Σελίδες

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Δυσκολίες. Μέρος ΣΤ'. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος

 Δυσκολίες. ΜέροςΣΤ'
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα 

Ἄκουσα κάποτε ἕνα κοριάκο, πού προσπαθοῦσε νά περιγράψει σέ ἄλλους ὁμοφύλους του τό τί μάθαινα τά παιδιά στό σχολεῖο.
-Τί νά σᾶς πῶ!  Εἶναι ἀπίστευτο!  Ἕνα τόσο δά μικρό παιδί παίρνει ἕνα ξυλαράκι (ἐννοοῦσε τό μολύβι) καί ξύνει κάτι πάνω στό χαρτί. Ἔπειτα βλέπει τό χαρτί καί λέει ὡραῖα, σοφά λόγια.  Μά τί σοφά λόγια!  Ἕνα μικρό παιδάκι!  Πώ πώ!
Πράγματι, τά παιδιά ἀποδείχθηκαν πολύ ἱκανά καί μέ ἀνέλπιστη ὑψηλή ἀντίληψη.  Τό πρῶτο διδακτικό ἔτος πῆγε πολύ καλά, ἀλλά μέ λίγους μαθητές. Τήν ἑπόμενη χρονιά ὅμως ἡ προσέλευση ἦταν πολύ μεγάλη. Τσοῦκτσοι, ἐβένοι καί κοριάκοι ἔφερναν πρόθυμα νά γράψουν τά παιδιά τους στά σχολεῖα, ζητώντας παράλληλα τήν ἄδεια νά παρακολουθήσουν κι οἱ ἴδιοι τά μαθήματα. Οἱ πρῶτες δυσκολίες εἶχαν ξεπεραστεῖ.
Μ’ αὐτό τόν τρόπο μῆκαν οἱ βάσεις τῆς ἐκπαιδεύσεως τῶν ἀγράμματων καμτσαντάλων. Μέσα στά πλαίσιά της μάλιστα κατόρθωσα νά τούς δώσω ἐπώνυμα, πού μέχρι τότε στεροῦνταν. Οἱ τουγγοῦσοι καί οἱ ὀροτσένοι ξεχώριζαν ἀπό τά γένη, ἐνῶ οἱ ἐβένοι ἀπό τίς καλύβες, παίρνοντας τό ὄνομα τοῦ πρώτου κατοίκου τῆς καλύβας.

Οἱ ἄλλες φυλές δέν εἶχαν κανένα διακριτικό οἰκογειακό, ὄνομα. Σ’ ἕνα λοιπόν ἀπό τά ταξίδια μου στήν Πετρούπολη, πού θά περιγράψω πιό κάτω, πῆρα τήν ἄδεια ἀπό τίς κρατικές ἀρχές νά δίνω ἐπώνυμα στίς οἰκογένειες τῶν βαπτισμένων καμτσαντάλων. Ἀνέλαβα παράλληλα τήν ὑποχρέωση νά τηρῶ, γιά λογαριασμό τοῦ κράτους, ἐπίσημο βιβλίο ἀναγραφῆς τοῦ ὀρθοδόξου πληθυσμοῦ, κάτι σάν ληξιαρχικό ἀρχεῖο.  Καταπιάστηκα ἔτσι καί μ’ αὐτήν τήν κοπιαστική ἀλλά εὐχάριστη ἐργασία.
Γιά νά κατανοοῦν ἀλλά καί νά θυμοῦνται πιό εὔκολα τά ἐπώνυμα οἱ ἰθαγενεῖς, τά σχημάτιζα εἴτε ἀπό κάποια χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου τους εἴτε ἀπό τίς ἰδιαίτερες ἱκανότητες πού εἶχε ὁ καθένας. Γιά παράδειγμα:
Στό σχολεῖο τοῦ Ἰωάσαφ φοιτοῦσε ἕνας ἡλικιωμένος ἐβένος. Ἦταν πολύ ἐπιμελής καί γρήγορα ἔμαθε νά γράφει ἴσια καί ὡραῖα. Τοῦ ἔδωσα τό ἐπώνυμο Πισαρέφ (Γραφίδης). Ἔπρεπε νά βλέπατε τή χαρά καί τό καμάρι του, ἐπειδή ὁ ἴδιος, τά παιδιά, τά ἐγγόνια καί ὅλοι οἱ ἀπόγονοί του θά ἔπαιρναν ἕνα τόσο κολακευτικό ἐπώνυμο.
Ἕνας ἄλλος καμτσαντάλος, πού ἦταν ἱκανότατος στο κυνήγι τῆς ἀκροῦδας, ἐπονομάστηκε Μεντβέντιεφ (Ἀρκούδης).
Σέ κάθε ἰθαγενή πού ἀπαιτοῦσε ἐπώνυμο, τοῦ τό ἔγραφα καθαρά καί μέ μεγάλα γράμματα σ’ ἕνα κομμάτι χαρτί. Ἔπειτα τοῦ τό ἔδινα γιά νά τό ἀποστηθίσει ὁ ἴδιος καί νά τό γνωστοποιήσει ἐπίσης στήν οἰκογένειά του. Μόνο σέ μερικούς μανιώδεις καπνιστές ἀναγκάστηκα νά τό σκαλίσω πάνω σέ ξύλο ἤ σέ κόκαλο. Ἄν τό ἔγραφα σέ χαρτί, θά τό χρησιμοποιοῦσαν γιά νά στρίψουν τσιγάρο!
Πάντως τή βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος τήν εἶχαν σχεδόν ὅλοι οἱ ἰθαγενεῖς. Μοῦ ἔκανε μεγάλη καί δυσάρεστη ἐντύπωση ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄντρες, ἀλλά καί οἱ γυναῖκες καί μικρά παιδιά ἀκόμα κάπνιζαν ταμπάκο ἤ μασοῦσαν φύλλα παντοῦ. Καί οἱ ξένοι ἁρπακτικοί ἔμποροι εἶχαν ἔτσι ἄλλον ἕναν τρόπο γιά νά τούς ληστεύουν. Τούς ἔδιναν ἐλάχιστο καπνό κακῆς ποιότητος, κι ἔπαιρναν τεράστιες ποσότητες πανάκριβων γουναρικῶν καί ἄλλα ντόπιων εἰδῶν. 
Μέ ἐπιμονή προσπάθησα νά τούς διαφωτίσω γιά τίς ἐπιπτώσεις τοῦ καπνοῦ στήν ὑγεία τους καί νά περιστείλω τήν τόσο διαδεδομένη χρήση του. Δέν κατόρθωσα ὅμως πολλά. Οἱ μεγαλύτεροι στήν ἡλικία εἶχαν ἐθιστεῖ τόσο στή νικοτίνη, πού δέν μποροῦσαν νά ζήσουν χωρίς αὐτήν. Ἀλλά καί τά παιδιά τά μάθαιναν ἀπό μικρά στή χρήση τοῦ καπνοῦ, θεωρώντας τό κάπνισμα εὐχάριστη ἀπασχόληση.
Ἀξέχαστη θά μοῦ μείνει μιά σκηνή, πού ἀντίκρυσα κάποτε, ὅταν ἐπισκέφθηκα κάποια οἰκογένεια καμτσαντάλων. Ἕνα νήπιο τριῶν περίπου ἐτῶν, ἀφοῦ χόρτασε γάλα ἀπό τό στῆθος τῆς μητέρας του, σκαρφάλωσε στά γόνατα τοῦ πατέρα, ἅρπαξε ἀπό τά χέρια του τήν πίπα πού κάπνιζε, καί τήν ἔχωσε μέ φανερή ἱκανοποίηση στό στοματάκι του. Γούρλωσα τά μάτια μου ὅταν τό εἶδα νά τραβάει ἡδονικά ἀλλεπάλληλες ρουφηξιές, κι ἔπειτα νά ἐπιστρέφει τήν πίπα στόν πατέρα του. Οὔτε ἔβηξε, οὔτε ζάρωσε τό πρόσωπο. Ὁ πατέρας δέν ἔκανε καμιά κίνηση γιά νά τό ἐμποδίσει. Κι ὅταν εἶδε τήν ἔκπληξή μου, χαμογέλασε ἤρεμα καί εἶπε:
-Ἄστο νά συνηθίζει!  Ἔτσι κι ἀλλιῶς σ’ ὅλη του τή ζωή θά καπνίζει.  Καλύτερα πού συνηθίζει ἀπό τώρα καί δέν βήχει. Ἀντίθετα ὅταν του στερήσουμε γιά πολύ τήν πίπα, κλαίει γοερά μέχρι νά τοῦ τήν ξαναδώσουμε...
Μιά ἄλλη παγανιστική συνήθεια τῶν εἰδωλολαττρῶν κοριάκων τῆς Καμτσάτκας  ἦταν ἡ καύση νεκρῶν.
Παραβρέθηκα κάποτε σέ τελετή καύσεως ἑνός νέου κοριάκου, ἀπ’ ὅπου ἔφυγα βαρύθυμος καί λυπημένος.
Ὅταν πεθάνει κάποιος κορεάκος, μαζεύονται στό καλύβι του ὅλοι οἱ συγγενεῖς καί γνωστοί γιά νά συλλυπηθοῦν τήν οἰκογένειά του.
Ὁ νεκρός τοποθετεῖται στό χωμάτινο πάτωμα καί καλύπτεται μέ τό μεγάλο τελετουργικό ντέφι, πού χρησιμοποιοῦν οἱ εἰδωλολάτρες μάγοι. Ἔπειτα καταπιάνονται μερικοί μέ τό ράψιμο τοῦ νεκρικοῦ φορέματος, ἀπό δέρμα λευκοῦ ταράνδου. Μ’ αὐτό θά καεῖ ὁ νεκρός.
Μέχρι νά τελειώσουν τό φόρεμα, κανείς ἀπό τούς παρισταμένους δέν ἐπιτρέπεται νά κοιμηθεῖ, ἔστω κι ἄν τό ράψιμο συνεχίζεται γιά δύο ἤ τρεῖς ἡμέρες. Γιά νά μή νυστάζουν ὅμως καί νά μήν πλήττουν ὅσοι δέν ἀσχολοῦνται μέ τό ράψιμο, κάθονται κατάχαμα γύρω ἀπό τό νεκρό, καί παίζουν χαρτιά πάνω στό πτῶμα του.
 Ἀντί γιά τραπέζι χρησιμοποιοῦν τήν ἐπιφάνεια του ντεφιοῦ πού καλύπτει τό ἄψυχο σῶμα!  Αὐτή ἡ φρικτή συνήθεια δέν ὑπῆρχε παλαιότερα. Καθιερώθηκε ἀπό τότε πού οἱ «πολιτισμένοι» ρῶσοι καί ξένοι ἔμποροι ἔμαθαν στούς ἰθαγενεῖς τή χαρτοπαιξία.
Ὅταν ἑτοιμαστεῖ τό φόρεμα καί ντυθεῖ ὁ νεκρός, τόν σηκώνουν μέ λουριά ἀπό δέρμα φώκιας, καί τόν βγάζουν ἔξω ἀπό τήν ὑπόγεια τρώγλη μέσ’ ἀπό τήν καπνοδόχο.  Στή συνέχεια τόν πηγαίνουν στά χέρια –καμιά φορά καί μέ ἕλκυθρο-μέχρι τόν τόπο, ὅπου ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἡ φωτιά.
Μαζί του θά καοῦν ὅλα τά ἀντικείμενα πού χρησιμοποιοῦσε στήν ἐπίγεια ζωή –τά σκί, τό τόξο, τά ἐργαλεῖα, ἡ τσάντα, ἡ πίπα κ.λ.π. Οἱ κοριάκοι εἰδωλολάτρες πιστεύουν πώς ὅλ’ αὐτά θά τά χρειαστεῖ στήν ἄλλη ζωή, πού τή φαντάζονται ὅμοια μέ τήν παρούσα. Νομίζουν πώς κι ἐκεῖ θ’ ἀσχολεῖται μέ τό κυνήγι τῶν σαμουριῶν, καί πώς θά φροντίζει νά στέλνει τά καλύτερα σαμούρια στούς συγγενεῖς του κυνηγούς.
 Γι’ αὐτό, ὅταν οἱ κορικάκοι ἔχουν ἐπιτυχία στό κυνήγι, πιστεύουν πώς κάποιος νεκρός συγγενής τους φροντίζει ἀπό τόν ἄλλο κόσμο νά τούς στείλει τά ζῶα.  Πιστεύουν ἀκόμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος στή μεταθανάτιο ζωή του θά λάβει ἀπόδοση τῶν καλῶν ἤ τῶν κακῶν πού ἔκανε στούς ἄλλους ἤ ἔπαθε ὁ ἴδιος, ὅσο ζοῦσε.
Ἀνάβουν λοιπόν μιά μεγάλη φωτιά. Δυό γυναῖκες στέκονται σέ ὁρισμένη ἀπόσταση ἀπό τό σημεῖο τῆς καύσεως. Χρησιμεύουν σάν δεῖκτες. Ὅταν οἱ φλόλγες φτάσουν σχεδόν στό φόρεμά τους, τότε σταματάει ἡ τροφοδότηση τῆς φωτιᾶς μέ ξύλα. Εἶναι ἀρκετά δυνατή πιά γιά νά κάψει τό νεκρό καί τά προσωπικά του ἀντικείμενα. Μαζεύονται τότε ὅλοι κυκλικά γύρω στίς φλόγες, ἀναστενάζουν, κλαῖνε καί φωνάζουν:
-Ἀταϊχούν!  Ἀταϊχούν!  (Καλό ταξίδι!).
Ὅταν δέν θά ἔχουν μείνει παρά ἀποκαΐδια καί στάχτη, οἱ κοριάκοι θά σκορπίσουν, γιά νά συνεχίσουν τή δύσκολη ζωή τους....

Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.164-172

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου