Σελίδες

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Δυσκολίες. Μέρος Δ'. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος

 Δυσκολίες. Μέρος Δ'
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα 

Τό 1912 ἔπεσε μιά μεγάλη ἐπιδημία ἱλαρᾶς. Μέχρι τότε ἤξερα πώς ἦταν παιδική ἀρρώστια. Στήν Καμτσάτκα ὅμως προσέβαλε καί τούς μεγάλους.
Κατά ἑκατοντάδες πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι σ’ ὅλη τή χερσόνησο.  Βοήθεια καμιά καί ἀπό πουθενά.  Μόνο ἕνας γιατρός βρισκόταν τότε στή Γιζίγ, ἀλλά κι αὐτός, πανικόβλητος ἀπό τό κακό πού γινόταν, κλείστηκε μέσα στό σπίτι του.  Φοβόταν μήπως προσβληθεῖ κι ὁ ἴδιος ἀπό τήν ἀρρώστια.
Τόν ζητοῦσαν ἀπό κάθε γωνία τοῦ τόπου γιά βοήθεια, ἐκεῖνος ὅμως δέν ξεμύτιζε.  Κάποτε ἔφταναν μέχρις ἐκεῖ οἱ ἄρρωστοι. Ὁ γιατρός τότε τούς ἔκανε τή χάρη νά ἐμφανίζεται πίσω ἀπό τά τζάμια τοῦ κλειστοῦ παραθύρου του καί μέ νεύματα νά τούς καλεῖ κοντά.
Μέ μορφασμούς καί χειρονομίες πάσχιζε νά τούς δίνει τίς ἰατρικές του συμβουλές.  Φυσικά οἱ δύστυχοι ἀσθενεῖς ποτέ δέν καταλάβαιναν τή βουβή, ἰδιόμορφη γλώσσα του. Ἔφευγαν τελικά ἀπογοητευμένοι, ἐνῶ ἐκεῖνος συνέχιζε νά κουνάει ἀπελπισμένος τά χέρια του πίσω ἀπό τά τζάμια.

Ὁλόκληρες οἰκογένειες ἤ καί χωριά ἀπεδεκάτισε τότε ἡ ἀχόρταγη ἐπιδημία. Νά μιά συνηθισμένη σχετική σκηνή: Ἀπό μία ἑπταμελή οἰκογένεια, πεθαίνει πρῶτος καί ἀβοήθητος ὁ πατέρας. Ἀκολουθοῦν διαδοχικά τά δύο μεγαλύτερα ἀγόρια.  Στό κρύο πάτωμα τῆς καλύβας, δίπλα στό πτῶμα τοῦ πατέρα, ψυχοραγεῖ ἡ μητέρα.  Πάνω στό ἡμίγυμνο σῶμα της σέρνεται, παγωμένο καί πεινασμένο, τό μικρό της βρέφος.
 Ἡ φωτιά ἔχει σβήσει πρό πολλοῦ, κι ὁ κρύος ἀέρας σφυρίζει ἀνατριχιαστικά καθώς εἰσορμᾶ ἀπό τ’ ἀνοίγματα μέσα στήν καλύβα. Ἡ μεγαλύτερη κόρη, πού βγῆκε ἔξω γιά νά βρεῖ μερικά ξύλα, καί ν’ ἀνάψει πάλι τή φωτιά, πέφτει νεκρή στό χιόνι.  Μετά ἀπό λίγο ἀφήνει κι ἡ μητέρα τήν τελευταία της πνοή, ἐνῶ τό βρέφος σιγοκλαίει πασχίζοντας μάταια νά βυζάξει λίγο γάλα ἀπ’ τό μαραμένο της στῆθος.  Δέν θ’ ἀργήσει κι ἐκεῖνο νά σωπάσει γιά πάντα, κολλημένο στό μητρικό κορμί.
Ἔτσι ξεκληρίστηκε μιά οἰκογένεια. Σώθηκε μόνο ἡ μικρότερη κόρη, πού τήν πρόλαβαν καί τήν περιέθαλψαν οἱ γείτονες. ἀπό κείνη ἄκουσα μέ σφιγμένη τήν καρδιά τόν τραγικό θάνατο τῶν δικῶν της.
Μέ παρόμοιο τρόπο πέθαναν πολλοί. Ὅποιος νεκρός ἦταν βαπτισμένος χριστιανός, τόν ἔγραφαν σ’ ἕνα κατάλογο γιά νά τοῦ κάνουν τά μνημόσυνα. Ὅποιος ἦταν εἰδωλολάτρης, τόν ἔκαιγαν καί σκόρπιζαν τή στάχτη του στήν ἐρημική τούντρα.
Δέν ἦταν ὅμως μόνο ἡ ἱλαρά πού ταλαιπώρησε τούς ἰθαγενεῖς.  Στά χρόνια τῆς παραμονῆς μου στήν Καμτσάτκα βρέθηκα ἀντιμέτωπος μέ πολλῶν εἰδῶν ἀσθένειες, ἀπό τίς ὁποῖες πάντως ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μέ θαυμαστό τρόπο μέ προφύλαξε.  Βρέθηκα πολλές φορές στό ἐπίκεντρο θανατηφόρων ἐπιδημιῶν.  Κι ὅμως οὐδέποτε μέ χτύπησε ἀρρώστια, παρ’ ὅλο πού δέν ἔπαιρνα ἰδιαίτερα προφυλακτικά μέτρα.
Τό 1916 –εἶχα ἤδη χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος- ξεκίνησα γιά μιά πολύμηνη περιοδεία στά βάθη τῆς καμτσατκικῆς χερσονήσου. Ἔφτασα στό χωριό Γονέλσκ. Ἤξερα, ἀπό παλαιότερες ἐπισκέψεις μου, πώς  ἦταν ἕνα ζωντανό, πολυάνθρωπο χωριό. Γι’ αὐτό παραξενεύθηκα, ὅταν, πλησιάζοντας πρός τά κεῖ, τά σκυλιά τῶν ἑλκήθρων μου δέν γαύγισαν ὅλα μαζί χαρούμενα, ὅπως ἔκαναν πάντα μόλις ὀσφραίνονταν ἀνθρώπους. Μόνο δύο-τρία οὔρλιαξαν συνθηματικά στά σκυλιά τοῦ χωριοῦ. Δέν πῆραν ὅμως καμιά ἀπάντηση.  Νεκρική σιγή. Οὔτε ἄθρωποι οὔτε ζῶα φαίνονταν πουθενά.  Μπήκαμε στό χωρίο. Ὅλες οἱ καλύβες ἦταν κλειστές καί τά παράθυρα καρφωμένα. Περνώντας ἀπό τό κοιμητήριο, παρατήρησα πολυάριθμους καινούργιους σταυρούς.
Συνάντησα ἐπιτέλους ἕναν ἄνθρωπο. Ἦταν ὁ γεωργικός ἐπίτροπος.
-Τί συμβαίνει ἐδῶ πέρα; τόν ρώτησα.
-Μᾶς χτύπησε ἡ μαύρη εὐλογιά.  Σχεδόν ὅλοι νεκροί.  Κανείς δέν θ’ ἀπομείνει. Ἐννιά εἴμαστε ὅλοι κι ὅλοι οἱ ζωντανοί. Ἀλλά μόνο ἐγώ στέκομαι ἀκόμα στά πόδια μου. Οἱ ἄλλοι εἶναι κάτω...
Ἔφριξα μέ τή θεομηνία.
Μπήκαμε σέ μιά καλύβα.  Στό πάτωμα, πάνω στό σανό, ἦταν ξαπλωμένα ὀκτώ ἄτομα. Ὅλοι ψυχοραγοῦσαν.  Συνταρακτικό τό θέαμα.  Καί τό πιό φοβερό: Σέ μιά γωνιά, πάνω σ’ ἕνα δεμάτι σανό, μιά τραγική λεχώνα βασανιζόταν ἀπό τίς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ καί τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ἐνῶ δίπλα της ἀργοπέθαινε ἡ μαμή, πού εἶχε τρέξει νά τῆς συμπαρασταθεῖ στίς δύσκολες στιγμές.
Τά σώματα τῶν ἀρρώστων ἦταν καλυμμένα μέ μαῦρες πυώδεις πληγές.  Παρά τήν κατάστασή τους, τά πρόσωπά τους φωτίστηκαν ὅταν μέ εἶδαν.
-Δεσπότη μας! Δεσπότη μας!  φώναξαν χαρούμενα. Ἐπιτέλους, σέ ἀντικρύζουμε!  Μᾶς λυπήθηκε ὁ Θεός.  Σέ παρακαλοῦμε, κοινώνησέ μας γιά νά πεθάνουμε εἰρηνικά.
Ἐξομολογήθηκαν, συγχωρέθηκαν μεταξύ τους, κι ὕστερα κοινώνησαν μέ πηγαία χαρά καί γαλήνη. Ἦταν ἕνα ἀπερίγραπτο, θαυμαστό καί συνάμα φοβερό θέαμα, νά βλέπεις ἐκεῖνα τά ἀπαίσια μαῦρα πρόσωπα τῶν ἑτοιμοθάνατων λουσμένα στό φῶς τῆς χαρᾶς τοῦ Κυρίου.  Κατασυγκινημένος ἄφησα ἐκεῖνο τό σπίτι τοῦ θανάτου, ἀφοῦ διάβασα ἀπό τό εὐχολόγιο μερικές εὐχές γιά τήν εἰρηνική ἀναχώρηση τῶν ψυχῶν τῶν ἀρρώστων. Ἔπειτα πῆγα στό κοιμητήριο καί διάβασα τή νεκρώσιμη ἀκολουθία.  Ποτέ πρίν δέν εἶχα φανταστεῖ πώς θά τελοῦσα κάποτε τήν ἀκολουθία αὐτή γιά ἕνα ὁλόκληρο χωριό.


Μέ δυσάρεστα αἰσθήματα ἄφησα τό Γονέλσκ.  Προχώρησα βαθύτερα.  Σ’ ὅλη τή διαδρομή ἀπαντοῦσα τό ἴδιο τραγικό σκηνικό τῆς νεκρικῆς ἐρημώσεως.  Σέ κάθε χωριό σταματοῦσα καί ἐπαναλάμβανα ὅ,τι εἶχα κάνει στό Γονέλσκ.  Στήν ὁδοιπορία μου αὐτή πῆρα συγκλονιστικά ἀλλά καί ὀδυνηρά γιά τήν ἁμαρτωλότητά μου διδάγματα ἀπό τούς ἑτοιμοθάνατους ἰθαγενεῖς. Κανένα παράπονο, κανένας γογγυσμός, οὔτε ἡ παραμικρή ὀλιγοπιστία δέν τάραζε τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους.
 Μόνο βιασύνη ἔδειχναν.  Βιασύνη νά κονωνήσουν καί νά φύγουν γιά νά συναντήσουν τόν Κύριο καί Θεό τους. Ὤ, ἅγιες ψυχές!  Πῶς θά σᾶς ἀντικρύσω στήν ἄλλη ζωή ἐγώ ὁ ἀνάξιος καί ἁμαρτωλός ἐπισκοπός σας;....
Προχώρησα λοιπόν ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσα, μέ σκοπό νά φτάσω στήν περιοχή πού δέν εἶχε προσβληθεῖ ἀκόμη ἀπό τήν εὐλογιά. Ἐκεῖ εἶχα σκοπό νά ἐγκαταστήσω ἕναν ἰατρικό-ἐλεγκτικό σταθμό, πού θά ἔκοβε τήν ἐπικοινωνία μέ τήν ἐπικίνδυνη περιοχή καί θά ἐμπόδιζε τή διέλευση ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο.
Καθ’ ὁδόν ἔμαθα καί τήν αἰτία τῆς ξαφνικῆς ἐπιδημικῆς ἐμφανίσεως τῆς ἀρρώστιας.  Σ’ ἕνα ἀπό τά γιαπωνέζικα ψαροκάικα τῆς ὀχοτσκικῆς θάλλασας πέθανε ἕνας ἰάπωνας ψαράς, πού εἶχε προσβληθεῖ ἀπό τή μαύρη εὐλογιά.
Οἱ ἄλλοι ψαράδες ἔβαλαν τό πτῶμα του σ’ ἕνα ἄδειο βαρέλι καί τό κάρφωσαν.  Νόμιζαν πώς θά προφυλαχθοῦν ἔτσι μέχρι τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἰαπωνία. Ἔπειτα τοποθέτησαν τό βαρέλι δίπλα σέ ἄλλα πού ἦταν γεμάτα ψάρια. Ἀπό τά ψάρια αὐτά, πού τά πούλησαν στά παράλια τῆς Καμτσάτκας, μεταδόθηκε σ’ ὁλόκληρη τή χερσόνησο ἡ φοβερή ἀσθένεια.

Ὅταν ἔφτασα στό Κλιουτσέφσκ, ἔμαθα ὅτι τό τελευταῖο χωριό πού εἶχε πληγεῖ ἦταν ἡ Ἐλόβκα. Μετά ἀπ’ αὐτήν ἁπλώνεται μιά μεγάλη χιονισμένη ἔρημος, πού ἀποτελοῦσε ἕνα φυσικό ἐμπόδιο γιά τήν ἐξάπλωση τῆς ἐπιδημίας. Στήν Ἐλόβκα λοιπόν ἔστησα τόν ἐλεγκτικό σταθμό.
Ἐγώ ἐγκαταστάθηκα στό Κλιουτσέφσκ, ὅπου καί παρέμεινα πολλούς μῆνες. Εἶναι παλιό κεφαλοχώρι, ἁπλωμένο σέ μιά γραφική πλαγιά. Πίσω του ὑψώνεται τό ψηλό ἡφαίστειο, πού ἀπ’ τή στρογγυλή  χιονισμένη κορυφή του βγαίζει ἀδιάκοπα φλόγες, καπνό καί λάβα.  Τή νύχτα τό θέαμα εἶναι μεγαλειῶδες. Ὁ οὐρανός λάμπει καί ἡ ἀνταύγεια τῆς φωτιᾶς εἶναι ὁρατή σέ ἀπόσταση διακοσίων ἤ καί τριακοσίων χιλιομέτρων.
Πολύ συχνά στίς κατωφέρειες τοῦ ἡφαιστείου ἀργοκυλοῦν μικρά ρυάκια φλεγόμενης λάβας.  Οἱ κάτοικοι ἔχουν συνηθίσει νά ζοῦν συντροφιά μέ τό ἀγριωπό ἡφαίστειο καί δέν φοβοῦνται τά ἀπειλητικά καμώματα, ἐκτός βέβαια ἀπό τίς σπάνιες ἐκεῖνες περιπτώσεις, πού ξεσπᾶ ἡ μανία του μέ καταστροφική διάθεση.
Κάτι τέτοιο συνέβη καί τόν Ἰανουάριο τοῦ 1917, ἐνῶ βρισκόμουν ἀκόμα στό Κλιουτσέφσκ.  Ξαφνικά ἡ γῆ ἄρχισε νά σείεται, τά κτίρια νά σαλεύουν καί οἱ καμπάνες τῆς ἐκκλησίας νά χτυποῦν τρελά. «Ἐσαλεύθη καί ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ, καί τά θεμέλια τῶν ὀρέων ἐταράχθησαν», ὅπως θά ἔλεγε ὁ ψαλμωδός. Φοβερή ὑπόγεια βοή συνόδευε τίς δονήσεις.
Τεράστιες φλόγες τινάζονταν μέσα ἀπό τό κρατήρα τοῦ ἡφαιστείου, κι ἕνα κατάμαυρο πέπλο καπνοῦ κάλυψε τόν οὐρανό. Στό κοντινό ποτάμι ὁ πάγος ἔσπαζε μέ τριγμούς καί τό νερό τιναζόταν ψηλά σά σιντριβάνι.  Σέ ὅσα σπίτια βρίσκονταν κατάκοιτοι καί νεκροί ἀπό τή μαύρη εὐλογιά, πετάγονταν ἀπό τόν ἕνα τοῖχο στόν ἄλλο.
Πανικός δημιουργήθηκε στό χωριό. Ἀλλόφρονες ἔτρεχαν οἱ ἄνθρωποι στούς δρόμους, μήν ξέροντας ποῦ νά καλυφθοῦν γιά νά γλυτώσουν ἀπό τό ἀπειλητικό στοιχειό. Τά σκυλιά σπάσανε τά λουριά τους κι ἐξαφανίστηκαν οὐρλιάζοντας. Ὅλοι προσπαθοῦσαν νά φύγουν ὅσο γινόταν μακρύτερα ἀπό τό φλογισμένο βουνό.
Ἕτρεξα στήν ἐκκλησία. Ἦταν κι ἄλλοι μαζεμένοι ἐκεῖ, στό προαύλιο. Ὁ ναός εἶχε μισογκρεμιστεῖ κι ἦταν ἀδύνατο νά μπεῖ κανείς μέσα. Τυλιγμένοι στό μαῦρο ἀποπνικτικό καπνό, κάτω ἀπό τήν ἀδιάκοπη βοή τοῦ σεισμοῦ, ψάλαμε παράκληση γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τήν ξαφνική συμφορά.
Ὄχι πολλή ὥρα ἀργότερα οἱ δονήσεις σταμάτησαν. Τό ἡφαίστειο καταλάγιασε. Ὁ καπνός ἄρχισε σιγά-σιγά νά διαλύεται. Ὅλοι δοξάσαμε δακρυσμένοι τό Θεό. Ἀμέσως κοιτάξαμε γιά τίς καταστροφές. Πολλά καλυβόσπιτα εἶχαν γκρεμιστεῖ, ἄλλα εἶχαν πάθει σοβαρές ζημιές, καί ἀπό τούς ἀνθρώπους πολλοί ἦταν οἱ νεκροί καί περισσότεροι οἱ τραυματισμένοι. Οἱ ὑπόλοιποι βαλθήκαμε νά περισώσουμε ἤ ν’ ἀνορθώσουεμ ὅ,τι ἦταν δυνατό.
Ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ὁ σεισμός, πού προκλήθηκε ἀπό τήν ἔκρηξη τοῦ ἡφαιστείου, προξένησε καταστροφές σέ ἀπόσταση τετρακοσίων χιλιομέτρων(!), μέχρι τά νησιά Κομαντόρσκυ, ὅπου ὑπῆρξαν καί ἐκεῖ ἀνθρώπινα θύματα.

Ξαναγυρίζω τώρα στίς ἀρρώστιες τῆς Καμτσάτκας.  Πολύ παράξενη ἦταν μιά ἰδιόμορφη νευρική πάθηση, πού οἱ ντόπιοι ὀνόμαζαν ἰμιαρέτς. Ὅσοι πάσχουν ἀπ’ αὐτήν, παθαίνουν ξαφνικές κρίσεις καί, χωρίς νά τό συνειδητοποιοῦν, φωνάζουν δυνατά ὅποια σκέψη ἔχουν στό μυαλό τους. Ἐπιπλέον, ὅταν κάποιος τούς δίνει ξαφνικά μιάν ἐντολή, τήν ἐκτελοῦν ἀμέσως χωρίς ἀντίδραση, σάν ὑπνωτισμένοι καί ἄβουλοι.   
Σ’ αὐτή τήν περίπτωση μποροῦν νά κάνουν τά πάντα, ἀκόμα καί ἔγκλημα. Ὅταν ἀργότερα συνέλθουν ἀπό τήν κρίση, ἀρχίζουν συνήθως νά κλαῖνε ἀπό ντροπή καί νά ζητοῦν συγνώμη, ἐξηγώντας πώς δέν καταλάβαιναν τί ἔκαναν.
Εὐνόητο εἶναι ὅτι, ἐξαιτίας τῶν ἰδιόμορφων συμπτωμάτων τοῦ ἰμιαρέτς, συνέβαιναν συχνά κωμικοτραγικά ἐπεισόδια. Θ’ ἀναφέρω μερικά, γιά νά γίνουν πιό κατανοητές καί οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ἀρρώστιας αὐτῆς, ἄγνωστης στούς γιατρούς τοῦ πολιτισμένου κόσμου.
Ἔφτασα κάποτε στό χωριό Μάρκοβο.  Μέ ὑποδέχθηκαν μέ χαρά καί σεβασμό ὅλοι οἱ κάτοικοι, μέ ἐπικεφαλῆς τό ντόπιο καμτσαντάλο ἱερέα π. Ἁγαθόποδα Σιπίτσιν καί τό ρῶσο διοικητή Ντιντένκο. Ὁ Ντιντένκο, ἀντίθετα μέ τούς ἄλλους κρατικούς ὑπαλλήλους, ἦταν ἐγκάρδιος, ἁπλός καί καλοκάγαθος. Ἕκανε ὅ,τι μποροῦσε γιά νά συμπαρασταθεῖ στούς ἰθαγενεῖς. Κι αὐτοί τόν ἀγαποῦσαν πολύ καί τόν ὀνόμαζαν χαϊδευτικά καί οἰκεῖα «θεῖο Βαλόντια».
Φτάνοντας λοιπόν ἐκεῖ, κατευθύνθηκα μαζί μέ τόν ἱερέα, τό διοικητή καί τούς πιστούς πρός τήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ.  Κάναμε μιά σύντομη δέηση. Ἔπειτα πήγαμε στό κατάλυμα τοῦ ἐφημερίου, ὅπου ἦρθαν ὅλοι οἱ κάτοικοι γιά νά πάρουν ἀρχιερατική εὐλογία.
Ὁ «θεῖος Βαλόντια», πού καθόταν δίπλα μου, θέλησε νά μοῦ δείξει παραστατικά τίς ἐκδηλώσεις τοῦ ἰμιαρέτς. Μ’ ἕνα νεῦμα μέ προειδοποίησε νά εἶμαι ἕτοιμος.
Ξαφνικά, καθώς ἕνας-ἕνας οἱ πιστοί πλησίαζαν γιά νά εὐλογηθοῦν, ὁ Ντιντένκο ἔσπρωξε ἐλαφριά μιά γριούλα, πού εἶχε φτάσει μπροστά μου. Ταυτόχρονα ἔσκυψε στό αὐτί της καί τῆς εἶπε σιγανά, ἀλλά ἐξουσιαστικά:
-Χτύπα τον!
Ἡ καημένη ἡ γριούλα κυριεύθηκε ἀπό ἀνεξέλεγκτη ἐπιθετική ὁρμή. Ὅρμησε ἐναντίον μου, ἄρχισε νά μέ χτυπάει δυνατά μέ τίς γροθιές της καί νά ἐπαναλαμβάνει σέ ἔξαλλη κατάσταση:
-Χτύπα τον!  Χτύπα τον! Χτύπα τον!....
Αὐτή ἡ ἔκρηξη κράτησε μερικά δευτερόλεπτα.  Πρίν προλάβουν νά τήν τραβήξουν ἀπό πάνω μου, ἠρέμησε καί σταμάτησε μόνη της νά μέ χτυπᾶ. Ὅσο ξαφνικά τήν κυρίεψε ἐκεῖνο τό παράξενο ἀμόκ, τόσο ξαφνικά καί τήν ἄφησε.
Ὅταν συνειδητοποίησε τί εἶχε κάνει, ὀπισθοχώρησε σαστισμένη, ἔκανε μεταβολή καί βγῆκε ἔξω τρέχοντας καί φωνάζοντας:
-Τί ἔκανα!.... Τί ἔκανα!.....
Τήν ἄλλη μέρα ζήτησα νά δῶ τή δύστυχη γριούλα.  Μοῦ εἶπαν ὅτι εἶχε κλειστεῖ στό σπίτι της κι ἔκλαιγε ἀσταμάτητα. Πῆγα καί τή βρῆκα ἐκεῖ. Μόλις μέ εἶδε, ἔπεσε στά πόδια μου καί ἄρχισε νά μέ ἱκετεύει:
-Συγχώρεσέ με, βλαντίκα (δέσποτα), τήν τρελή γριά.... Συγχώρεσέ με... Ἔπαθα κρίση ἰμιαρέτς.... Μέ τρόμαξε ὁ θεῖος Βολόντια.
Τότε γεννήθηκε μέσα μου ἡ ἀκατανίκητη ἐπιθυμία νά κάνω μόνος μου ἕνα ἐπιτόπιο πείραμα.  Χτύπησα ξαφνικά καί μέ κρότο τό πόδι μου στή γῆ καί τῆς φώναξα:
-Λοιπόν, τώρα θά μ’ ἀποτελειώσεις;
Ἡ γερόντισσα ἄναψε πάλι.  Μοῦ ρίχτηκε μέ σφιγμένες τίς γροθιές, ἐπαναλαμβάνοντας ἀσταμάτητα:
-Ἀποτελειώσεις!... Ἀποτελειώσεις!..... Ἀποτελειώσεις!....
Μέ πολύ κόπο τή συγκράτησα, μέχρι νά συνέλθει. Ὅταν ἠρέμησε, μοῦ μίλησε γιά τό δράμα της.
-Δέν ξέρω πῶς καί ἀπό πού μᾶς βρῆκε αὐτή ἡ δυστυχία. Ἀπό ἰμιαρέτς ὑποφέρουμε καί ἐγώ καί ὁ σύζυγός μου.
Ἀρκεῖ ἕνα ἰσχυρό καί ἀπροσδόκητο ἐρέθισμα στό νευρικό σύστημα, γιά ν’ ἀρχίσουν νά κάνουν χωρίς αὐτοέλεγχο ἐκεῖνο στό ὁποῖο θά συγκεντρωθεῖ ἡ σκέψη τους ἤ ἐκεῖνο πού θά τούς διατάξουν. Οἱ κρίσεις συνήθως δέν διαρκοῦν πολύ. Μετά ἐπανέρχονται στόν ἑαυτό τους. Τά αἴτια τῆς ἀσθενείας εἶναι ἄγνωστα. Μερικοί, καθώς μοῦ εἶπε ἡ γερόντισσα, πιστεύουν πώς ὀφείλεται στήν πλημμελή καί ἄθλια διατροφή τῶν κατοίκων, πού συνίσταται ἀποκλειστικά σχεδόν μέ ψάρια «γιοῦκολ». Αὐτά τά ξεραίνουν στό ὕπαιθρο ἀπό τήν ἄνοιξη μέχρι τό φθινόπωρο, μέ συνέπεια νά μολύνονται ἀπό κάθε εἴδους ἔντομα καί μικρόβια.

Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου