Σελίδες

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Ἀνεξικακία

ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ Α΄

 Ανεξικακία
Με την κακία δεν μπορείς να διώξεις την κακία- λέει ο Όσιος Ποιμήν. Αν λοιπόν σου κάνει κανένα κακό ο αδελφός σου, προσπάθησε συ να του το ανταποδώσεις με καλό. Μόνο η καλοσύνη μπορεί να νικήσει την κακία.
Μας λέγει η παράδοση ότι ο Απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, την ώρα που ωδηγείτο στο μαρτύριο, συνήντησε στο δρόμο εκείνον που τον είχε καταδώσει. Τον σταμάτησε και τον εφίλησε λέγοντάς του:
-Ειρήνευε, αδελφέ.
Βλέποντας εκείνος τόση ανεξικακία, εθαύμασε κι εφώναξε με ενθουσιασμό:
-Χριστιανός είμαι από σήμερα κι εγώ.
Ύστερα απ' αυτή την ομολογία αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Απόστολο.

Ο Αββάς Ζωσιμάς έδωσε κάποτε μερικά βιβλία σ' ένα καλλιγράφο να του αντιγράψει. Όταν εκείνος τα ετοίμασε, ειδοποίησε τον Όσιο να στείλει να τα πάρει. Κάποιος άλλος όμως, που ήξερε την παραγγελία, πήγε δήθεν εκ μέρους του Αββά Ζωσιμά και παρέλαβε τα βιβλία. Ύστερα από λίγο έστειλε κι ο Γέροντας το μαθητή του να τα πάρει. Κατάλαβε τότε ο καλλιγράφος πως εξαπατήθηκε από τον άλλο και ταραγμένος απειλούσε:
-Δεν θα πέσει στα χέρια μου; Θα τον κανονίσω, όπως του αξίζει, τον αυθάδη.
Όταν το άκουσε ο Αββάς Ζωσιμάς παρήγγειλε στον καλλιγράφο:
-Αποκτούμε βιβλία, αδελφέ, για να μάς διδάξουν αγάπη κι ανεξικακία. Αν πρόκειται για χάρι τους να μαλώνουμε, χίλιες φορές καλύτερα να μάς λείπουν. «Δούλον Κυρίου ου δει μάχεσθαι»(Β' Τιμ.2. 24).
Ο Αββάς Γελάσιος είχε ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που περιείχε καλλιγραφημένη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Άξιζε του είχαν πει πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Το άφηνε όμως στην Εκκλησία να το χρησιμοποιούν όλοι οι αδελφοί στη σκήτη. Κάποτε ένας περαστικός καλόγερος έκλεψε το βιβλίο. Ο Αββάς Γελάσιος, αν και το κατάλαβε αμέσως, δε θέλησε να κυνηγήσει τον κλέπτη. Εκείνος μόλις κατέβηκε στην πόλη βρήκε αγοραστή κι άρχισε να διαπραγματεύεται την πώληση του βιβλίου. Γύρευε δεκαέξι νομίσματα. Ο αγοραστής έλεγε πως δεν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν να του αφήσει ο καλόγερος το βιβλίο, να το δείξει σε κάποιο γνωστό του, ειδικό σ' αυτά. Έτσι, το πήρε ο άνθρωπος και το πήγε στον Αββά Γελάσιο, που ήταν φίλος του.
-Ν' αγοράσω αυτό το βιβλίο για δεκαέξι νομίσματα, Αββά; Αξίζει τόσο; τον ρώτησε.
Ο Όσιος το γνώρισε αμέσως, αλλά δεν το φανέρωσε. Το πήρε στα χέρια του, το ψηλάφησε, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά.
-Αξίζει, αγόρασέ το, είπε στο φίλο του.
Γυρίζοντας όμως εκείνος δεν είπε την αλήθεια.
-Έδειξα το βιβλίο σου στον Αββά Γελάσιο και μου είπε πως γυρεύεις πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
-Δε σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε εκείνος ταραγμένος, μόλις άκουσε για τον Αββά Γελάσιο.
-Όχι.
-Μετανόησα. Δεν θα το πουλήσω, είπε ύστερα από λίγο ο καλόγερος.
Μέσα του γινόταν μια πάλη. Από την μια μεριά εθαύμαζε την ανεξικακία του Οσίου κι από την άλλη ελεγχόταν για την κακή πράξη του. πήρε λοιπόν το βιβλίο κι ανέβηκε στη σκήτη. Όταν βρήκε τον Αββά Γελάσιο, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρηση, δίνοντας πίσω στο κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τον συγχώρεσε μ' όλη του την ψυχή, αλλ' επέμενε να του χαρίσει το βιβλίο. Που να το δεχθεί τώρα ο καλόγερος!
-Αν δεν το πάρεις πίσω Αββά, δεν θα βρει ανάπαυση η ψυχή μου.
-Αν είναι έτσι, πήγαινε στην Εκκλησία και άφησέ το εκεί απ' όπου το πήρες, του είπε με καλωσύνη ο Όσιος. Από τότε διορθώθηκε ο κακοσυνηθισμένος καλόγερος και ποτέ πια δεν έπεσε σε τόσο βαρύ σφάλμα.
Την παρακάτω ιστορία την διηγείται στους μαθητές του ο Αββάς Ζωσιμάς.
Κοντά σ' ένα Κοινόβιο είχε στήσει την καλύβη του ένας Γέροντας, που όλοι γύρω οι Αδελφοί τον υπεραγαπούσαν. Εκεί κοντά έμενε και κάποιος άλλος Ερημίτης.
Κάποτε ο Γέροντας έλειψε για λίγες μέρες κι ο γείτονάς του, που βρήκε ευκαιρία, μπήκε στην καλύβη του και του πήρε τα βιβλία και τ' άλλα μικροπράγματα που είχε. Όταν γύρισε εκείνος και βρήκε την καλύβη του ανοιχτή και άδεια, πήγε να πει στο γείτονά του τι του συνέβαινε. Προβάλλοντας στην πόρτα του είδε τα πράγματά του στη μέση του κελλιού του γείτονα. Δεν είχε προφθάσει ακόμη να τα συμμαζέψει. Ο αγαθός Γέροντας μη θέλοντας να ντροπιάσει τον κλέπτη απομακρύνθηκε με κάποια πρόφαση για να του δώσει καιρό να τα κρύψει. Σαν γύρισε άρχισε να κουβεντιάζει μαζί του για τα πράγματα εντελώς άσχετα με την κλοπή.
Μα οι γνωστοί του, που έμαθαν το πάθημά του, φρόντισαν και βρήκαν τον κλέπτη και τον έβαλαν στη φυλακή, χωρίς εκείνος να πάρει είδηση. Όταν έμαθε ο Ερημίτης πως ο γείτονάς του βρισκόταν στη φυλακή για άγνωστη σ' αυτόν αιτία, πήγε στον Ηγούμενο του Κοινοβίου και τον παρεκάλεσε να του δώσει δυο ψωμιά και λίγα αυγά. Εκείνος του τα έδωσε πρόθυμα νομίζοντας πως είχε να φιλοξενήσει ξένους.
Ο καλός Γέροντας έβαλε τα τρόφιμα σ' ένα καλάθι, κατέβηκε στην πόλη και πήγε να δει το γείτονά του στη φυλακή. Βλέποντας τον εκείνος έπεσε στα πόδια του μετανοημένος και του έλεγε με δάκρυα.
-Συγχώρεσέ με, Πάτερ, για σένα βρίσκομαι, όπως μου αξίζει, εδώ σήμερα. Εγώ έκλεψα τα πράγματά σου. Να κι ένα από τα βιβλία σου. Συγχώρεσέ με.
Ο καημένος ο Γέροντας τα έχασε. Όταν συνήλθε από την πρώτη έκπληξη, του είπε με καλωσύνη.
-Ο Θεός ας σε πληροφορήσει, Αδελφέ μου, πως δεν ήρθα γι' αυτό εδώ σήμερα. ούτε καν είχα υποτευθεί πως εξ αιτίας μου σ' έβαλαν στη φυλακή. Τώρα όμως που μου το λέγεις, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε βγάλω. Εν τω μεταξύ όμως φάε λίγο από τα τρόφιμα που σου έφερα σε τούτο το καλάθι.
Του έδωσε τ' αυγά και το ψωμί και έφυγε αμέσως για να φροντίσει να βγάλει τον αδελφό του από την φυλακή και με την βοήθεια του Θεού το πέτυχε.
Κάποιος πιστός την εποχή των διωγμών της Εκκλησίας προδόθηκε από μια δούλη του. αφού βασανίστηκε σκληρά, οδηγήθηκε έξω από την πόλη για ν' αποκεφαλιστεί. Στο δρόμο έτυχε να συναντήσει την κακή εκείνη δούλη. Μόλις την είδε έβγαλε το χρυσό του δακτυλίδι της το έδωσε και σφίγγοντας μ' ευγνωμοσύνη το χέρι της τής είπε:
-Σ' ευχαριστώ από την ψυχή μου που έγινες αίτία ν' απολαύσω τέτοια τιμή, να γίνω Μάρτυς του Χριστού μου.
http://www.agiameteora.net/index.php/component/content/article?id=410

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου