Σελίδες

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Πῶς ἔγινε ἡ μεγάλη ἀλλαγή. Μέρος Β'. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Οἱ γονεῖς καὶ τὰ παιδικὰ ἔτη.

 Πῶς ἔγινε ἡ μεγάλη ἀλλαγή 
Οἱ γονεῖς καὶ τὰ παιδικὰ ἔτη. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Ἤτανε ἡ μεγάλη ὥρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, μονοκράτορας πλέον, ἀπόλυτος ἄρχοντας Ἀνατολῆς καί Δύσης, πῆρε ὁριστικά τήν Ἐκκλησία ἀπό τίς κατακόμβες καί τήν ἔστησε, ἐλεύθερη τώρα, στό κέντρο τῆς κοινωνίας.  Κάτι περισσότερο.
 Ἀπό διωκόμενη πού ἦταν τήν ἔκανε εὐνοούμενη τοῦ ἰσχυροῦ καί ἀπέραντου ρωμαϊκοῦ κράτους.  Ζοῦσε, λοιπόν, ἡ μαρτυρική Ἐκκλησία ἕνα πανηγύρι, πού δέν τό καλοπίστευε. Ἀνάπνεε τόν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας καί τό δημιουργικό της ἔργο ἔγινε πελώριο.
Δέν μποροῦσε, τίς ὧρες αὐτές τῆς χαρᾶς καί τῆς δοξολογίας, νά φανταστεῖ πόση δοκιμασία καί πίκρα γεννιόταν μέ τή νέα τούτη κατάσταση.  Καί δέν ἄργησε καθόλου.  Γεννήθηκε μιά φοβερή αἵρεση.  Τήν εἶχε κιόλας, τό 318 στήν Ἀλεξάνδρεια, κηρύξει ὁ Ἄρειος.
Τώρα, μέ τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία ἀπό τό 324, ἁπλώθηκε πολύ καί ζήταγε νά νοθεύσει τήν πίστη καί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἄνδρες ἱεροί, ὁμολογητές ἀπό τούς παλιούς διωγμούς καί γνήσιοι φορεῖς τῆς Παράδοσης, φύλαγαν καλά τίς Θερμοπῦλες. Ὕψωναν φωνή κι ἔδειχναν ὅτι μέ τή διδασκαλία του ὁ Ἄρειος ὀπισθοδρομοῦσε.  Μίκραινε τή μεγαλωσύνη τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἔκανε λίγο-πολύ ἠθικοφιλολογική σχολή.  Δέν ἐμπλούτιζε τήν ἱερή ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τῆς ἔκοβε τά νεῦρα. Ὁ κίνδυνος ἤτανε μεγάλος.

Κινήθηκαν λοιπόν ὅσοι ἐπίσκοποι εἶχαν τίς πρῶτες εὐθῦνες πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις.  Φτάσανε καί στό Μ. Κωνσταντίνο, πού τότε στίς ἀρχές τῆς ἐξουσίας του, σεβόταν ἐξαιρετικά καί συμβουλευόταν τό πιό σεβαστό πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας τότε: τόν Ὅσιο Κορδούης.
Ἦταν ἤδη μεγάλης ἡλικίας, εἶχε ζήσει διωγμούς καί κατατρεγμούς, στάθηκε πάντα ὄρθιος καί οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας τόν τιμοῦσαν ὡς πατριάρχη καί Μωυσή. Στήν Cordoba (Κορδούη) τῆς Ἱσπανίας ἦταν ἐπίσκοπος.
Ἐκεῖ τόν γνώρισε ὁ Μ. Κωνσταντίνος καί γιά μερικά χρόνια ἄκουγε τή γνώμη του μ’ εὐλάβεια.  Τόν Ὅσιο Κορδούης ἀποφάσισε ὁ Κωνσταντίνος κι ἔστειλε, πρός τό τέλος τοῦ 324, στήν Ἀνατολή.  Νά δεῖ ποιά ἦταν ἡ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας, τί γίνεται μέ τήν ὑπόθεση τοῦ Ἀρείου κι ἄν χρειασθεῖ νά κινηθεῖ διαδικασία γιά Σύνοδο τῶν ἐπισκόπων γενική, καθώς ἤδη ζητοῦσαν ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς.
Ὁ Ὅσιος ταξίδεψε στήν Ἀνατολή, Μικρασία, Συρία (Ἀντιόχεια) καί Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ γνώρισε μεγάλες κεφαλές τῆς Ἐκκλησίας.
Γνώρισε π.χ. τόν Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας, παλιό γέροντα θαυμαστῆς ἀρετῆς μά λίγης θεολογίας.  Εἶχε πλησίον του ὅμως ἕνα διάκο, πού τόν ἔλεγαν Ἀθανάσιο, εἰκοσιεννέα ἐτών. Ὁ γερο-Ὅσιος εἶδε στό μέτωπο καί στό βλέμμα τοῦ διάκου αὐτοῦ ἀδιόρατο φῶς, κάτι μεγάλο πού δέν τό καταλάβαινε, ἀλλά πού τοῦ γέμιζε τήν ψυχή καί τόν εἰρήνευε.
Ἀκόμη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου τότε ἀκριβῶς ἔγινε σύνοδος γιά τό θέμα τοῦ Ἀρείου, γνώρισε πολλούς καί μάλιστα τόν Εὐστάθιο, ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας. Πρώτη του φορά μιλοῦσε μέ σπουδαίους θεολόγους καί οἱ ἐλπίδες του ὅτι ὅλα στήν Ἐκκλησία θά πᾶνε καλά φούντωναν.
Τότε ἀποφασίστηκε νά γίνει ἡ μεγάλη Σύνοδος, γιά τό 325. Στήν ἀρχή εἶπαν νά γίνει στήν Ἄγκυρα τῆς Μικρασίας. Ἔπειτα, γιά νά διευκολυνθοῦν περισσότεροι ἐπίσκοποι, σκέφθηκαν τή Νίκαια, πρός τήν Προποντίδα, λίγα χιλιόμετρα ἀπό τό κόλπο τῆς Νικομήδειας.
Οἱ ἐπίσκοποι ὅλοι πῆραν τό μήνυμα μέ τό αὐτοκρατορικό ταχυδρομεῖο κι ἑτοιμάζονταν νά εἶναι στή Νίκαια, τό Μάιο του 325.
Ἀκριβῶς τήν ἐποχή τούτη, ὁ ὑψιστάριος Γρηγόριος, πού λάτρευε τό ὕψιστο ὄν μέ φλόγες καί φωτιές, εἶδε ὄνειρο σημαδιακό.
Βέβαια, ὅσο περνοῦσαν τά χρόνια ὁ Γρηγόριος δέν ἤταννε ἀπόλυτος στίς ἀπόψεις του.
Δέν ἀντιδροῦσε, ὅταν ἡ Νόννα τοῦ ἔλεγε νά διαβάζει τούς Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ. Ἀλλά καί δέν ὑποχωροῦσε, δέ διάβαζε τούς Ψαλμούς.  Καί τώρα συνέβη τό ἑξῆς θαυμαστό.  Νύχτα. Ὁ Γρηγόριος ξύπνησε μέ συναισθήματα παράξενα. Ἡ Νόννα κάτι κατάλαβε καί ἀνασηκώθηκε στό κρεββάτι.  Τότε ὁ Γρηγόριος, μέ ἤρεμη φωνή τῆς διηγήθηκε:
-Περίεργο, Νόννα.  Ξέρεις, εἶδα πώς ἔψελνα τοῦ Δαβίδ. Ἔψελνα, λέει, τό ‟εὐχαριστήθηκα γιά τό λόγο πού μοῦ εἶπαν· ἄς πᾶμε στόν οἶκο τοῦ Κυρίου’’(Ψαλμ.121, 1). Ἦταν ὡραία ψαλμωδία καί.... πῶς νὰ τὸ πῶ... κάπως μέ γλύκανε. Τήν ἀγάπησα.
Ἡ Νόννα εἶχε μπροστά της τό θαῦμα. Ὁ Θεός ἄκουσε τίς πολλές παρακλήσεις της. Πείσθηκε ὅτι ὁ ἀγαπημένος της Γρηγόριος, ἔστω καί πενηντάρης, δέχτηκε τή θεία χάρη.  Καί ἄρχισε ἀμέσως.  Τώρα πού ὁ Γρηγόριος ἔνιωθε ἀκόμα στήν καρδιά του τή θέρμη τῆς χάρης:
-Αὔριο κιόλας, αὔριο, Γρηγόριέ μου, νά πᾶμε στόν ἱερέα, νά ἐγγραφεῖς, ἀγαπημένε μου, στούς κατηχουμένους, στήν Ἐκκλησία... Εἶδες, εἶδες, Γρηγόριε, πόσο σ’ ἀγαπάει ὁ Θεός!  Σηκώθηκε ἡ Νόννα, πῆγε στό διπλανό δωματιάκι, πού τό εἶχε σάν παρεκκλήσι, καί ἄρχισε δοξολογικές τώρα κι εὐχαριστήριες γονυκλισίες.
Τό πρωί κίνησαν μαζί γιά τό ναό.  Συνάντησαν τόν ἱερέα, μίλησαν μαζί του κι ὅλα θά παίρνανε το δρόμο, πού θά κατέληγε στό βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου.  Μαζί του βέβαια θά ἦταν κι ἄλλοι κατηχούμενοι. Ὁ καθένας μέ διαφορετικό τρόπο, ὁ καθένας ἐρχόταν ἀπό δικό του δρόμο στήν Ἐκκλησία.
Καί νά πού τίς μέρες αὐτές, χωρίς νά ἔχει προηγηθεῖ μακρά καί πλήρης κατήχηση, ὁ ἱερέας εἰδοποίησε τούς κατηχουμένους νά ἔλθουν ὅλοι τήν τάδε μέρα, τήν τάδε ὥρα στό ναό. Ἦταν ἡμέρα ὑποδοχῆς τῶν ἐπισκόπων, πού πήγαιναν στή Νίκαια, ὅπου θά γινόταν ἡ μεγάλη Σύνοδος.
Ἐπικεφαλής τους ὁ Λεόντιος, Μητροπολίτης τῆς μεγάλης καί ξακουστῆς Καισάρειας τῆς Καππαδοκίας. Ἡ πόλη τούτη ἦταν τό πολιτικό, ἐκκλησιαστικό, οἰκονομικό καί πνευματικό κέντρο τῆς διοικήσεως τοῦ Πόντου (ἤ Ποντιανῆς), πού περιλάμβανε μεγάλο μέρος τῆς Μικρασίας.
Ὁ Λεόντιος, λοιπόν, ἔκρινε σκόπιμο, ἀφήνοντας τήν Καισάρεια, νά περάσει ἀπ’ ὅσα ἐκκλησιαστικά κέντρα μποροῦσε. Ἀπό αὐτά δηλαδή, γιά τά ὁποῖα εἶχε τήν ποιμαντική εὐθύνη καί λίγο-πολύ βρίσκονταν στο δρόμο του ἤ δέν ἀπαιτοῦσαν μεγάλες ἀλλαξοδρομήσεις.

Οἱ χριστιανοί τῆς Ναζιανζοῦ ἦσαν ὅλοι μέσα κι ἔξω ἀπό τό ναό, γιά νά πάρουν τήν εὐλογία τῶν ἐπισκόπων καί νά τούς εὐχηθοῦν ἐπιτυχία στή Σύνοδο.  Καί οἱ κατηχούμενοι τῆς περιοχῆς, ἐπίσης ἐκεί. Ἔτυχε ἡ πόλη νά μήν ἔχει τότε ἐπίσκοπο.
Γι’ αὐτό οἱ ἱερεῖς ζήτησαν ἀπό τό Λεόντιο, στόν ὁποῖο ἐκκλησιαστικά ὑπάγονταν, νά διαβάσει ἐκεῖνος τήν εἰδική εὐχή γιά τούς κατηχουμένους.
Ἦταν ὡραία εὐκαιρία καί ὁ Λεόντιος προχώρησε.  Στάθηκαν ἐνώπιόν του οἱ κατηχούμενοι –μαζί καί ὁ πρώην ὑψιστάριος Γρηγόριος, ὁ συγκλητικός τῆς Ναζιανζοῦ, τό πιό ἐπίσημο πρόσωπο μεταξύ τῶν κατηχουμένων.
Ὅλοι ἔκλιναν ἐλαφρά τήν κεφαλή γιά νά τούς διαβασθεῖ ἀπό τόν ἱερό ἄνδρα ἡ εὐχή.
Ὁ Γρηγόριος ὅμως, ἀντί νά κλίνει ἁπλῶς τήν κεφαλή, γονάτισε καί δέχτηκε τούς εἰδικούς λόγους τῆς εὐχῆς γονατιστός.  Τό ἔκανε ἀπό ἄγνοια;
Ὅλοι γνώριζαν ὅτι γονατιστοί ἀκοῦνε τίς εὐχές οἱ ὑποψήφιοι ἱερεῖς καί ὄχι οἱ κατηχούμενοι. Γι’ αὐτό, καθώς βεβαιώνει ὁ γιός του Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πολλοί ἀπό τούς παρόντες προεῖπαν ὅτι ὁ συγκλητικός Γρηγόριος θά γίνει ἱερέας.
 Ἑρμήνευσαν τήν γονυκλισία, πού γι’ αὐτούς ἔγινε ἀπό ἄγνοια, σημάδι τῆς ἱερωσύνης, πού ἀργότερα θά λάβαινε ὁ Γρηγόριος.  Καί δέν ἔπεσαν ἔξω οἱ «προφῆτες».  Σέ λίγα χρόνια –τρία ὥς τέσσερα τό πολύ- ὁ Γρηγόριος ἔλαβε καί τήν ἱερωσύνη, δηλαδή τό 328/9.

Στό σημάδι τοῦτο τῆς γονυκλισίας προστέθηκε ἄλλο· πραγματικό θαῦμα, γιά τό ὁποῖο ὑπῆρξαν πολλοί μάρτυρες. Ἦταν ἡ στιγμή τῆς βάπτισης τοῦ Γρηγορίου.  Ἀπό τήν εὐχή τῶν κατηχουμένων μέχρι τό βάπτισμα μεσολάβησε χρονικό διάστημα.
  Πόσο δέ γνωρίζουμε. «Μικρό» τό λέει ὁ γιός του Γρηγόριος. Ἐκεῖνος πού τόν βάπτισε ἦταν ἱερέας, ἦταν ἐπίσκοπος; Μᾶλλον ἱερέας. Ἀναφέρεται διπλά ὡς «ὁ βαπτιστής».
Ὁ πενηντάρης Γρηγόριος κατηχήθηκε, ἀκολούθησε μέ θαυμαστό ζῆλο τίς συμβουλές γιά τήν πνευματική προετοιμασία.  Μετανόησε εἰλικρινά κι ἔμπρακτα γιά τίς παλιές του πλάνες. Νήστεψε, προσευχήθηκε, δοξολόγησε τό Θεό καί προσῆλθε στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος με πνευματική καθαρότητα.
Τό βαπτιστήριο ἦταν μικρός τετράγωνος χῶρος, στόν ὁποῖο κατέβαινε κανείς μέ σκαλιά.  Στό βάθος γέμιζε νερό, τό ὁποῖο καθαγιαζόταν, καί σ’ αὐτό ἔμπαινε ὁ κατηχούμενος.  Κατέβηκε τά σκαλιά ὁ Γρηγόριος.  Μ’ εὐλάβεια καί συντριβή μπῆκε στό νερό.
 Διαβάστηκαν οἱ ἁγιαστικές εὐχές καί, χριστιανός πλέον, ἑνωμένος μέ τό Χριστό, ἀνέβηκε εἰρηνικός τά σκαλιά, νά βγεῖ ἀπό τό βαπτιστήριο.  Τή στιγμή ἀκριβῶς αὐτή συνέβη τό ἔξοχο θαῦμα. Ὅλοι ὅσοι στέκονταν γύρω ἀπό τό βαπτιστήριο, μαζί καί ὁ ἱερέας εἶδαν γλυκύ καί ἄπλετο φῶς νά κυκλώνει τό νεοφώτιστο Γρηγόριο.
Τόν εἶδαν πλημμυρισμένο ἀπό ἕνα θεσπέσιο φῶς.  Καταυγαζόταν ὁλόκληρος κι ἔλαμπε σάν ἥλιος πού ἔκαιγε.
Ὁ καθένας ἀπό τούς παρόντες ἔμειν’ ἐκστατικός νά θαυμάζει, ν’ ἀπορεῖ καί ν’ ἀπολαμβάνει τό θαυμαστό γεγονός.  Κι ἐπειδή ὁ καθένας νόμιζε ὅτι αὐτός μόνο βλέπει κι αἰσθάνεται τό θαυμαστό γεγονός, δέ μίλαγε κανείς. Ὅλοι σιωποῦσαν. Δέν ἄντεξε ὅμως τή σιωπή καί ὁ ἱερέας πού βάπτισε τό Γρηγόριο.
Συγκλονισμένος ἀπό τό θαῦμα πού συνέβη ἐνώπιόν του, νικημένος ἀπό τήν κατάνυξη, ἀνέκραξε μέ ὅλη τή δύναμη του. Μίλησε γιά τό θαῦμα, πού βέβαια ἔβλεπαν ὅλοι.  Εἶπε μάλιστα δημόσια καί προφητικά ὅτι τήν ὥρα τούτη βάπτισε κ ἔχρισε τό διάδοχό του.
Πράγματι, λίγο ἀργότερα, ὁ Γρηγόριος θά γινόταν ἱερέας καί θά διαδεχόταν τό βαπτιστή του.  Καταλαβαίνει κανείς τήν ἀγαλλίαση τῆς Νόννας. Ἔγινε ἡ καρδιά της νεανική καί φτερούγισε, ἀπό τό παρελθόν στό παρόν καί ἀπό ἐδῶ στά οὐράνια. Ἔγινε ὅλη δοξολογία κι εὐχαριστία στό Θεό.

Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
 σελ.12-17
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία

Ἀναβάσεις
22 Ἰουλίου 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου