Σελίδες

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Ἡ ἐπιστροφή στόν Χριστό. Ἰωάννου Ἰανωλίδε. Περιστατικά ἀπό τήν ζωή φυλακισμένων Ρουμάνων Μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος

Ἡ ἐπιστροφή στόν Χριστό
Περιστατικά ἀπό τήν ζωή φυλακισμένων  Ρουμάνων Μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος

Πρόλογος
Σ᾿ ἕνα μεγάλο καί ἅγιο βιβλίο

Γιά τό βιβλίο του Ἰωάννη Ιανωλίδε ἤξερα ἐλάχιστα πράγματα. Εἶχα διαβάσει μερικά κομμάτια στό δίκτυο καί δύο κεφάλαια στό χριστιανικό περιοδικό Orthodox Word (Ὁ Ὀρθόδοξος Λόγος) τῆς ἀδελφότητος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ,  ἀπό τήν Platina-California.
Εἶναι συγκλονιστικά ἀποσπάσματα,τά ὁποῖα ὁ Ἰωάννης Ἰανωλίδε – ὁ Θεός νά τόν αναπαύσει μαζί μέ  τούς ἁγίους Του – τά βγάζει ἀπό τόν θησαυρό τής ἁγίας καρδιᾶς του, σάν μαθητής καί φίλος τοῦ Βαλερίου Γκαφένκου, τοῦ ἁγίου τῶν φυλακῶν, ὅπως τόν ὠνομάσαμέ ὅλοι πού τόν εἴχαμε γνωρίσει, ὄνομα τό ὁποῖο δόθηκε σ΄ αὐτόν ἀπό τόν μοναχό Νικόλαο Στάϊνχαρντ.

    Τό βιβλίο «Ἡ ἐπιστροφή στόν Χριστό» εἶναι μιά ἀληθινή ὀδύσσεια τοῦ Πνεύματος, μιά βαθειά ἐνδοσκόπηση πού γίνεται μέ τάπεινοφροσύνη καί λεπτότητα, τήν ὁποία μόνο ἕνας ἄνθρωπος πού πέρασε τά βάσανα τῆς κόλασης καί ἔφθασε καθαρός στήν ὑψηλή ὄχθη τῆς ἁγιότητος θά μποροῦσε νά τά δεχθεῖ ἀπό τόν ἄγγελο πού τόν συνώδευε  σ΄ ὅλη τήν διάρκεια τῶν δοκιμασιῶν του.
    Τό πρωτότυπο, μαζί μέ πολλά ἄλλα χαρτιά, τά ἔφερε κάποιος στήν ἱερά Μονή Ντιακονέστι τῆς Ρουμανίας,  ὕστερα ἀπό τόν θάνατο τοῦ συγγραφέα, σ΄ ἕνα σάκκο, ἀνακατεμένα, χωρίς καμμιά σειρά, χωρίς ἀρίθμησι, καί οἱ μοναχές ἐδούλεψαν πολύ μέχρι νά τά τακτοποιήσουν σέ δύο τόμους, νά δώσουν τούς κατάλληλους τίτλους καί νά παρακολουθήσουν τά περιγραφόμενα γεγονότα σύμφωνα μέ τήν ἱστορία τῶν φυλακῶν, ὅπως τά ἔζησεν ὁ Ἰανωλίδε καί ἄλλοι ἥρωες τῶν ὰπομνημονευμάτων.
    Αὐτά τά ὁποῖα γράφω τώρα εἶναι ἐλάχιστά καί σχετικά. Ὅ,τι ἔχει γραφτεῖ γιά τίς φυλακές, μέσα ἀπό τήν βαθειά ἔρευνα τόσων συγγραφέων, πού ἦταν προικισμένοι μέ τό πνεῦμα τῆς ὁμολογίας, περιέχεται σ᾿ αὐτό τό βιβλίο πού εἶναι  βαθειά πνευματικό, διερευνητικό καί κατάλληλο γιά νά γνωρίσει κανείς τούς Ἁγίους, τί σημαίνει δηλαδή πλάτος καί μῆκος, καί βάθος καί ὕψος, γιά τήν γνῶσι τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ (Ἐφεσ. 3, 18-19).
Ἄν, ἀγαπητέ ἀναγνώστη, ἔχεις ἀμφιβολίες γιά τήν σωτηρία, σου γιά τήν θυσία ἤ γιά τήν νίκη ἐναντίον τοῦ ὁρατού καί ἀοράτου ἐχθροῦ διά τῆς δυνάμεως τῆς πίστεως καί τῆς προσευχής, ἄν ἀμφιβάλλεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀποτελεσματικότητα τῆς μετάνοιας, αὐτό τό πνευματικό βιβλίο, θά σέ βοηθήσει.
    Ὁ Γκαφένκου καί ἡ ὁμάδα του ἦταν νεαροί ἀπό 14 ἕως 22 ἐτῶν, καί φυλακίσθηκαν γιά τήν δρᾶσι τους στήν «ἀδελφότητα τοῦ Σταυροῦ» (μιά ὀργάνωση γιά τήν πρόοδο τῆς παιδείας καί τῆς πίστεως τῆς ρουμανικῆς νεολαίας). Ἡ θρησκευτική  τους ἀγωγή δέν ἦταν πολύ βαθειά, ἀλλά οἱ ψυχές τους ζητοῦσαν κάτι τό ὁποῖο θά τούς ἀνέβαζε πιό πάνω ἀπό τά δεινά πού ζοῦσαν.
Ἐπιθυμοῦσαν μιά ἐσωτερική εἰρήνη, ἡ ὁποία θά τούς ὡδηγοῦσε στήν σωτηρία,  ὕστερα ἀπ΄ ὅλα τά βάσανα τῶν φυλακῶν.
    Ὁ Ἰανωλίδε ἔλεγε: «ἐμεῖς δέν εἴμασταν καθόλου διεφθαρμένοι. Τά ἁμαρτήματα τῆς κοινωνίας δέν εἶχαν φτάσει  σέ ἐμᾶς. Εἴχαμε μιά καθαρή ψυχή, εἴχαμε ἀποδεχθεῖ τήν θλίψη καί πασχίζαμε νά διαφυλάξουμε τήν καρδιά μας καί τό νοῦ μας καθαρά.
Εἴχαμε μεγάλες ποινές. Οἱ εισαγγελεῖς μᾶς εἶχαν καταδικάσει ἄσπλαχνα καί μερικοί ἀπό ἐμᾶς εἶχαν περισσότερα χρόνια ποινήῆ ἀπό τήν ἡλικία τους.”
    Σ΄ αὐτές τίς συνθῆκες, οἱ σταυραδελφοί (οἱ ὁπαδοί τῆς Ἀδελφότητος ὁ Σταυρός) φτάνουν στήν φυλακή τῆς πόλεως Ἀϊούντ, ἡ ὁποία ἀπό τότε ἄρχισε νά ὑπολογίζεται σάν μιά ἀπό τίς πιό αὐστηρές φυλακές τῆς Χώρας μας, γιά τήν ἔγκλειστη καί σκληρή ζωή τῶν πολιτικῶν φυλακισμένων.
Κανένας ἀπ᾿ αὐτούς δέν μποροῦσε νά φανταστεῖ τί τόν περίμενε, τί κακουχίες, τί φόβοι. Ἀλλά καί τίς κορυφές τῆς πίστεως καί ἀρετῆς  μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς θά τίς ανηφόριζαν, χωρίς νά τό γνωρίζουν.
    Ἡ ὁμάδα τοῦ Γκαφένκου ἀποτελοῦσε γιά ὅλους τούς ἄλλους ἕναν πνευματικό ὁδηγό χριστιανικῆς ζωῆς στίς κατακόμβες. Δέν εἶχαν διαλέξει τήν πνευματική πορεία ὅλοι οἱ φυλακισμένοι. Πολλοί ἦταν πολιτικοί πολεμιστές, εἶχαν μπεῖ στήν φυλακή διότι ἤθελαν νά ξεριζώσουν ἀπό τήν πολιτική ζωή τῆς Ρουμανίας τήν φαυλότητα, τήν δημόσια αἰσχρότητα καί τήν δημαγωγία.
    Ὁ Γκαφένκου καί οἱ δικοί του πρῶτα προσπάθησαν νά βάλουν σέ μιά τάξη τήν δική  τους ζωή, νά καταλάβουν καί νά ζοῦν τήν κοινοτική ἐμπειρία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, νά λεπτύνουν συνεχῶς τόν χαρακτῆρα τους γιά ἀγάπη, θυσία, καλωσύνη καί βίωση τῆς ἀγάπης πρός ὅλους. Ὁ Γκαφένκου, ὁ Ἰανωλίδε καί ἄλλοι δύο πού ἔμεναν στό ἴδιο κρατητήριο, προσπαθοῦσαν νά τό  βλέπουν καί νά τό ζοῦν σάν ἕναν ναό τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πιό γνώστης τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων καί τῆς ἁγίας Γραφῆς ἦταν, χωρίς ἀμφιβολία, ὁ Γκαφένκου.
Τό ξεκίνημα ἦταν καλό καί σχετικά εὔκολο. Ἡ ἰδέα τῆς ἀγάπης, τῆς θυσίας ἑνός γιά τούς ἄλλους ἐφαρμοζόταν, ἀλλά μετά ἀπό καιρό οἱ διαφορετικές εὐαισθησίες τους ἔγιναν μιά ἀφορμή θλίψεων στό στενό κρατητήριο τῶν δύο ἐπί δύο μέτρων, ἔστω κι ἄν δέν ἐκδηλωνόταν μέ λόγους ἤ μέ χειρονομίες. Ὁ καθένας στεκόταν μπροστά στούς  ἄλλους σάν ἕνα βαρέλι μέ πυρίτιδα, ἕτοιμο νά ἐκραγεῖ ξαφνικά.
    Αὐτή ἡ νευρική ἐκρηκτικότητα ἦταν κοινή, παρόλο πού στήν ἀρχή, προσπαθοῦσαν νά τήν ἀψηφοῦν, μέ τήν ἐλπίδα  ὅτι ὁ χρόνος, ἡ προσευχή καί ἡ συνήθεια μέ  τούς ἄλλους θα τακτοποιοῦσαν τά προσωπικά τους προβλήματα, ἀλλά καί τά γενικώτερα. Ὁ Βαλέριος Γκαφένκου τούς προσκάλεσε ὅλους γιά μιά εἰλικρινῆ καί μέ φόβο Θεοῦ συζήτηση, γιά ν΄ἀνακαλύψουν ποιά λάθη καί ποιες ἀδυναμίες προκάλεσαν ἐκείνη τήν κρίσιμη κατάσταση, ἕτοιμη νά τούς ὁδηγήση σέ διάλυσι. Μελετώντας τίς δηλώσεις τοῦ καθενός, προσπαθοῦσαν νά ἐξακριβώσουν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ πονηρός λογισμός μπαίνει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ποιά εἶναι τά στάδια τά ὁποῖα  περνοῦν στήν καρδιά ἀπό τἡ στιγμή πού ὁ πονηρός λογισμός γίνεται ἀποδεκτός.
    Εἶναι γεγονός ὅτι αὐτή ἡ πνευματική ἐμβάθυνσι ἀκολουθοῦσέ μιά πορεία ἡ ὁποία, οὔτε οἱ ἴδιοι δέν ἤξεραν, πού θά ὁδηγήσει, ἀλλά τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῆς πίστεως καί τοῦ αγώνα τους, τούς ὡδηγοῦσε, χωρίς νά τό  ξέρουν, σέ μιά πορεία πολύ γνωστή  στούς μοναχούς τῆς ερήμου.
    Ἰδού οἱ ἀποκαλυφθεῖσες βαθμίδες ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σ΄ αὐτούς τούς ὀλιγογράμματούς νέους, οἱ ὁποῖοι φλογερά ζητοῦσαν τόν Θεό: Κατ᾿ ἀρχήν, αὐτοί διαπιστώνουν  ὅτι ὁ ἄνθρωπος προσβάλλεται διαρκῶς ἀπό τά πονηρά πνεύματα, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ἱκανότητα νά τά δεχθεῖ ἤ νά τά ἀπωθεῖ ἀπό τήν ἀρχή ἤ ἀργότερα. Αὐτά τά πονηρά πνεύματα πολεμοῦν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἀγρυπνεῖ μπορεῖ νά γνωρίζει τά στάδια τῶν ἐπιθέσεων καί μπορεῖ νά πολεμήσει ἐναντίον αὐτῶν.
Ἡ μάχη εἶναι πολύπλοκη καί διαρκής, ἀλλά ὄχι ἀδύνατη. Ἄν κανείς δέν εἶναι ἀποφασισμένος νά σταματήσει τόν πονηρό λογισμό ἀπό τήν αρχή, αὐτός μπαίνει στό νοῦ του καί τόν παραπλανᾶ ὅτι δέν εἶναι καί τόσο κακός. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀποδεχθῆ κι αὐτό τό στάδιο, ὁ λογισμός γίνεται ἐπιθυμία, κυριεύει τόν νοῦ, τήν φαντασία καί τίς αἰσθήσεις. Μέχρις ἐδῶ εἶναι ὁ ἀόρατος πόλεμος.
    Ἡ πνευματική ἀντοχή  τοῦ ἀγωνιστοῦ Χριστιανοῦ μειώνεται συνεχῶς καί προσβάλλεται ἀπό νοερές ἤ αἰσθησιακές παραστάσεις καί, ἐάν ἡ ἐγρήγορση ἔχει δώσει τήν θέσι της στήν ραθυμία ἤ στήν ἀδυναμία, τότε ἡ ἡδονή παρουσιάζεται πιό συστηματικά καί γίνεται ἐπιθυμία, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ὁρατά μέσω ὡρισμένων πράξεων καί λέξεων, κλιμακώνοντας τόν ἀόρατο πόλεμο καί στό αἰσθητό ἐπίπεδο.
Πολύ γρήγορα ἡ ἐπιθυμία γίνεται σχέδιο καί εἶναι ἕτοιμο γιά ἐφαρμογή. Ἡ μάχη εἶναι εὔκολη στό στάδιο τοῦ λογισμοῦ καί γίνεται ὅλο καί πιό δύσκολη καί μέ λιγότερες πιθανότητες νίκης στά ὑπόλοιπα στάδια. Τό σχέδιο ἐπιτελέσεσης τοῦ κακοῦ ἀσκεῖ πλέον μεγάλη ἐξουσία ἐπάνω στόν ἀγωνιστή Χριστιανό καί ἡ βούληση τῆς ἀντοχῆς λιγοστεύει. Μιά τέτοια πνευματική ἀνασκόπησι δέν θά ἦταν δυνατή, ἄν αὐτοί οἱ νέοι δέν εἶχαν τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖον εὑρισκόταν δίπλα τους σ΄ ὅλη τήν διάρκεια  τῆς ζωῆς τους στήν φυλακή.
    Ὁ ἀναγνώστης αὐτοῦ τοῦ βιβλίου δέν θά τό τελειώσει χωρίς νά νοιώσει συγκλονισμένος καί θά στραφεῖ σταθερά πρός τήν πίστη, διότι ἡ ζωή τοῦ Βαλερίου Γκαφένκου καί τῶν ἄλλων συναγωνιστῶν του εἶναι ἕνα ἠθικό πρότυπο καί μιά σκάλα πού ἀνεβαίνει πρός τά οὐράνια, μιά σταθερή πρόσκληση γιά νά ἐξέρχεται ἔστω καί προσωρινά, ἀπό τόν βάλτο αὐτῆς τῆς ζωῆς καί νά ἀνεβαίνει στόν ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, στήν Ἄνω Ἀνατολή, πού εἶναι ὁ Χριστός.
Σ᾿ αὐτό τό βιβλίο βρίσκουμε ἀνθρώπους πού πέθαναν ἀπό βάσανα, ἀπό ἀνθυγιεινότητα, ἀπό πείνα, ἀκόμη καί διά αὐτοκτονίας. Ἀλλά μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς ἀπέθαναν ἀγγελικά. Ὅποιος ζητεῖ γιά τόν ἑαυτό του μιά στιγμή ἠρεμίας ἄς σταματήσει στό θάνατο τοῦ Βαλερίου Γκαφένκου, πού περιγράφεται μέ ἁπλᾶ λόγια ἀπό τόν Ἰωάννη Ἰανωλίδε, γεγονός τό ὁποῖο κάνει αὐτά τά λόγια πιό βαθειά καί πιό ἀνοιχτά στήν  αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ:
    „Ὁ Βαλέριος ἦταν ὅλο καί πιό καταβεβλημένος. Ὁ τράχηλός του δέν μποροῦσε πιά νά κρατήσει τό κεφάλι του, ὁπότε καί τό στήριζα ἐγώ μέ τό χέρι μου. Ζοῦσα τότε μέ τήν αἴσθηση ὅτι ἀποκαλύπτονται ὅλα τά μυστήρια τῆς Δημιουργίας,  ὅτι οἱ πατοῦσες τῶν ποδιῶν εἶχαν κάτω ἀπ᾿ αὐτές ἕνα εἶδος πανιοῦ τό ὁποῖο μέ βαστοῦσε, ἐνῶ ἡ ψυχή μου εἶχε τό συναίσθημα πληρότητας. ἤμουν τόσο εὐτυχής ἐκείνες τίς ὧρες ὥστε δέν θά τίς ξεχάσω ποτέ.
Καί στήν αἰωνιότητα δέν ἐπιθυμῶ μιά κατάσταση πιό ὑψηλή ἀπ΄ ἐκείνη, διότι τότε ἤμουνα πλήρης, ὑπερβολικά εὐτυχής. Πιστεύω  ὅτι ὁ Χριστός ἦταν παρών στόν Βαλέριο. Μόνο ἔτσι μπορῶ νά ἐξηγήσω τήν χαρισματιή  του κατάσταση, καθώς καί τήν ἔκπληξί μου καί τῶν φίλων πού ἦταν παρόντες σ΄ ἐκεῖνο τό περιστατικό. Ὁ Βαλέριος μοῦ εἶπε: «Πρῶτα, στρέφεται ἡ καρδιά καί ἡ ψυχή μου πρός τόν Κύριο καί τόν προσκυνᾶ.
 Εὐχαριστῶ διότι ἔφτασα ἐδῶ. Πάω σ΄ Αὐτόν. Εἶμαι εὐτυχής ὅτι πεθαίνω γιά τόν Χριστό. Τοῦ ὀφείλω τήν σημερινή χάρη. Τό πᾶν εἶναι ἕνα θαῦμα. Φεύγω, ἀλλά ἐσεῖς ἔχετε ἕναν βαρύ σταυρό καί μιά ἁγία ἀποστολή. Ὅσο θά μπορέσω, ἀπό ἐκεῖ πού θά εἶμαι, θά προσεύχομαι γιά ἐσᾶς καί θά εἶμαι μαζί σας. Κρατεῖστε ἀπαράλλαχτη  τήν ἀλήθεια, ἀλλά ν΄ ἀποφεύγετε  τόν φανατισμό».
    Ἦταν μετά τίς δώδεκα. Ἔξω χιόνιζε μέ μεγάλες, βελοῦδινες νιφάδες, οἱ ὁποῖες ἔπαιζαν στόν ἀέρα. Ὁ Βαλέριος ζοῦσε καί ἔσβηνε ταὐτόχρονα. «Ἰωάννη, μοῦ εἶπε:  Νά μεταφέρετε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί μακρύτερα, διότι ἐδῶ ὁ Θεός ἐνήργησε καί δοξάσθηκε».  Ἠμπόρεσε κατόπιν νά προσθέσει μιά λέξι: «Τετέλεσται». Σήκωσε τά γαλανά του μάτια πρός τόν οὐρανό καί εἶδα ὅτι ἀποκαλύπτονται σ᾿ αὐτόν ἐξαίσια καί καταπληκτικά θαύματα.
Τά πάντα εἶχαν πληρωθεῖ ἀπό ἕνα ἄϋλο καί ἀπόκοσμο φῶς. Ζούσαμε μιά οὐράνια πραγματικότητα, τῆς ὁποίας ἡ θεωρία σκορποῦσε σ᾿ ὅλους μας μιά μακαριότητα. Κλαίγαμε με λυγμούς. Ξεψύχησε στίς 1 ἡ ὥρα τῆς 18 Φεβρουαρίου 1952. Οἱ καμπάνες τῆς Σκήτης χτυποῦσαν νά ἀναγγείλλουν τό γεγονός. Τά δάκρυα μου σταμάτησαν ἀμέσως».
    Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἀνεγνώρισε σάν μάρτυρες ὅλους τούς θανατωμένους στίς φυλακές, ἔστω κι ἄν ἔκαναν μιά πολιτική μάχη, διότι ὅλοι πολέμησαν ἐναντίον τῆς σατανικῆς κομμουνιστικῆς αὐτοκρατορίας. Στήν Ρουμανία, δυστυχῶς, οἱ ἅγιοι αὐτοί νεομάρτυρες δέν ἔχουν ἀναγνωρισθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά πολιτικούς λόγους καί ἀπό πνευματική λιποψυχία. Δέν ἔχει ἀκούσει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρουμανίας γιά τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ, πού μετεποίησε τούς ἀλιεῖς σέ Ἀποστόλους καί τούς εἰδωλολάτρες σέ Μάρτυρες τῆς πίστεως; Δέν ἔχει ἀκούσει ὅτι ἡ μετάνοια καί ἡ ἐσωτερική κάθαρσις εἶναι ἡ πιό σίγουρη ὁδός γιά τήν εἴσοδο στόν παράδεισο; Δέν ἔχει ἀκούσει ὅτι ἡ καλοζωΐα τῶν ἱεραρχῶν εἶναι ἐχθρός τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν Ὁποῖον θυσιάζονται οἱ ἅγιοι τῶν φυλακῶν στό πιό φρικαλέο σφαγεῖο: ἐκεῖνο τῆς πνευματικῆς δολοφονίας;
    Ὁ Βαλέριος Γκαφένκου εἶχε μέχρι τόν θάνατό του τήν ζωντανή καί ἁγία συνείδηση ὅτι αὐτός πεθαίνει γιά τόν Χριστό. Ὄχι μόνο εἶχε τήν συνείδηση τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου, ἀλλά ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε καί τήν πλήρη γνώση τῆς πορείας του πρός τόν Ἰησοῦ, τήν στιγμἤ  του θανάτου του.

π. Γεώργιος Καλτσίου-Ντουμιτρεάσα

Ἐπεξηγήσεις γιά τήν ρουμανική ἔκδοσι

Μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τῶν Ρουμάνωνν ὁμολογητῶν ἀξιωθήκαμε νά ἐκδόσουμέ τό χειρόγραφο τοῦ Ἰωάννη Ἰανωλίδε. Κατά τό διάστημα τῶν τριῶν χρόνων (1981-1984), ὁ Ἰωάννης Ἰανωλίδε, ἦταν κυνηγημένος, κατατρεγμένος καί ἐκφοβισμένος συνεχῶς μέ τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου ἀπό τήν Κρατική Ἀσφάλεια (κομμουνιστική Ἀστυνομία). Βρῆκε χρόνο καί ἔγραψε ἑκατοντάδες σελίδες, γεμάτες μέ μικρά καί δύσκολα ἀποκρυπτογραφημένα γράμματα. Τό κείμενο δέν εἶναι συστηματοποιημένο, δέν ἔχει ἐδάφια, οὔτε τίτλους. Σ΄ ἕνα χαρτάκι ὁ συγγραφεύς ἔχει σημειώσει: „Ἔγραψα βιαστικά, κλεφτά, μόνος καί χωρίς διορθώσεις.  Παρακαλῶ νά γίνουν οἱ διορθώσεις. Δέν εἶχα ἔγγραφα, οὔτε φίλους τούς ὁποίους νά συμβουλευτῶ, οὔτε τουλάχιστόν ἠμπόρεσα νά ξαναδιαβάσω τά γραπτά μου, διότι κάθε σελίδα πού ἔγραφα τήν ἔκρυβα ἀμέσως σέ ἀσφαλές μέρος.
Ἔγραψα καί μερικά ὡραία καί ἐνδιαφέροντα πράγματα, ἀλλά τά κατέστρεψα σέ στιγμές ψυχικοῦ μου κλονισμοῦ. Ἔγραψα ὅλα αὐτά χωρίς κάποια πηγή, ἔχοντας μοναδική πηγή τήν καρδιά μου ἀπό τήν ὁποία ἔβγαλα ὅ,τι εἶναι γραμμένο ἐδῶ. Τά ἔγραψα σάν μιά μαρτυρία, σάν μιά διαθήκη. Τά ἔγραψα μέ τήν ἐλπίδα ὅτι αὐτές οἱ γραμμές θά διατηρηθοῦν καί μετά ἀπό μένα.”
Ὅ,τι ἦταν δυνατόν νά περιέχει ἡ μεγάλη καί καθαρή  του ψυχή, δηλαδή ἀνθρώπους, συναισθήματα, πνευματικές ἀναβάσεις καί καταβάσεις, ἀνθρώπινους καί ἀγγελικούς θανάτους, ὅλα εἶναι γραμμένα μέ εὐαισθησία σέ χαρτί, ἀλλά καί μέ τήν συνείδηση τῆς μεγάλης ἀπολογίας του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῶν χιλιάδων νεκρῶν ἀπό τίς φυλακές τῶν πόλεων Ἀϊούντ, Πιτέστι, Γκέρλα ἤ ἀπό τό Κανάλι τοῦ Δούναβη.
 Τά χειρόγραφα ὅπως ἦταν ἔτσι γραμμένα ἔπρεπε νά κρυφτοῦν ἀπό τόν θυμό τῆς Κομμουνιστικῆς Ἀστυνομίας. Στήν συνέχεια, ὁ Ἰωάννης Ἰανωλίδε, μετά τήν ἀποφυλάκισή του, προσλήφθηκε σάν ἐργάτης σ᾿ἕνα βιοτεχνικό συνεταιρισμό ἀντικειμένων χειροτεχνιῶν. Εἶχε κατασκευάσει τρεῖς λάμπες δωματίου μέ λυχνοστάτη, πού ἦταν ἕνα παραλληλεπίπεδο ξύλινο κουτί στολισμένο μέ πλαστικά διακοσμητικά. Σ΄ αὐτά τά ξύλινα κουτιά ἔβαλε ἄλλα μικρότερα ντενεκεδένια κουτάκια, μέσα στά ὁποῖα ἦταν κρυμμένα τά χειρόγραφα μέχρι τόν θάνατο του (5 Φεβρουαρίου 1986).  Ὕστερα, ὅπως ὁ ἴδιος τό ἐπιθυμοῦσεε, τά κουτιά αὐτά τά ἐμπιστεύθηκε στήν σύζυγο του σ΄ ἕναν στενό φίλο του, πρώην πολιτικό φυλακισμένο στήν πόλι Τίργου-Ὄκνα.
Ἕνα μέρος τῶν χειρογράφων, ὅπου εὑρισκόταν καί τό παρόν, στάλθηκε στήν Δύση, μέ τήν φροντίδα ἐκείνων πού εἶχαν γνωρίσει τόν Ἰωάννη Ἰανωλίδε, νά ἐκδοθοῦν ἐκεῖ.
Τελικά, μετά τόν Δεκέμβριο 1989, τό χειρόγραφο ἐπαναμεταφέρθηκε στήν Ρουμανία ἀπό τήν Ελβετία, μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ πατρός Κωνσταντίνου Βοϊτσέσκου, καί δόθηκε σ΄ ἕναν μοναχό, ὁ ὁποῖος, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τό ἔδωσε σέ μᾶς. Καί μεγάλη ἦταν ἡ χαρά μας ὅταν βρήκαμε, σ΄ ἕνα φύλλο τοῦ χειρογράφου, τήν ἑξῆς σημείωση: „Οἱ μοναχοί θα εἶναι οἱ πιό κατάλληλοι νά ἀποφαίνονται γι᾿ αὐτό τό χειρόγραφο.”
Μονή Ντιακονέστι,

1η Σεπτεμβρίου 2006


Αὐτόοβιογραφική ὁμολογία

Εἶμαι 64 ἐτῶν. Ἀπό τό 1919 ἕως τό 1941 ἤμουν σέ ἀγῶνες μέ τόν ἀστικό κόσμο, ὁ ὁποῖος εἶχει καταφρονήσει τήν χριστιανική ζωή. Ἀπό τό 1941 ἕως τό 1964 ἤμουνα φυλακισμένος, ταλαιπωρημένος καί ἐμπαιγμένος ἀπό τήν κομμουνιστική δικτατορία. Ἀπό τό 1964 ἕως καί σήμερα εἶμαι φυλακισμένος στόν ἑαυτό μου, ἐπειδή ὁ κόσμος μέ ἔχει ἐξοστρακίσει, μέ ἔχει ἐξευτελίσει καί μέ  ἔχει περιφρονήσει. Ὄχι ἐγώ, ἀλλά ὁ Χριστός μισεῖται καί διώκεται μέσῳ τοῦ ὀνόματός μου.
Ἔμεινα περίπου πέντε χρόνια σέ ἀπόλυτη ἀπομόνωση, μόνος μου στό κρατητήριο, πεινασμένος καί γυμνός. Ἔμεινα πάνω ἀπό 15 χρόνια σέ συνηθισμένα δωμάτια, μερικά πολύ μικρά, ἄλλα μεγαλύτερα, ὅπου μέναμε ἡμέρα-νύχτα, ἀναγκασμένοι νά κάνουμε ὅλες τίς ανάγκες μας ἐντός τοῦ δωματίου.
Κάποτε εἴμασταν στοιβαγμένοι ἕως καί ὀκτώ ἄτομα σ΄ ἕνα κρατητήριο δύο τετραγωνικῶν μέτρων, ὥστε κοιμόμασταν  δύο, τρεῖς ἤ τέσσερις μαζί σ΄ ἕνα κρεβάτι καί  λόγῳ τοῦ ψύχους ἐκάναμε ἐντριβές συνεχῶς ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Ἡ ἀθλιότητα, ἡ ἀγριότητα τῶν φρουρῶν, ἡ πεῖνα, τό κρύο καί οἱ ἀρρώστιες μᾶς ἐφαίνοντο εὔκολα μπροστά στήν ἀμοιβαία τρομοκρατία πού ὑπῆρχε ἀνάμεσα σέ διαφορετικούς, ἀπελπισμένους καί πολύ βασανισμένους  ἀνθρώπους.
Ἤμουνα πεινασμένος πάνω ἀπό εἴκοσι χρόνια, μέ προβλήματα δυστροφίας, λόγῳ ἀσιτίας. Ἔνοιωθα τό σῶμα μου παγωμένο  σέ ὅλα τά χρόνια τῆς φυλάκισής μου. Ραβδίστηκα, βασανίστηκα, τρομοκρατήθηκα γιά πολλά χρόνια μέχρι νά καταστραφεῖ ἡ φυσική καί ψυχική μου ἀντοχή. Ἐγνώρισα φοβερές ἐμπειρίες, πού ξεπέρασαν τά ὅρια τῆς ὑπομονῆς μου.
Γιά πολλά χρόνια μέ ἀπειλοῦσαν μέ θάνατο. Μέ ἀναζητοῦσαν συνεχῶς. Πάρα πολύ καιρό –περίπου 15 χρόνια – τρομοκρατήθηκα για «ν᾿ ἀναμορφωθῶ». Ἀρνήθηκα, φοβούμενος ὄχι τόν θάνατο, ἀλλά τήν πτώση. Μόνο ὁ Θεός μέ προστάτεψε ἀπ᾿ αὐτήν, διότι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού ν΄ αντέξει ὅλα αὐτά τά βάσανα.
Στήν φυλακή ἄκουσα καθηγητές, ἐπιστήμονες, λογοτέχνες καί ἔμαθα περισσότερα ἀπό τό Πανεπιστήμιο. Ξενύχτισα μέ ἀνθρώπους πού τό πρωΐ ὡδηγοῦντο στόν θάνατο. Μερικοί ἦταν ἀπελπισμένοι, ἄλλοι ψυχικά ἐπαναστάτημένοι καί ἄλλοι  εἰρηνικοί. Περιποιήθηκα, τόν ἀντιστράτηγο, πρόεδρο τοῦ στρατιωτικοῦ δικαστηρίου, πού μέ εἶχε καταδικάσει. Ἀφοῦ ἐξυπηρέτησε τούς  ἄρχοντες, κατόπιν πετάχθηκε στήν φυλακή. Καί δόθηκε σέ μένα ἡ φροντίδα νά τοῦ κλείσω τά μάτια.
Στό τέλος αὐτῆς τῆς δεινῆς ἐμπειρίας μόνο ὁ Χριστός παραμένει ζωντανός, ὁλόκληρος καί αἰώνιος μέσα μου. Ἡ χαρά μου εἶναι τέλεια: Ὁ Χριστός. Προσφέρθηκα σ΄ Αὐτόν καί Αὐτός μ᾿ ἔκανε ἄνθρωπο. Δέν μπορῶ νά κατανοήσω τήν ἀγάπη καί πανσοφία του, ἀλλά Αὐτός εἶναι τό πᾶν γιά ὅλη τήν κτίσι. Δοξάζω τον Θεάνθρωπο Χριστό!
Ἰωάννης Ἰανωλίδε, Βουκουρέστι, 1984


Ὁ λόγος τοῦ συγγραφέα πρός τόν ἀναγνώστη

Ἀγαπητέ μου Φίλε,

Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐλπίζω αὐτά τά ἔγγραφα νά ἐκδοθοῦν καί νά φτάσουν σ΄  ἐσένα, γιά νά ξέρει ὁ σημερινός κόσμος καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ αὔριο τί συνέβη ἐδῶ, τώρα. Εἶναι καί ἐπιθυμία τοῦ Βαλερίου. Αὐτή δέν εἶναι μιά πραγματεία, ἀλλά ἕνα τραγούδι τοῦ κύκνου. Ὁ λόγος μας εἶναι: Τό πᾶν  ἐν Χριστῶ!
Εἶναι σημαντικό νά ξέρεις ὅτι, στίς συνθῆκες πού γράφω αὐτές τίς σειρές, δέν ἔχω τήν ἀπαραίτητη ἡσυχία, σημειώνω βιαστικά, χωρίς νά ξαναδιαβάζω, καί συνεπῶς παραμένει ἐμφανῶς ὁ χαρακτῆρας τοῦ σχεδίου καί ὁ  ἀναγνώστης ὁ ὁποῖος δέν ξέρει τί σημαίνει τρομοκρατία στήν ὁποία ἐμεῖς ζοῦμε, δέν θά καταλάβει γιατί ὑπάρχουν λάθη, γιατί λείπουν τά ἔγγραφα, γιατί δέν ἔγινε μιά συστηματική μελέτη, γιατί δέν γνωρίζουμε τήν παγκόσμια λογοτεχνία σ΄ αὐτό το θέμα, γιατί ... γιατί ... γιατί!
Ὁμολογῶ ὅτι εἶναι μιά πράξη μεγάλης ἀλλοφροσύνης πού κάνω αὐτήν τήν ἀποκάλυψη, ὄχι διότι κινδυνεύω νά φυλακισθῶ ἤ νά σκοτωθῶ, ἀλλά γιατί μέ φοβίζει ὁ ἠθικός ἀκρωτηριασμός στόν ὁποῖο θά ὑποβληθῶ.
Πέρασαν 16 χρόνια πού ἀπελευθερωθήκαμε, κλαίοντες, ἀναστενάζοντες, ἀγέλαστοι ἀπό τίς φυλακές τῆς πόλεως Ἀϊουντ καί ἐνθυμούμαστε ὅταν εἴμασταν φυλακισμένοι ἀπό τό ἀθεϊστικό κράτος. Ἔχουμε κάτι νά φᾶμε, εἴμαστε καλά ντυμένοι, ἔχουμε μοντέρνα διαμερίσματα,  μποροῦμε νά φροντίσουμε γιά τήν ὑγεία μας στά νοσοκομεῖα, ἔχουμε στήν διάθεση μας πολλά βιβλία καί περιοδικά, ἀλλά δέν ἔχουμε ἐλευθερία, δέν ἔχουμε ψυχική ἀγαλλίαση, δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἐκφραζόμεθα καί νά ὁμολογοῦμε δημόσια. Δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἤμαστε αὐτοί πού ἤμαστε, νά ἐκφράζουμέ τόν ἀληθινό ἑαυτό μας. Ἔχουν δημιουργηθεῖ ἀντικειμενικές προϋποθέσεις γιά νά πεθάνουμε σάν ἄγνωστοι. Πάντα ἀτιμαζόμαστε, κακολογούμαστε καί δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά προφυλαχθοῦμε, νά ποῦμε τήν ἀλήθεια.
Οἱ φυλακές καί τά μπουντρούμια ἦταν ἐργαστήρια τῆς «“ἀναμόρφωσης” τῶν ἐχθρῶν του καθεστώτος», μέχρις ὅτου θεωρηθήκαμε ἀκίνδυνοι γιά τίς Ἀρχές. Οἱ πιέσεις πού ἔχουν ἐπιβληθεῖ  ἐναντίον μας ἦταν πρωτοφανεῖς καί θηριώδες, ὥστε λίγοι μπόρεσαν ν΄ἀντέξουν. Ὡστόσο ὑπῆρξαν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι πίστεψαν μέχρι τό τέλος τῶν βασάνων καί παρέμειναν καθαροί. Σ΄ αὐτούς τούς ἀνθρώπους ζοῦσε στήν καρδιά τους ὁ Χριστός, μιλοῦσε ὁ Χριστός.  Καί ὁ  Χριστός μιλάει στόν εἰκοστό αἰῶνα καί δι΄ αὐτῶν.
Τώρα, πού οἱ ἄνθρωποι ὑποδουλώθηκαν, τώρα πού ὅλες οἱ δυνάμεις ἐπικεντρώνονται σ΄ ἕνα χέρι, ὅταν κάθε ἄτομο παρακολουθεῖται γιά ὅ᾿τι κάνει καί σκέφτεται, ὁ μεγάλος ἀνταγωνιστής τοῦ καθεστῶτος παραμένει ἡ πίστη, διότι οἱ δυνατοί ἄθεοι δέν ἔχουν σιγουριά ἐάν δέν ἐνθρονισμένοι οἱ ἴδιοι σάν θεοί στή σκέψη ὅλων τῶν ὑποτακτικῶν τους. Ἡ κρεμάλα περιμαζεύεται ὄχι γύρω τοῦ τραχήλου, ἀλλά γύρω ἀπό τήν ψυχή καί δέν ὑπάρχει διέξοδος, οὔτε ἐναλλαγή. Όποιάδήποτε ἐλευθερία καί πρωτοβουλία καταπλακώνεται ἀπό τά σπάργανά της.
Διαλυόμαστε, ἀποβαλλόμαστε ἀπό τόν ἑαυτό μας, πεθαίνουμε ψυχικά. Τά παλληκάρια πού μεγαλώνουν τώρα ἔχουν τήν συνείδηση ὅτι εἶναι ρουμᾶνοι, ἀλλά δέν ἔχουν πιά ρουμανική ψυχή. Πεθαίνει ἡ χριστιανική ψυχή  τοῦ ἔθνους μας. Χρειαζόμαστε νά ξαναβροῦμε τίς ψυχές μας, νά διευθύνουμε καί πάλιν τίς ἀξίες μας, νά ἐμπιστευόμεθα  στούς ἀνθρώπους καί στόν Θεό.
Ἡ “ἀναμόρφωση” ἀπό τίς φυλακές τῆς πόλεως Πιτέστι εἶναι ἕνα σύμβολο τοῦ κομμουνιστικοῦ κόσμου. Ἡ δυτική δημοκρατία ἀνοίγει τίς πόρτες τῆς μαρξιστικῆς δημοκρατίας, διότι ἐκεῖ οἱ μαρξιστές ἔχουν ὅλα τά δικαιώματα,  ἐνῶ ἐδῶ ἔχουν δικαιώματα μόνο οι μαρξιστές. Ἐπιδιώκεται τό ὑπέρτατο διεθνές σοβιέτ, παντοδύναμο σέ πέντε ἠπείρους. «Θά ἐξαφανιστοῦν οἱ Χῶρες, διότι θά ὑπάρχει μόνο μιά παγκόσμια μοναδική τάξη. Θά ἐξαφανιστοῦν τά κράτη, τά ὁποῖα θά τά ἀναλάβει τό Κόμμα. Θά ἐξαφανιστοῦν τά στρατεύματα, διότι ἡ κεντρική ἐξουσία θά ἔχει μιά δύναμη χωρίς ἀντίδρασι. Θα ἐξαφανιστεῖ ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία θά ἀντικατασταθεῖ μέ τήν μαρξιστική ἐπιστήμη. Οἱ συνειδήσεις θά ἐξουσιασθοῦν ἀπό τήν κεντρική ἐξουσία. Ἡ σκέψη, ἡ δημιουργία θά εἶναι ἀκριβῶς μαρξιστικές. Δέν θά ὑπάρχει ἐπιστήμη ἐκτός μαρξισμοῦ. Θά γίνεται προγραμματισμός ὁ κάθε ἄνθρωπος πόσες ἀνάγκες ἔχει καί πόση ἱκανότητα γιά δουλειά διαθέτει. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἐλέγχονται πολύ αὐστηρά. Θά ὑπάρχει μόνο μιά ἰδέα, μιά ἐξουσία, ἕνας λαός. Αὐτό δέν εἶναι ἕνα παραμύθι, οὔτε ἕνα φόβητρο καί οὔτε κἄν μιά οὐτοπία, ἀλλά εἶναι ἕνα πραγματοποιήσιμο σχέδιο, πιθανό, σχεδόν σίγουρο, ἐάν νικήσει ὁ Μαρξισμός.
Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι σέ κρίση ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ καταναλωτισμοῦ. Ἄν οἱ χριστιανοί δέν  μποροῦν νά γίνουν γνησιώτεροι χριστιανοί, ἐάν οἱ ἄθεοι δέν ἀνοίγονται πρός τήν πίστι, ἐάν οἱ Ἑβραῖοι δέν μετανοήσουν, τότε αὐτός ὁ κόσμος θά τελειώσει καταστροφικά. Δέν ὑπάρχει ἀπολύτρωση παρά μόνο στόν Χριστό, ἐάν καταννοεῖται σωστά καί βιοῦται είλικρινά. Τό σκοτάδι ἔφτασε σέ μεγάλο βαθμό. Πρέπει νά γίνει μιά τελευταία προσπάθεια λύτρωσης ἀπό τήν καταστροφή.
Σᾶς παρακαλοῦμε νά καταλάβετε ὅτι δέν ὑπερβάλλουμε καθόλου, οὔτε προβάλλουμε ἕνα τερατούργημα τῆς ἐμπειρίας μας, οὔτε καταγράφουμε  συνολικά τίς ἐκτιμήσεις μας ἐπάνω σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Ποθοῦμε νά εἴμαστε διάφανοι στίς κρίσεις μας  καί ἀναζητούμε μόνο τήν ἀλήθεια, προσπαθώντας  νά ζοῦμε καί νά γράφουμε στό πνεῦμα τῆς ἀληθείας, χωρίς μῖσος ἤ μεροληψία, ἀλλά δριμεῖς καί εἰλικρινεῖς μπροστά στήν ἴδια τήν πραγματικότητα.
Λόγῳ τῆς ἐμπειρίας μας, ἐμεῖς δέν ἔχουμε παραμορφωθεῖ πνευματικά, ἀλλά ἐλάβαμε μιά δυνατότητα νά διαισθανόμαστε τά πνεύματα, τίς ἰδέες, τά ἐπίκαιρα προβλήματα, τίς δυνάμεις πού ἐνεργοῦν στόν κόσμο – ἄν καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα εἶναι παραλυμένοι πνευματικά  καί αὐτή ἀκριβῶς ἡ δυνατότητα τούς λείπει.
Ἐπίσης, ὁμολογοῦμε ὅτι δέν μᾶς προκαλεῖται  καμμιά ἀλαζονεία οὔτε κάποια τάση ἐξουσίας, διότι πεθάναμε ἀναρίθμητες φορές γιά τήν ἁμαρτία καί τό ἐγώ, ἀναγεννηθέντες καί γενόμενοι πιό τέλειοι  ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Λοιπόν, ὁ Χριστός ὁμολογεί μέσα ἀπό ἐμᾶς.
Ἐκτός τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχουμε  κανένα στήριγμα. Φτάσαμε μέ μεγάλο κόπο σ᾿ Αὐτόν. Αὐτός μᾶς ἔχει βγάλει ἀπό τόν κόσμο, μαζί μ΄ Αὐτόν γυρίζουμε πρός τόν κόσμο, πρός τήν ζωή, πρός τήν αἰωνιότητα καί ἐμεῖς θέλουμε νά δώσουμε  στούς ἀνθρώπους τήν προοπτική τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας, σάν τήν μοναδική  τους ἀπολύτρωση.
Εἶμαι ἕνας ἀδύνατος ἄνθρωπος, ἄρρωστος, ἐξουθενωμένος, ἐξαντλημένος, κατεστραμμένος, ἀλλά πιστεύω στήν νίκη τοῦ Ἀμνοῦ. Θέλω νά κάνω τό καθῆκον μου μέχρι τήν ἔσχατη ἀναπνοή μου. Προσεύχομαι νά πεθάνω χριστιανικά.
Ἐπαναλαμβάνω, ὅλο αὐτό εἶναι μιά ὁμολογία. Τήν ἀφιερώνω  στούς ἀνθρώπους. Εἶναι ἕνας ἔσχατος τρόπος ἀγάπης καί διακονίας. Ἀμήν.
Ἰωάννης Ιανωλίδε


Ἐπιμέλεια κειμένου   Αναβάσεις
________________________________________________

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου