Σελίδες

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Ὁ νέος Ἱερομάρτυς Αυγουστῖνος Καλούγκα Δ'

Ο νέος ιερομάρτυς Αυγουστίνος Καλούγκα Δ'
 - Ὁ νέος ἱερομάρτυρας Αὐγουστῖνος τῆς Καλούνγκα
Δ΄ 
τοῦ ἡγουμένου Δαμασκηνοῦ Orlosky
Οἱ πιστοὶ κατάφεραν νὰ ἀποσπάσουν κάποιες πληροφορίες ἀπὸ τοὺς διοικητὰς τῶν φυλακῶν σχετικὰ μὲ τὴν ἡμέρα μεταφορᾶς τῶν κρατουμένων στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ἔτσι οἱ πιστοὶ συγκεντρώθηκαν στὸ σταθμὸ τῶν τραίνων ἔχοντας μαζί τους καὶ τὶς δύο κόρες τοῦ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου καὶ ἀνέμεναν στὴν ἀποβάθρα τὴν ἄφιξι τῶν φυλακισμένων. Τὸ ψῦχος ἦταν δριμύτατο τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐμπόδισε τοὺς πιστοὺς νὰ περιμένουν καρτερικὰ νὰ δοῦν ἔστω καὶ ἀπὸ μακριὰ τὸν ποιμένα τους. Ξαφνικά, μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ἀκούστηκε μιὰ φωνή· «Τοὺς φέρνουν! Τοὺς φέρνουν!». Πραγματικά, παρουσιάστηκε μιὰ φάλαγγα κρατουμένων φρουρουμένη ἀπὸ ἐνόπλους στρατιῶτες. Ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος, ντυμένος μὲ τὰ ῥάσα του καὶ κρατώντας ἕνα ῥαβδὶ στὸ χέρι, προχωροῦσε μπροστὰ ἀπ᾿ ὅλους. Μόλις ἡ φάλαγγα σταμάτησε μπροστὰ στὶς γραμμὲς τοῦ τραίνου, τὴν περικύκλωσαν στρατιῶτες, καὶ ἔτσι κάθε προσπάθεια προσεγγίσεως τῶν κρατουμένων ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἦταν ἀδύνατη. Μιὰ ἀπὸ τὶς κόρες τοῦ ἐπισκόπου παρακάλεσε ἕνα στρατιώτη νὰ δώσῃ στὸν πατέρα της τὸ κασκὸλ ποὺ ἡ ἴδια φοροῦσε στὸ λαιμό της, γιὰ νὰ τὸν κρατᾷ ζεστό. Ὁ στρατιώτης τὸ ἔδωσε στὸν ἐπίσκοπο, αὐτὸς ὅμως τὴν πρώτη φορὰ τὸ ἀρνήθηκε· στὴ δεύτερη ἀπόπειρα τῆς κόρης του πῆρε τὸ κασκὸλ καὶ τὸ τύλιξε γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του.


Ἐπειδὴ τὸ τραῖνο ἀργοῦσε νὰ φανῇ, πῆραν τοὺς κρατουμένους καὶ τοὺς μετέφεραν μέσα σ᾿ ἕνα κτήριο. Ὁ ἐπίσκοπος ἐμφανίστηκε στὸ παράθυρο καὶ ἔγραψε πάνω στὸ παγωμένο τζάμι πρὸς τὶς κόρες του ποὺ ἦταν ἔξω στὸ κρύο καὶ περίμεναν· «Πηγαίνετε σπίτι, μὴν κάθεστε τόση ὥρα στὴν παγωνιά». Λίγα χρόνια ἀργότερα οἱ κόρες του, ἐνθυμούμενες τὸ περιστατικὸ αὐτό, συνειδητοποίησαν τὴν πίστι καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ εἶχε ὁ πατέρας τους στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος μεταφέρθηκε στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ σταθμὸ στὴν ἐπαρχία τοῦ Λένινγκραντ. Τὸ στρατόπεδο ἦταν μέσα σ᾿ ἕνα πυκνὸ δάσος καὶ ἡ ἐργασία τους ἦταν νὰ μαζεύουν πίσσα. Ἂν καὶ δὲν ἦταν ἰδιαίτερα σκληρὴ δουλειά, πολλοὶ κρατούμενοι δὲν τὰ κατάφερναν καὶ ἡ τιμωρία τους ἦταν νὰ τοὺς στεροῦν τὴν τροφή. Ὁ ἐπίσκοπος στὴν ἀρχὴ δούλευε μαζὶ μὲ τοὺς συγκρατουμένους του, μετὰ ἦταν στὸ σταθμὸ πρώτων βοηθειῶν καὶ κάποιες φορὲς πήγαινε νὰ προμηθευθῇ ὑλικὰ στὴν κοντινώτερη πόλι. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ τὸν τοπικὸ ἱερέα καὶ μέσῳ αὐτοῦ κατάφερε νὰ ἐνημερώσῃ τὰ πνευματικά του παιδιὰ γιὰ τὸ ποῦ ἀκριβῶς βρισκόταν.

Ἔτσι κάποιες φορὲς δεχόταν δέματα ἀλλὰ καὶ ἐπισκέψεις πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους πήγαιναν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του ἀλλὰ καὶ νὰ τοῦ παράσχουν κάποια τρόφιμα καὶ ζεστὰ ροῦχα. Οἱ συνθῆκες τοῦ στρατοπέδου ἦταν τόσο σκληρές, ποὺ ὁ ἐπίσκοπος δὲν θὰ εἶχε ἐπιζήσει χωρὶς τὴν συνδρομὴ αὐτὴ τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Παρ᾽ ὅλες ὅμως τὶς ἀντιξοότητες ποτέ του δὲν παραβίασε τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποτέ δὲν ἔφαγε κρέας, ἀλλὰ τὸ μοίραζε στοὺς ἄλλους συγκρατούμενούς του.

Μία φορὰ δύο ἀπὸ τὶς πνευματικές του θυγατέρες ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν στὸ στρατόπεδο παίρνοντας μαζί τους ζεστὰ ροῦχα καὶ τρόφιμα. Ἀγόρασαν ἀπὸ τὸ Λένινγκραντ φρέσκα φροῦτα καὶ λαχανικὰ καὶ στὸ σταθμὸ Lodeinoye Pole συνάντησαν τὸν ἱερέα ποὺ γνώριζε τὸν ἐπίσκοπο. Στὴ συνέχεια πῆγαν στὸ γραφεῖο γιὰ νὰ πάρουν ἄδειες εἰσόδου γιὰ τὸ στρατόπεδο. Ἐκεῖ οἱ ἀρχὲς τὶς ρώτησαν τί συγγένεια ἔχουν μὲ τὸν ἐπίσκοπο κ᾽ ἐκεῖνες εἶπαν ὅτι εἶνε ἀνιψιές του. Ἡ ἄδεια θὰ δίνονταν μετὰ ἀπὸ 5 ἡμέρες καὶ οἱ κοπέλλες, φοβούμενες μήπως χαλάσουν τὰ φρέσκα φροῦτα, ξεκίνησαν προχωρώντας μέσα σ᾽ ἕνα δασικὸ δρόμο μὴ γνωρίζοντας τὴ διαδρομὴ. Στὸ δρόμο τους συνάντησαν ἕναν ἡλικιωμένο ἄντρα καὶ τὸν ῥώτησαν ἂν γνωρίζῃ τὸ δρόμο γιὰ τὸ στρατόπεδο. Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε καταφατικὰ καὶ προσφέρθηκε νὰ τὶς ὁδηγήσῃ. Γνώριζε καὶ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς ἀνέφερε τὴν αὐστηρὴ νηστεία ποὺ ἔκανε στὸ στρατόπεδο. Στὶς πύλες τοῦ στρατοπέδου οἱ δύο κοπέλλες περίμεναν νὰ δοῦν τὸν πνευματικό τους πατέρα, ὅταν ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε μπροστά τους κάποιος ἄντρας ξυρισμένος, φορώντας ἀδιάβροχο καὶ σκοῦφο. Στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν ἀναγνώρισαν· ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος. Τὶς πῆρε μέσα καὶ τὶς τακτοποίησε στὸ ἰατρεῖο. Ἔμειναν ἐκεῖ 5 μέρες καὶ ἀφοῦ πῆγαν στὸ χωριὸ νὰ παραλάβουν τὶς ἄδειες εἰσόδου τους ἐπέστρεψαν ξανὰ στὸ στρατόπεδο. Ὅταν ἦρθε ἡ στιγμὴ νὰ φύγουν εἶχαν ξεχαστῆ καὶ ἡ ἄδειά τους εἶχε λήξει. Ἔτσι ἀναγκάστηκαν νὰ περπατήσουν 6 μίλια μέσα στὸ πυκνὸ καὶ σκοτεινὸ δάσος. Ὁ ἐπίσκοπος τὶς εὐλόγησε πρὶν ξεκινήσουν στὴν πύλη τοῦ στρατοπέδου καὶ τὶς διαβεβαίωσε ὅτι θὰ προσεύχεται νὰ φτάσουν μὲ ἀσφάλεια στὴν πόλι, ὅπως καὶ ἔγινε.

Ὁ διάκονός του Μπόρις πέθανε σ᾿ ἕνα ἄλλο στρατόπεδο συγκεντρώσεως ἐξ αἰτίας τῆς σκληρῆς ἐργασίας καὶ μιᾶς ἀσθενείας ποὺ τὸν ταλαιπώρησε. 

[μετάφρασι· ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης]


Ο νέος ιερομάρτυς Αυγουστίνος της Καλούνγκα (Α')
τοῦ ἡγουμένου Δαμασκηνοῦ Orlosky
Ο «μεγάλος ἐξαγνισμός», ποὺ θέσπισε ὁ Ἰωσὴφ Στάλιν καὶ οἱ στενοὶ συνεργάτες του τὰ ἔτη 1936 - 1938, ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ κτηνώδεις περιόδους τῆς ἱστορίας τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν στὸ στόχαστρο γιὰ ἐκτέλεσι ἢ ἐξορία προέρχονταν ἀπὸ διαφορετικοὺς τομεῖς τῆς κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ πιστῶν, διανοουμένων, μελῶν τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος καὶ kulaks (χωρικῶν ποὺ κατεῖχαν λίγη γῆ καὶ ζῷα, τὰ ὁποῖα ἡ κυβέρνησι δήμευσε. Οἱ χωρικοὶ αὐτοὶ κατόπιν ἐξωρίστηκαν σὲ ἀφιλόξενες περιοχὲς τῆς χώρας, ὅπου οἱ περισσότεροι πέθαναν). Οἱ σκοποὶ τῆς «ἐξαγνίσεως» ἐποίκιλλαν· προσπάθησαν νὰ μειώσουν τὸν ἀριθμὸ τῶν ὑποψηφίων μέσα στὸ κόμμα, νὰ καταστρέψουν τὴν ἐπίδρασι τῆς Χριστιανοσύνης στὸ λαό, νὰ ἐλέγξουν τὸ σκεπτικὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ γενικὰ νὰ ἐξαφανίσουν ὁποιονδήποτε ἦταν ἀντίθετος μὲ τὴν ἀνοικοδόμησι ἑνὸς «Σοβιετικοῦ ἐργατικοῦ παραδείσου». Σύμφωνα μὲ τὰ ἀρχεῖα τῶν Σοβιετικῶν, πάνω ἀπὸ ἑνάμισυ ἑκατομμύριο ἄνθρωποι φυλακίστηκαν ἀπὸ τὶς κρατικὲς ἀρχὲς μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1937 καὶ 1938. Ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ φυλακίστηκαν περίπου 700.000 ἐκτελέστηκαν· κάτι ποὺ σημαίνει ὅτι περίπου χίλια ἄτομα ἐκτελοῦνταν καθημερινά. Ὀγδονταπέντε τοῖς ἑκατὸ (85%) τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου –περίπου 30.000– ὑπῆρξαν θύματα αὐτῶν τῶν «ἐξαγνισμῶν». Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Αὐγουστῖνος Belyaev καὶ ὅσοι φυλακίστηκαν ἢ ἐκτελέστηκαν μαζί του, μπροστὰ στὶς τραγικὲς καὶ δύσκολες αὐτὲς ἐποχές, στάθηκαν ἑδραῖοι στὴν πίστι τους στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. 


Ο νέος ἱερομάρτυρας Αὐγουστῖνος (κατὰ κόσμον Ἀλέξανδρος Ἀλεξάνδροβιτς Belyaev) γεννήθηκε στὶς 28 Φεβρουαρίου 1886 στὸ χωριὸ Kamenko. Οἱ γονεῖς του, ὁ πρωθιερέας Ἀλέξανδρος καὶ ἡ πρεσβυτέρα του Εὐδοκία, ἀπέκτησαν πέντε παιδιά, τὰ ὁποῖα ἦταν εὐσεβῆ καὶ ἀγαποῦσαν πολὺ τὸν ἐκκλησιασμό. Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ἀκόμα ἔφηβος, ἕνας περιπλανώμενος –γνωστὸς γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ δίκαιη ζωή του–, ποὺ ἐπισκεπτόταν συχνὰ τοὺς γονεῖς του, τὸν ἀπεκάλεσε «ἱεράρχη» ἀρκετὲς φορές. 

Μετὰ τὴν ἀποφοίτησί του ἀπὸ τὴν θεολογικὴ σχολὴ τῆς Kineshma τὸ 1911 στάλθηκε ὡς δάσκαλος τῆς ῥωσικῆς γλώσσης καὶ λογοτεχνίας στὴν ἀρχιεπισκοπικὴ σχολὴ θηλέων στὴν Penza. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γράφει στὸ ἡμερολόγιό του· Δὲν μὲ ἀπασχολεῖ ἡ καριέρα μου ἢ μιὰ θέσι στὴν κοινωνία. Ἡ ἀγωγὴ ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας μου ἔχει ἐνσταλάξει στὴν συνείδησί μου μιὰ βαθειὰ αἴσθησι τῆς ἠθικῆς μου εὐθύνης γιὰ κάθε βῆμα ποὺ θὰ κάνω. Γι᾽ αὐτὸ ὅταν καλλιεργῶ τὸν ἑαυτό μου πνευματικά, τὸ κάνω καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους γύρω μου. Καὶ οἱ ἀπαιτήσεις ποὺ ἔχω ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ βαθμὸ τῶν ἀπαιτήσεων ποὺ ἔχω στὴν τελειοποίησι τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μου. 

Τὸ 1913 ὁ Ἀλέξανδρος ἀποφασίζει νὰ παντρευτῇ τὴν Ἰουλία, κόρη τοῦ ἱερέα Ἀλεξάνδρου Lyubimov, μιὰ μαθήτριά του στὴν τελευταία τάξι τῆς σχολῆς ποὺ δίδασκε. 

Πρὶν ἀπὸ τὸ γάμο ὁ Ἀλέξανδρος ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του νὰ δῇ τοὺς γονεῖς του καὶ ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἴδιο εὐσεβῆ περιπλανώμενο, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε· 

―Ὤ, χαῖρε ἱεράρχα! 

―Τί εἴδους ἱεράρχης εἶμαι, ἀφοῦ εἶμαι ἀρραβωνιασμένος; ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος. 

―Ὡστόσο παραμένεις ἱεράρχης! ἐπέμενε ὁ περιπλανώμενος. 

Ἀπέκτησε δύο κόρες, τὴν Ἰουλία καὶ τὴν Νίνα, τὰ ἔτη 1914 καὶ 1919 ἀντίστοιχα. Οἱ διωγμοὶ ἐναντίον τῆς ῾Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἄρχισαν τὸ ἔτος 1918. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔγινε νεωκόρος καὶ ἔκανε δριμυτάτη κριτικὴ ἐναντίον κάποιων σχισματικῶν ποὺ εἶχαν ὡς ἡγέτη ἕναν καθῃρημένο ἐπίσκοπο. Γιὰ τὶς δραστηριότητές του αὐτὲς ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ Ἀλέξανδρος συνελήφθη στὶς ἀρχὲς τοῦ 1920 καὶ πέρασε ἑνάμισυ μῆνα στὴ φυλακή. 

Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1922 ἡ γυναίκα του πέθανε ἀπὸ φυματίωσι καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἔμεινε μόνος μὲ τὶς δύο κόρες του (τὴ μία ἕξι χρονῶν καὶ τὴν ἄλλη ἐννέα μηνῶν βρέφος). Μιὰ νοσοκόμα, ἡ Ἀνυσία Efimovna, ἀνέλαβε νὰ βοηθήσῃ στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν του. 

Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1920 ὁ Ἀλέξανδρος χειροτονήθηκε ἱερεύς. Τὸ 1922 ἡ μυστικὴ ἀστυνομία τὸν φυλάκισε ξανὰ γιὰ τρεῖς μῆνες. Ὅταν ἀφέθηκε ἐλεύθερος μετακόμισε μὲ τὰ παιδιά του στὴν πόλι Kineshma, ὅπου ἄρχισε νὰ λειτουργῇ σὲ μιὰ ἐκκλησία τῆς πόλεως. Ἡ ἀνιδιοτελὴς καὶ ἀσκητικὴ ποιμαντικὴ προσφορά του σύντομα τὸν ἔκανε γνωστὸ ὄχι μόνο στὴν περιοχὴ Kineshma ἀλλὰ καὶ σ᾽ ὅλη τὴν ἐπισκοπὴ τῆς Ivanovo. Οἱ πιστοὶ ἀγάπησαν τὸν ἱερέα τους, ὁ ὁποῖος ἀνταποκρινόταν σὲ κάθε αἴτησί τους γιὰ βοήθεια. Παρ᾽ ὅλη τὴν δύσκολη οἰκογενειακὴ κατάστασί του, ἔδινε πάντα ὅλο τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁγία Ἐκκλησία του. 

Ὁ π. Ἀλέξανδρος σύντομα προβιβάσθηκε στὴν θέσι τοῦ πρωθιερέως. 

Ἡ ἐπαναστατικὴ κίνησι τῆς «ζωντανῆς ἐκκλησίας» ξεκίνησε τὸ 1922 καὶ μέχρι τὸ 1923 εἶχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Χάρι στὴ δυναμικὴ ὑποστήριξι τῶν ἀθεϊστικῶν ἀρχῶν, οἱ περισσότερες ἐκκλησίες τῆς ἐπισκοπῆς Ivanovo συλήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἐπαναστάτες. Ὁ ἐπίσκοπος Ivanovo Ἱερόθεος Pomerantsev κάμφθηκε καὶ ἔγινε μέλος τῆς «ζωντανῆς ἐκκλησίας», ἐνῷ ὁ ἐπίσκοπος Κineshma Βασίλειος Preobrazhensky συνελήφθη ἀπὸ τὶς ἀρχές. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1923 οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς ἐπισκοπῆς Ivanovo συναντήθηκαν στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σκέπης καὶ ὁμοφώνως ἀποφάσισαν νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν πατριάρχη Τύχωνα τὸν πρωθιερέα Ἀλέξανδρο Belyaev ὡς ἀντικαταστάτη τῆς κενῆς ἐπισκοπικῆς θέσεως μέχρι τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἐπισκόπου Βασιλείου. Ὁ πατριάρχης Τύχων ἐνέκρινε τὸ ψήφισμα καὶ τὸν Σεπτέμβριο, κατόπιν μοναχικὴς κουρᾶς μὲ τὸ ὄνομα Αὐγουστῖνος, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ivanovo. 

Ὡς ἐπίσκοπος ἔδειξε ζῆλο νὰ φέρῃ εἰς πέρας ὅλες τὶς ἀρχιερατικές του ὑποχρεώσεις. Λειτουργοῦσε συχνὰ καὶ σὲ κάθε λειτουργία ἐκφωνοῦσε ἕνα ἐμπνευσμένο κήρυγμα. Οἱ κάτοικοι τὸν ἀγάπησαν καὶ εὐλογοῦσε ὅλους ὅσους τὸν πλησίαζαν. Πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ κάθε ἀκολουθία ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων τὸν προϋπαντοῦσε, πρᾶγμα ποὺ δὲν πέρασε ἀπαρατήρητο ἀπὸ τὶς Σοβιετικὲς ἀρχὲς καὶ ἀναπόφευκτα θὰ ὡδηγοῦσε στὴν τρίτη του σύλληψι καὶ φυλάκισι. 

[μετάφρασι· ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης]
Συνεχίζεται...
http://www.impantokratoros.gr/39315542.el.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου