Τόκιο περίλαμπρος βυζαντινός ναός, ἔξοχο μνημεῖο Ὀρθοδοξίας καί στολίδι τῆς πόλεως μέχρι σήμερα.
Ὁ ἀσκητικός ποιμενάρχης φρόντισε, παρά τήν ἔλλειψη πόρων, νά διοργανώσει τήν παιδεία. Ἴδρυσε κατηχητικές  σχολές, σχολή ψαλτῶν καί ἑξαετές Θεολογικό Σεμινάριο. Ἐξέδωσε καί τρία περιοδικά. Γιγαντιαῖο ἔργο ὑπῆρξαν οἱ μεταφράσεις τῆς Γραφῆς, τῶν λειτουργικῶν βιλβίων, Πατέρων, Κανόνων, Βίων Ἁγίων κ.λπ.
Συγκινητική καί διδκακτική στάση κράτησε ὁ ἅγιος Νικόλαος στό ρωσοϊαπωνικό πόλεμο τοῦ 1904-1905. Ὄχι μόνο δέν ἔφυγε, ἀλλά, Ρῶσος αὐτός, κάλεσε μέ ἐγκύκλιο τό ποίμνιό του νά ἐπιτελέσει εὐσυνείδητα τό ἐθνικό του καθῆκον καί νά προσεύχεται γιά τή νίκη τῆς Ἰαπωνίας ἐπί τῆς Ρωσίας!
Ἐκοιμήθη στίς 3-2-1912, ἐνῶ στόν ἀγρό πού ἔσπειρε τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἀνθοῦσαν 266 κοινότητες μέ 33.000 ὀρθοδόξους.
Τό 1970 διακηρύχθηκε ἐπίσημα ἡ ἁγιότητά του ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο  τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.
8.Ὅσιος Νέστωρ ὁ Χρονογράφος (1050-1116) : Μοναχός τῆς Κιεβοπτσέρσκαγια Λαύρας. Ἔγραψε βίους ἁγίων, διηγήσεις, χρονοφραφίες κ.ἄ. Γιά τή σημαντική συγγραφική του παραγωγή τοῦ δόθηκε ἡ προσωνυμία τοῦ Χρονογράφου. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 27 Ὀκτωβρίου, μαζί μέ τοῦ ἁγίου Νέστορος τῆς Θεσσαλονίκης.

9. Ἰννοκέντιος (κατά τόν κόσμον Ἰβάν Βασίλιεβιτς Σολόντσιν), ἐπίσκοπος Πριαμούρσκ καί Μπλαγοβεστσένσκ (1852-1919). Γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας, μετά τήν ἐγκύκλιο καί ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευσή του ἔγινε μοναχός καί χειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος (1875). Ὑπηρέτησε στήν ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευση καί σέ διάφορες ἱεραποστολικές περιοχές, κυρίως ὅμως στήν ἱεραποστολή τοῦ Ἀλτάϊ. Τό 1899 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Πριαμούρσκ καί Μπλαγοβετσένσκ, ἀλλά τόν ἑπόμενο κιόλας  χρόνο παραιτήθηκε καί ἀποσύρθηκε γιά νά ἐφησυχάσει. Βαθιά καλλιεργημένος ἄνθρωπος, ἀσκητικός καί φιλέρημος, ἀφιέρωσε τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του στή διακονία τῶν ἱερῶν μονῶν ἁγίου Βλαδιμήρου Χερσῶνος (ἐδῶ ἔλαβε καί τό μεγάλο σχῆμα μέ τό ὄνομα Ἰωάννης), Κοιμήσεως Θεοτόκου Καζάν καί Ἁγίας Σκέπης Μόσχας, ὅπου καί ἐκοιμήθη ὁσιακά, στίς 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 1919.
 
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.39-52

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου