Σελίδες

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Κυριακή Δ Νηστειῶν. Ἀρχιμανδρίτου Μάρκου Μανώλη

Κυριακή Δ Νηστειῶν (Μάρκ. 9, 17-31)

Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη

Τὸ θαῦμα, περὶ τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος εἰς τὴν περικοπὴν τῆς Δ' Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, τοποθετεῖται ἀμέσως μετὰ τὴν κάθοδον τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοῦ ὄρους Θαβώρ, ὅπου μετεμορφώθη ἐνώπιον τῶν τριῶν μαθητῶν του.
Μὲ ἀπαστράπτον ἀκόμη τὸ πρόσωπον κατέρχεται ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸν ὄχλον, ὁ ὁποῖος ἐκθαμβεῖται βλέπων αὐτόν. Ἡ σκηνὴ μᾶς φέρει εἰς τὸν νοῦν μίαν ἀντίστοιχον ἐκ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κατ᾽ αὐτὴν ὁ Μωυσῆς κατέρχεται ἐκ τοῦ Σινᾶ μὲ «δεδοξασμένην τὴν ὄψιν τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦ» (Ἔξ. 34, 38).
Ὁ πατὴρ τοῦ δαιμονιζομένου παιδίου φαίνεται ὅτι ἦτο πολὺ ἀσθενὴς εἰς τὴν πίστιν. Αὐτὸ τὸ φανερώνει ἡ Ἁγ. Γραφὴ διὰ πολλῶν. Ὅταν εἶπε ὁ Χριστὸς «τῷ πιστεύοντι πάντα δυνατὰ» (Μᾶρκ. Θ´ 23). Ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ εἶπε ὁ πατήρ «Βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ». (Αὐτ. 22) καὶ πάλιν «Εἰ δύνασαι».
Καὶ ἐὰν ἡ ἀπιστία του ἔγινε αἰτία νὰ μὴ βγῆ ὁ δαίμων, διατὶ κατηγορεῖ τοὺς μαθητάς; Μὲ αὐτὸ ἤθελε νὰ διδάξη ὁ Κύριος ὅτι καὶ χωρὶς τὴν πίστιν τῶν ἰδικῶν του, εἶναι δυνατὸν νὰ θεραπεύσουν τὸν ἀσθενῆ. Ὅπως ἔφθανε πολλάκις ἡ πίστις τοῦ προσάγοντος, διὰ νὰ θεραπευθῆ ὁ ἀσθενής.
Καὶ τὰ δύο μαρτυροῦνται εἰς τὴν Ἁγ. Γραφήν, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Εἶναι φανερὸν ὅτι ἐδῶ οἱ μαθηταὶ ἠσθένησαν ἀλλὰ ὄχι ὅλοι. Οἱ στῦλοι (Πέτρος - Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης) δὲν παρευρίσκοντο.

 * * * 

«Προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου καὶ οὐκ ἴσχυσαν αὐτὸν θεραπεῦσαι». Κατηγορεῖ ὁ πατὴρ τοὺς μαθητάς τοῦ Κυρίου. Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ἀπαλλάσσει τοὺς μαθητάς τῆς κατηγορίας καὶ ρίπτει τὴν μεγαλυτέραν εὐθύνην εἰς ἐκεῖνον. «ὦ γενεὰ ἄπιστος, λέγει, καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν».
Δὲν τὸν ἐλέγχει κατὰ πρόσωπον, ἀλλὰ γενικῶς ὅλους τούς Ἰουδαίους. Δὲν σταματᾶ ὅμως μέχρις ἐδῶ. Ἀλλὰ τί λέγει. «Φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε». Καὶ ἐρωτᾶ πόσον χρόνον εἶναι ἀσθενής, ἀπολογούμενος ὑπὲρ τῶν μαθητῶν του καὶ ἐκεῖνον βοηθῶν νὰ πιστεύση ὅτι θὰ γίνη καλὰ τὸ παιδί του.
Καὶ «ἀφίησιν αὐτὸν σπαράττεσθαι» ὄχι πρὸς ἐπίδειξιν, ἀλλὰ διὰ τὸν πατέρα. Ὅταν δὲ ἐκεῖνος εἶπε «ἐκ παιδὸς» (Μᾶρκ. θ' 21) καὶ ὅτι «εἰ δύνασαι, βοήθει μοι» λέγει διορθώνοντας αὐτὸν «τῷ πιστεύοντι πάντα δυνατὰ» καὶ «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι».
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἀπήλλαξε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Οἱ μαθηταὶ «τότε προσελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾽ ἰδίαν. Ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;» Φαίνεται ὅτι οἱ μαθηταὶ κατελήφθησαν ἀπὸ ἀγωνίαν καὶ ἐφοβήθησαν μήπως ἔχασαν τὴν χάριν κατὰ τῶν δαιμόνων.
Διότι εἶχον λάβει τὴν ἐξουσίαν κατὰ δαιμόνων ἀκαθάρτων. Καὶ ὁ Κύριος τούς εἶπε «τοῦτο τὸ γένος (= τῶν δαιμόνων) ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσ ευχῇ καὶ νηστείᾳ».
Ἀλλὰ ἐάν, διὰ νὰ βγῆ ὁ δαίμων, χρειάζεται πίστις, διατὶ καὶ τὴν νηστείαν ζητεῖ ὁ Κύριος; Διότι, λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, μαζὶ μὲ τὴν πίστιν καὶ ἡ νηστεία, δὲν δίδει ὀλίγην δύναμιν εἰς τὸν πιστόν. «Καὶ γὰρ φιλοσοφίαν πολλὴν ἐντίθησιν, καὶ ἄγγελον ἐξ ἀνθρώπου κατασκευάζει καὶ ταῖς ἀσωμάτοις δυνάμεσι πυκτεύει».
Καὶ πάλιν ὄχι μόνον ἡ νηστεία. Ἀλλὰ χρειάζεται καὶ προσευχή. Καὶ μάλιστα πρώτη ἡ προσευχή. Ἂς δοῦμε τώρα μαζὶ μὲ τὸν Ἱ. Χρυσόστομον πόσα ἀγαθὰ γίνονται ἀπὸ τὴν νηστείαν καὶ τὴν προσευχήν. Ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται καθὼς πρέπει καὶ νηστεύει, δὲν χρειάζεται πολλά.
Αὐτὸς ποὺ δὲν χρειάζεται πολλά, δὲν θὰ γίνη φιλοχρήματος. Ὁ μὴ φιλοχρήματος, εἶναι πρόθυμος καὶ διὰ ἐλεημοσύνην. Ὁ νηστεύων εἶναι ἀνάλαφρος καὶ φτερωτὸς καὶ προσεύχεται, μετὰ νήψεως, καὶ τὰς κακάς ἐπιθυμίας σβήνει καὶ ἐξιλεώνει τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχήν, ποὺ ὑπερηφανεύεται, ταπεινώνει. Διά τοῦτο καὶ οἱ Ἀπόστολοι, καὶ οἱ Πατέρες καὶ οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ὅσιοι καὶ οἱ δίκαιοι καὶ πάντες οἱ ἅγιοι πάντοτε σχεδὸν ἐνήστευαν.
Ὁ προσευχόμενος μὲ νηστείαν, ἔχει διπλάς φτερούγας καὶ εἶναι ἐλαφρότερος καὶ αὐτῶν τῶν ἀνέμων. Δὲν χασμουριέται, δὲν τεντώνεται, δὲν ἀποκοιμιέται προσευχόμενος (πρᾶγμα ποὺ παθαίνουν πολλοί), ἀλλὰ εἶναι ὁρμητικώτερος τῆς φωτιᾶς καὶ ἀνώτερος τῆς γῆς, ἕνας οὐράνιος ἄνθρωπος καὶ ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος.
 Διά τοῦτο αὐτὸς κατ᾽ ἐξοχὴν εἶναι ἐχθρὸς τῶν δαιμόνων. «Οὐδὲν ἀνθρώπου, γνησίως εὐχομένου δυνατώτερον» λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Διότι ἐὰν ἡ γυνὴ τὸν ὠμὸν ἄρχοντα, ποὺ οὔτε Θεὸν ἐφοβεῖτο οὔτε ἄνθρωπον ἐντρέπετο, κατώρθωσε νὰ τὸν λυγίση, πολὺ περισσότερον δύναται νὰ ἐπιτύχη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁ συνεχῶς προσευχόμενος καὶ κρατεῖ τῆς κοιλίας του καὶ ἐκδιώκει τὴν τρυφήν. Ἀντιθέτως, ἡ τροφὴ καὶ ἡ μέθη εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ μήτηρ ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν κακῶν.
«Χοίρους ἐξ ἀνθρώπων ποιεῖ, καὶ χοίρων χείρους.» (Χοῖρος, βόρβορος, τρυφηλαὶ μίξεις, ἀθέσμου καὶ παρανόμου ἔρωτος). Ὁ τοιοῦτος οὐδὲν δαιμονιῶντος διαφέρει». Ἀλλὰ τὴν Κυριακὴν ἑορτάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ ἕνα μεγάλον ὅσιον καὶ ἀσκητήν, ποὺ ἐτήρησε πι στῶς αὐτοὺς τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, τὸν ἐν ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν Ἰωάννην συγγραφέα τῆς Κλίμακος.
Ὅπως δὲ ἀναφέρει ἐν συντομίᾳ τὸ Τριώδιον ὁ ὅσιος Ἰωάννης ἐγεννήθη εἰς τὴν Παλαιστίνην περὶ τό 523, εἰς ἡλικίαν δὲ 16 ἐτῶν, ἐπειδὴ ἦτο φρόνιμος καὶ πολὺ φιλόθεος, παρέδωκε τὴν ζωὴν του εἰς τὸν Θεόν, καὶ ἔγινε εἰς αὐτὸν θυσία ἱερωτάτη, ἀφοῦ ἀνῆλθε ὡς ἀναχωρητὴς εἰς τὸ Ὄρος Σινᾶ.
Κατόπιν μετὰ 19 χρόνους, ἔρχεται εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ἡσυχίας. Διέμεινε ἐκεῖ 40 χρόνια, θερμαινόμενος εἰς τὴν καρδίαν ἀπὸ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπην. Ἔτρωγε ἀπὸ ὅλα ὅσα εἶναι ἐπιτρεπτὰ εἰς τὴν μοναχικὴν ζωήν, ἀλλὰ πάντοτε ὀλίγον, ἐκοιμᾶτο ὀλίγον καὶ προσηύχετο ἀκαταπαύστως, μὲ δάκρυα πάντοτε εἰς τοὺς ὀφθαλμούς.
Μὲ αὐτάς τὰς ἀρετάς ἔζησε θεαρέστως καὶ συνέγραψε τοὺς λόγους περὶ ἀρετῆς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ καθεὶς περιλαμβάνει μίαν ἀρετὴν καὶ προχωρῶν ἀπὸ τὰς πρακτικάς εἰς τὰς θεωρητικάς, ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπον, ὡς διὰ βαθμίδων τινων, εἰς οὐράνιον ὕψος. Ἐκοιμήθη τῷ 603, ἐτῶν ὀγδοήκοντα. Ἡ μνήμη αὐτοῦ τελεῖται τὴν 30 Μαρτίου. Ἑορτάζεται δὲ καὶ τὴν προσεχῆ Κυριακή, ἴσως διότι ἀπ᾽ ἀρχῆς τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς ἄρχεται συνήθως ἀναγινωσκομένη ἡ Κλῖμαξ τῶν λόγων αὐτοῦ.
Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος μᾶς δίδουν, φρονοῦμεν, τὴν εὐκαιρίαν νὰ ποῦμε δύο λόγια καὶ γιὰ τὸν Ὀρθόδοξον Μοναχισμόν.
Θὰ ἀκολουθήσωμεν ἕνα βοήθημα ἑνὸς εὐσεβοῦς συγχρόνου θεολόγου. Ὁ κληρικὸς αὐτὸς κατάγεται ἀπ᾽ ἐκεῖ ὅπου ἔγινε ὁ πρόσφατος μεγάλος σεισμός, ἀπὸ τὴν Ρουμανίαν, καὶ ἀγαπᾶ πολὺ τὴν ταπεινὴν προσπάθειαν τῆς Ἑνώσεώς μας.
Γνωρίζει τὰ Ἑλληνικά, μελετᾶ τοὺς Ἁγίους Πατέρας, ἔχει ζήσει εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔχει μεταφράσει τὴν Φιλοκαλίαν εἰς τὰ Ρουμανικά. Ὅταν ἦλθε πρὸ 5 ἐτῶν εἰς τὴν Ἀθήνα εἶπε εἰς μίαν διάλεξίν του πρὸς μοναχοὺς καὶ φιλομονάχους μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἕνας φιλόσοφος κάποιας χώρας ἔγραψε στὸν γιό του, ποὺ ἔγινε μοναχός.
«Γιατί, παιδί μου, ἐμίσησες τὸν κόσμο μὲ τὴν γλυκύτητά του κι ἐδιάλεξες μία ζωὴ θλίψεως;» Ὁ φιλόσοφος εἶχε δίκιο. Ἀλλὰ μόνον ὡς πρὸς τὴν ἐπιφάνεια. Ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ ξεγελασθῆ ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ παροδικὴ μόνο χαρὰ καὶ γλυκύτητα, ποὺ προσφέρει ὁ κόσμος.
Δὲν διέκρινε ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν φαινομενικὴ γλυκύτητα καὶ χαρὰ ἔρχεται ἡ δουλεία, ἡ θλῖψις, τὸ κενὸ καὶ ἡ ἔλλειψις νοήματος. Δὲν τοῦ ἦτο γνωστὸ ὅτι ὀφείλομε νὰ σταυρώσωμε αὐτὲς τὶς ἐπιφανειακὲς καὶ παροδικὲς χαρὲς καὶ γλυκύτητες, γιὰ νὰ βροῦμε μία πιὸ βαθειὰ χαρά. Τὴν χαρὰ τῆς συναντήσεως καὶ τῆς διαρκοῦς συνυπάρξεως μετὰ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας.
Αὐτὴ ἡ συνάντησις δίδει στὸν κόσμο μία βαθύτερη ὀμορφιά, μία ἀληθινὴ αἴσθησι, ποὺ προξενεῖ στὸν μοναχὸ μία ἁγνὴ καὶ δυνατὴ χαρά. Ἡ χαρὰ αὐτῆς τῆς συναντήσεως καὶ τῆς κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ ἔχει γιὰ τὸν μοναχό, καὶ ἀκριβέστερα γιὰ τὴν μοναχή, τὸν χαρακτῆρα τῆς χαρᾶς μιᾶς νύμφης. Ἀλλὰ εἶναι πολὺ πιὸ βαθειὰ καὶ πολὺ πιὸ ἁγνὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς κοσμικῆς νύμφης. Καὶ γιὰ μία εὐτυχισμένη νύμφη τὸ πᾶν λάμπει ἀπὸ ὀμορφιά.

 * * * 

Γι᾽ αὐτὸ ὁ μοναχὸς δὲν μισεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸν βλέπει μέσα σὲ μία προοπτικὴ μεταμορφωμένης ὀμορφιᾶς μέσα στὴν αἰωνιότητα. Καὶ δι᾽ αὐτῆς δίδει στὸν κόσμο μίαν ἀξίαν ἄφθαρτη καὶ ἀπείρως βαθειὰ καὶ ἔτσι τὸν ἀποκαλύπει στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὁ κόσμος εἶναι θλιβερὸς καὶ ἀκάθαρτος γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν γνωρίζει παρὰ τὴν γήϊνη μορφὴ τῆς ζωῆς. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι θλιμμένοι, κυρίως σήμερα, ἔστω κι ἂν ζητοῦν νὰ διασκεδάζουν τὸν περισσότερον καιρὸ σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο χαμηλό.
Εἶναι σὰν τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ γελοῦν γιὰ ἐπιφανειακὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα κι ἔπειτα διερωτῶνται: γιατί γελάσαμε; Γιατί πέσαμε τόσο χαμηλὰ γελῶντας γιὰ τὸ τίποτε; Γελάσαμε σὰν τοὺς τρελλοὺς χωρὶς αἰτία ἢ γιὰ νὰ λησμονήσωμε τὰ ἀγκάθια τῶν φροντίδων ποὺ ὑπάρχουν, γιὰ νὰ λησμονήσωμε τὴν πραγματικότητα. …
Ὅταν γνωρίζω ὅτι, ἐργαζόμενος γιὰ νὰ κάνω τὸ καλό, ἀπαρνούμενος δι᾽ ἑνὸς σταυροῦ τὶς ἐγωϊστικὲς καὶ παροδικὲς εὐχαριστήσεις μου, θὰ συναντήσω τὸ καλὸ αὐτὸ στὴν αἰωνιότητα, εἶμαι χαρούμενος. Καὶ ὁ μοναχὸς βεβαιώνει ὅτι πρέπει νά κάνη μέσα στὸν κόσμο τὸ καλὸ γιὰ τὴν αἰώνια ἀξία, ποὺ ἔχει καὶ δι᾽ αὐτοῦ δίδει τὴ ζωὴ μέσα στὸν κόσμο.
Καὶ δίνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὸν ἐρεθισμὸ νὰ περάσουν τὸ κενό, τὴν ἔλλειψι νοήματος ἑνὸς ἐπιφανειακοῦ κόσμου, βοηθώντας τους νὰ δώσουν στὸν κόσμο αὐτὸν μιὰ ἀληθινὴ ἀξία. Ἀλλὰ γιὰ αὐτὸ πρέπει νὰ σταυρώσωμε τὸν κόσμο καὶ τὸν ἑαυτό μας. «Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κερδίση τὴν ψυχὴ του πρέπει νὰ τὴν θυσιάση γιὰ μένα καὶ τὸ Εὐαγγέλιό μου» εἶπε ὁ Κύριός μας.
Ὁ μοναχὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πραγματοποιεῖ τοῦτο. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἅπαξ βρῆκε ἕνα θησαυρὸ κρυμμένο σὲ κάποιο χωράφι, πωλεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά του, γιὰ νὰ ἀγοράση τὸ χωράφι μὲ τὸν θησαυρό. Αὐτὸς ὁ θησαυρός, ἀνεκτίμητα πολύτιμος εἶναι ὁ Θεός, καὶ τὸ χωράφι εἶναι ἡ μοναχικὴ ζωή, ποὺ ἐπιφανειακὰ δὲν δίδει τὴν ἐντύ- πωσι ὅτι ἔχει μία μεγάλη ἀξία, ἀλλὰ ἡ ὁποία κρύβει τὸν αἰώνιο θησαυρό.
Ἰδοὺ ὁ σταυρὸς καὶ ἰδοὺ ἡ χαρά, ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Καλύτερα μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι ἡ χαρὰ εἶναι κρυμμένη μέσα στὸ Σταυρό. Στὴν ἐπιφάνεια εἶναι ἕνας Σταυρὸς καὶ στὸ βάθος μία μεγάλη χαρά.

* * * 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος χαρακτηρίζει τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν, ποὺ εἶναι ταπεινὴ καὶ χωρὶς καμιὰ ἐξωτερικὴ αἴγλη ταυτόχρονα σκυθρωπὴ καὶ λάμπουσα. Σκυθρωπὴ στὴν ἐπιφάνεια, λάμπουσα στὸ βάθος. Σκυθρωπὴ στὸ νὰ μὴ χαίρεται, νὰ μὴ ἀπολαμβάνη τὶς παροδικὲς κι ἐπιφανειακὲς χαρές. Λάμπουσα, γιατί γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχει καὶ τότε τὴ χαρά, ὅταν δὲν πέφτη χαμηλά, ἀλλὰ ζῆ στὰ ὕψη κοντὰ στὸ Θεό.
Εἶναι κάτι σπουδαῖο αὐτὴ ἡ χαρὰ μέσα στὴν ἀπάρνησι τῶν ἐπιφανειακῶν ἀπολαύσεων, γιατί πολὺ δύσκολα ἀρνούμεθα αὐτὲς τὶς εὐχαριστήσεις. Αὐτὴ ἡ ἀπάρνησι συνοδεύεται πάντοτε ἀπὸ μία χαρὰ πολὺ πιὸ μεγάλη.
Ἕνας μοναχὸς ἔδωσε ἀμέσως τὸ ὡραῖο ἔνδυμα, ποὺ τοῦ ἐχάρισαν, σ᾽ ἕνα φτωχὸ ποὺ συνάντησε μετὰ ἀπὸ ὀλίγο. Τὸν ρώτησαν: Ποῦ εἶναι, ἀδελφέ, τὸ ἔνδυμα πού σοῦ ἔδωσαν; Ὤ! εἶναι πλέον εἰς τὸν Παράδεισον καὶ μὲ περιμένει, ἀπάντησε.
Ἰδοὺ ὁ ἐξωτερικὸς σταυρὸς καὶ ἡ ἐσωτερικὴ χαρά. Ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ παράδειγμα βλέπομε ὅτι ὁ μοναχὸς δὲν μισεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἀγαπᾶ ἐν Θεῷ. Καὶ γι᾽ αὐτὸ τοὺς δίνει μεγαλύτερη ἀξία. Ἔτσι οἱ μοναχοὶ βλέπουν τὰ πράγματα ἐν Θεῷ καὶ ἀποκαλύπτουν τὶς βαθύτερες αἰτίες τῆς ὑπάρξεώς τους.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος εἶπε: Στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου πρέπει νὰ βλέπωμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ «Πάντας τοὺς πιστοὺς ὡς ἕνα βλέπειν ὀφείλομεν καὶ ἐφ᾽ ἑνὶ ἑκάστῳ αὐτῶν εἶναι λογίζεσθαι τὸν Χριστόν· καὶ οὕτω τῇ πρὸς αὐτὸν ἀγάπῃ διάκεισθαι, ὡς ἑτοίμους εἶναι ὑπὲρ αὐτοῦ τιθέναι τὰς ἰδίας ψυχάς».
Κάνοντας αὐτὸ ταπεινώνομαι ἐνώπιόν του. Ἔτσι δὲν θὰ ταπεινώσω τὸν ἄλλον. Δὲν θὰ ζητήσω τὴ χαμηλὴ καὶ κατώτερη εὐχαρίστησι, ποὺ τὸν ταπεινώνει. Δὲν θὰ φερθῶ μὲ ἐγωϊσμὸ καὶ μὲ ὑπερηφάνεια ἐνώπιόν του καὶ δὲν θὰ τὸν κάμω ἀντικείμενον ἱκανοποιήσεως τῶν διεστραμμένων καὶ τῶν ἐγωϊστικῶν μου προθέσεων καὶ ἐπιθυμιῶν.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπον θὰ κερδίσω καὶ ἐκεῖνον γιὰ τὸν Χριστόν. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ μοναχοὶ ἐπιστρέφουν στὸν Θεὸν ὅλα τὰ πράγματα καὶ τὰ πρόσωπα ἐξωραϊσμένα. Ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ μοναχοῦ ἔχουν μεταστραφῆ ἀπὸ τὴν κατεύθυνση τοῦ ἐγωιστικοῦ συμφέροντος πρὸς τὴν κατεύθυνσι τῆς ἐργασίας διὰ τὴν κοινωνίαν καὶ κατὰ συνέπειαν διὰ τὸν Θεόν. Ἢ μᾶλλον διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

 * * * 

Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θεωροῦμεν τὸν κόσμον σὰν ἕνα μεγάλο δῶρον τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τὸ δῶρον προσφέρεται ἀπὸ κάποιον γιὰ νὰ κερδίση τὴν ἀγάπην, γιὰ νὰ πραγματοποιήση ἕνα διάλογο ἀγάπης, μεταξὺ αὐτοῦ καὶ ἐκείνου στὸν ὁποῖον τὸ προσφέρει.
Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος προσκολλᾶται ἐξ ὁλοκλήρου στὸ δῶρον καὶ ξεχνᾶ τὸν δωρητήν, τότε δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγάπην του καὶ ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης μεταξύ τους δὲν πραγματοποιεῖται. Ὀφείλομε νὰ λησμονήσωμε καὶ νὰ ὑπερπηδήσωμε μὲ κάθε τρόπον τὸ δῶρον, γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὸν Θεόν, τὸν Δωρητήν.
Ὀφείλομε νὰ μεταχειριζώμεθα, τὰ δῶρα σὰν νὰ μὴ ὑπῆρχαν, γιὰ νὰ συναντήσωμε τὸν Δωρητήν. Ὁ Σταυρὸς εἶναι τοποθετημένος στὸ δῶρον, γιὰ νὰ βλέπωμε τὸν δωρητήν. Ὁ Σταυρὸς κάνει τὸν κόσμον καὶ μᾶς τοὺς ἴδιους διαφανεῖς, γιὰ νὰ βλέπωμε τὸν Θεόν.
Διά τοῦ Σταυροῦ οἱ μοναχοὶ ἔρχονται σὲ ἄμεση ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεόν, ὅπως οἱ ἄγγελοι. Εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη χαρὰ νὰ ἐπικοινωνήσης μετὰ τοῦ Θεοῦ ὡς προσώπου, παρὰ μὲ ὅλα τὰ πράγματα. Χαίρομαι γιὰ τὸ δῶρο, πού μοῦ προσφέρει ἕνας φίλος.
Ἀλλὰ ὅταν ἔλθη ὁ φίλος λησμονῶ τὸ δῶρον. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀπείρως περισσότερον ἀνεκτίμητος ἀπὸ τὰ δῶρα. Μέσα στὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν ἔρχεται ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος, γιατί ἐκεῖνοι ξεχνοῦν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ δοῦν ἐν συνεχείᾳ τὸν Θεόν. (Ἰώβ κλπ).

* * * 

Ἡ σταύρωσις τῆς κλίσεως πρὸς τὶς ἀπολαύσεις εἶναι ἐπίσης ἕνα μέσον, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ ἄλλοι σταυροί, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀπελπισία. Οἱ σταυροὶ ἐκείνων, ποὺ χάνοντας τὸν κόσμο χωρὶς τὴν θέλησί τους πιστεύουν ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον τίποτε παρὰ μόνον τὸ μηδέν.
Ἕνας πατέρας τῆς ἐκκλησίας λέγει: Γνωρίζω τρεῖς σταυρούς: Ἕνα σταυρὸ πού σώζει. Εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα σταυρὸ διὰ τοῦ ὁποίου σώζεται ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ καλοῦ ληστοῦ, τοῦ ἐκ δεξιῶν τοῦ Χριστοῦ σταυρωθέντος.
Γνωρίζω κι ἕνα τρίτο σταυρό, ποὺ σὲ κάνει νὰ χάνεσαι γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ ἐξ ἀριστερῶν τοῦ Χριστοῦ σταυρωθέντος ληστοῦ. Οἱ τύποι αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, τῶν δύο ληστῶν, ἀντι προσωπεύουν ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα.
 Ἡ ζωὴ τῆς προσευχῆς τῶν μοναχῶν δείχνει ὅτι εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Θεόν. Ἡ λησμοσύνη τοῦ κόσμου δὲν σημαίνει ἀδιαφορίαν γιὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Οἱ μοναχοί, ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ αὐστηροὶ ἐρημῖται, προσεύχονται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς παρηγοροῦν περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους.


  Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1971, 12 Απριλίου 2013

http://anavaseis.blogspot.gr/2013/04/blog-post_2266.html 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου