Σελίδες

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Πνευματικό ἔργο Ὁσίου Νεοφύτου. Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὡς πνευματικός πατήρ. Γέροντας Ἰωσήφ Βατοπαιδινός


Πνευματικό έργο Οσίου Νεοφύτου. Ο Όσιος Νεόφυτος ως πνευματικός πατήρ

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός

«Εγώ δε ον τιμήν υμάς απαιτών λέγω ταύτα, τιμήν γαρ και φιλοτιμίαν και ωφέλειαν εκείνην λογίζομαι, την υμών σωτηρίαν, την υμών προκοπήν, την εκάστου επιστροφήν, την εκάστου μετάνοιαν, την εκάστου διόρθωσιν και παντός κακού αποχήν. Τούτό μοι τιμή και χαρά και ακένωτον κέρδος, ει βλέπω και ακούω υπέρ υμών ότι και μικροί και μεγάλοι την οδόν ζητείτε της σωτηρίας και αγωνίζεσθε του σωθήναι».
 Αυτοί οι λόγοι του οσίου πατρός μας, είναι μια μικρή έκφρασις της αγάπης του προς τον πλησίον, ένα μικρό δείγμα της εκπληρώσεως της δευτέρας εντολής.
Κάθε φίλος του Θεού, και στις τρεις περιόδους της εκκλησίας, της παραδόσεως, του νόμου και της χάριτος, υπό την επίδραση και το πνεύμα των δύο αυτών, κυρίως, εντολών επίστευε και εκινείτο. Της αγάπης του Θεού και του πλησίον. Η ομολογία αυτή είναι αναντίρρητος και βεβαία, εφ’ όσον πάσα μορφή ευσεβείας εις ολόκληρον την πανανθρώπινον ιστορίαν «εν ταύταις ταις δυσί εντολαίς» στηρίζεται.
Ο τρόπος όμως της εφαρμογής των διαφοροποιείται, κατ’ αναλογίαν των καιρών, των περιστάσεων, των προσώπων και των πραγμάτων, και έτσι βλέπουμε την ποικιλία των βιωμάτων και των λόγων στην Ιστορία της εκκλησίας μας. Στην πρακτική εκδήλωση της προς τον Θεόν αγάπης των, οι φιλόθεοι, δεν μετεχειρίζοντο τους ιδίους τρόπους, αν και ο σκοπός και η πρόθεσις πάντοτε ήτο η ιδία. «Επιλείψει ημάς ο χρόνος διηγούμενους» τους πρακτικούς τρόπους των φιλόθεων, όπου δι’ αυτών ικανοποιούσαν έστω και από μέρους την προς τον Θεόν αγάπην των.

Είτε ως μονάδες, οι εκάστοτε θεοφιλείς, είτε ως ομάδες, προσπαθούσαν κατά το Παύλειο ρήμα να έχουν «το ζην Χριστόν και το αποθανειν κέρδος» και έτσι «ουκέτι εαυτοίς ήσαν». Στην πολύμορφον και πολύπλευρον αυτήν αγωνιστικότητα, όπου εμάχοντο, είτε εντός της κοινωνίας, μόνον «χρώμενοι τω κόσμω», είτε έξω σαρκός και κόσμου «εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γής», ένα μόνο σκοπόν είχον «τω αρέσαι Θεώ». Και όντως «ουκ εκοπίασαν κατακολουθούντες Αυτώ και ημέραν ανθρώπου ουκ επεθύμησαν».
 Η ποικιλία στην πρακτική των διαφόρων μορφών της ζωής των δεν ήτο ο σκοπός, όσον η έκφρασις του πόθου και του θεουργικού των έρωτος, όπου τα πάντα εθυσίαζαν «έτι δε και τας εαυτών ψυχάς». Στρέφοντες εξ ολοκλήρου την εαυτών έφεσιν προς τον ποθούμενον Θεόν, εξ όλης καρδίας και ψυχής και διανοίας και δυνάμεως, εθυσίαζον ό,τι τίμιον και ευγενές βρισκόταν χρήσιμο προς την θείαν ευαρέσκειαν.
Στις διάφορες αντιθέσεις, όπου το περιεκτικόν κακόν προέβαλε αντίστασιν, μέσω των ποικίλων του οργάνων, δεν λύγιζαν ούτε μικροψυχούσαν, «ίνα μη μωμηθή η διακονία, αλλ’ εν παντί συνιστάνειν εαυτούς ως πιστούς διακόνους Θεού». Εάν η αντίθεσις εσκληρύνετο, ώστε να απαιτή και αυτήν ακόμη την ζωήν, τους εύρισκε προθύμους, «ως μη φοβουμένους τους αποκτείνοντας το σώμα» και ούτως εδίδετο σ’ αυτούς «αυτή τη ώρα τι δει πράττειν ή λέγειν».
Η ορμή αυτή της ολοκλήρου αγάπης των δικαίων προς τον Θεόν στρεφομένη και κρούουσα, τρόπον τινά, προς Αυτόν ως αντανάκλασις επιστρέφει εις τα οπίσω και αγκαλιάζει τον άνθρωπον, «τον πλησίον». Δικαίως λοιπόν φέρεται ως ανταύγεια της πρώτης εντολής «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου» και ως συνέπεια και αποτέλεσμα «και τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Είναι αδιάσπαστος εξ όλης της ιστορίας η αγάπη των δικαίων προς τον συνάνθρωπον και στις βιογραφίες των είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα αυτοθυσίας των, «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Έμαθαν παρά του Αρχετύπου και αρχηγού της σωτηρίας των, το «μηδείς το εαυτού συμφέρον ζητείν, αλλά το του ετέρου» και το μείζον τούτου «οφείλομεν τας ψυχάς ημών υπέρ των αδελφών ημών τιθέναι».
Ενίοτε εγίνοντο απόκοσμοι, ιδίως στο ξεκίνημά των, διανύοντες το πρώτον στάδιον της μετανοίας. Μετά πολλής περινοίας αποκόπτοντες τα αίτια και τις αφορμές, όπου προκαλούν την εμπάθειαν και την έξ αυτής αμαρτωλότητα και αιχμαλωσίαν, διήλθον, χάριτι Θεού, την κάθαρση και ανέβησαν στην ελευθερίαν, απ’ όπου σταδιακώς προχώρησαν και στον θείον φωτισμόν και την τελείωσιν, όπου η μερίδα των τέκνων του Θεού.
Εκεί ευρισκόμενοι, oι τρισμακάριοι φίλοι και μαθηταί του Χριστού, έδωσαν, ερωτόμενοι, την τελείαν απόκρισιν «Ναι, Κύριε, οίδας ότι φιλούμέν σε» και έλαβον την πληροφορίαν – εντολήν «ποιμαίνετε τα πρόβατά μου». Υπήκουσαν στην θείαν εντολήν και εστρατεύθησαν στην καλήν στρατίαν.
Γενόμενοι οι ίδιοι φως έστρεψαν και εφώτισαν και τον πλησίον. Γενόμενοι oι ίδιοι καθαροί έστρεψαν αξίως να καθαρίσουν τον πλησίον. Γενόμενοι «διδακτοί Θεού» ανέλαβαν την τελείαν ιεραποστολή και εφήρμοσαν κατά πάντα την εσχάτην του Κυρίου μας εντολήν «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη».
Δεχθέντες μυστικώς την ενέργειαν των πυρίνων γλωσσών της Πεντηκοστής, έγιναν κατά τον θείον Απόστολο «τοίς πασι τα πάντα, ίνα πάντως τους πλείονας σώσωσι», και ανέλαβαν εφ’ εαυτοίς τον σταυρόν της ανθρωπότητος «προσαναπληρούντες τα υστερήματα» των θλίψεων του Χριστού εν εαυτοίς».
Τον κανόνα αυτόν της αγάπης και αλληλεγγύης προς τον πλησίον εφήρμοσαν κατά γράμμα όχι μόνον οι εις κοινωνίαν διαβιούντες άνθρωποι του Θεού, αλλά και οι απρόιτοι και απόκοσμοι και μεμονωμένοι, με το μέσον και τον τρόπον ασφαλώς που τους επέτρεπε η θέσις και ο τύπος της διαγωγής των.
 Αναρίθμητα παραδείγματα συναντούμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, όπου επεστρατεύθησαν εις την διακονίαν αυτής άνθρωποι πνευματικοί, οίτινες για μακρά χρονικά διαστήματα απεσύρθησαν εκ του κόσμου και ηργάσθησαν εν μετανοία την ανάκτησιν της χάριτος και του αγιασμού, και κατόπιν κληθέντες υπό της Εκκλησίας εις τον αρμόζοντα καιρόν επανήλθον ως ποιμένες και οδηγοί και με πάσαν αυτοθυσίαν εσφράγισαν την διακονίαν των με την καλήν μαρτυρίαν. Πλείστοι εκ τούτων ετιμήθησαν επισήμως υπό της Εκκλησίας «επιμαρτυρούντος του Θεού» περί του αγιασμού και της πνευματικότητός των, «βεβαιούντες διά των επακολουθούντων σημείων τε και τεράτων» ότι ορθώς «τον δρόμον ετέλεσαν και την πίστιν ετήρησαν» δικαιούμενοι πλέον και «τον της δικαιοσύνης στέφανον».
Αλλά και οι μη επιστρέψαντες πρακτικώς εις έργα κοινωνικά φίλοι του Θεού δεν ημοίρησαν ποσώς του έργου της αγάπης, όπως τινές κακώς αγνοούντες δυσφυμούν. Ας μου επιτραπεί μια μικρή παρέκκλισις για την διαπίστωση.
Ο Κύριος μας αναφέρει και τούτο στα θεία του παραγγέλματα, πως «όστις με απαρνηθεί θα τον απαρνηθώ και όστις με ομολογήσει θα τον ομολογήσω». Περί μεν της αρνήσεως διά την ώραν δεν ασχολούμεθα, αναφέρουμε όμως λίγα περί της ομολογίας. Ομολογία, όπως ερμηνεύεται, είναι έννοια περιεκτική και εξικνείται σε ολόκληρο το χριστιανικό νόημα και περιεχόμενο.
Εάν «ιώτα εν ή μία κεραία» και εάν «ο Ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε λόγοι του Κυρίου μας ου μη παρέλθωσι» και «ο καταφρονών μίαν των ελαχίστων εντολών ελάχιστος κληθήσεται», εξυπακούεται το χρέος πάντων ημών εις την εφαρμογήν πάσης της χριστιανικής πίστεως και αληθείας.
Εάν λοιπόν εις περίστασιν βίας κάποια από τας αντιθέσεις των δυνάμεων του σκότους μας πιέζει προς άρνησιν μίας εντολής, ενός καθήκοντος, επιβάλλεται η ομολογία και ουδέποτε η άρνησις. Δεν είναι άραγε ομολογία η διαπίστωσις και η απόδειξις, υπό των δυναμένων, η επίτευξις της τελειότητος στην χριστιανικήν επαγγελίαν; Εάν η ομολογία στην πίστη μας, είτε στο τριαδολογικό ή χριστολογικό ή εις άλλο δόγμα της πίστεώς μας τιμάται υπό της χάριτος και της Εκκλησίας, η ομολογία του πληρώματος της χριστιανικής αληθείας και επαγγελίας είναι ήσσονος σημασίας;
Η πείρα δεικνύει, τόσον παλαιότερον όσον, και πλέον μάλλον, εις τον δικό μας αιώνα, πως το απαιτούμενον δεν είναι τόσον η λεπτομέρεια των ιδιωμάτων της πίστεως, όσον οι πρακτικές αποδείξεις εάν όντως τα πιστευόμενα μπορούν να γίνουν πραγματικότης.
 Εάν, κατά τα γραφόμενα ο Ιησούς «ο χθες» είναι και σήμερον και εν συνεχεία ο Αυτός, είναι κατορθωτή η χριστιανική πίστις και αποκάλυψις. Εάν λοιπόν ούτως έχει, όπως και είναι διαπιστωμένον, τότε οι γίγαντες της πίστεώς μας, αυτοί που απέδειξαν πρακτικά ότι πάσα η χριστιανική διδασκαλία και νομοθεσία και επαγγελία είναι πραγματικότης, τότε ιδού η μεγίστη προσφορά και διακονία και ιεραποστολή και σφραγίς της ιεραποστολής, διότι επισφραγίζει τις επαγγελίες της διδαχής και του κηρύγματος ότι «αλήθειά εισιν περί ων διαβεβαιούνται».
Εάν όντως «πιστότεροι οι οφθαλμοί των ωτίων», τότε η απόδειξις των θείων επαγγελιών μέσω των φίλων του Θεού είναι η σημαντικώτερη προσφορά στην εδραίωση της πίστεως και τον στηριγμόν του χριστεπωνύμου πληρώματος.
Στην βραχυτάτην αυτήν σημείωσιν δεν προτιθέμεθα τίποτα νεώτερον να προσθέσωμεν, αλλά δώσαμε μίαν μικράν απάντησιν στα ερωτηματικά «τι προσφέρουν οι κατά μόνας και έξω του κόσμου καθήμενοι».
Ο προβαλλόμενος Όσιος ήτο πράγματι τοιούτος, που κατά την ιδίαν του βιογραφίαν ουδέποτε εξήλθε του σπηλαίου του, εις όλον του σχεδόν τον βίον, και όμως ως ουδείς άλλος, τουλάχιστον στις ημέρες του, αγκάλιασε τον πανανθρώπινον πόνον και την ανάγκην της χειμαζομένης του πατρίδος.
Τα όσα προσέφερεν ο ένας αυτός εκ της χορείας των δικαίων όσιος στον καταρτισμόν και τον στηριγμόν των συνανθρώπων του, εν συγκρίσει με τους κοινωνικώς διάγοντας και διακονούντας ούτε δυνάμεθα, αλλ’ ούτε προτιθέμεθα να παραστήσωμεν.
 Εκείνο που μόνον προβάλλομεν στους βουλομένους να γνωρίσουν είναι ο λόγος και η δύναμις μέσω των οποίων «οι του Χριστού» «τα πάντα ισχύουν», ώστε και απόντες εκ του κόσμου και υστερούμενοι των μέσων, οποσούν «αλλήλων τα βάρη» να βαστάζουν, να «αρέσκουν τω πλησίον προς το αγαθόν» και εν γένει τας ψυχάς αυτών να θυσιάζουν υπέρ των αδελφών αυτών. Να λοιπόν τι μπορεί να νικήση τον κόσμον της αδικίας, «η πίστις ημών».
 Αύτη διδάσκουσα την προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπην μεταφέρει την ανθρώπινη ατέλεια εις την σφαίρα του υπέρ, «ίνα πάντα ισχύει εν τη ενδυναμούση θεία χάριτι» και έτσι αποδεικνύεται πρακτικά ότι «το ασθενές του Θεού ισχυρότερον των ανθρώπων εστί».
Το ιδιαίτερον που συγκινεί στον οσιώτατό μας πατέρα είναι ότι την μεγίστην αυτήν προσφοράν, όπου ως «αγαπήσας τον πλησίον ως εαυτόν» «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών», την συνεπλήρωσε όχι «σεσοφισμένοις μύθοις» και έτσι οι λόγοι και το κήρυγμά του «ουκ ήσαν εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις», αλλ’ ήτο ως «διδακτός Θεού», όπου «εξάγει εκ των θησαυρών αυτού καινά και παλαιά».
Και τούτο ου θαυμαστόν, καθότι «οι του Χριστού», δεχόμενοι «το πνεύμα το εκ του Θεού, βλέπουσι τα υπό του Θεού χαριζόμενα αυτοίς», τα οποία και «λαλούσι ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος Αγίου».
 Όπως προαναφέραμε στην βιογραφίαν, ο μεγάλος τούτος πατήρ αμοίρησε παντελώς της θύραθεν παιδείας, γεγονός που είναι σημαντικός παράγων, αν μη τι άλλο, στην έκφραση του λόγου, του κοινωνικού αυτού μέσου. Ούτε η απουσία όμως της παιδείας, ούτε το ταπεινόν του κοινωνικό επίπεδον τον εμπόδισαν στο πλήρωμα της επιτυχίας, στον ύψιστο προορισμό της κατακτήσεως των θείων επαγγελιών. Η κατά άνθρωπον ακριβώς προς τον Θεόν υποταγή και υπακοή συνεπλήρωσε το καθήκον των αγίων και η θεομίμησις, κατά τον θείον Παύλο, ερμηνεύεται ως ο θρίαμβος και ο κύριος σκοπός.
Δικαίως λοιπόν εγράφη ότι «όσοι έλαβον Αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι». Ιδού λοιπόν το μυστήριον της υπέρ φύσιν επεκτάσεως των «του Χριστού».
Ποιον το παράδοξον τώρα στον προβαλλόμενόν μας όσιον, εάν και αυτός «οίδε γράμματα μη μεμαθηκώς;» Ο επαγγειλάμενος στους πιστεύοντας ότι «ποταμοί εκ της κοιλίας αυτών ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» ικάνωσε, διά της θείας του χάριτος, όσα η δική μας ασθένεια υστερούσε, και κατά το λόγιον «το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων κατέστη».
Να λοιπόν μια σημαντική προσφορά στους πιστούς, από εκείνους που μένουν απρόιτοι και ζουν μακράν του κόσμου. Δεν είναι όμως η προσφορά τους αυτή η μόνη. Ασχολούμενοι μόνοι προς μόνον τον Θεόν, και «απεκδυόμενοι τον παλαιόν άνθρωπον» «χάριτι Θεού» και «ενδυόμενοι τον κατά Θεόν κτισθέντα καινόν», καθ’ ομοίωσιν του κτίσαντος αυτόν» αποκτούν «νουν Χριστού» και όχι μόνο τους ανθρώπους κρίνουν και συγκρίνουν, αλλά και τους πεσόντας αγγέλους, κατά το ρήμα του Παύλου.
 Γίνονται «το άλας της γης», «εισέρχονται εις το ενδότερον του καταπετάσματος, ένθα ο πρόδρομος της σωτηρίας ημών», και «ως οικονόμοι μυστηρίων Θεού» γνωρίζουν και μεταφέρουν στην στρατευομένην μας εκκλησίαν, κατά το μέτρον της θεοπρεπούς οικονομίας, τας θείας βουλάς και αποκαλύψεις. Ερμηνεύουν το βάθος και πλάτος και ύψος του πνευματικού νόμου, του θείου τούτου συντάγματος, όπου πάσα η κτίσις διοικείται και άγεται υπό της παντεφόρου του Δημιουργού Προνοίας.
Γίνονται πόλοι κατευθύνσεων στον ζοφερόν ορίζοντα της κοσμικής ταύτης συγχύσεως και ερμηνεύουν λεπτομερώς τα είδη του αοράτου πολέμου. Ξεσκεπάζουν τις παγίδες και εν γένει τα βάθη του σατανά, γινόμενοι επίγειοι άγγελοι και φωστήρες της μαχομένης ανθρωπότητος.
Εκεί όπου δεν φθάνει η φωνή των, εκεί πλησιάζει η γραφή των, το παράδειγμά των, μέσω των αδιακόπων επισκεπτών και ακόμη έτι μακρύτερον καταφθάνουν με την αδιάλειπτον προσευχή των. Εύχονται εμμόνως και εμπόνως «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας».
Σωσίβια πραγματικά στον απύθμενο τούτο ωκεανό, αιωρούμενα στηρίγματα μεταξύ ουρανού και γης, συνδέουν την απέραντον απόστασιν ως ακούραστοι μεσίται. Και τον μεν Θεόν διά των οικτιρμών του κατεβάζουν στην γη, τους δε προς τα άνω βουλομένους μεταφέρουν στους ουρανούς.
 Όπως στην κοινωνία τα απαραίτητα και βασικώτερα, όπου συνεπάγονται την ασφάλειαν και την πρόοδον και την ειρήνην, βρίσκονται στα χέρια ελαχίστων ανθρώπων, όπου διοικούν και κυβερνούν αθορύβως χωρίς στους πολλούς να είναι γνωστές ή αντιληπτές οι ενέργειές τους, έτσι και στον πνευματικόν τομέαν την θέσιν αυτήν την κατέχουν οι φίλοι του Θεού, όπου με την έξ ολοκλήρου αφοσίωσίν των εις την αγάπη του και την πλήρη αυτοθυσίαν των για την τήρηση του θείου θελήματός Του, απέκτησαν την προς Αυτόν φιλίαν και επέτυχαν των θείων επαγγελιών.
Οι θείες λοιπόν επαγγελίες, που είναι αυτός τούτος ο αγιασμός περιεκτικά, κατά την ανθρώπινη έκφραση, εις μεν τους ιδίους φιλοθέους προκαλεί την ανακαίνησιν και ολοκλήρωσιν εις τον καθολικό μας προορισμό, εις ημάς δε, τους ανά τους αιώνας πιστούς, γίνονται διδάσκαλοι και οδηγοί και στηρίγματα και ερμηνευταί και παρηγορητές, με τις πατρικές τους πρεσβείες και συμπαραστάσεις, αισθητώς και νοητώς, στην πολυκύμαντον αυτήν του βίου θάλασσαν. Αλλά και στου βίου το πέρας, υπέρ της σωτηρίας ικετεύουν τον φιλάνθρωπον Δεσπότην, ως φίλοι Αυτού και γνώριμοι.

Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, «Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος», Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1998.

pemptousia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου