Σελίδες

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Περί Ἱερωσύνης (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

Περί Ιερωσύνης
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Έκδοση Αποστολικής Διακονίας
Απόσπασμα από τον δεύτερο λόγο

α. Η ιερωσύνη είναι μεγίστη απόδειξη της αγάπης προς τον Χριστό. 

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Και ποιο κέρδος θα μπορούσε να υπάρξη μεγαλύτερο, είπα, από το να φανούμε ότι κάνουμε αυτά που ο Χριστός είπε ότι είναι δείγματα της προς αυτόν αγάπης. Έτσι, διαλεγόμενος με τον κορυφαίο των αποστόλων λέγει, Πέτρε, με αγαπάς ; Μετά δε την ομολογία του τελευταίου, προσθέτει, Αν με αγαπάς, ποίμανε τα πρόβατά μου . Ρωτά δηλαδή ο διδάσκαλος τον μαθητή αν ηγαπάτο από αυτόν, όχι για να μάθη αν όντως αυτό συνέβαινε (πώς θα μπορούσε να πράξη κάτι τέτοιο ο ευρισκόμενος στις καρδιές όλων των ανθρώπων), αλλά για να μας διδάξη πόσο ενδιαφέρεται για την επιστασία των προβάτων αυτών. Αφού αυτό είναι φανερό, ομοίως και εκείνο θα είναι φανερό, ότι δηλαδή πολύς και ανυπολόγιστος θα είναι ο μισθός για εκείνον ο οποίος εργάζεται για το ποίμνιο που αγαπά ο Χριστός. Εάν λοιπόν εμείς δούμε κάποιους να επιμελούνται των υπηρετών μας ή των ζώων μας και εύλογα θεωρούμε τη φροντίδα τους γι᾿ αυτά ως σημείο της προς ημάς αγάπης τους, καίτοι όλα αυτά αγοράζονται με χρήματα, τότε εκείνος ο οποίος εξαγόρασε το ποίμνιο αυτό όχι με χρήματα ή με συναφή υλικά ανταλλάγματα, αλλά με τον ίδιο του τον θάνατο, εκείνος ο οποίος έδωσε ως αντίτιμο της αγέλης το ίδιο του το αίμα, πόσο θα ανταμείψη εκείνους οι οποίοι ποιμαίνουν αυτήν; Γι᾿ αυτό λοιπόν όταν ο μαθητής είπε, Συ γνωρίζεις, Κύριε, ότι σε αγαπώ και επικαλέσθηκε ως μάρτυρα της αγάπης του τον ίδιο τον αγαπώμενο, ο Σωτήρας δεν αρκέσθηκε σ᾿ αυτό αλλά πρόσθεσε και το σημείο της αγάπης. Διότι ο Κύριος δεν ήθελε να αποδείξη πόσο τον αγαπούσε ο Πέτρος, αφού από πολλά μας είναι ήδη γνωστό αυτό, αλλά θέλησε να δείξη στον Πέτρο και σε όλους εμάς πόσο αγαπά την Εκκλησία του, ώστε και εμείς να δείξουμε φροντίδα γι᾿ αυτήν. Γιατί άραγε ο Θεός δεν σπλαγχνίσθηκε τον μονογενή του Υιό, τον οποίο είχε και μοναδικό, αλλά τον παρέδωσε; Για να συμφιλιώση και να φέρη κοντά του εκείνους οι οποίοι τον εχθρεύονταν και να τους καταστήση λαό περιούσιο. Γιατί ο Χριστός έχυσε το αίμα του; Για να φέρη στην ποίμνη του τα πρόβατα, τα οποία παρέδωσε στον Πέτρο και στους μετ᾿ εκείνον.
Εύλογα λοιπόν έλεγε ο Χριστός: Ποιος λοιπόν είναι ο πιστός και φρόνιμος δούλος, τον οποίο ο Κύριος θα τοποθετήση διαχειριστή στην οικία του; Και πάλι τα λόγια αυτά προκαλούν απορία, ο Κύριος όμως δεν τα έλεγε ευρισκόμενος σε απορία. Όπως για παράδειγμα ερωτώντας τον Πέτρο εάν ηγαπάτο από αυτόν δεν ήθελε να μάθη την αγάπη του μαθητή, αλλά ήθελε να δείξη το μέγεθος της δικής του αγάπης, έτσι και τώρα, λέγοντας, Ποιος είναι λοιπόν ο πιστός και φρόνιμος δούλος ; δεν αγνοούσε τον πιστό και φρόνιμο δούλο, αλλά ήθελε να δείξη το σπάνιο των προσόντων αυτών και το μέγεθος της εξουσίας που θα δινόταν στον δούλο. Βλέπε μάλιστα και το μέγεθος του βραβείου• Σε όλη του την περιουσία, λέγει θα τον καταστήση διαχειριστή.


β. Η υπηρεσία της ποίμνης του Χριστού είναι μεγαλύτερη από άλλες.

Θα εξακολουθήσης λοιπόν να αμφισβητής ότι σε απάτησα με καλή προαίρεση, τώρα που πρόκειται να γίνης επιστάτης όλων των υπαρχόντων του Θεού, θέση η οποία θα έφερνε τον Πέτρο σε εξέχουσα θέση έναντι των λοιπών αποστόλων, όπως είπε ο Κύριος• Πέτρε, με αγαπάς περισσότερο από αυτούς; Ποίμανε τα πρόβατά μου. Καίτοι δε θα μπορούσε να πη προς αυτόν, αν με αγαπάς, νήστευσε, κοιμήσου χάμω στη γη, κάνε συχνές αγρυπνίες, υπεράσπιζε τους αδικουμένους, γίνε πατέρας των ορφανών παιδιών και σύζυγος της μητέρας αυτών, όμως, αντί αυτών τι λέγει; Ποίμανε τα πρόβατά μου. Όσα δε προανέφερα πολλοί από τους αρχομένους θα μπορούσαν να τα επιτελέσουν με ευκολία, όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες, προκειμένου όμως περί της διακυβερνήσεως της Εκκλησίας και της επιμελείας τόσων πολλών ψυχών, η μεν γυναικεία φύση θα πρέπει να υποχωρήση ενώπιον του μεγέθους της εξουσίας, οι δε άνδρες στην πλειονότητά τους θα πρέπει να αποκλεισθούν επίσης.
Διότι θα πρέπει να προτιμηθούν εκείνοι οι οποίοι πλεονεκτούν πάρα πολύ έναντι των άλλων και είναι πολύ υψηλότεροι αυτών στο μέγεθος της ψυχικής αρετής, όπως υπερτερούσε στα σωματικά προσόντα ο Σαούλ από όλο το εβραϊκό έθνος, μάλλον δε ακόμη περισσότερο, αφού εδώ το μέτρο συγκρίσεως δεν αποτελεί το ύψος του ώμου. Όση είναι η διαφορά των αλόγων με τους λογικούς ανθρώπους, τόση είναι η απόσταση μεταξύ ποιμένα και ποιμαινομένων, για να μη πω και μεγαλύτερη. Τούτο δε είναι εύλογο, αφού ο υφέρπων κίνδυνος αναφέρεται σε πολυτιμότατα πράγματα.

Πράγματι, ο ποιμένας ο οποίος έχει χάσει πρόβατα, ή από διαρπαγή λύκων ή από κλοπή ληστών, ή από κάποια ασθένεια, ή από κάποια άλλη τυχαία αιτία, μπορεί να τύχη της συγγνώμης του κυρίου της ποίμνης, σε περίπτωση δε που ήγετο σε δίκη, η σοβαρότερη ζημία που θα μπορούσε να υποστή θα ήταν η καταβολή χρηματικού προστίμου. Αντίθετα, ο εμπιστευμένος τη φύλαξη ανθρωπίνων ψυχών, το λογικό ποίμνιο του Χριστού, κατ᾿ αρχήν μεν αποπληρώνει την απώλεια των προβάτων όχι με χρηματικό αντίτιμο, αλλά με την ίδια την ψυχή του, όπως και ο αγώνας του είναι μεγαλύτερος και δυσμενέστερος, αφού η μάχη του δεν διεξάγεται εναντίον λύκων, ούτε κατά ληστών, ούτε φροντίζει για την εξάλειψη κάποιας ασθενείας από την ποίμνη του. Προς ποίους όμως γίνεται ο πόλεμος και με ποίους διεξάγεται η πάλη; ʼκου τον μακάριο Παύλο, ο οποίος λέγει• Η πάλη μας δεν είναι κατά του αίματος και της σάρκας, αλλά κατά των αρχών και των εξουσιών, κατά των κοσμοκρατόρων του σκότους της εποχής μας, κατά των πονηρών πνευμάτων του ουρανού. Παρατηρείς το πλήθος των φοβερών εχθρών και άγριες φάλαγγες, οι οποίες δεν προστατεύονται από σιδερένιες πανοπλίες, αλλά από την ίδια τους τη φύση; Θέλεις να δης και άλλο στράτευμα σκληρό και ωμό, το οποίο είναι παρατεταγμένο κοντά στην ποίμνη; Και αυτό από την ίδια θέση θα το δης.

     Ο ίδιος ο Παύλος, ο οποίος μας μίλησε για τους ανωτέρω εχθρούς θα μας υποδείξη και αυτό με τα ακόλουθα περίπου λόγια• Φανερά είναι τα έργα της σάρκας, ήτοι, πορνεία, μοιχεία, ακάθαρτες επιθυμίες, ασέλγεια, ειδωλολατρία, μαγεία, έχθρες, έριδες, ζηλοτυπίες, θυμοί, φατριασμοί, συκοφαντίες, υπερηφάνεια, ακαταστασίες και πολλά άλλα, διότι δεν τα απαρίθμησε όλα, αφήνοντας από αυτά να κατανοήσουμε και τα υπόλοιπα. Όσον δε αφορά στον ποιμένα των αλόγων ζώων, οι θέλοντες να κλέψουν και να καταστρέψουν το ποίμνιο, όταν δουν τον ποιμένα να φεύγη εγκαταλείπουν την κατ᾿ αυτού μάχη και περιορίζονται στη διαρπαγή των προβάτων. Στην περίπτωσή μας όμως και αν ακόμη γίνουν κύριοι ολόκληρης της ποίμνης συνεχίζουν τον αγώνα κατά του ποιμένα με περισσότερο μάλιστα θράσος, δεν σταματούν δε μέχρι ή να τον καταβάλουν ή να ηττηθούν οι ίδιοι.

Επί πλέον, τα μεν νοσήματα των προβάτων είναι φανερά, είτε πείνα δηλαδή, είτε ασθένεια, είτε κάποιο τραύμα ή οποιοδήποτε άλλο είναι το πρόβλημα, αυτό είναι πάντοτε φανερό. Έτσι, όλα αυτά μπορούν να ιαθούν. Υπάρχει όμως και άλλος σοβαρότερος λόγος, ο οποίος οδηγεί στην ταχύτερη ίαση της ασθενείας, το γεγονός ότι οι ποιμένες έχουν τη δύναμη να καταναγκάζουν τα πρόβατα να δέχονται τη θεραπεία, όταν αυτά αρνούνται να συμμορφωθούν. Πράγματι, είναι εύκολο να τα δέσουν όταν πρόκειται να τα καυτηριάσουν ή να τα εγχειρήσουν ή να τα κρατήσουν κλεισμένα στο ποιμνιοστάσιο για πολύ καιρό, όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο, καθώς επίσης να τα αποτρέψουν από την πόση μολυσμένων υδάτων, εν γένει δε μπορούν να εφαρμόσουν με μεγάλη ευκολία όλες τις απαραίτητες μεθόδους, οι οποίες συμβάλλουν στην ανάκτηση της υγείας τους.


γ. Η ιερωσύνη απαιτεί μεγάλα και θαυμαστά ψυχικά προσόντα.

Όσον τώρα αφορά στις ασθένειες των ανθρώπων κατ᾿ αρχήν μεν δεν είναι εύκολο να διαγνωσθούν. Την ψυχή του ανθρώπου δεν τη γνωρίζει κανείς άλλος άνθρωπος, παρά μόνο η ίδια η συνείδησή του. Πώς λοιπόν κάποιος μπορεί να χορηγήση το κατάλληλο φάρμακο της ασθενείας, τη θεραπεία της οποίας μάλιστα δεν γνωρίζει, πολλές φορές δε τυγχάνει να μη μπορεί να κατανοήση ούτε αν κάποιος νοσή;

Όταν δε διαγνωσθή η ασθένεια, τότε ο πνευματικός ποιμένας αρχίζει να έχη περισσότερες δυσκολίες, διότι δεν είναι το ίδιο δυνατός κάποιος στη θεραπεία όλων των ανθρώπων, όπως συμβαίνει με τον ποιμένα των προβάτων. Μπορεί κάποιος και στην περίπτωση των ανθρώπων να δέση, να στερήση την τροφή, να καυτηριάση ή να εγχειρήση τον ασθενή, όμως η δύναμη της θεραπείας δεν ευρίσκεται στον προσάγοντα το φάρμακο, αλλά στον ασθενούντα. Αυτό κατενόησε και ο θαυμάσιος εκείνος άνδρας, ο οποίος έλεγε στους Κορινθίους• Δεν κυριεύουμε την πίστη σας, αλλά είμασθε συνεργοί της χαράς σας. Τούτο είναι εύλογο αφού στους Χριστιανούς, περισσότερο απ' ό,τι σε όλους τους άλλους, δεν επιτρέπεται η βίαιη επανόρθωση των πταισμάτων των αμαρτανόντων.

Πράγματι, ενώ οι κοσμικοί δικαστές όταν δικάζουν τους κακούργους χρησιμοποιούν όλη την εξουσία που διαθέτουν, ώστε να τους εμποδίσουν, άκοντες βέβαια, να συνεχίσουν το παράνομο έργο τους, οι πνευματικοί ποιμένες δεν πρέπει να βιάζουν, αλλά μάλλον να πείθουν τον αμαρτάνοντα. Τούτο διότι δεν μας έχει δοθή τέτοια εξουσία από τους νόμους, αλλά και αν είχε χορηγηθή δεν θα μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε, αφού ο Θεός επιβραβεύει τους απέχοντες από τη διάπραξη του κακού από δική τους προαίρεση και όχι μετά από άσκηση βίας. Για τον λόγο αυτό υπάρχει μεγάλη ανάγκη τεχνασμάτων, ώστε να πεισθούν εκούσια οι αμαρτάνοντες να δεχθούν τη θεραπεία των ιερέων, όχι μόνο αυτό δε, αλλά επί πλέον να αποδίδουν ευγνωμοσύνη σ᾿ αυτούς για τη χορηγηθείσα θεραπεία. Διότι αν ο αποθεραπευόμενος αμαρτωλός υποτροπιάση (αφού είναι απόλυτα ελεύθερος να το πράξη), τότε θα επιδεινώση την κατάστασή του.

Ομοίως, αν παραγνωρίση τους παραινετικούς λόγους, οι οποίοι κόβουν όπως ο σίδηρος, θα προσθέση με την καταφρόνηση αυτή και άλλο τραύμα και έτσι η θεραπευτική διαδικασία θα γίνη πρόξενος δυσμενέστερης ασθένειας, δεδομένου ότι δεν μπορεί να θεραπεύση κάποιος τον αμαρτωλό χωρίς τη θέλησή του.


δ. Η ιερατική διακονία είναι γεμάτη από δυσκολίες και κινδύνους.

Τι θα μπορούσε λοιπόν να κάνη κάποιος; Αν αντιμετωπίσης πραότερα κάποιον ο οποίος χρειάζεται τραχύτητα και δεν επιχειρήσης να επουλώσης την πληγή σε όλο της το βάθος όταν ο ασθενής το χρειάζεται, τότε θα καθαρίσης μεν την πληγή, αλλά δεν θα επουλώσης το τραύμα. Αν πάλι προβής στην απαραίτητη επέμβαση, πολλές φορές συμβαίνει ο ασθενής από τους πόνους να περιέρχεται σε απόγνωση και αφού πετάξη αμέσως όλα, το φάρμακο και τον επίδεσμο, συντρίβει τον ζυγό, διασπά τον δεσμό και ρίχνει τον εαυτό του σε βάραθρο. Γνωρίζω πολλούς, οι οποίοι εξώκειλαν σε απόλυτη ακολασία, επειδή τους είχαν επιβληθή επιτίμια ανάλογα με το βάρος της αμαρτίας τους.
Δεν πρέπει λοιπόν απλώς και μόνο το επιβαλλόμενο επιτίμιο να είναι ανάλογο του παραπτώματος, αλλά να λαμβάνεται υπ᾿ όψιν και η προαίρεση των αμαρτανόντων, μη τυχόν και συμβή στην προσπάθεια του πνευματικού ποιμένα να συρράψη τη ρωγμή, να προκληθή μεγαλύτερο σχίσμα, ή στην προσπάθειά του να ανασηκώση τον πεσόντα στην αμαρτία τον βυθίση περισσότερο σ᾿ αυτήν.

Για παράδειγμα, οι ασθενείς και ράθυμοι, οι οποίοι είναι μάλλον προσδεδεμένοι στην κοσμική τρυφή, επί πλέον δε και μεγαλοφρονούντες για την καταγωγή τους και την εξουσία που διαθέτουν, αν θεραπευθούν για τα αμαρτήματά τους με ήρεμο και σταδιακό τρόπο, μπορούν να απαλλαγούν, αν και όχι απόλυτα, τουλάχιστο από μερικά από τα ελαττώματά τους. Αν όμως κάποιος προσπαθήση να τους παιδεύση απότομα, τότε θα τους αποστερήση και τη δυνατότητα της ελάχιστης βελτιώσεως. Πράγματι, όταν η ψυχή εξαναγκασθή να αποβάλη τη ντροπή της απότομα, τότε περιπίπτει σε αναλγησία και πλέον ούτε σε προσηνείς λόγους υπακούει, ούτε με απειλές κάμπτεται, ούτε και με ευεργεσίες προτρέπεται, αντίθετα δε γίνεται πολύ χειρότερη της πόλεως εκείνης, για την οποία ο προφήτης κακίζοντας έλεγε• έλαβες την όψη της πόρνης και χάθηκε τελείως η ντροπή σου. Για τον λόγο αυτό ο ποιμένας πρέπει να διαθέτη φρόνηση και μυρίους οφθαλμούς, ώστε να εξετάζη από όλες τις πλευρές τη διάθεση της ψυχής.

Όπως δηλαδή πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αποδεχθούν θεραπεία με πικρά φάρμακα άγονται στην απόγνωση και χάνουν κάθε ελπίδα για τη σωτηρία τους, έτσι και εκείνοι οι οποίοι δεν δέχθηκαν την κατάλληλη παίδευση για τα αμαρτήματά τους εκτρέπονται σε ολιγωρία και γίνονται πολύ χειρότεροι, οδηγούμενοι στη διάπραξη μεγαλυτέρων αμαρτημάτων. Πρέπει λοιπόν ο ιερωμένος να μη αφήνη ούτε αυτές τις περιπτώσεις ανεξέταστες, αλλά οφείλει να τις διερευνά με ακρίβεια και να χορηγή την κατάλληλη θεραπεία, για να μην καθίσταται μάταιη η προσπάθειά τους. Έχει δε να πράξη πολλά, όχι μόνο στον τομέα αυτό, αλλά και στην επαναφορά στους κόλπους της Εκκλησίας των αποσχισθέντων μελών της.

Ο ποιμένας των προβάτων καταφέρνει πάντοτε να τα διατηρή στον έλεγχό του και αν κάποιο από αυτά εκτραπή της πορείας και αφού εγκαταλείψη τον πλούσιο βοσκότοπο μεταβή για την τροφή του σε άγονα και απόκρημνα χωράφια, αρκεί ο ποιμένας να φωνάξη δυνατά και θα καταφέρη να περιμαζέψη στην ποίμνη το πρόβατο που είχε χωρισθή από το κοπάδι. Αν όμως ο άνθρωπος απομακρυνθή από την ορθή πίστη, ο ποιμένας χρειάζεται να καταβάλη μεγάλη προσπάθεια, εξ ίσου δε να επιδείξη καρτερικότητα και υπομονή, διότι δεν μπορεί να προσελκύση με τη βία ούτε με τον φόβο κάποιον στην αλήθεια από την οποία εξέπεσε, αλλά πρέπει να επιτύχη τον στόχο αυτό με την πειθώ.

Πρέπει λοιπόν ο πνευματικός ποιμένας να διακρίνεται για τη γενναιότητα της ψυχής, ώστε να μη αποκάμνη και να μη απελπίζεται προκειμένου για τη σωτηρία των πλανωμένων, αλλά να σκέπτεται και να λέγη συνεχώς εκείνο• ίσως κάποτε ο Θεός τους δώση τη δύναμη να μετανοήσουν και να έλθουν στην επίγνωση της αλήθειας, ώστε να ανανήψουν από την παγίδα του διαβόλου. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Κύριος, διαλεγόμενος με τους μαθητές του είπε• Ποιος είναι άραγε ο πιστός και φρόνιμος δούλος; Διότι εκείνος ο οποίος φροντίζει για την προσωπική του ηθική προκοπή ωφελεί μόνο τον εαυτό του, το κέρδος όμως από την ποιμαντική δραστηριότητα του ποιμένα διαβαίνει σ᾿ ολόκληρο τον λαό. Και αυτός ο οποίος δίδει ελεημοσύνες στους πτωχούς και υπερασπίζεται με διαφόρους τρόπους τους αδυνάτους, ωφελεί βέβαια και αυτός τους συνανθρώπους του, τόσο όμως λιγότερο από τον ιερέα, όσο διαφέρει το σώμα από την ψυχή. Εύλογα λοιπόν ο Κύριος είπε ότι η διαποίμανση των πιστών είναι απόδειξη της προς εκείνον αγάπης.



   Απόσπασμα από τον Τρίτο λόγο

  δ. Η ιερωσύνη είναι φρικτό μυστήριο, η καινοδιαθηκική δε φρικοδέστερη της παλαιοδιαθηκικής.
Η ιερωσύνη ασκείται μεν επί της γης, αλλά ανήκει στην τάξη των επουρανίων ταγμάτων. Τούτο δε είναι εύλογο, διότι την ιερωσύνη δεν την καθίδρυσε ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος, ούτε κάποια άλλη κτιστή δύναμη, αλλά ο ίδιος ο Παράκλητος, ο οποίος, αν και η ιερατική διακονία ασκείται από σαρκικά όντα, την καθιστά τέτοια ώστε να φαίνεται ότι ασκείται από αγγέλους.

Γι᾿ αυτό πρέπει ο ιερωμένος να είναι καθαρός, σαν να ευρίσκεται μεταξύ των ουρανίων δυνάμεων. Φοβερά και φρικωδέστατα ήσαν και τα σημεία της ιερωσύνης προ της ενσαρκώσεως του Χριστού, όπως οι κώδωνες, οι ροΐσκοι, οι λίθοι του στήθους και της επωμίδας, η μίτρα, η κίδαρις, ο ποδήρης χιτώνας, το χρυσό πέταλο, τα άγια των αγίων, η πολλή ηρεμία στο εσωτερικό του ναού. Αλλά όταν κάποιος εξετάση τα σχετικά προς την καινοδιαθηκική ιερωσύνη θα διαπιστώση ότι τα φοβερά και φρικωδέστατα εκείνα ήσαν μικρά και ότι το λεχθέν περί του νόμου αληθεύει και στην περίπτωση αυτή, ότι δηλαδή δεν αποτελεί δόξα η δόξα του παλαιού νόμου συγκρινόμενη προς την υπερβάλλουσα δόξα της Καινής Διαθήκης.

Όταν για παράδειγμα ιδής τον Κύριο να έχει θυσιασθή και να κείται επί της αγίας τραπέζης, τον δε ιερέα να στέκεται πάνω από το θύμα και να επεύχεται και όλους τους πιστούς να ερυθριάζουν από το τίμιο αίμα, τότε νομίζεις ότι ευρίσκεσαι ακόμη μεταξύ ανθρώπων και στέκεσαι πάνω στη γη, ή, αντίθετα, μεθίστασαι αμέσως στον ουρανό και αφού αποβάλεις κάθε σαρκική διάνοια από την ψυχή, τότε με γυμνή πλέον ψυχή και καθαρό νου βλέπεις όλο το ουράνιο βασίλειο; Τι θαύμα! Πόσο υπέροχη είναι η θεία φιλανθρωπία!

Ο καθήμενος με τον Πατέρα στον ουρανό, την ώρα εκείνη είναι κτήμα στα χέρια όλων των πιστών και γίνεται ο ίδιος προσφορά σ᾿ εκείνους οι οποίοι θέλουν να τον εναγκαλισθούν και να τον λάβουν. Αυτό δε μπορούν να το πραγματοποιήσουν όλοι, με τους οφθαλμούς της πίστεως. Σου φαίνονται λοιπόν αυτά άξια να καταφρονηθούν ή είναι τέτοια, ώστε να μπορεί κάποιος να επαρθή με αφορμή αυτά; Θέλεις να ιδής την υπεροχή της αγιαστικής δυνάμεως της ιερωσύνης αυτής και από άλλο θαύμα; Φέρε μπροστά σου τον Ηλία και τον παρόντα άπειρο όχλο, καθώς και την κείμενη πάνω στους λίθους θυσία. Όλοι σιωπούν και επικρατεί πολλή σιγή, ενώ μόνο ο προφήτης εύχεται ξαφνικά, η φλόγα από τον ουρανό πέφτει στον ιερό τόπο. Όλα αυτά είναι θαυμαστά και γέμουν από εκπληκτικά συμβάντα. Τώρα μεταφέρσου στα τελούμενα εδώ και δεν θα ιδής μόνο θαυμαστά, αλλά και πράγματα που υπερβαίνουν κάθε έκπληξη. Πράγματι, ο ιερέας στέκεται στο θυσιαστήριο και κατεβάζει στη γη όχι φωτιά, αλλά το ʼγιο Πνεύμα, προσεύχεται για αρκετό χρόνο όχι για να ριχθή από ψηλά κάποια φωτιά, η οποία θα κάψη τα προκείμενα θύματα, αλλά για να επέλθη η θεία χάρη στην επιτελούμενη θυσία, ώστε να ανάψη με αυτή τις ψυχές όλων και να τις καταστήση λαμπρότερες και από πυρωμένο άργυρο. Αυτή λοιπόν τη φρικοδέστατη τελετή ποιος θα μπορούσε να την περιφρονήση, εκτός από κάποιον μανιακό ή παράφρονα; Ή αγνοείς ότι σε καμμία περίπτωση ανθρώπινη ψυχή δεν θα μπορούσε να αντέξη τη φωτιά της θυσίας και όλοι θα αφανίζονταν αν δεν παρείχε μεγάλη βοήθεια η θεία χάρη.


  ε. Μεγάλη η εξουσία και η τιμή των ιερέων.

Διότι αν κάποιος καταλάβαινε το γεγονός ότι ενώ είναι άνθρωπος, αποτελούμενος ακόμη από σάρκα και αίμα, εντούτοις όμως μπορεί να προσεγγίση τη μακάρια και ακήρατη θεία φύση, τότε θα διαπίστωνε πόση τιμή επεφύλαξε στους ιερείς η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εξ άλλου δια μέσου εκείνων τελούνται όλα όσα ανέφερα, επί πλέον δε και άλλα όχι λιγότερο σπουδαία, προς χάριν της σωτηρίας μας.

Οι ιερείς, μολονότι κατοικούν στη γη και ασχολούνται και με τις επίγειες υποθέσεις, έλαβαν την εξουσία να ασκούνται με ουράνιες υποθέσεις, κάτι που δεν παραχωρήθηκε από τον Θεό ούτε στους αγγέλους ούτε στους αρχαγγέλους. Πράγματι, δεν λέχθηκε προς τους τελευταίους• όσα αμαρτήματα δέσετε στη γη θα είναι δεμένα και στον ουρανό, όσα δε συγχωρήσετε στη γη θα αφεθούν και στον ουρανό; Έχουν βέβαια και οι κυρίαρχοι της γης την εξουσία του δεσμείν, αλλά μόνο επί των σωμάτων, σε αντίθεση με την εξουσία των ιερέων, η οποία άπτεται της ψυχής των ανθρώπων και διαβαίνει στον ουρανό, όπου ο Θεός επικυρώνει τις πράξεις τους, όπως ο δεσπότης εγκρίνει τις ενέργειες των δούλων του.

Τι άλλο τους έδωσε, παρά ολόκληρη την ουράνια εξουσία; Όποιων, λέγει, συγχωρήσετε τις αμαρτίες θα είναι συγχωρημένες και όποιους δεν απαλλάσσετε θα είναι δεσμευμένοι. Ποια εξουσία θα μπορούσε να θεωρηθή μεγαλύτερη; Ό λη την εξουσία της κρίσεως των αμαρτιών την έδωσε ο Πατήρ στον Υιό, ο οποίος βλέπω να την παραχώρησε στους ιερείς, οι οποίοι εγκαθιδρύθηκαν σ᾿ αυτό το αξίωμα και μοιάζουν σαν να έχουν ήδη μετατεθή στους ουρανούς και να έχουν υπερβή την ανθρώπινη φύση, απαλλαγέντες από τα δικά μας πάθη.
Από την άλλη πλευρά, ενώ όταν ο βασιλιάς αναθέτει σε κάποιον από τους υπηκόους του την εξουσία να φυλακίζη όποιους θέλει και να τους ελευθερώνη, αποκτά περίβλεπτη και ζηλευτή θέση στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, εν τούτοις, υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι θεωρούν τη μέγιστη αυτή εξουσία που λαμβάνουν οι ιερείς από τον Θεό, η οποία είναι τόσο τιμιότερη από την προηγούμενη, όσο ο ουρανός από τη γη και η ψυχή από το σώμα, αλλοίμονο, τη θεωρούν τόσο μικρή και ασήμαντη, ώστε να μπορεί να περιφρονηθή η δωρεά αυτή από κάποιον που είχε την τιμή να αξιωθή αυτής.

Πρόκειται φυσικά για προφανή παραφροσύνη, να περιφρονή δηλαδή κάποιος τόσο μεγάλη εξουσία, χωρίς την οποία ούτε τη σωτηρία, ούτε τα επηγγελμένα αγαθά μπορούμε να επιτύχουμε. Διότι, αφού δεν μπορεί κάποιος να εισέλθη στη βασιλεία των ουρανών αν δεν αναγεννηθή με το ύδωρ και το Πνεύμα, αν δεν βαπτισθή δηλαδή, επί πλέον αφού εκείνος ο οποίος δεν τρώγει τη σάρκα και δεν πίνει το αίμα του Κυρίου εκβάλλεται από την αιώνια ζωή, αφού δε όλα αυτά δεν επιτελούνται παρά μόνο με τα χέρια του ιερέα, τότε πως θα μπορέση κάποιος να ξεφύγη από το πυρ της γέεννας ή να λάβη τους στεφάνους της μακαρίας ουράνιας δόξας αν από παραφροσύνη παραθεωρή το μέγεθος της ιερωσύνης;
 
 
στ. Οι ιερείς είναι διάκονοι των μεγαλύτερων δωρεών του Θεού.
Οι ιερείς είναι εκείνοι, στους οποίους ενεπιστεύθη η πνευματική μας αναγέννηση κατά τον τοκετό του βαπτίσματος. Δια των ιερέων ενδυόμαστε τον Χριστό, συνθαπτόμαστε με τον Υιό του Θεού και γινόμαστε μέλη του μακαρίου σώματός του, της Εκκλησίας.
Έτσι, οι ιερείς δικαίως θα έπρεπε να θεωρούνται από εμάς όχι μόνο σημαντικότεροι και φοβερότεροι στην εξουσία από τους άρχοντες και τους βασιλείς, αλλά και τιμιότεροι από τους γονείς μας. Διότι οι τελευταίοι μας γέννησαν σαρκικά, ενώ οι ιερείς καθίστανται αίτιοι της αναγεννήσεώς μας στη θεία βασιλεία, στην οποία εισερχόμαστε με αληθινή ελευθερία και γινόμαστε κατά χάριν υιοί Θεού. Το ιουδαϊκό ιερατείο είχε την εξουσία να απαλλάττει το σώμα από τη λέπρα, μάλλον δε μόνο να βεβαιώνη την ίαση των ασθενών γνωρίζω ότι το αξίωμα των ιερέων ήταν περίβλεπτο τότε.

Οι ιερείς της Καινής Διαθήκης από την άλλη πλευρά έλαβαν την εξουσία όχι τη λέπρα του σώματος, αλλά την ακαθαρσία της ψυχής να εκβάλλουν, όχι να επιβεβαιώνουν τον καθαρισμό της, αλλά να την απαλλάττουν πλήρως από τον μολυσμό της. Συνεπώς, εκείνοι οι οποίοι τους περιφρονούν είναι περισσότερο μιαροί και από τον κύκλο του Δαθάν και άξιοι μεγαλύτερης τιμωρίας, διότι αυτοί αν και αντεποιούντο την ιερατική εξουσία, όμως την είχαν σε μεγάλη υπόληψη και τούτο το έδειξαν με τον ζήλο τους προς τα καθήκοντα του ιερατείου.

Οι σημερινοί καταφρονητές του ιερατείου, τώρα που αυτό έλαβε τέτοια τιμή και υπόληψη, τολμούν από την αντίθετη προς εκείνους αφετηρία να κάνουν πολύ χειρότερα πράγματα. Διότι άλλο είναι η επιβουλή ενός αξιώματος και άλλο η περιφρόνησή του, διαφέρουν δε τόσο μεταξύ τους, όσο ο θαυμασμός από την παντελή καταφρόνηση. Ποια λοιπόν ψυχή θα μπορούσε να περιφρονήση τέτοια αγαθά; Δεν γνωρίζω βέβαια καμμία, εκτός και αν κάποια διαπνεόταν από δαιμονική επιρροή. Αλλά θα επιστρέψω και πάλι στο ίδιο σημείο, απ᾿ όπου ξέφυγα.

Ο Θεός δεν έδωσε μεγαλύτερη δύναμη στους ιερείς από τους φυσικούς γονείς για να τιμωρούν μόνο, αλλά και να ευεργετούν, τόση δε είναι η διαφορά μεταξύ αυτών, των γονέων δηλαδή και των ιερέων, όση μεταξύ της νυν και της μέλλουσας ζωής, διότι οι μεν γεννούν τέκνα στην παρούσα ζωή, οι δε γεννούν τους ανθρώπους στην αιώνια βασιλεία του Θεού. Οι γονείς εξ άλλου, δεν μπορούν ούτε από το σωματικό τους θάνατο να αμυνθούν, ούτε να αποκρούσουν κάποια νόσο η οποία τους προσέλαβε, οι ιερείς όμως πολλές φορές έσωσαν την κουρασμένη και οδηγούμενη στη απώλεια ψυχή, είτε με την ελάφρυνση της τιμωρίας, είτε με την πρόληψη της αμαρτίας, όχι μόνο με τη διδασκαλία και τη νουθεσία, αλλά και με τη βοήθεια των προσευχών. Και τούτο, διότι οι ιερείς έχουν την εξουσία να μας απαλλάσσουν όχι μόνο από την προπτωτική αμαρτία μας κατά τη στιγμή του βαπτίσματός μας στο λουτρό της παλιγγενεσίας, αλλά και από τις αμαρτίες που διαπράττουμε στη συνέχεια.
Λέγει ο απόστολος: Ασθενεί κάποιος συνάνθρωπός σας; Ας προσκαλέση τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, οι οποίοι ας προσευχηθούν και ας τον αλείψουν με έλαιο στο όνομα του Κυρίου. Η ευχή της πίστεως θα σώση τον ασθενούντα και ο Κύριος θα τον θεραπεύση. Και αν έχη διαπράξει κάποια αμαρτήματα θα του αφεθούν. Έπειτα, οι φυσικοί γονείς, εάν τα παιδιά τους έλθουν σε αντιδικία προς κάποιους από τους άρχοντες και τους ισχυρούς της γης, δεν μπορούν να τους προσφέρουν καμμία βοήθεια, οι ιερείς όμως όχι τους άρχοντες ή τους βασιλείς, αλλά πολύ περισσότερο αυτόν τον ίδιο τον Θεόν οργισθέντα τον εξευμένισαν πολλές φορές.

Μπορεί λοιπόν κάποιος μετά τα ανωτέρω να με κατηγορήση για περιφρόνηση της ιερωσύνης; Αντίθετα, πιστεύω, ότι μετά τα όσα είπα ευλάβεια θα καταλάβη τις ψυχές του ακροατηρίου, το οποίο θα κατακρίνη ως υπερηφάνους και θρασείς όχι εκείνους που αποφεύγουν την ιερωσύνη, αλλά εκείνους, οι οποίοι από μόνοι τους προσέρχονται σ᾿ αυτήν και δίδουν όλες τους τις δυνάμεις για να αποκτήσουν το ιερατικό αξίωμα. Αν λοιπόν εκείνοι, οι οποίοι ανέλαβαν την ευθύνη να εξουσιάζουν τα διάφορα κράτη, όταν τυγχάνει να μην είναι συνετοί και οξυδερκείς και τα κράτη τους καταστρέφουν και τους εαυτούς τους, τότε εκείνος ο οποίος ορίσθηκε να κοσμήση τη νύμφη του Χριστού, την Εκκλησία, πόση δύναμη, τόσο δική του όσο και από τον ουρανό, νομίζεις ότι χρειάζεται για να μη σφάλλη;


  ια. Η επιθυμία της φιλαρχίας πρέπει να εκβάλλεται από την ψυχή του ιερέα.

Κανείς όμως δεν πρόκειται να ανεχθή τέτοια συμπεριφορά. Είναι λοιπόν φοβερό το να επιδιώκη κάποιος με τόση εμμονή το επισκοπικό αξίωμα. Όλα δε αυτά δεν με φέρουν σε αντίθεση με τον απόστολο Παύλο, αντίθετα μάλιστα συνάδουν προς τα λόγια του. Τι λέγει εκείνος; Εάν κάποιος φιλοδοξή να αναλάβη τα ηνία κάποιας επισκοπής, τότε επιθυμεί κάτι αξιόλογο. Εγώ από τη μεριά μου είπα ότι είναι φοβερό πράγμα η επιθυμία του αξιώματος και της εξουσίας, όχι του λειτουργήματος. Αυτόν δε τον πόθο πρέπει κανείς με πολύ επιμονή να εξωθή από την ψυχή του και να μην επιτρέψη την κατάληψή της από αυτόν, ώστε να είναι σε θέση να ενεργή πάντοτε με ελευθερία.

Πράγματι, ο μη επιθυμών να αναδειχθή στο εν λόγω αξίωμα ούτε την καθαίρεση από αυτό φοβάται, μη φοβούμενος δε θα μπορούσε να πράττη τα πάντα με την προσήκουσα στους χριστιανούς ελευθερία, ενώ εκείνοι οι οποίοι φοβούνται και τρέμουν την έξωσή τους από το αξίωμά τους αναγκάζονται να φερθούν με δουλοπρέπεια και να υπομείνουν πολλά κακά, ωθούνται δε πολλές φορές στην εναντίωσή τους προς τους ανθρώπους και τον Θεό.
Δεν πρέπει λοιπόν η ψυχή να γέμη από τέτοιες επιθυμίες και φόβους, αλλά, όπως βλέπουμε τους γενναίους στρατιώτες στους πολέμους να μάχονται με προθυμία και να πέφτουν στο πεδίο της μάχης με ανδρεία, έτσι και εκείνοι οι οποίοι ανεβαίνουν στο επισκοπικό αξίωμα θα πρέπει και να ιερατεύουν και να αποχωρούν από αυτό με τον τρόπο που ταιριάζει σε άνδρες χριστιανούς, οι οποίοι γνωρίζουν ότι η καθαίρεση αυτή δεν επιφυλάσσει μικρότερο στέφανο από τη διατήρηση στην εξουσία.

Όντως, όταν κάποιος καθαιρεθή από το αξίωμά του για να μην αναγκασθή να διαπράξη ή να υπομείνη κάτι ανάξιο της τιμής της ιερωσύνης, τότε και την τιμωρία εκείνων οι οποίοι αδίκως τον καθήρεσαν επιβαρύνει και τον δικό του μισθό αυξάνει. Μακάριοι είσθε, λέγει, όταν σας ονειδίσουν και σας διώξουν και πουν εναντίον σας κάθε κακό λόγο ψευδόμενοι, εξ αιτίας του ονόματός μου. Τότε να χαίρεσθε και να αγάλλεσθε, διότι είναι μεγάλος ο μισθός που θα λάβετε στη βασιλεία των ουρανών.

Και όλα αυτά ισχύουν όταν κάποιος απομακρύνεται του αξιώματός του από τους συναδέλφους του ή από φθόνο, ή για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα κάποιων άλλων, ή από απέχθεια, ή από κάποιο μη ορθό λόγο. Όταν όμως συμβαίνει να υφίσταται κάποιος διώξεις από τους αντιπάλους του δεν νομίζω ότι είναι δυνατό με λόγια να περιγραφή το κέρδος που συσσωρεύουν σ᾿ αυτόν με την πονηρία τους οι διώκτες του. Πρέπει λοιπόν να ερευνάται με ενδελέχεια και ακρίβεια η ψυχή, μήπως υπάρχει κρυμμένος κάποιος σπινθήρας της επιθυμίας εκείνης.
Διότι και σ᾿ αυτούς ακόμη οι οποίοι από την αρχή είναι απαλλαγμένοι από το πάθος αυτό είναι θεμιτό να προσπαθούν να διαφύγουν από αυτό, όταν ανέλθουν στο επισκοπικό αξίωμα. Όταν μάλιστα κάποιος ο οποίος πριν ακόμη τιμηθή με το επισκοπικό αξίωμα κατέχεται από το φοβερό και αμείλικτο αυτό θηρίο, δεν μπορεί να λεχθή με λόγια σε ποια περιπέτεια ρίχνει τον εαυτό του μετά τη χειροτονία του. Εγώ δε (και μη νομίζεις ότι ψεύδομαι έναντί σου στην προσπάθειά μου να φανώ μετριοπαθής) κατέχομαι σε μεγάλο βαθμό από το πάθος της εξουσίας, το οποίο, μαζί με τα άλλα ελλαττώματά μου με φόβησε αρκετά και με έτρεψε στη φυγή από τη θέση για την οποία με εξέλεξαν.
Όπως δηλαδή οι αγαπώντες τις σωματικές ηδονές για όσο βρίσκονται κοντά στους ερωμένους αισθάνονται αφόρητη την επιθυμία να ικανοποιήσουν το πάθος τους, ενώ όταν απομακρύνονται από τα πρόσωπα που ποθούν διώχνουν από μέσα τους και την ερωτική μανία, έτσι και εκείνοι οι οποίοι φιλοδοξούν να καταλάβουν την επισκοπική εξουσία, όταν βρίσκονται κοντά στην πραγματοποίηση του στόχου τους το πάθος γίνεται αφόρητο, ενώ όταν κατανοήσουν ότι είναι μάταιο να αναμένουν οποιοδήποτε αξίωμα, τότε μαζί με την προσδοκία τους σβήνει και η επιθυμία τους.



      Απόσπασμα από τον τέταρτο λόγο

  α. Όχι μόνο οι επιδιώκοντες να εισέλθουν στον κλήρο, αλλά και οι αναγκαζόμενοι τιμωρούνται αυστηρά για τα αμαρτήματα και τα σφάλματά τους.

Αφού άκουσε όλα αυτά ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ και σιώπησε για λίγο, είπε: Αν είχες προσπαθήση ο ίδιος να ανέλθης στο επισκοπικό αξίωμα θα είχε υπόσταση ο φόβος σου αυτός. Αν κάποιος ομολογήση ότι είναι κατάλληλος να αναλάβη τη διοίκηση της επισκοπής, δεν είναι δυνατό μετά την εκλογή του να προφασίζεται την απειρία του για όσα λάθη διαπράξη. Ο ίδιος προκατέλαβε τον εαυτό του και αφήρεσε πλέον κάθε πρόφαση απολογίας αφού διεκδίκησε με περισσή σπουδή την ανάληψη της επισκοπικής διακονίας, κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να ισχυρισθή ο ανελθών στο επισκοπικό αξίωμα με τη θέλησή του, ότι ακούσια έσφαλε στο δείνα ή ακούσια έβλαψε τον δείνα. Διότι θα τον ερωτήση στο μέλλον ο δικαστής του, γιατί αφού γνώριζες ότι είσαι τόσο πολύ άπειρος και δεν είχες τις κατάλληλες διανοητικές δυνάμεις να ανταπεξέλθης στις απαιτήσεις του αξιώματος αυτού χωρίς να σφάλης, έσπευσες και τόλμησες να αναλάβης τη διαχείριση πραγμάτων πολύ μεγαλύτερων από τις δυνάμεις σου; Ποιός σε κατανάγκασε; Ποιός σε τράβηξε με τη βία ενώ εσύ προσπαθούσες να διαφύγης με κάθε τρόπο; Εσύ όμως δεν πρόκειται να ακούσης ποτέ τέτοια λόγια, ακόμη και αν υπάρχη κάποιο από τα αμαρτήματα αυτά να σου καταλογισθή, διότι σε όλους είναι καταφανές ότι τίποτα, ούτε μεγάλο ούτε μικρό, δεν έκανες για να καταλάβης το αρχιερατικό αξίωμα, αλλά άλλοι σε προώθησαν σ᾿ αυτό. Και όλα όσα αφορούν στην εκλογή σου και δεν παρέχουν τη δυνατότητα σ᾿ εκείνους να τύχουν συγγνώμης, σε σένα όμως το γεγονός αυτό σου δίδει το δικαίωμα να μπορής να απολογείσαι.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Μόλις τον άκουσα κούνησα το κεφάλι μου και μετά από ένα ήρεμο χαμόγελο τον θαύμαζα για την απλότητά του και ακολούθως του είπα: Θα ήθελα και εγώ, αγαπητέ μου φίλε, αυτά να είναι ακριβώς έτσι, όπως τα ανέφερες, όχι βέβαια για να μπορέσω να δεχθώ το αξίωμα το οποίο απέρριψα τώρα. Ακόμη και αν δεν ηπειλούμην από καμμία τιμωρία για τον τρόπο με τον οποίο θα επιμελούμην την ποίμνη του Χριστού, η χειρότερη τιμωρία για μένα θα ήταν να φανώ τόσο κακός έναντι εκείνου ο οποίος μου εμπιστεύθηκε τόσο μεγάλη αποστολή. Για ποιoν λόγο λοιπόν θα ευχόμουν η άποψή σου αυτή να μη καταρριφθή;
Για να μπορέσουν οι άθλιοι και ταλαίπωροι (έτσι πρέπει να ονομάζονται εκείνοι οι οποίοι δεν βρήκαν τον τρόπο να ανταπεξέλθουν θετικά στις απαιτήσεις της διακονίας αυτής, έστω και αν αναγκάσθηκαν, όπως λέγεις, να αχθούν στο επισκοπικό αξίωμα και έσφαλαν από άγνοια) να διαφύγουν το πυρ εκείνο το άσβεστο και το σκότος το εξώτερο και τον σκώληκα τον ατέρμονα και τη διχοτόμηση και την απώλεια μαζί με τους υποκριτές. Βέβαια δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί σου, διότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.
Και αν θέλης από τη βασιλεία πρώτα, της οποίας η αξία δεν είναι τόσο μεγάλη όσο της ιερωσύνης, θα ξεκινήσω για να σου αποδείξω την αλήθεια των όσων είπα. Ο Σαούλ, ο υιός του Κεις, δεν έγινε βασιλέας μετά από δική του προσπάθεια, αλλά όταν βγήκε σε αναζήτηση των όνων του και πήγε να συναντήση τον προφήτη για να τον ρωτήση σχετικά, αυτός του έκανε λόγο περί βασιλείας. Εν τούτοις, ο Σαούλ δεν αποδέχθηκε το αξίωμα, μολονότι η πρόταση έγινε από προφήτη, αντιτάχθηκε μάλιστα και αρνήθηκε λέγοντας: Ποιός είμαι εγώ και ποιο είναι το γένος μου;

Τι έγινε λοιπόν; Όταν έκανε κακή χρήση του αξιώματος που του δόθηκε από τον Θεό, τότε μπόρεσαν αυτά τα λόγια που είπε να τον απαλλάξουν από την οργή εκείνου που του παραχώρησε τη βασιλεία; Μολονότι δε θα μπορούσε να πη προς τον εγκαλούντα αυτόν Σαμουήλ. Μήπως εγώ επιδίωξα να γίνω βασιλέας; μήπως κατέλαβα τον βασιλικό θρόνο με τη βία; εγώ ήθελα να διάγω τον ήσυχο και απράγμονα βίο των ιδιωτών και εσύ με ανέδειξες στο αξίωμα αυτό. Αν έμενα σ᾿ εκείνη την ταπεινή κατάσταση θα απέφευγα όλες αυτές τις αντιξοότητες. Αν ήμουν ένας από τους πολλούς και ασήμους δεν θα μου είχε ανατεθή αυτό το έργο, ούτε ο Θεός θα μου έδινε την αρχηγία του πολέμου κατά των Αμαληκιτών και έτσι δεν θα διέπραττα το λάθος αυτό.

Όλα αυτά όμως αδυνατούν να στηρίξουν την απολογία, όχι μόνο δε είναι ανίσχυρα, αλλά και επικίνδυνα και μάλλον προκαλούν την οργή του Θεού. Ο τιμηθείς με το βασιλικό αξίωμα δεν πρέπει να προβάλλει το μέγεθος του αξιώματος ως απολογία για τα λάθη του, αλλά πρέπει να χρησιμοποιή την εξαιρετική εύνοια που του έδειξε ο Θεός για να επιτύχη τη βελτίωσή του. Αυτός που έλαβε μεγάλο αξίωμα και νομίζει ότι του επιτρέπεται για τον λόγο αυτό να αμαρτάνη, τίποτα άλλο δεν προσπαθεί να κάνη παρά να προβάλη ως αιτία των αμαρτημάτων του τη φιλανθρωπία του Θεού, κάτι που αποτελεί πάγια τακτική εκείνων οι οποίοι είναι ασεβείς και επιδεικνύουν ραθυμία στην προσωπική τους συμμόρφωση προς τις ηθικές αρχές.

       Αλλά εμείς δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε την όλη κατάσταση κατ᾿ αυτόν τον τρόπο, ούτε να κάνουμε το ίδιο με εκείνους τραγικό σφάλμα. Αντίθετα, πρέπει να προσπαθούμε πάντοτε να προσφέρουμε όσο μας είναι δυνατό και να χρησιμοποιούμε με ορθό τρόπο και τη γλώσσα μας και τη διάνοιά μας. Ούτε και ο Ηλί (για να αφήσουμε τη βασιλεία και να έλθουμε στην ιερωσύνη, για την οποία κάνουμε λόγο) προσπάθησε να καταλάβη το αξίωμά του. Σε τι λοιπόν τον ωφέλησε αυτό όταν αμάρτησε; Ο Ηλί δεν μπορούσε βέβαια να αποφύγη την ανάδειξή του στο ιερατείο ακόμη και αν ήθελε, διότι έτσι το απαιτούσε ο νόμος, αφού ανήκε στη φυλή του Λευί και κατά συνέπεια έπρεπε να δεχθή το αξίωμα λόγω της κληρονομικής μεταβιβάσεως αυτού στα μέλη της οικογενείας του. Και αυτός όμως τιμωρήθηκε πολύ σκληρά λόγω της ασωτίας των τέκνων του. Τι έπαθε δε και ο πρώτος αρχιερεύς των Ιουδαίων (Ααρών), για τον οποίο τόσα είπε ο Θεός στον Μωυσή; Το γεγονός ότι δεν μπόρεσε μόνος του να αντισταθή στη μανία τόσου πλήθους δεν τον έφερε στα πρόθυρα της απωλείας, από την οποία διέφυγε επειδή τελικά η βοήθεια του αδελφού του απομάκρυνε από πάνω του την οργή του Θεού;

Επειδή δε αναφέρθηκα στον Μωυσή, καλό είναι να αποδείξω την αλήθεια των λόγων μου και με κάποια από τα συμβάντα της ζωής του. Ο μακάριος Μωυσής προσπάθησε να αποφύγη με κάθε τρόπο την ανάληψη της ηγεσίας των Ιουδαίων, ακόμη και ενώ αυτή του είχε ανατεθή εκείνος ήθελε να παραιτηθή και ενώ ο Θεός τον διέτασσε να υπακούση εκείνος ηρνείτο μέχρι σημείου που εξόργισε τον προστάττοντα Θεό. Και όχι μόνο τότε, αλλά και όταν στη συνέχεια αναδείχθηκε τελικά ηγέτης των Ιουδαίων θα προτιμούσε με ευχαρίστηση να πεθάνη αν επρόκειτο να παραιτηθή από το αξίωμά του. Σκότωσέ με, λέγει, αν πρόκειται να με μεταχειρισθής έτσι. Τι συνέβη λοιπόν, όταν αμάρτησε στο περιστατικό του ύδατος, μπόρεσαν οι συνεχείς παραιτήσεις του να απολογηθούν υπέρ αυτού και να πείσουν τον Θεό να τον συγχωρήση; Και για ποιόν άλλο λόγο εστερείτο της επηγγελμένης γης αν όχι γι᾿ αυτό;

Για κανένα άλλο λόγο, όπως όλοι γνωρίζουμε, παρά για την αμαρτία αυτή δεν μπόρεσε ο θαυμάσιος εκείνος άνδρας να τύχη των ίδιων ευεργεσιών προς τους υπηκόους του. Έτσι, μετά από πολλούς άθλους και ταλαιπωρίες, μετά από πολέμους και νίκες, λόγω της αμαρτίας εκείνης, πέθανε έξω από τη γη για την οποία τόσο πολύ μόχθησε και ενώ ανταπεξήλθε στις τρικυμίες του πελάγους δεν μπόρεσε να απολαύση τα αγαθά που παρέχει ο ήσυχος λιμένας. Βλέπεις λοιπόν ότι όχι μόνο όσοι επιδιώκουν το αξίωμα, αλλά και εκείνοι οι οποίοι αναδεικνύονται σ᾿ αυτό με τις προσπάθειες των άλλων, κανείς από αυτούς δεν μπορεί να αποφύγη την απολογία για τα αμαρτήματά του.

Όταν λοιπόν οι παραιτηθέντες από το ιερατικό αξίωμα, στο οποίο τη χειροτονία κάνει ο ίδιος ο Θεός, υποβλήθηκαν σε τόσο βαρειά τιμωρία και τίποτα δεν κατόρθωσε να τους απαλλάξη από τον κίνδυνο αυτόν, ούτε τον Ααρών, ούτε τον Ηλί, ούτε τον μακάριο εκείνο άνδρα, τον άγιο, τον προφήτη, τον θαυμαστό, τον πραότερο όλων των ανθρώπων επί της γης, τον ομιλούντα ως φίλο του Θεού, τότε, εγώ, ο οποίος τόσο υπολείπομαι της αρετής εκείνου, με δυσκολία θα στηρίξω την απολογία μου προβάλλοντας ως αιτιολογικό τη συνείδηση ότι δεν επιδίωξα να καταλάβω το επισκοπικό αξίωμα. Και μάλιστα όταν πολλές από τις χειροτονίες στον επισκοπικό βαθμό δεν γίνονται μόνο με την επίνευση της θείας χάριτος, αλλά και με την προσπάθεια των ανθρώπων.

Τον Ιούδα τον επέλεξε ο Θεός και τον συγκαταρίθμησε στον άγιο χορό των αποστόλων, εγχειρίζοντάς του μαζί με τους άλλους μαθητές του την αποστολική αξία. Σ᾿ αυτόν δε ανέθεσε και μία επί πλέον διακονία, τη διαχείριση των χρημάτων. Τι συνέβη λοιπόν; Επειδή χρησιμοποίησε αρνητικά και τα δύο αυτά αξιώματα και πρόδωσε εκείνον που του ανέθεσε την εξουσία να κηρύττη, όσα δε του είχε αναθέσει να διαχειρίζεται τα κατασπατάλησε, ξέφυγε την τιμωρία; Για τον λόγο ακριβώς αυτό τιμωρήθηκε σκληρότερα και απολύτως φυσιολογικά έγινε αυτό. Διότι δεν πρέπει κάποιος να καταχράται την τιμή που του παραχωρείται από τον Θεό και να προσκρούη σ᾿ αυτόν, αλλά μάλλον πρέπει να τη χρησιμοποιή ώστε να αρέση στον Θεό.

Εκείνος ο οποίος έχει τιμηθή περισσότερο από τον Θεό, όταν αξιώνη να αποφύγη να τιμωρηθή για όσα θα έπρεπε, κάνει κάτι παρόμοιο με κάποιον από τους απίστους Ιουδαίους, ο οποίος ακούγοντας τον Χριστό να λέγη ότι, Αν δεν ερχόμουν να κηρύξω σ᾿ αυτούς δεν θα είχαν αμαρτία και αν δεν έκανα θαύματα σ᾿ αυτούς, τα οποία κανείς άλλος δεν έκανε δεν θα είχαν αμαρτία, θα εγκαλούσε τον Σωτήρα και ευεργέτη λέγοντας: Γιατί ήλθες και κήρυξες και έκανες θαύματα, για να μας τιμωρήσης περισσότερο; Τα λόγια όμως αυτά είναι ανθρώπου μανιακού, ο οποίος έχει περιέλθει σε σημείο πλήρους παραλογισμού.

Ο ιατρός δεν ήλθε για να σε κατακρίνη, αλλά μάλλον για να σε θεραπεύση. Δεν ήλθε για να σε παραθεωρήση ενώ νοσείς, αλλά για να σε απαλλάξη πλήρως από τη νόσο σου. Συ όμως αποστέρησες ο ίδιος τον εαυτό σου από τα θεραπευτικά του χέρια,  δέξου λοιπόν πιο αυστηρή την τιμωρία. Αν δεχόσουν τη θεραπεία θα είχες απαλλαγή από τα προγενέστερα κακά, όμως επειδή όταν τον είδες να πλησιάζη έφυγες, δεν θα μπορέσης πλέον να απαλλαγής από αυτά και θα τιμωρηθής και γι᾿ αυτά. Και για όσες πράξεις σου, με τις οποίες κατέστησες μάταιο το έργο του, όσο αυτό σου είναι δυνατό, για όλες αυτές τις πράξεις δεν θα υπομείνης, μετά την τιμή που σου έκανε ο Θεός, τα ίδια βάσανα με εκείνα τα οποία θα υφίστασο προ της τιμητικής του παρεμβάσεως στον κόσμο.
Η τιμωρία σου θα είναι πολύ σφοδρότερη μετά την παρέμβαση. Εκείνος ο οποίος δεν γίνεται αγαθός με τις ευεργεσίες δικαίως θα πρέπει να λάβη πικρότερη τιμωρία. Επειδή λοιπόν απέδειξα ότι η δικαιολογία που ανέφερες είναι αστήρικτη και όχι μόνο δεν σώζει όσους καταφεύγουν σ᾿ αυτήν, αλλά και καθιστά δυσχερέστερη τη θέση τους, ας βρούμε κάποια άλλη ασφαλέστερη.


  β. Οι χειροτονούντες αναξίους υπόκεινται στην ίδια τιμωρία και αν ακόμη αγνοούν το ποιόν των χειροτονουμένων.

Διότι, όπως στους εκλεγέντες δεν είναι αρκετή για να απολογηθούν η πρόφαση, δεν ήλθα αυτόκλητος, ούτε γνώριζα εκ των προτέρων τις δυσκολίες του αξιώματος για να αποφύγω, έτσι και τους χειροτονούντες δεν θα τους ωφελούσε σε τίποτα αν έλεγαν ότι αγνοούν τον χειροτονηθέντα. Ακριβώς όμως για τον λόγο αυτό το σφάλμα τους μεγιστοποιείται, διότι εξέλεξαν κάποιον που αγνοούσαν και η θεωρούμενη ως απολογία αυξάνει το βάρος της κατηγορίας.
Πώς είναι δυνατό να κατανοηθή το γεγονός ότι ενώ όταν πρόκειται να αγοράσουν κάποιον δούλο τον υποβάλλουν σε ιατρικές εξετάσεις, απαιτούν την ύπαρξη εγγυητών για την αγορά τους αυτή, ζητούν πληροφορίες από τους γείτονες και μετά από όλα αυτά ακόμη αμφιβάλλουν και απαιτούν μακρύ χρόνο δοκιμασίας του δούλου, αντίθετα, όταν πρόκειται να εκλέξουν κάποιον σε τόσο υψηλό λειτούργημα απλώς και ως έτυχε εγκρίνουν οποιονδήποτε, επειδή έτσι φάνηκε καλό στον δείνα να δώση τη μαρτυρία του υπέρ κάποιου ή διότι απεχθανόταν τους άλλους υποψηφίους, χωρίς να προβαίνουν σε καμμία άλλη εξέταση;

Ποιος λοιπόν θα μας προστατεύση τότε, όταν αυτοί που οφείλουν να παρέχουν προστασία χρειάζονται οι ίδιοι προστάτες; Πρέπει λοιπόν και ο χειροτονών να προβαίνη σε ενδελεχή έρευνα περί του υποψηφίου, πολύ δε περισσότερο από αυτόν πρέπει να ερευνά τις δυνάμεις του ο ίδιος ο χειροτονούμενος. Διότι αν και θα έχη συμμετόχους στην τιμωρία που θα υποστή για όσα αμαρτήση τους εκλέκτορές του, όμως και ο ίδιος δεν είναι απηλλαγμένος της τιμωρίας, μάλιστα δε υπέχει μεγαλύτερη ευθύνη σε περίπτωση που οι εκλογείς δεν αποφάσισαν με βάση ανθρώπινα κριτήρια, αλλά εκτιμώντας με εύλογο τρόπο τις αντικειμενικές συνθήκες.
Αντίθετα, αν οι τελευταίοι καταγνωσθούν ότι μολονότι γνώριζαν καλά το ποιόν του υποψηφίου, εν τούτοις τον προήγαγαν στην επισκοπή με βάση προσωπικά κίνητρα, θα αντιμετωπίσουν την ίδια τιμωρία, ίσως δε και μεγαλύτερη, διότι εξέλεξαν το μη κατάλληλο πρόσωπο. Διότι εκείνος ο οποίος έδωσε την εξουσία στον αποβλέποντα στη διαφθορά της Εκκλησίας, αυτός θα είναι αίτιος των κακών πράξεων του τελευταίου.

Ακόμη δε και αν ισχυρισθή ότι δεν είναι υπεύθυνος όλων αυτών των κακών, διότι απατήθηκε από τη γνώμη των πολλών περί του υποψηφίου και πάλι δεν θα παραμείνη ατιμώρητος και θα αντιμετωπίση απλώς λίγο ηπιότερη καταδίκη από τον χειροτονηθέντα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι οι μεν εκλέκτορες μπορούν να προβούν σε μία τέτοια εκλογή επειδή φυσιολογικό είναι να έχουν απατηθή από την κοινή γνώμη, όμως οι εκλεγέντες δεν θα μπορούσαν να πουν ότι αγνοούσαν τους εαυτούς τους, όπως συνέβαινε με τους άλλους. Επειδή λοιπόν οι εκλεγέντες θα τιμωρηθούν βαρύτερα από τους εκλογείς τους, πρέπει να προβαίνουν σε ακριβή δοκιμασία της ψυχής τους. Και αν οι τελευταίοι αγνοούν τον χαρακτήρα του υποψηφίου, τότε αυτός πρέπει να τους ενημερώση περί της πραγματικότητας και να άρη την ψευδή εικόνα, που έχει σχηματισθή γι᾿ αυτόν, αφού δε αποδείξη ότι είναι ανάξιος για την εκλογή να αποφύγη το μέγεθος του υψηλού αυτού λειτουργήματος.
    
     Γιατί, όταν πρόκειται να αποφασισθή περί του στρατεύματος, του εμπορίου, της γεωργίας και των άλλων βιοτικών επαγγελμάτων, ούτε ο γεωργός θα επέλεγε να κυβερνήση πλοίο, ούτε ο στρατιώτης να καλλιεργήση, ούτε ο κυβερνήτης πλοίου να ηγηθή στρατεύματος ξηράς, ακόμη και αν απειλούντο με μυρίους θανάτους; Είναι φανερό ότι ο καθένας τους προβλέπει τον κίνδυνο που πηγάζει από την απειρία.
Αφού λοιπόν τόσο φροντίζουμε όταν πρόκειται να προκληθή ζημία στα μικρά πράγματα και δεν υποκύπτουμε στις διάφορες πιέσεις, πως είναι δυνατόν όταν επαπειλείται η αιώνια κόλαση για τους μη κατάλληλους να αναλάβουν το ιερατικό αξίωμα, να αναδεχόμεθα με μεγάλη ευκολία τον μεγάλο αυτό κίνδυνο, προβάλλοντες τη βία που μας ασκούν οι άλλοι. Δεν πρόκειται φυσικά να ανεχθή τέτοιες προφάσεις ο Θεός όταν θα μας κρίνη στη βασιλεία του. Διότι θα έπρεπε να επιδεικνύουμε πολύ περισσότερη προσοχή απ᾿ ό,τι στα σωματικά όταν πρόκειται να λάβουμε αποφάσεις περί πνευματικών ζητημάτων.

Αντίθετα, τώρα ούτε την ίση επιμέλεια τουλάχιστον δεν επιδεικνύουμε. Πες μου, αν για παράδειγμα έχουμε την υπόνοια ότι κάποιος είναι οικοδόμος ενώ δεν είναι στην πραγματικότητα και τον καλέσουμε να εργασθή για μας, αυτός δε ανταποκρινόταν θετικά και στη συνέχεια αφαιρούσε από την οικοδομική ύλη τα ξύλα και τους λίθους• θα έκτιζε έτσι μία ακατάλληλη οικοδομή, η οποία αμέσως θα γκρεμιζόταν. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε ο δήθεν οικοδόμος να επικαλεσθή στην απολογία του το γεγονός ότι αναγκάσθηκε από άλλους να κτίση την οικοδομή και δεν ήλθε αυτεπάγγελτα; Καθόλου, όπως είναι φυσικό και δίκαιο. Θα έπρεπε να εγκαταλείψη το εγχείρημα αυτό ακόμη και αν τον καλούσαν και άλλοι περισσότεροι.
Αφού λοιπόν εκείνος ο οποίος αφαιρεί τα ξύλα και τους λίθους από την πρώτη οικοδομική ύλη δεν είναι δυνατό να μην καταδικασθή, είναι δυνατό εκείνος ο οποίος οδηγεί τις ψυχές στην απώλεια και αμελεί την οικοδομή του εκκλησιαστικού σώματος να νομίζη ότι μπορεί να διαφύγη την καταδίκη προφασιζόμενος την πίεση των άλλων; Δεν είναι παράλογο αυτό; Και δεν προσθέτω καθόλου ότι κανείς δεν μπορεί να αναγκάση εκείνον που δεν θέλει να κάνη κάτι να το πράξη.
Έστω όμως ότι αυτός αναγκάσθηκε να υπομείνη πολύ μεγάλη πίεση και πολυποίκιλα τεχνάσματα για να υποκύψη. Άραγε εξαιρείται αυτός της κολάσεως; Μη, σε παρακαλώ, ας μη απατάμε τόσο πολύ τους εαυτούς μας και ας μη υποκρινόμασθε ότι αγνοούμε πράγματα τα οποία είναι φανερά και στα μικρά παιδιά. Διότι σε καμμία περίπτωση δεν θα μας βοηθήση να αποποιηθούμε τις ευθύνες μας η προσποίηση της αγνοίας.

Δεν αγωνίσθηκες ο ίδιος να αναλάβης το επισκοπικό αξίωμα, επειδή συνειδητοποίησες την αδυναμία σου. Πολύ καλά έπραξες. Θα έπρεπε λοιπόν με το ίδιο αιτιολογικό να αποφύγης την εκλογή και σε περίπτωση που και άλλοι σε καλούσαν να αποδεχθής την εκλογή σου. Ή, όταν μεν κανείς δεν σε πρότεινε για το αξίωμα αυτό ήσουν αδύναμος και ακατάλληλος, επειδή δε βρέθηκαν κάποιοι να σε προβάλουν έγινες ξαφνικά δυνατός; Αυτά είναι γελοία και ανόητα και άξια της χειρότερης τιμωρίας.
Για τον λόγο αυτό και ο Κύριος παραινεί εκείνον ο οποίος επιθυμεί να οικοδομήση πύργο, να μη τοποθετήση τα θεμέλια προτού αναλογισθή τη δύναμή του, ώστε να μη παράσχη αφορμή χλευασμού. Η ζημία αυτού όμως φθάνει μέχρι τη γελοιοποίηση, ενώ στην περίπτωσή μας επίκειται η κόλαση, το πυρ το άσβεστο και ο σκώληκας ο ατέρμονας και ο βρυγμός των οδόντων, το σκοτάδι το εξώτερο, η διχοτόμηση και η συγκαταρίθμηση με τους υποκριτές. Όμως οι κατήγοροί μου τίποτα από όλα αυτά δεν θέλουν να δουν. Τότε πραγματικά θα έπαυαν να μέμφονται τον μη θέλοντα να οδηγηθή σε μάταιη απώλεια.

Η περίπτωσή μας δεν αφορά στη διαχείριση σίτου και κριθαριού, ούτε βοδιών και προβάτων, η δε σκέψη μας δεν περιστρέφεται γύρω από τέτοια πράγματα, αλλά γύρω από το ίδιο το σώμα του Ιησού Χριστού. Πράγματι, η Εκκλησία του Χριστού, κατά τον μακάριο Παύλο, είναι σώμα του Χριστού και πρέπει ο αναλαβών την επιμέλειά του να εργάζεται ώστε να του προσδίδη ευεξία και άπειρο κάλλος και να προσέχη παντού για την ύπαρξη κάποιου σπίλου ή ρυτίδας ή κάποιου άλλου παρόμοιου ψόγου, που καταστρέφει την ευπρέπειά του.
Και σε τι άλλο συνίσταται η αποστολή του επισκόπου από το να αναδείξη το σώμα αυτό άξιο της άσπιλης και μακαρίας κεφαλής του, όσο είναι δυνατό στις ανθρώπινες δυνάμεις; Αν δε οι ασχολούμενοι με τη σωματική εκγύμναση έχουν ανάγκη ιατρών, προπονητών, ειδικού διαιτολογίου, συνεχούς ασκήσεως και πολλών άλλων ειδικότερων αναγκών (διότι και το παραμικρό αν παραβλέψουν είναι ικανό να τους ανατρέψη όλη την προσπάθεια), οι εκλεγμένοι να υπηρετούν το σώμα του Χριστού, το έργο των οποίων δεν είναι σχετικό με την εκγύμναση των σωμάτων, αλλά αφορά στις αόρατες δυνάμεις, πώς θα μπορέσουν να το διαφυλάξουν ακέραιο και υγιές αν δεν υπερβαίνουν κατά πολύ την ανθρώπινη αρετή και δεν γνωρίζουν την κατάλληλη θεραπεία για κάθε ψυχή;

 
πηγή: http://www.freemonks.gr

Read more: http://www.egolpion.net/xrusostomos_ierwsunh.el.aspx#ixzz2Nni7xDix

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου