Σελίδες

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Ἡ ἐκκλησία τῆς χήρας Ἀναστασίας. Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά. Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ

Ἡ ἐκκλησία τῆς χήρας Ἀναστασίας.
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά

 Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
 
Ἐδῶ καί χίλια περίπου χρόνια, ὁ βασιλεύς Νικηφόρος Βοτανειάτης τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1078-1081) ἵδρυσε μία ἐκκλησία, σχεδόν ὅσο τήν Ἁγία Σοφία. Ἡ εἴδησις γιά τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ ἔγινε πρίν ἀπό ἀρκετούς μῆνες γιά νά τό πληροφορηθοῦν ἐγκαίρως οἱ ἄνθρωποι, διότι τότε δέν εἶχαν αὐτοκίνητα, ἀεροπλάνα ἤ τραῖνα.
Ἡ μετάφορά τους γινόταν μέ καρότσες πού τίς τραβοῦσαν βόδια, ἄλογα καί γαϊδούρια, διότι τότε εἶχε ἀπό τά ζῶα αὐτά ὅλος ὁ κόσμος. Ἐταξίδευαν ἔτσι ἀρκετούς μῆνες γιά νά φθάσουν στόν προορισμό τους ἀπό τόσο μακριά. Ἔπαιρναν μαζί τους καί σανό γιά τά ζῶα τους. Εἱδοποιήθηκαν, λοιπόν, γιά τά ἐγκαίνια αὐτοῦ τοῦ νοῦ καί ἑτοιμάσθηκε κι ἕνας χῶρος ἀπέναντι ἀπό τήν ἐκκλησία γιά τήν διαμονή αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

Στά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς ἦλθαν πατριάρχες, 40 μητροπολίτες, χιλιάδες ἱερεῖς γι᾿ αὐτή τήν αὐτοκρατορική ἐκκλησία. Ἄρχισαν καί οἱ ἄνθρωποι νά ἔρχωνται κατά χιλιάδες μέ τά ζῶα τους. Μερικοί ἔφεραν χαλιά, ἄλλοι κεντήματα, ἄλλοι λάδι καί κρασί, ἄλλοι ἀλεύρι καί κεριά. Ὁ καθένας ἔφερε ὅ,τι ἠμποροῦσε.
Τότε ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολι μία γριά, ἡλικίας 93 ἐτῶν, ἡ ὁποία ὠνομαζόταν Ἀναστασία.

Ἦταν χήρα ἀπί 50 χρόνια καί μετέβαινε πάντοτε στήν ἐκκλησία νά προσευχηθῆ στόν Θεό. Κατοικοῦσε στήν ἄκρη τῆς πόλεως, ἀκριβῶς δίπλα στόν δρόμο ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν οἱ καρότσες μέ τά βόδια γιά τήν τελετή τῶν ἐγκαινίων τῆς ἐκκλησίας.
Ἀλλά ἦταν πολύ στενοχωρημένη. Ἔμενε σ᾿ ἕνα μικρό καλυβόσπιτο, δέν εἶχε χρήματα, δέν εἶχε λάδι, οὔτε ἀλεύρι γιά νά μεταφέρη κάτι κι αὐτή στήν ἐκκλησία. Εἶχε ὅμως ἕνα δρεπάνη καί μία ρόκα μέ τό μαλλί.
Αὐτή ἡ γυναῖκα ἦταν πτωχή ἀπό ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά πλούσια στήν πίστι της πρός τόν Χριστό. Τόν χειμῶνα ἔγνεθε καί ἔφτιαχνε κάποιο ροῦχο γιά τούς ἀνθρώπους, ἐνῶ  τό καλοκαίρι ἐπήγαινε μέ τό δρεπάνι στά σπαρτά καί ἐδούλευε σ᾿ αὐτούς πού εἶχαν νά θερίσουν ἤ συγκέντρωνε τά στάχυα πίσω ἀπό τούς θεριστάδες. Ἔβαζε κατόπιν στάχυα ἐπάνω σ᾿ ἕνα σεντόνι χοντρό, τά κτυποῦσε καί ἔπαιρνε λίγο καρπό. Ἔτσι λίγο-λίγο ἐδούλευε καί ἔβγαζε ἕνα σακκί σιτάρι γιά τόν ἑαυτόν της. Ἔτσι ζοῦσε ἡ πτωχειά χήρα Ἀναστασία!
Περνῶντας ἀπέξω ἀπό τό σπιτάκι της οἱ καρότσες μέ τόν κόσμο γιά τήν γιορτή, μερικές ἦταν φορτωμένες ἀπό τρόφιμα. Ἕβλεπε ὅμως ὅτι ἄλλες δέν εἶχαν πολλά πράγματα, οὔτε καί πολύ σανό γιά τά ζῶα. Τί σκέφθηκε ἡ καϋμένη!  «Χρήματα δέν ἔχω, χαλάκια δέν ἔχω, λάδι δέν ἔχω, τίποτε δέν ἔχω. Θά πάω κι ἐγώ ἕνα δεμάτι χόρτο γιά τά ζῶα τους»!  Ἐπῆρε τό δρεπάνι κι ἕνα σχοινί, ἀλλά δέν ἤξερε ποῦ νά πάη γιά νά κόψη τό χορτάρι, διότι δέν εἶχε δικό της χωράφι. Ποῦ νά κόψη λοιπόν γιά νά μή βλάψη κανέναν!  Ἐπῆγε στό σύνορο μεταξύ δύο χωραφιῶν. Ἐκεῖ ἐβλάστανε ἕνα εἶδος χόρτου, πού ὠνομαζόταν ἀγρόπυρο, τό ὁποῖον μάλιστα ἐμπόδιζε καί τήν συγκομιδή τῶν σπαρτῶν.
Ἔκοψε ἡ γιαγιά μία ἀγκαλιά χορτάρι, τό ἔδεσε σάν ἕνα μικρό φορτίο καί ἐπῆγε στήν ἐκκλησία. Ἐκεῖ εἶχαν συγκεντρωθῆ χιλιάδες καρότσες καί τά βόδια τά εἶχαν ἀφήσει ἐλεύθερα. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἔφεραν στά χέρια τους λάδι καί ἀλεύρι. Τότε ἀκριβῶς εἶδε ἡ γιαγιά ἕνα ζευγάρι βόδια τά ὁποῖα εἶχαν φάει τόν δικό τους σανό. Δέν εἶχαν πλέον ἄλλο τίποτε καί ἐκύτταζαν μέ βλέμμα περιπλανόμενο, ἐάν κάποιος θά τούς ἔφερνε ἄλλη τροφή, ἀλλά κανείς δέν ἐρχόταν.
Ἡ γιαγιά Ἀναστασία ἔλυσε τό δέμα της, τό κατέβασε ἀπό τήν ὠμοπλάτη της καί τό ἔδωσε στά βόδια. Καί εἶπε: «Κύριε, δέξαι τό χιρόβολο αὐτό ἀπό χόρτα, διότι δέν εἶχα τί νά φέρω στά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας καί συγχώρεσέ με διότι δέν τό ἔκοψα ἀπό τό δικό μου τό χωράφι!» Καί κλαίγοντας ἐπήγαινε στήν ἐκκλησία, ἀφοῦ πρίν εἶχε δώσει τό χορτάρι στά βόδια.


Ὅταν εἶδε τόσο κόσμο καί τόσα ἀφιερώματα, διότι ἡ ἐκκλησία ἦταν στολισμένη σάν νύμφη μέ τά πολλά δῶρα καί τά στολίδια της, ἐπῆγε στίς εἰκόνες, τελευταία ἀπό τίς ἄλλες γυναῖκες, νά προσκυνήση. Γριά πονεμένη μέ πρόσωπο χαραγμένο ἀπό τά γεράματα, μέ ἕνα παλιό μαῦρο μαντήλι στό κεφάλι, μέ τσαρούχια στά καλαμένια πόδια της, καμπουριασμένη, νά πῶς προσευχόταν στόν Θεό:
-Κύριε, συγχώρεσέ με, διότι δέν ἔφερα κανένα δῶρο στήν ἐκκλησία σου!  Δέν ἔχω τίποτε. Ὁ βασιλεύς εἶναι βασιλεύς καί στήν γῆ καί θά εἶναι καί στόν οὐρανό! Ἀλλά ἐγώ, ἡ πτωχή, δέν εἶχα χρήματα, δέν εἶχα νά φέρω κάτι...
Προσευχόταν μέ δάκρυα.
Ἦλθε καί ὁ βασιλεύς Νικηφόρος Βοτανειάτης μέ τήν συνοδία του, μέ τούς σωματοφύλακές του μέ ὅλη τήν βασιλική ἀκολουθία. Στό κεφάλι του φοροῦσε τό χρυσό στέμμα του, τό ὁποῖον λαμποκοποῦσε ἀπό τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καί ἦταν ἐνδεδυμένος μέ κόκκινα βασιλικά ροῦχα καί μέ χλαμύδα.
Τώρα ἀνέβαινε τά σκαλιά. Πρίν νά μπῆ στήν ἐκκλησία, ὁ πρωτοσπαθάριος τοῦ βασιλέως, πού ἐκαλεῖτο Πέτρος, τοῦ ἔδειξε τήν ἐπιγραφή πού ἦταν πάνω ἀπό τήν πόρτα εἰσόδου: «Μεγαλειότατε, προσέξτε τήν ἐπιγραφή. Σᾶς ἀρέσει;» Εἴδατε σέ ἐκκλησίες, σέ μοναστήρια, σέ ἱστορικά μνημεῖα ὅτι γράφονται οἱ κτήτορές τους πάνω ἀπό τίς εἰσόδους τῶν θυρῶν τους.
Ἦταν μία μεγάλη μαρμάρινη πλάκα, ὅπου εἶχαν γραφτῆ τά ἑξῆς μέ χρυσᾶ γράμματα: Στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἵδρυσα αὐτήν τήν ἁγία ἐκκλησία μέ ἔξοδά μου, ἐγώ ὁ βασιλεύς Νικηφόρος Βοτανειάτης». Καί ὁ πρωτοσπαθάριός του, τόν ἐρώτησε: «Σᾶς ἀρέσει;»
-Πάρα πολύ. Τοῦ ἄρεσε πολύ ἡ ἐπιγραφή.
Καί εἰσῆλθαν στήν ἐκκλησία ὁ βασιλεύς μέ πολλούς στρατηγούς γιά νά ἰδοῦν πῶς στολίσθηκε ἡ ἐκκλησία γιά τά ἐγκαίνιά της τήν ἑπόμενη ἡμέρα. Εἶχαν ἁγιογραφηθῆ ὡραῖες εἰκονογραφίες, εἶχαν τοποθετηθῆ ἐπίχρυσες εἰκόνες, ὡραῖα κουρτινάκια, χρυσᾶ  καλύμματα, πολυκάνδηλα, κιβώτια, ἱερά ποτήρια, Εὐαγγέλια καί ὅτι, ἄλλο ἦταν ἀπαραίτητο.
Ἡ γιαγιά Ἀναστασία, ἡ ὁποία ἔφερε σάν δῶρο ἕνα δεμάτι χόρτα ἦταν ἐκεῖ καί ἔκλαιγε μπροστά στίς εἰκόνες.
Τήν στιγμή ἐκείνη ἄγγελος Κυρίου ἄλλαξε τήν ἐπιγραφή τοῦ βασιλέως. Ἔγραψε πολύ πιό ὡραία καί μέ χρυσᾶ γράμματα: «Εἰς δόξαν τῆς Παναγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἵδρυσα αὐτή τήν ἱερά ἐκκλησία μέ ὅλα τά ἔξοδά μου, ἐγώ ἡ χήρα Ἀναστασία».
Οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά διαβάζουν:
-Τί γράφει ἐκεῖ ἐπάνω στήν ἐπγραφή;
Τί γράφει;
-Κυττᾶξτε, ὅτι μία γυναῖκα ἵδρυσε τήν ἐκκλησία!
-Ἀλλά πρίν, ὅταν μπῆκε μέσα ὁ βασιλεύς ἦταν γραμμένο τό ὄνομά του!
-Ἀλλοίμονο, ἐάν τό ἀκούσει καί τό ἰδῆ ὁ βασιλεύς!
Ἡ σκάλα εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν ἐκκλησία καί δέν μποροῦσε κανείς νά εἰπῆ ὅτι κάποιος ἀνέβηκε καί ἄλλαξε κάτι ἀπό τήν ἐπιγραφή.
-Ἄλλωστε μόλις τώρα μπῆκε ὁ βασιλεύς στήν ἐκκλησία καί τήν ἐδιάβασε. Ποιός ἠμποροῦσε τόσο γρήγορα νά ἀλλάξη τά λόγια; Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο θαῦμα!
Οἱ ἄνθρωποι πού εἶδαν αὐτό τό θαῦμα ἐφοβοῦντο νά τό εἰποῦνε στόν βασιλέα καί ἐπῆγαν στόν βοηθό του,  τόν Πέτρο, δηλ. θά ἐλέγαμε σήμερα στόν ὑπουργό τῶν ἐσωτερικῶν.
-Κύτταξε, ἐξοχώτατε, τί μεγάλο θαῦμα συνέβη ἐκεῖ ἐπάνω! Κύτταξε τί εἶναι γραμμένο στήν ἐπιγραφή!
-Νά ἰδοῦμε καλλίτερα. Ναί, μᾶλλον ἔχετε δίκαιο. Εἶναι μεγάλο θαῦμα! Περιμένετε νά καλέσω τόν βασιλέα! Ἡ Μεγαλειότης σας ἠμπορεῖτε νά ἔλθετε μέχρι τόν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας;
Ὁ βασιλεύς ὑπήκουσε, διότι εἶχε ἐμπιστοσύνη στόν μεγάλο αὐτόν σύμβουλόν του.
Ἐπῆγε ἐκεῖ κοντά. Ὅταν τό ἀντίκρυσε τό θαῦμα αὐτό, ἔμεινε ἔκθαμβος:
-Μά, μόλις πρίν λίγα λεπτά ἐμπήκαμε στήν ἐκκλησία καί ἡ ἐπιγραφή εἶχε τό ὄνομά μου! Τί συμβαίνει;
-Πιστεύω ὅτι ἦταν δικό σου τό ὄνομα, ὦ βασιλεῦ. Ὅλος ὁ κόσμος τό ξέρει. Ἀλλά κύτταξε τί εἶναι γραμμένο τώρα!
-Ἀλλοίμονο σέ μένα τόν ἁμαρτωλό! Ἐδῶ εἶναι ἕνα μεγάλο θαῦμα! Κανένας δέν ἠμποροῦσε νά τό κάνη αὐτό, παρά μόνον ὁ Θεός! Ἔχασα τήν εὐλογία τῆς ἐκκλησίας, διότι τήν ἵδρυσα μέ ὑπερηφάνεια! Καί ὁ Θεός τήν ἔδωσε σέ κάποια χήρα γυναῖκα!
Συγκέντρωσε τούς αὐλικούς καί συμβούλους του καί τούς εἶπε:
-Δέν θά γίνουν τά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας μέχρι νά μάθουμε ποιά εἶναι αὐτή ἡ χήρα Ἀναστασία! Ὅταν τήν βροῦμε, τότε θά ἁγιασθῆ ὁ ναός στό ὄνομα ἐκείνης, διότι σ᾿ αὐτήν τήν ἔδωσε τήν ἐκκλησία ὁ Θεός, διότι εἶναι ἀνώτερη καί μεγαλύτερη ἀπό μένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἔδωσε διαταγή νά σταλῆ μήνυμα σέ ὅλη τήν αὐτοκρατορία του καί νά ἀναζητηθῆ ἡ χήρα Ἀναστασία.
Ἀλλά ὁ Θεός, ὅταν θέλει νά ἀποκαλύψη ἕνα πρᾶγμα γρήγορα, τό ἀπεκάλυψε σέ μιά ἄλλη χήρα, ἡ ὁποία ἔμοιαζε μέ τήν Ἀναστασία καί εὑρισκόταν ἀνάμεσα στόν κόσμο.
-Γιατί ἐρωτᾶτε;
-Ζητοῦμε τήν χήρα Ἀναστασία, τήν τάδε, τήν ὁποία γυρεύει ὁ βασιλεύς.
-Τήν χήρα Ἀναστασία ἐγώ τήν γνωρίζω! Μένει στήν ἄκρη τῆς πόλεώς μας σ᾿ ἕνα καλυβόσπιτο.
-Ἀλήθεια, γιαγιά; Ἄϊντε, πᾶμε νά πληροφορήσης καί τόν βασιλέα.
-Καί εἶπε στόν βασιλέα τόν τόπο, ὅπου εὑρισκόταν ἡ χήρα Ἀναστασία. Ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες μέ τ᾿ ἄλογά τους νά τήν ἀναζητήσουν καί νά τήν φέρουν στήν ἐκκλησία.
-Κρυφθῆτε καί μήν τήν τρομάξετε. Νά τῆς πῆτε ὅτι ὁ βασιλεύς δίνει στά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς χῆρες ἀπό ἕνα ὡραῖο σκεῦος. Νά μή φοβηθῆ καί νά ἔλθη κι αὐτή νά πάρη τό δῶρο της. Αὐτά τούς εἶπε ὁ βασιλεύς.
Ἡ ἀποστολή τῶν καβαλλαρέων στρατιωτῶν πραγματοποιήθηκε. Ἔφθασαν γρήγορα στήν ἄκρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἀναζητοῦσαν.
Ἐκεῖ συνάντησαν μερικά παιδιά, τά ὁποῖα ἔπαιζαν μέ τούς κύκλους.
-Ἔε, παιδιά, δέν γνωρίζετε ἐδῶ, ποῦ μένει ἡ γιαγιά Ἀναστασία;
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα, τούς εἶπε:
-Ἡ γιαγιά Ἀναστασία μένει ἐκεῖ στόν κῆπο.
Τώρα εἶναι στό σπίτι;
-Ὄχι δέν εἶναι. Ἐπῆγε μ᾿ ἕνα δεμάτι χόρτα στήν πλάτη της ἐκεῖ στήν ἐμποροπανήγυρι.
Τά παιδιά δέν ἤξεραν ὅτι ἐκεῖ θά γινόταν τά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας. Ἐνόμιζαν ὅτι θά γίνη ἐμποροπανήγυρις.
-Ἄς ἰδοῦμε πρῶτα, μήπως εἶναι στό σπίτι της.
Ἔφθασαν ἐκεῖ στήν πόρτα του καλυβιοῦ της καί τί νά ἰδοῦν! Τί κλειδωνιές καί μάνδαλοι ἦταν ἐκεῖ! Αὐτή πού δέν εἶχε τίποτε μέσα, ἦταν τόσο φοβισμένη καί εἶχε τόσες κλειδωνιές καί σύρτες! Αὐτά ἦταν σημεῖο ὅτι ἡ γιαγιά δέν ἦταν μέσα. Παρότι δέν εἶχε κάτι νά τῆς κλέψουν, εἶχε κλειδωμένο τό καλυβάκι της μέ τόσες κλειδωνιές! Κατάλαβαν ὅτι εὑρισκόταν στά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας.
Ἐπέστρεψαν οἱ στρατιῶτες καί ἔδωσαν ἀναφορά στόν  βασιλέα:
-Μεγαλειότατε, προσκυνοῦμεν. Εὑρήκαμε τό καλυβάκι της στήν ἄκρη τῆς πόλεως. Τά παιδιά μᾶς εἶπαν ὅτι ἡ γιαγιά Ἀναστασία εἶναι ἐδῶ ἀνάμεσα στόν κόσμο. Τότε ὁ βασιλεύς τούς εἶπε:
-Ἐάν τήν εὕρωμεν θά εἶναι μεγάλο θαῦμα αὐτό γιά ἐμᾶς!

Ἡ χήρα ἐκείνη γυναῖκα, ἡ ὁποία ὑπέδειξε τό σπίτι τῆς Ἀναστασίας, συγκέντρωσε κοντά της κἄπου 15 γυναῖκες καί τούς εἶπε: «Ἀναζητοῦμε τήν κουμπάρα Ἀναστασία, τήν θέλει ὁ βασιλεύς». Αὐτές τήν ἀνεζήτησαν μέσα στόν κόσμο καί μία γυναῖκα ἦλθε καί εἶπε στίς ἄλλες τά ἑξῆς: «Ἡ γιαγιά Ἀναστασία προσεύχεται ἐκεῖ μπροστά στίς εἰκόνες».
Τότε τήν ἐπῆραν καί τήν μετέφεραν στόν βασιλέα.
-Ἀλοίμονο σέ μένα. Φοβοῦμαι τί μέ θέλει;
Σιώπα, τῆς εἶπαν οἱ ἄλλες, θέλει νά μᾶς δώση ἕνα δῶρο.
Καί συγκεντρώθηκαν μπροστά στόν βασιλέα κἄπου 30 χῆρες. Ἡ χήρα Ἀναστασία ἦταν ἀνάμεσα στίς ἄλλες. Ὁ βασιλεύς καθόταν στόν θρόνο του μέ τό χρυσό στέμμα στό κεφάλι του καί γύρω του ἡ βασίλισσα, οἱ στρατηγοί του καί οἱ ἄχοντες τῆς Χώρας.
Τότε μία γυναῖκα τούς εἶπε: «Αὐτή ἡ μικρούτσικη γιαγιά πού εἶναι στό μέσον καί ἔχει κατεβασμένο τό κεφάλι της. Αὐτή εἶναι ἡ χήρα Ἀναστασία.
Ὁ βασιλεύς ἔβγαλε τό στέμμα του καί τό κρατοῦσε στά γόνατά του.
Ἡ χήρα Ἀναστασία ἦλθε κοντά του φοβισμένη, ἀλλά ὁ βασιλεύς τῆς εἶπε:
-Μή φοβᾶσαι, γιαγιά. Πῶς ὀνομάζεσαι;
-Ἀναστασία.
Μή φοβᾶσαι, διότι ἀξιώθηκες μεγάλης τιμῆς ἀπό τίν Θεό! Τί δῶρο ἔφερες τό πρωΐ στήν ἐκκλησία;
-Δέν ἔφερα κανένα δῶρο, Μεγαλειότατε, διότι εἶμαι φτωχειά.
Αὐτή δέν ἐθεωροῦσε ποτέ ὅτι ἕνα δεμάτι χόρτο γιά τά βόδια εἶναι δῶρο στόν Θεό!
-Γιαγιά Ἀναστασία, ἔφερες ἕνα μεγάλο δῶρο στήν ἐκκλησία. Ἔφερες ἕνα δεμάτι χόρτα μέ τό ὁποῖον μοῦ ἐπῆρες τήν ἐκκλησία μου!
-Ναί, ἔφερα, ἀλλά δέν τό θεωρῶ ἀφιέρωμα στόν Θεό, διότι τό ἔκοψα ἀπό τά σύνορα τοῦ χωραφιοῦ ἑνός ἀνθρώπου.
Ἐθεωροῦσε ὅτι καί τό χόρτο πού ἔφερε δέν εἶναι ἀπό δικό της χωράφι!
-Γιαγιά Ἀναστασία, τό χειρόβολο τῶν χόρτων πού ἔφερες ἀξίζει περισσότερο ἀπό τά ἑκατομμύρια χρήματα τά ὁποῖα ἐξώδευσα γιά τήν ἵδρυσι αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας!
Αὐτή φοβήθηκε ὅτι ὁ βασιλεύς θά διατάξη τώρα νά τήν τιμωρήσουν.
-Τήν ἐκκλησία πού ἔκτισα μέ τόσες δαπάνες δέν εἶναι πλέον κτισμένη ἀπό μένα καί ἀπό τά χρήματα τοῦ βασιλείου μου, ἀλλά ἀπό σένα γιαγιά. Ἰδού τό ὄνομά σου εἶναι γραμμένο στήν ἐπιγραφή! Μετά εἶπε ὁ βασιλεύς:
-Πάρτε αὐτή τήν γιαγιά μέ σεβασμό καί νά τήν τοποθετήσετε δίπλα μου. Ἀπό σήμερα αὐτή θά εἶναι ἡ μητέρα μου. Χάρηκα πολύ πού τήν  βρῆκα!
Τήν ἐπῆγαν στό μέρος πού ἦταν ἡ ἐπιγραφή καί ἕνας ὑπηρέτης ἐδιάβασε τήν ἐπιγραφή. Ἡ ἴδια δέν ἤξερε νά διαβάζη. Ὅμως ἄκουσε τί ἔγραφε.
Ἡ γιαγιά διαμαρτυρήθηκε καί εἶπε: «Ἐγώ δέν ἔγραψα ἐκεῖ τό ὄνομά μου». Φοβήθηκε ὅτι θά τήν ἐνοχοποιήσουν.
-Μή φοβᾶσαι, γιαγιά Ἀναστασία, ἄγγελος Κυρίου ἔγραψε ἐκεῖ τό ὄνομά σου. Τό δεμάτι μέ τά χόρτα ἦταν ἀνώτερο καί πολυτιμώτερο ἀπ᾿ ὅλα τά θησαυροφυλάκια πού ἐγώ ἄνοιξα γιά νά κτίσω τήν ἐκκλησία αὐτή. Ὁ Θεός λοιπόν ἤθελε νά γραφῆ τό ὄνομά σου στήν ἐπιγραφή καί νά μείνη  ἐκεῖ στόν ἅπαντα αἰῶνα.
Αὐτή ἡ καημένη, ἐξεπλάγη καί δέν μιλοῦσε καθόλου. Ὅλοι ἐθάυμαζαν κι ἔλεγαν: «Μέγα θαῦμα αὐτό».
Τήν δεύτερη ἡμέρα οἱ πατριάρχες καί ὅλος ὁ κλῆρος ἐτέλεσαν τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ, πού ἐπῆρε τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας.
Ὅταν ἐκοιμήθη ἡ ὁσία αὐτή γιαγιά Ἀναστασία, ὁ βασιλεύς διέταξε καί τήν ἔθαψαν μέσα στό Ἅγιο Βῆμα μέ τήν ἑξῆς ἐπιγραφή: «Ἐδῶ ἡ ἐκκλησία πού κτίσθηκε μέ θέλημα Θεοῦ, ἀφιερώθηκε διά θαύματος στήν χήρα Ἀναστασία, ἡ ὁποία εἶναι θαμμένη ἐδῶ».
Ὁ Θεός ἐδόξασε τήν Ἀναστασία, γιά τήν πολλήν της ταπείνωσι καί ἐπῆγε χορτάρι στήν ἐκκλησία γιά τά ζῶα, διότι δέν εἶχε τίποτε ἄλλο νά χαρίση στόν Θεό!
Θέλω νά εἰπῶ κι ἐγώ τά ἑξῆς γιά τήν ἐλεημοσύνη: Ὅταν, ἄνθρωπέ μου, δέν μπορεῖς νά κάνης κάτι μεγάλο, πρόσφερε τό μικρό, ὅ,τι ἔχεις. Ἡ ἐλεημοσύνη ἑνωμένη μέ τήν ταπείνωσι ἀνεβαίνει σάν φλόγα πυρός ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος λέγει: «Ὁ Θεός δέν βλέπει τήν ποσότητα τοῦ δώρου πού προσφέρουμε στόν ἄλλον, ἀλλά τήν διάθεσι μέ τήν ὁποία τό προσφέρουμε». Ἔστω κι ἄν δώσης ἕνα μικρό δῶρο, ἀλλά μέ ταπείνωσι καί μέ τήν σκέψι ὅτι θέλεις, ἀλλά δέν μπορεῖς νά δώσης κάτι περισσότερο, αὐτό εἶναι ἀληθινή ἐλεημοσύνη».
 

Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
 
 
Ευχαριστούμε τον πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη και τον γέροντα της Μονής Οσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη για την ευλογία και την άδεια δημοσίευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου