Σελίδες

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Παραμονή Ἀναλήψεως. Ὁ ἄγρυπνος. (Διήγημα). Νώντα Σκοπετέα


Παραμονή Αναλήψεως. Ο άγρυπνος

Νώντα Σκοπετέα



 Στις γειτονιές της Παραλίας λίγο μετά τον μεγάλο πόλεμο και τις ανήλιαγες μέρες του αδερφικού μίσους  , τα χώματα  άρχισαν ξανά να μοσχοβολάνε τους ανθούς των δέντρων και να τους μπερδεύουνε με την αλμύρα της θάλασσας , που κάποτε έφτανε ως τις ρίζες τους . Ο μπάρμπα Λύσαντρος , Παραλιώτης από τα γεννοφάσκια του δεν σταμάτησε ποτέ του να περιδιαβαίνει ολημερίς στους δρόμους  της όμορφης πόλης τους και να μεριμνά για όλες τις Εκκλησιές και τα απόμερα   ξωκκλήσια . Ακόμα και στον πόλεμο δεν άφησε αφώτιστη Εκκλησιά ούτε μια νύχτα .

Δεν απόχτησε φαμίλια δικιά του . Από παιδάκι μικρό ορφάνεψε από τους Άγιους  γονιούς του  , τότες πεθένανε απ το τίποτα οι ανθρώποι,  και έμενε μαζί με την αδερφή του και έπειτα με την δική της οικογένεια στο σπίτι  με το μεγάλο περιβόλι, με τις ελιές , τις  πορτοκαλιές,  τις λεμονιές και τις ροδιές , τα ζωντανά και όλου του Θεού τα καλά. Αγρότες και οι δυο τους τα καταφέρανε καλά με την γη που τους άφησαν πίσω οι γονήδες τους.  Τη σεβάστηκαν και εκείνη  τους σεβάστηκε χαρίζοντάς  τους  γενναία τον επιούσιο και την  μακαρία ελεημοσύνη που δεν την λησμόνησαν ποτές τους.     
Όλοι τον αγαπάγανε για την καλοσύνη του , την γαλήνια όψη του προσώπου του και την σιγανή του φωνή που δεν την ύψωσε ποτέ, ακόμα και όταν κάποιοι τον κοροϊδεύανε φωναχτά ένα απόγευμα στο καφενείο αλλοπαρμένο και αλλαφροΐσκιωτο . Ίσα- ίσα που αυτούς συνέχεια τους χαιρέτιζε με αγάπη απροσποίητη,  όποτε κι όπου κι αν τους έβλεπε, που κάποια στιγμή σταματήσανε και δεν τον ξαναπειράξανε. 
Αυτό που χαιρότανε πολύ να το ακούει ο  μπάρμπα Λύσαντρος  ήτανε όμως  ένα προσωνύμι που του είχανε ταιριάξει  τα ανήψια του , της αδερφής του τα παιδιά που τον αγαπάγανε σαν τον Πατέρα τους, που τον χάσανε τα καψερά  άδικα από χέρι αδερφικό στα τρισκατάρατα του εμφυλίου τα χρόνια. 
Τον φωνάζανε  Άγρυπνο , γιατί όσα χρόνια τον θυμόντουσαν δεν τον είχανε δει ποτέ του να κοιμάται . Στο κελάκι του, όπως το έλεγε, ένα δωμάτιο που έχτισε πίσω απο την Εκκλησία της Αναστάσεως, σε μια γωνιά στη βορεινή μεριά του κτήματος  ,  πάντα βλέπανε φως τη νύχτα . Ξέρανε πως όποτε και να πηγαίνανε εκεί θα τον βρίσκανε ξυπνητό να διαβάζει για τους Αγίους του και να καίει λιβάνι Αγιονορείτικο. 

Τα είχε καταφέρει  και ταξίδεψε από τον Πειραιά με το καράβι μια φορά και έμεινε για μέρες πολλές στο Άγιο Όρος στη Μονή του Γρηγορίου , που πήγαιναν πολύ οι Πελοποννήσιοι εκείνα τα χρόνια. Και από τότε που γύρισε, μια ήταν η λαχτάρα του και η ευχαρίστησή του  . Να βρίσκει παπάδες φιλακόλουθους , και να πηγαίνει σε αγρυπνίες όπου και να γίνονταν 
. Και γίνονταν πολλές τότε , μιας και ο κόσμος είχε αληθινό φόβο Θεού και ευλάβεια πονεμένη . 
Ακόμα και στην πιο μακρινή μεριά  της πόλης έφτανε από νωρίς το απόγευμα στα πόδια πάντα , για να βοηθήσει όπως μπορούσε στις ετοιμασίες . Να βάλει στους άρτους τα κεριά  , να ανάψει όλα τα καντήλια , να αφήσει λαδάκι , νάμα , πρόσφορο και όλα τα απαραίτητα για του Θεού τη λατρεία . Κι άμα έβρισκε και κανέναν Ιερέα γραμματιζούμενο και ψάλτη που ήξεραν από τυπικό Μοναστηριού  και μεγάλωναν τις Αγρυπνίες ως το ξημέρωμα , πως το ευχαριστιότανε …. 
Εκείνος όρθιος για όλες τις ώρες,  βοήθαγε όπως μπορούσε στο ψαλτήρι , είτε διαβάζοντας, είτε ψέλνοντας κανένα γνωστό  προσόμοιο του εσπερινού και του όρθρου. Και όλο με χαμηλωμένο το κεφάλι μπαινόβγαινε στο ιερό να διακονήσει τον Παπά …Πολλές φορές στο τελείωμα , αν με δική του παρότρυνση γινόταν η αγρύπνια κάποιου πιο «άγνωστου» Αγίου , θα έδινε και λίγα χρήματα στον Ιερέα να τα μοιραστεί με τον ψάλτη … -για την ψυχή των πεθαμένων μου … έλεγε και απομακρυνόταν βιαστικά ...



Και έπειτα πολύ του άρεσε  να επιστρέφει στο σπίτι περπατώντας αργά  , δίπλα απ τη   Θάλασσα και να οσφραίνεται του χαράματος τις μυρωδιές και να ακούει τους πρώτους ήχους του Θεού …Κι αυτός πάντα να έχει στα χείλη του έναν ύμνο γι Αυτόν που αγάπησε τόσο και Του αφιέρωσε τη ζωή του , ζώντας   σαν καλόγερος μες στον κόσμο  με τις μέριμνές του και  το μεγάλωμα των τριών ανεψιών του . Τί είναι αυτό που ψέλνεις συνέχεια Θείε Λύσαντρε  ; τον  ρώτησε ο Πότης ο μικρότερος μια μέρα που ήταν οι δυο τους στο κελάκι του . Και εκείνος βάλθηκε να του ψάλει όσο καλύτερα μπορούσε ένα κάθισμα από της Εβδομάδας τα  πρωινά του Πλαγίου του πρώτου στην Παρακλητική :   Πάντες αγρυπνήσωμεν, καί Χριστώ υπαντήσωμεν, μετά πλήθους ελέους και λαμπάδων φαεινών, όπως τού νυμφώνος ένδον αξιωθώμεν, ο γάρ τής θύρας έξω φθεγγόμενος, άπρακτα τώ Θεώ κέκραγεν, Ελέησόν με…. Έψαλλε μπρος στο εικονοστάσι  και έπειτα γύρισε στον μικρό :  
-Έχω πει στον Παπα- Δημήτρη , αυτό που άκουσες να το λέμε στην αρχή της Αγρυπνίας και αυτός να λιβανίζει …Το θυμάμαι απ το Άγιον Όρος …τι όμορφα που ήτανε τότε μάνα μου!!  Πάντες αγρυπνήσωμεν  ! -Είδες γιατί  σε λέμε Άγρυπνο Θείε ;  Και εκείνος γέλασε απ την ψυχή του και τον αγκάλιασε όλο στοργή …

Κυλήσανε ευλογημένα τα χρόνια... Αρχές καλοκαιριού ήτανε  κι  ο Μπάρμπα-Λύσαντρος στα πρώτα του γεράματα ετοιμαζότανε από βραδύς για την μεγάλη μέρα που ξημέρωνε στον κόσμο . Δεν τα χε καταφέρει να βρει καμιά αγρυπνία να γίνεται για της Αναλήψεως. Άλλωστε η  παλιά Εκκλησιά στην μεγάλη πλατεία πανηγύριζε με μεγαλοπρέπεια .  Ο Δεσπότης έκανε τον Εσπερινό και θα ήτανε και την επόμενη μέρα από  πρωί να ψάλει τις καταβασίες …Θείω καλυφθεὶς ο βραδύγλωσσος γνόφῳ….αλλά και την ενάτη της μεγάλης εορτής που τόσο συγκινούσε τον Μπαρμπα –Λύσαντρο  :  Ἄγγελοι, τὴν ἄνοδον τοῦ Δεσπότου, ὁρῶντες ἐξεπλήττοντο, πῶς μετὰ δόξης ἐπήρθη, ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὰ ἄνω….
Παραξενεύτηκε η αδερφή του μόλις τον άκουσε  έξω  τόσο αργά …

Βγήκε στην αυλή την μπροστινή και γλυκά του μίλησε όπως πάντα :
 -Για πού με το καλό τόσο αργά αδερφέ ; δεν έχει αγρυπνία πουθενά αποσπερού  …ρώτησα εγώ και έμαθα από τον κυρ- Θεοφάνη τον επίτροπο …
-Ναι δεν έχει αγρυπνία απόψε Παρασκευούλα μου , μα εγώ θα πάω στην Ανάληψη … - Από τώρα ; Άσε τουλάχιστον να ξημερώσει και πας…πέσε και λιγάκι να ξεκουραστείς …καλά σε λένε τα ανήψια σου Άγρυπνο  του είπε χαμογελώντας …
Πλησίασε στο κεφαλόσκαλο και με ψιθυριστή φωνή μίλησε στην αδερφή του :  -Η Μάνα μας  κάποτε , δεν στο χω πει ποτέ , μου χε διηγηθεί, σαν σε όνειρο το θυμάμαι, πως πολλοί άνθρωποι πιστοί, την νύχτα πριν ξημερώσει  της Αναλήψεως  καρτερούν ξάγρυπνοι … και ξέρεις δεν πρέπει να κλείσουν μάτι …γιατί μόνο έτσι …
- Πες μου γιατί σταμάτησες ; του είπε εκείνη συγκινημένη … Δεν τα κατάφερε κείνος να κρύψει τα δάκρυά του που κύλησαν απ τα μάτια του …γιατί μόνο έτσι Παρασκευούλα μου αν είναι και καθαροί  θα δουν το Χριστό να αναλήφεται στον ουρανό … Ένα φως που όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμο μας, ανεβαίνει στα ψηλά και έπειτα χάνεται ….
- Και εσύ το χεις δει ποτέ σου αδερφέ μου σαν την μανούλα μας  ; Εγώ ..εγώ δεν είμαι άξιος για τέτοια Θεία οράματα .. Αλλά που ξέρεις μπορεί φέτος να με λυπηθεί ο Θεός και να μου δώσει λιγάκι απ τα θαυμάσιά του, να βρω και εγώ λίγη πίστη και να ελπίσω στον Παράδεισο …… Δεν του πε τίποτα …τον κοίταξε κατάματα  σαν να τον έβλεπε  για πρώτη της  φορά και έπειτα έκανε κάτι που τον άφησε άναυδο …χωρίς εκείνος  να προλάβει να κάνει κίνηση, του  πήρε το χέρι και το φίλησε και άφησε και εκείνη δάκρυα να κυλήσουν απ τα δικά της τα μάτια…  -Να πας στην ευχή του Χριστού μας αδερφέ μου και εύχομαι απόψε να Τον δεις να αναλήφεται … ξανά!

Πήρε εκείνος ο μακάριος αργά- αργά τον δρόμο για την Ανάληψη …Χάθηκε μέσα στης νοσταλγίας το όνειρο που τον ακολουθούσε σε ολάκερή  του τη ζωή και προχωρώντας πλάι στη θάλασσα , σκεφτόταν την μανούλα  του τη μακαρίτισσα που έφυγε νέα, μα τόσα άγια λόγια πρόλαβε και του είπε να τον συντροφεύουνε παντοτινά, τον πατέρα του που δεν τον πρόλαβε να τον χαρεί, μα θυμότανε  πάντα το λεβέντικο παράστημά του και ότι έκανε ολοένα τον σταυρό του, την αδερφή του την πονεμένη που όλο  του αγαλλίαζε  το μέσα του …Θυμήθηκε τότε κι όλες τις φορές που είχε αξιωθεί  στ αληθινά και όχι σ όνειρο  να αντικρύσει  εκείνη την υπέροχη λάμψη  δίχως ποτέ του να ξεστομίσει τίποτα  σε κανέναν μη και χάσει τη χάρη … 
Και ξημέρωσε το πρώτο φως της μεγάλης της Γιορτής …και ο μπαρμπα –Λύσαντρος καθισμένος στο ασβεστωμένο  πεζούλι στην  αυλή της Αναλήψεως αισθανόταν την χαρά των πρώτων Μαθητών όταν γεμίσανε οι ψυχές τους με Πνεύμα Άγιο και ένοιωσε ξανά την βεβαιότητά τους  για τον Υιό του Θεού , τον λυτρωτή του κόσμου….
   Δόξα τῇ καταβάσει σου Σωτήρ, δόξα τῇ βασιλείᾳ σου, δόξα τῇ Ἀναλήψει σου, μόνε φιλάνθρωπε….
Χρόνια πολλά μπάρμπα Λύσαντρε …και του χρόνου άξιος !
Καλό και ολόφωτο Παράδεισο !
Νώντας Σκοπετέας
http://www.sotiriapsixis.blogspot.gr/

(απόσπασμα απο την εκπομπή του Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως με τίτλο : Στον Ουρανό της Αναλήψεως , στην αιώνια άνοιξη ...) 
Αφιερωμένο στην μνήμη των απλών και πτωχών τω πνεύματι απανταχού αγρυπνησάντων την παραμονή της μεγάλης Γιορτής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου