Σελίδες

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Ἡ μέλλουσα κρίση

Ὁ ἅγιος Νήφων
ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
.....
Εἶχε βραδιάσει γιά τά καλά. Ὁ Ὅσιος μόλις εἶχε τελειώσει τήν τακτική του νυχτερινή προσευχή. Ξάπλωσε πάνω στίς πέτρες, ὅπως συνήθιζε, γιά νά κοιμηθεῖ. Μά δέν τόν ἔπιανε ὕπνος. Ἡ ὥρα περνοῦσε. Ἔφτασαν μεσάνυχτα, καί μέ τά μάτια ἀκόμη ἀνοιχτά παρατηροῦσε στόν ἀπέραντο οὐρανό τ᾿ ἀστέρια καί τό φεγγάρι.
Ἐκεῖ πού ἦταν ἔτσι μονάχος, σκέφτηκε τή φοβερή ὥρα τῆς κρίσεως, ἀναλογίστηκε τίς ἁμαρτίες του κι ἄρχισε νά κλαίει μέ λυγμούς.
Ξαφνικά βλέπει νά τραβιέται σάν αὐλαία τό στερέωμα τ᾿ οὐρανοῦ καί νά παρουσιάζεται ἀπό πίσω ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός! Ἦταν γιγάντιος καί στεκόταν μετέωρος στόν αἰθέρα. Γύρω Του ἦταν παραταγμένα ὅλα τά οὐράνια τάγματα – ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι... – πού Τόν ἀτένιζαν μέ φόβο καί τρόμο, μέ σεβασμό κι εὐλάβεια πολλή.
 Ὁ Κύριος ἔγνεψε στόν ἀρχηγό ἑνός τάγματος, κι ἐκεῖνος ἦρθε κοντά Του γεμάτος θάμπος καί φρίκη.
-- Μιχαήλ, ἄρχοντα τῆς Διαθήκης, τοῦ εἶπε. Σήκωσε μέ τό τάγμα σου τόν πυρίμορφο θρόνο τῆς δόξας μου καί πήγαινε στήν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ. Ἐκεῖ νά τόν στήσεις, γιά νά ᾿ ναι ἕτοιμος στήν παρουσία μου. Ναί, γιατί δέν θ᾿ ἀργήσει ἡ ὥρα τῆς κρίσεως, ὁπότε ὁ καθένας θά πάρει τήν ἀνταπόδοση γιά τά ἔργα του. Κάνε γρήγορα, πλησίασε ἡ μέρα.
Θά πληρώσουν ὅσοι προσκύνησαν τά εἴδωλα κι ἀρνήθηκαν ἐμένα, τόν πλάστη τούς, ὅσοι ὀνόμασαν θεούς τίς πέτρες καί τά ξύλα, πού τούς ἔδωσα γιά τίς ἀνάγκες τους. Ὅλοι αὐτοί θά συντριβοῦν «ὡς σκεύη κεραμέως»1. Τό ἴδιο καί οἱ ἐχθροί μου οἱ αἱρετικοί, αὐτοί πού τόλμησαν νά ὑποβιβάσουν σέ κτίσμα τό Παράκλητό μου Πνεῦμα. Ἀλίμονο τους, ποιά κόλαση τούς περιμένει!
Θά φανερωθῶ τώρα καί στούς Ἰουδαίους, πού δέν πίστεψαν καί μέ σταύρωσαν. Ὅταν ἤμουνα πάνω στό Σταυρό, ἔλεγαν: «Οὐά, ὁ καταλύων τόν ναόν... σῶσον σεαυτόν!»2. Τώρα θ᾿ ἀσκήσω τήν ἐξουσία μου καί θά κρίνω δίκαια. «Ἐμοί ἐκδίκησις, ἐγώ ἀνταποδώσω!»3. Θά δικάσω, θά ἐλέγξω, θά στιγματίσω καί θά τιμωρήσω αὐστηρά τό διεστραμμένο καί πονηρό γένος, γιατί τούς ἔδωσα εὐκαιρίες νά μετανοήσουν καί δέν τίς χρησιμοποίησαν. Τώρα λοιπόν θά πάρω ἐκδίκηση.
Καί τούς σοδομίτες, πού μόλυναν τόν ἀέρα καί τή γῆ μέ τή βρωμιά τους, ἐγώ, πού τούς ἔκαψα, θά τούς ξανακάψω. Γιατί ἀποστράφηκαν τήν ἡδονή τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἀγάπησαν τήν ἡδονή τοῦ διαβόλου.
”Τώρα θά πληρώσουν καί οἱ μοιχοί, οἱ ἀσύνετοι, καί σκοτισμένοι. Δέν τούς ἔφτανε ἡ δική τους γυναίκα, ἀλλά σάν «ἴπποι θηλυμανεῖς ἔκαστος ἐπί τήν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἐχρεμέτιζον4 Ἔτσι, γιά τήν ἀφροσύνη τους, πορεύτηκαν στήν ἄβυσσο τοῦ πυρός δεμένοι ἀπό τό σατανά. Δέν ἄκουσαν, πώς εἶναι «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος»5. Καί ὅμως, δέν φοβήθηκαν. Γι᾿ αὐτό κι ἐγώ τώρα θά τούς ἐπιτιμήσω αὐστηρά. Τούς πρόσφερα μετάνοια, καί δέν μετανόησαν...
Θά τιμωρήσω καί τούς κλέφτες καί τούς φονιάδες καί ὅλους τούς κακοποιούς. Στά τάρταρα θά τούς ρίξω. Τώρα θά τούς δείξω πόσο ζημιώθηκαν, πού δέν ὑπάκουσαν στό Θεό καί στά προστάγματά Του. Ποῦ εἶναι τά καλά τούς ἔργα; Ποῦ εἶναι ἡ μεταμέλειά τους; Τούς ἔδωσα σάν ὑπόδειγμα τόν ἄσωτο γιό, ἀλλά καί πολλούς ἄλλους, γιά νά μήν πέφτουν στήν ἀπόγνωση. Αὐτοί ὅμως καταφρόνησαν τίς ἐντολές μου. Ἐμένα μίσησαν καί τήν ἀσωτία ἀγάπησαν. Ἐμένα ἀπαρνήθηκαν καί τήν ἁμαρτία δουλώθηκαν. Ἄς πέσουνε, λοιπόν, μές στή φωτιά πού οἱ ἴδιοι ἄναψαν.
Αὐτούς πού πέθαναν μνησίκακα, θά τούς παραδώσω σέ φοβερή ταραχή. Γιατί δέν ἀγάπησαν τήν εἰρήνη μου, ἀλλά ἔζησαν μέσα στήν ὀργή, τό θυμό καί τήν κακία.
Θ᾿ ἀφανίσω ἀκόμα τούς πλεονέκτες, τούς τοκογλύφους καί τούς φιλάργυρους, αὐτούς τούς εἰδωλολάτρες, πού στήριξαν τήν ἐλπίδα τούς στό χρυσάφι καί ἐγκατέλειψαν ἐμένα, σά νά μή φρόντιζα γι᾿ αὐτούς.
Θά καταδικάσω ἐπίσης καί τούς τάχα χριστιανούς, πού λένε ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάσταση νεκρῶν ἤ ὅτι γίνεται μεταμψύχωση. Ὄλους αὐτούς θά τούς λιώσω σάν τό κερί στή γέεννα καί θά τούς κάνω στάχτη στή φωτιά. Τώρα θά τούς δείξω ἄν ὑπάρχει ἤ ὄχι ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Οἱ μάγοι καί οἱ μάντες καί οἱ ἀστρολόγοι, θά συντριβοῦν ὁλότελα, θά ξανεμιστοῦν καί θά χαθοῦν.
Οἱ μέθυσοι καί οἱ γλεντοκόποι θά ριχτοῦν μέσα στήν ἄβυσσο. Ἀλίμονο τους, ὁπού τραγουδοῦν καί χορεύουν καί αἰσχρολογοῦν ξετσίποτα καί ξιπασμένα. Μέ τόν ἴσκιο τους παίζουνε. Δίκαια καί ἀμερόληπτα θά τούς κρίνω. Τούς κάλεσα, καί ὄχι μόνο δέν μ᾿ ἄκουσαν, ἀλλά μέ περιγελοῦσαν κιόλας. Σ᾿ ὅλους πρόσφερα ἔλεος καί μετάνοια, κανένας ὅμως δέν μου ἔδωσε σημασία.
Τώρα τό σκουλήκι θά τούς κατατρώει τήν καρδιά.
Ἐκείνους πού περιφρόνησαν τίς θεῖες Γραφές, τίς γραμμένες ἀπ᾿ τό Πνεῦμα μου μέ τά χέρια τῶν ἁγίων μου, θά τούς ρίξω μέσα στό σκοτάδι καί τήν ἀφεγγιά. Καί ἐπειδή δέν τήρησαν τίς ἐντολές μου, ἀλλά τίς χλεύασαν, ἐγώ τώρα θά τούς χλευάσω, θά τούς καταντροπιάσω καί θά τούς παραδώσω στή φωτιά.
Μά καί αὐτούς πού καταφεύγουν στά γητέματα καί τά μαγικά γιά νά γιατρευτοῦν, αὐτούς πού πιστεύουν πώς θά τούς κάνουν καλά τά μαχαίρια καί οἱ ἀξίνες καί τά δρεπάνια καί τ᾿ ἄλλα μαγικά ἐργαλεία, θά τούς ἐλέγξω αὐστηρά. Καί τότε θά μάθουν, ὅτι ἔπρεπε νά ἐλπίζουν στό Θεό καί ὄχι στά δημιουργήματά Του. Αὐτοί βέβαια θ᾿ ἀντιδράσουν, θά διαμαρτύρονται καί θά βρίσκουν δικαιολογίες. Μά δέν θά μποροῦν νά πετύχουν τίποτα, γιατί θά ἔχει φτάσει πιά ἡ ὥρα γιά τήν ἀνταπόδοση
Θά τιμωρήσω βέβαια, καί τούς βασιλιάδες καί τούς ἄρχοντες, πού συνεχῶς μέ καταπίκραιναν μέ τίς ἀδικίες τους. Οἱ ἀποφάσεις τους ἦταν ἄνομες καί ἀθέμιτες καί ἀλαζονικές καί ἐξουθενωτικές γιά τούς ἀνθρώπους. Ἔπαιρναν δῶρα καί ἔκριναν μεροληπτικά, χρησιμοποιώντας τό δίκαιο γιά νά καλύπτουν τήν ἀδικία. Ἡ δική μου κρίση ὅμως δέν ἐξαρτᾶται ἀπό δῶρα. Σάν Κύριος καί Θεός λοιπόν θά τούς ἀφανίσω σύμφωνα μέ τήν πονηρία τους. Καί τότε θά καταλάβουν, ὅτι ἐγώ εἵμαι «ὁ φοβερός καί ἀφαιρούμενος πνεύματα ἀρχόντων, φοβερός παρά τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς»6. Συμφορά τους! Τί κόλαση τούς περιμένει! γιατί «ἔβρυξαν τούς ὀδόντας αὐτῶν»7 καί «ἐξέχεαν αἵμα ἀθῷον, αἵμα υἱῶν αὐτῶν καί θυγατέρων»8.
Σέ ποιά ὀργή θά παραδώσω κι ἐκείνους τούς κληρικούς πού δέν ἦταν ἀληθινοί ποιμένες, ἀλλά μισθωτοί! Ἐκείνους, πού «διέφθειραν τόν ἀμπελῶνά μου»9, πού «διεσκόρπισαν τά πρόβατά μου10, πού κυνήγησαν τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι, πού ἀνάξια ἔλαβαν τήν ἱερωσύνη... Πόσο φοβερή θά εἶναι ἡ τιμωρία τους! Πόση ἡ ὀδύνη τους! «Ἐν ὀργῇ μου καί ἐν τῷ θυμῷ μου ταράξω αὐτούς»! 11 Πρόβατα καί βόδια φθαρτά κοίταξαν ν᾿ ἀποκτήσουν, μά τά δικά μου λογικά πρόβατα δέν τά πόνεσαν. Γι᾿ αὐτό «ἐπισκέψομαι ἐν ῥάβδῳ τάς ἀνομίας αὐτῶν καί ἐν μάστιξι τάς ἀδικίας αὐτῶν»12. Ὅσο γιά τούς ἱερεῖς πού χωρατεύουν ἤ φιλονικοῦν μέσα στίς ἅγιες ἐκκλησίες μου, στή φωτιά θά τούς λιώσω, στόν τάρταρο θά τούς βυθίσω καί σάν πλίθρες θά τούς συντρίψω!
Ἐγώ εἶμαι ὁ ἐρχόμενος. Ἦρθα καί πάλι ἔρχομαι!
Κι ὅποιος βρεῖ τή δύναμη, ἄς σταθεῖ ἀπέναντί μου!
Ἀλίμονο στούς ἄνομους πού θά πέσουν στά χέρια μου! Γιατί θά σταθοῦν μπροστά μου «γυμνοί καί τετραχηλιασμένοι»13. Ποῦ θά πάει τότε ἡ ἀναίδειά τους. Πῶς θ᾿ ἀντικρύσουν τό πρόσωπό μου; Ποῦ θά κρυψοῦν τή ντροπή τούς, ἀφοῦ θά ρεζιλευτοῦν μπροστά σ᾿ ὅλους τούς ἁγίους ἀγγέλους μου;
Θά καταδικάσω ὅμως καί τούς μοναχούς πού ἔζησαν μέ ἀμέλεια, κι ἔτσι δέν τήρησαν τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσαν μπροστά στό Θεό, τούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους. Ἄλλα ἔταξαν κι ἄλλα ἔκαναν. Αὐτούς λοιπόν θά τούς ἀρπάξω καί θά τούς ἐκσφενδονίσω στήν ἄβυσσο. Γιατί δέν τούς ἔφτανε ἡ δική τούς ἀπώλεια, ἀλλά σκανδάλισαν καί κόλασαν κι ἄλλους. Καλύτερα θά᾿ ταν γι᾿ αὐτούς νά μήν εἶχαν ἀπαρνηθεῖ τόν κόσμο, παρά πού τόν ἀπαρνήθηκαν κι ἔζησαν ἁμαρτωλά καί ἄσωτα.
Ἐγώ λοιπόν θά τιμωρήσω, ἐγώ θ᾿ ἀνταποδώσω, ἐγώ θά κρίνω σάν Κριτής ὅσους δέν θέλησαν νά μετανοήσουν!
Μέ τρόμο ἄκουσαν οἱ ἀναρίθμητες δυνάμεις τῶν ἀγγέλων τά βροντερά λόγια τοῦ Κυρίου στόν ἀρχιστράτηγο Μιχαήλ.
-- Φέρε μου τούς ἐπτά αἰῶνες τῆς συστάσεως κόσμου! Πρόσταξε τώρα τόν ἀρχάγγελο.
Ὁ Μιχαήλ πῆγε ἀμέσως στόν οἶκο τῆς Διαθήκης καί τούς πῆρε. Ἦταν σάν μεγάλο βιβλίο. Τούς ἔβαλε μπροστά στόν Κύριο καί παραμέρισε, παρακολουθώντας μέ δέος πώς Ἐκεῖνος γυρίζει τίς σελίδες τίς ἱστορίας καί διαβάζει ὅλα ὅσα ἔγιναν διαμέσου τῶν αἰῶνων.
Πῆρε λοιπόν ὁ Κριτής τό βιβλίο τοῦ πρώτου αἰώνα, τό ἄνοιξε καί εἴπε:
-- Ἐδῶ πρῶτα-πρῶτα γράφει: Ὁ Πατέρας ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἕνας Θεός σέ τρία πρόσωπα. Ἀπό τόν Πατέρα γεννήθηκε ὁ Υἱός, ὁ δημιουργός τῶν αἰώνων. Γιατί ἀπό τό Λόγο τοῦ Πατρός ἔγιναν οἱ αἰῶνες· ἀπό τό Λόγο τοῦ Πατρός ἔγιναν δημιουργήθηκαν οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀπό τό Λόγο τοῦ Πατρός στερεώθηκαν οἱ οὐρανοί καί ἡ γῆ καί ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σ᾿ αὐτά «τῷ πνεύματι δέ τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν»14.
Ὕστερα προχώρησε λίγο πιό κάτω στό βιβλίο καί εἶπε:
-- Ἐδῶ γράφει: Εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, μέ τή γυναῖκα του, τήν Εὔα. Στόν Ἀδάμ δόθηκε ἀπό τόν παντοκράτορα Θεό, δημιουργό ὄλων τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων, μιά προσταγή, ἕνας νόμος. Ἡ τήρηση τοῦ νόμου τούτου θά εἶναι ἡ ἀσφάλεια τῆς μακάριας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου γιατί θά τοῦ θυμίζει πάντα πῶς ὑπάρχει ὁ Θεός ἀπό πάνω του.
Τό βλέμα Του πῆγε παρακάτω:
-- Ἐδῶ γράφει γιά τήν παράβαση, πού ἔκανε ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος. Ἐξαπατήθηκε καί ἔπεσε. Ἤ μᾶλλον ἔπεσε ἀπό δική του ἀμέλεια καί ἀπροσεξία. Διώχτηκε λοιπόν ἀπό τόν παράδεισο μέ δίκαιη κρίση καί ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, γιατί, σάν ἀχρεῖος παραβάτης, δέν ἔπρεπε νά ζεῖ μέσα σέ τόσα ἀγαθά.
Προχώρισε πάλι λίγο.
-- Ὁ Κάιν, εἶπε, ἔκανε τή βουλή τοῦ διαβόλου καί σκότωσε τόν Ἄβελ. Θά κατακαεῖ ἐξάπαντος στή φωτιά τῆς γέεννας, γιατί ἔμεινέ ἀμετανόητος. Ὁ Ἄβελ ὅμως θά ζήσει αἰώνια.
Καί πιό κάτω διάβασε:
-- Μορφή τῆς εὐλογίας ὁ Σήθ. Εἰκόνα τοῦ Ἁγιασμοῦ ὁ Ἐνώς. Καί προτύπωση τῆς ἀναλήψεώς μου ἡ ἀνάληψη τοῦ Ἐνώχ15.
Γυρίζοντας ἔτσι μιά-μιά σελίδα, ἔφτασε στό τέλος τοῦ βιβλίου καί εἶπε:
--Βιβλίο τοῦ πρώτου αἰώνα: Ἐδῶ ἔχουν γραφτεῖ ἡ ζωή καί ὁ θάνατος, ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀνομία, ἡ ταπείνωση καί ἡ ἔπαρση, τῶν ἀνθρώπων, πού γεννήθηκαν στά χρόνια του. Ὁ καθένας τους θά κριθεῖ σύμφωνα μέ τά ἔργα του.
Μέ τόν ἴδιο τρόπο ξεφύλλισε καί τά βιβλία τῶν ἐπόμενων πέντε αἰώνων. Μετά πῆρε στά χέρια Του τό τελευταῖο καί εἶπε:
-- Ἀρχή τοῦ ἔβδομου αἰώνα: Τέλος τῶν αἰώνων καί ἀρχή τῆς κακίας, τῆς πονηρίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς ἀσπλαχνίας. Οἱ ἄνθρωποι γίνονται τώρα περισσότερο ἀπό ποτέ πονηροί, φθονεροί, ψεῦτες ὑποκριτές, φιλόδοξοι, φιλήδονοι, καί σ᾿ ὅλα τά κακά ὑποδολωμένοι.
Προχώρησε λίγο παρακάτω στό βιβλίο, κάτι διάβασε, κι ἔπειτα σήκωσε τά μάτια Του ψηλά. Χτύπησε μέ τό χέρι τό μέτωπό Του, σκέπασε μέ τήν παλάμη τά μάτια Του κι ἔμεινε ἔτσι ἀκίνητος γιά πολύ. Ξαφνικά, σά νά συνῆλθε.
-- Ἀλήθεια, μονολόγησε, ὁ ἕβδομος αὐτός αἰώνας ξεπέρασε στήν ἀδικία καί τήν πονηρία τούς προηγούμενους ἕξι!
Κοίταξε πάλι πιό κάτω στό βιβλίο καί εἶπε:
-- Οἱ ἐθνικοί καί τά εἴδωλά τους γκρεμίστηκαν μέ τό Σταυρό μου καί συντρίφτηκαν μέ τή λόγχη καί τά καρφιά, πού μπήχτηκαν στό ζωηφόρο Σῶμα μου.
Σώπασε λίγο, κι ὕστερα ἔσκυψε πάλι στό βιβλίο.
-- Δώδεκα ἄρχοντες τοῦ Μεγάλου Βασιλιᾶ, εἶπε, λευκοί σάν τό φῶς, τάραξαν τή θάλασσα, ἐξουδετέρωσαν θηρία, ἔπνιξαν δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασμένους, φτώχυναν πλούσιους ἀνθρώπους. Μεγάλος ὁ μισθός τους!
Παρακάτω διάβασε:
-- Ἐγώ, ὁ Ἀγαπητός, διάλεξα καί μάρτυρες γιά μένα. Ἡ φιλία τους ἀνέβηκε ὥς τόν οὐρανό. Ἡ ἀγάπη τους ἔφτασε ὥς τό θρόνο μου. Ὁ πόθος τους μπῆκε στήν καρδιά μου. Ὁ ἔρωτάς τους μέ φλογίζει. Ἡ δόξα μου καί ἡ δύναμή μου εἶναι μαζί τους!
Γύρισε ὕστερα πολλά φύλλα καί χαμογέλασε.
-- Ὁ ἄνθρωπος πού κράτησε μ᾿ εὐσέβεια τό πηδάλιο τῆς Ἑπτάλοφης καί πῆρε τή βασιλεία της, ἔγινε ὑπηρέτης τῆς ἀγάπης μου καί στάθηκε ζηλωτής καί μιμητής μου. Γι᾿ αὐτό τοῦ πρέπει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Μετά πέρασε κι ἄλλα φύλλα βιαστικά. Μά σέ μιά σελίδα στάθηκε καί φώναξε:
-- Νύμφη μου πανώρια καί πολυτίμητη! Πόσοι κάπηλοι προσπάθησαν νά σ᾿ ἐξευτελίσουν καί νά σ᾿ ἀτιμάσουν! Ἐσύ ὅμως δέν πρόδωσες ἐμένα, τόν μοναδικό Ἐραστή σου! Μύριες αἱρέσεις ἔπεσαν πάνω σου, ἀλλά ἡ πέτρα, ὅπου θεμελιώθηκες, δέν σαλεύτηκε, γιατί «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»16.
Προχωρώντας σέ ἑπόμενες σελίδες ὁ Κύριος εἶπε:
-- Ἐδῶ εἶναι γραμμένα ὅλα τά λόγια τῶν ἀνθρώπων, καί τά καλά καί τά κακά, ὅσα πρόλαβε ὁ θάνατος νά μήν ἔχουν σβηστεῖ μέ τή μετάνοια.
Παρακάτω ἦταν γραμμένες καί ὅλες οἱ ἄλλες ἁμαρτίες τους – πολλές, ἀναρίθμητες, σάν τήν ἄμμο τῆς θάλασσας! Τίς διάβαζε ὁ Κύριος κουνώντας κάθε τόσο τό κεφάλι Του καί βαριαναστενάζοντας, ἐνῶ τό πλῆθος τῶν ἀγγέλων στεκόταν ἐκστατικό καί ἔντρομο ἀπό τή φοβερή ἐκείνη ἀνάγνωση.
Εἶχε φτάσει πιά στή μέση τοῦ ἕβδομου αἰώνα, ὅταν ἔβγαλε μιά φωνή ἀγανακτήσεως.
-- Φτάνει πιά! Τοῦτο ᾿ δῶ τό τελευταῖο βιβλίο εἶναι γεμάτο ἀπό δυσωδία ἁμαρτιῶν. Τί ψεύδη, τί κακίες, τί ἔχθρες, τί φόνοι!... Βρώμα καί ἀκαθαρσία. Φτάνει! Θά τό κόψω στή μέση! Νά καταργηθεῖ μιά γιά πάντα ἡ ἀμαρτία.
Ἀμέσως ἔδωσε στόν ἀρχιστράτηγο Μιχαήλ τό σύνθημα γιά τήν Κρίση.
Παρευθύς ἐκεῖνος πλησίασε μέ τό τάγμα του – τάγμα πολυάριθμο τόσο, πού οὔτε ἡ γῆ τό χωροῦσε! Σήκωσαν τόν ἀπερίγραπτό θρόνο του Κυρίου καί ἀποχώρησαν. Φεύγοντας ἔψαλλαν:
-- Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος, φοβερός, μέγας, ὑψηλός, θαυμαστός καί δοξασμένος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ὕστερα ἀποχώρησε ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ μέ τό δικό του τάγμα, μελωδώντας δυνατά τόν ἐπινίκιο ὕμνο:
-- «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ»17.
Κι ἀπό τή φοβερή ἐκείνη μυριόστομη ἀγγελική ὑμνωδία σείονταν ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ.
Τρίτος ἀπολύθηκε ὁ ἀρχιστράτηγος Ραφαήλ μέ τό δικό του τάγμα, ψάλλοντας:
-- «Εἵς ἅγιος, εἵς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν»18.
Τελευταία ἀποχώρησε ἡ τέταρτη παράταξη. Ὁ ἀρχηγός της, ὁ Οὐριήλ, ἦταν λευκός σάν τό χιόνι, ὁλοφώτεινος, σαγηνευτικός. Ἀναχωρώντας, ἔψαλε κι αὐτός ἐνθουσιαστικά:
-- «Θεός θεῶν Κύριος ἐλάλησε καί ἐκάλεσε τήν γῆν ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν. Ἐκ Σιών ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ· ὁ Θεός ἐμφανῶς ἥξει, ὁ Θεός ἡμῶν, καί οὐ παρασιωπήσεται· πῦρ ἐνώπιον αὐτοῦ καυθήσεται καί κύκλῳ αὐτοῦ καταιγίς σφόδρα...», καί τούς ὑπόλοιπους στίχους τοῦ ψαλμοῦ19.
Οἱ ἀξιωματοῦχοι του πάλι ἔκραζαν:
--«Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τήν γῆν, ὅτι σύ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν»20. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, «ὅτι ἔρχεται κρῖναι τήν γῆν καί τήν οἰκουμένην ἐν ἀληθείᾳ καί δικαιοσύνῃ»21.
Ἔπειτα ἔφεραν μπροστά στόν Κύριο τόν δοξασμένο Του Σταυρό, πού ἔλαμπε σάν ἀστραπή καί εὐωδίαζε ἄρρητα. Τόν κρατοῦσαν μέ πολλή εὐλάβεια καί τιμή δύο τάγματα, οἱ Ἐξουσίες καί οἱ Δυνάμεις. Τό θέαμα ἦταν φοβερό, συγκλονιστικό.
Καθῶς προχωροῦσαν ἀργά οἱ Δυνάμεις, ἔψαλαν:-- «Ὑψώσω σε, ὁ Θεός μου, ὁ βασιλεύς μου, καί εὐλογήσω τό ὄνομα σου εἰς τόν αἰῶνα καί εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος»22.
Καί οἱ Ἐξουσίες ἀντιφωνικά ἔλεγαν:
-- «Ὑψοῦτε Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν καί προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ ὅτι ἅγιός ἐστι»23. Ἀλληλούια, ἀλληλούια, ἀλληλούια!
Ὕστερα δόθηκε θεία προσταγή νά ἔρθει πάλι ὁ ἀρχιστρατηγος Μιχαήλ. Ἀμέσως ἐκεῖνος παρουσιάστηκε μπροστά στόν Κύριο μαζί μ᾿ ἕναν ἄλλον ἄγγελο, πού κρατοῦσε κάτι σάν τόξο. Ἦταν λευκό πρός τό ρόδινο, καί στήν ἄκρη του κρεμόταν μιά μεγάλη σάλπιγγα. Ἡ σάλπιγγα ἐκείνη ἦταν ἀπ᾿ ἔξω σκεπασμένη μέ χνούδι κι ἀπό μέσα ἐπιστρωμένη μέ κάτι σάν στάχτη. Στήν ἐξωτερική της ἐπιφάνεια ἔγραφε «ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ» καί στήν ἐσωτερική «ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ».
Τήν πῆρε ὁ Κύριος στά χέρια Του, σάλπισε τρεῖς φορές καί εἶπε τρεῖς μυστικούς λόγους. Μετά τήν ἔδωσε στόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ καί τοῦ εἶπε:
-- Πάρε τούτη τή σάλπιγγα καί πήγαινε στό Γολγοθά, ὅπου ἅπλωσα στό Σταυρό τ᾿ ἄχραντα χέρια μου. Ἐκεῖ νά σαλπίσεις τρεῖς φορές καί νά περιμένεις.
Ἔπειτα κάλεσε ἄλλο τάγμα, τίς Ἀρχές, καί λέει στόν ἀρχηγό τους:
-- Πάρε τό ἱερό τάγμα σου καί σκορπιστεῖτε σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Σηκῶστε πάνω σέ νεφέλες τούς ἁγίους, ἀπ᾿ τήν ἀνατολή καί τή δύση, τό βορρά καί τό νότο, καί φέρτε τους νά μέ προϋπαντήσουν μόλις ἀκοῦστεῖ ἡ σάλπιγγα.
Μ᾿ ἕναν ἄλλον ἄγγελο πρόσταξε νά μεταλλαχθοῦν ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία· νά σκοτεινιάσουν ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη· νά πέσουν τ᾿ ἀστέρια· νά ξεραθοῦν τά ποτάμια καί οἱ θάλασσες· νά νεκρωθοῦν τά πάντα...
Ἔριξε μετά τή ματιά Του στή γῆ ὁ δίκαιος Κριτής καί παρατήρησε προσεκτικά: Ὁμίχλη καί σκοτάδι παντοῦ, θρῆνος καί ὀδυρμός πολύς, ἀνθρώπινες φωνές καί στεναγμοί ἀπ᾿ τή βαρειά τυραννία τοῦ σατανᾶ. Φρύαζε καί μάνιαζε ὁ δράκοντας. Κατέστρεφε τά πάντα, τσαλαπατώντάς τα σάν χορτάρι, καθώς ἔβλεπε τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά τοῦ ἑτοιμάζουν τό αἰώνιο πῦρ.
Βλέποντας ὅλο τοῦτο τό κακό ὁ Ἰησοῦς, καλεῖ ἕναν ἄγγελο φλογερό. Εἶχε ὄψη αὐστηρή, βλέμμα σκληρό καί ἔκφραση ἀνελέητη. Ἦταν ἀρχηγός τῶν ἀγγέλων πού ἐπιβλέπουν τή φωτιά τῆς κολάσεως. Καί τοῦ λέει:
-- Πήγαινε καί πάρε τό ραβδί μου πού συντρίβει καί δένει. Πάρε καί μύριους ἀγγέλους ἀπ᾿ τό τάγμα σου, τούς πιό ἱκανούς καί διαλεχτούς, αὐτούς πού τάχθηκαν νά ἐπιβάλλουν τίς τιμωρίες. Θά πᾶτε στή νοητή θάλασσα, θά βρεῖτε τά ἴχνη τοῦ Δράκοντα, θά τόν ἁρπάξετε ἐξουσιαστικά καί θά τόν δείρετε μέ τό ραβδί ἀλύπητα, μέχρι νά σᾶς παραδώσει τό τάγμα τῶν ἀκάθαρτων πνευμάτων του. Καί τότε θά τούς σφιχτοδέσετε ὅλους μέ τή δύναμη τοῦ ραβδιοῦ μου καί θά τούς ρίξετε στά πιό σκληρά βασανιστήρια!
Ὅταν τό ἀγγελικό τάγμα ἔφυγε γιά νά συλλάβει τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους, δόθηκε θεϊκή προσταγή στόν ἀρχάγγελο, πού κρατοῦσε τή σάλπιγγα, νά σαλπίσει.
Ἀπόλυτη σιγή ἁπλώθηκε παντοῦ, σά νά νεκρώθηκαν τά πάντα.
Ἀκούστηκε τό πρῶτο σάλπισμα, καί τά σώματα τῶν νεκρῶν ἀποκαταστάθηκαν.
Ἀκούστηκε δεύτερο σάλπισμα, καί σά νά βγῆκε Πνεῦμα Κυρίου ἀπό τή σάλπιγγα, πού ἔβαλε πάλι κάθε ψυχή μέσα στό νεκρό σῶμα της. Δέος καί φόβος κυρίεψε κάθε ὕπαρξη. Τρόμος καί φρίκη ἁπλώθηκαν στά οὐράνια καί στά ἐπίγεια.
Ἀκούστηκε καί τρίτο σάλπισμα, φοβερότερο, πού συγκλόνισε τά σύμπαντα. Οἱ νεκροί ἀναστήθηκαν ἀπό τά μνήματα ἀστραπιαῖα. Θέαμα φρικτό. Στάθηκαν ὅλοι ὄρθιοι – κι ἦταν ἀναρίθμητοι, περισσότεροι ἀπό τούς κόκκους πού ἔχει ὅλο τό χῶμα τῆς γῆς. Συνάμα σάν βροχή κατέβαιναν τά οὐράνια ἀγγελικά τάγματα πρός τό Θρόνο τῆς Ἑτοιμασίας, ψάλλοντας δυνατά:
--«Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ φόβου καί τρόμου»24.
Ὅλος ὁ λαός καί ἡ ἀναρίθμητη ἀγγελική παράταξη στάθηκαν καί κοίταζαν ψηλά, περιμένοντας μέ φρίκη καί δέος νά κατέβει στή γῆ ἡ φοβερή θεία ἐξουσία.
Ξάφνου ὅμως βροντές καί ἀστραπές ἔσκισαν τόν ἀέρα, ἐνῶ σεισμός τρομερός συγκλόνισε τήν κοιλάδα τῆς Δίκης. Σάστισαν ὄλοι κι ἄρχισαν νά τρέμουν.
Τό στερέωμα τ᾿ οὐρανοῦ τραβήχτηκε σάν παραπέτασμα.
Καί νά ! Φάνηκε πίσω του ὁ Τίμιος Σταυρός, λάμποντας σάν τόν ἥλιο καί σκορπίζοντας θεϊκές μαρμαρυγές. Τόν κρατοῦσαν οἱ ἁγιοι ἄγγελοι, ἀνοίγοντας τό δρόμο γιά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Κριτή τῆς οἰκουμένης.
Σέ λίγο ἀκούστηκε μιά μυριόστομη πρωτάκουστη δοξολογία:
--«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»25.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν26, Θεός ἰσχυρός ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος27.
Σάν τέλειωσε τοῦτος ὁ ζωηρός ὕμνος, φανερώθηκε ὁ Κριτής πάνω σέ νεφέλες, καθισμένος σέ θρόνο ψηλό καί πύρινο, πού μέ τίς ὑπέρλαμπρες φλόγες του κατάκαιγε τόν οὐρανό καί τή γῆ.
Ξαφνικά, μεσ᾿ ἀπ᾿ τό πλῆθος τῶν ἀναστημένων νεκρῶν, μερικοί ἄρχισαν ν᾿ ἀστράφτουν σάν τόν ἥλιο καί ν᾿ ἀρπάζονται στόν αἰθέρα, πάνω σέ νεφέλες, γιά νά συναντήσουν τόν Κύριο τους. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀλίμονο, ἔμειναν κάτω. Θρηνοῦσαν πικρά, πού δέν ἀξιώθηκαν ν᾿ ἀρπαχτοῦν κι αὐτοί ἀπ᾿ τίς νεφέλες κι ἦταν φαρμακωμένες οἱ ψυχές τους ἀπό τή λύπη καί τήν ὀδύνη. Ἔπεσαν στά γόνατα μπροστά στόν Κύριο, μά ξανασηκώθηκαν χωρίς ἀποτέλεσμα.
Γύρω ἀπό τό θρόνο τῆς Ἑτοιμασίας, ὅπου ἦταν καθισμένος ὁ Μέγας Κριτής, παρατάχθηκαν ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ φόβο καί τρόμο. Στά δεξια Του στάθηκαν ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀρπαχτεῖ ἀπ᾿ τίς νεφέλες. Οἱ ὑπόλοιποι ὁδηγήθηκαν στ᾿ ἀριστερά Του κι ἦταν Ἰουδαῖοι ἄρχοντες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, καί πολύ πλῆθος μοναχῶν καί λαϊκῶν. Στέκονταν καταντροπιασμένοι, ταλανίζοντας τούς ἑαυτούς τους καί θρηνολογώντας γιά τήν ἀπώλειά τους. Στά πρόσωπά τους ἦταν ζωγραφισμένη ἡ καταισχύνη, ἡ συντριβή, ἡ ἀγωνία ἡ φρίκη... Πένθος βαρύ εἶχε ἀπλωθεῖ ἀνάμεσά τους. Ἄλλοι ἀναστέναζαν βαθιά. Ἄλλοι βογγοῦσαν μέ σπαραγμό. Ἄλλοι ὀδύρονταν, χύνοντας ποτάμι τά δάκρυα. Καί ἄλλοι εἶχαν βυθιστεῖ σέ μιάν ἀπελπισμένη, νεκρική σιωπή. Δέν φαινόταν ἀπό πουθενά παρηγοριά, ἀπό πουθενά ἐλπίδα...
Ἀντίθετα,ὄσοι στέκονταν στά δεξια τοῦ Κριτῆ, ἦταν ὅλοι φαιδροί καί φωτεινοί σάν τόν ἥλιο, ὄλοι σεμνοί, δοξασμένοι καί λαμπεροί σάν τό φῶς, ὅλοι φλογισμένοι, θαρρεῖς, ἀπό μιά θεόφωτη ἀστραπή, πού τούς ἔκανε νά φεγγοβολοῦν πραγματικά - ἄν δέν εἶναι τολμηρό νά τό πεῖ κανείς – σάν τόν Κύριο καί Θεό τους.
Παρευθύς ὁ φοβερός Κριτής ἔριξε τό βλέμα Του κι ἀπ᾿ τή μιά κι ἀπ᾿ τήν ἄλλη μεριά. Στά δεξιά κοίταξε μέ ἱκανοποίηση, κι ἔνα γλυκό χαμόγελο ἄνθισε στά χείλη Του. Ὕστερα γύρισε καί σ᾿ αὐτούς πού ἤταν στ᾿ ἀριστερά. Ἀμέσως ταράχτηκε καί πῆρε βιαστικά τή ματιά Του ἀπό πάνω τους.
Δυνατή κι ἐπιβλητική ἀκούστηκε τώρα ἡ φωνή Του νά λέει στούς πρώτους:
--«Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καί ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καί συνηγάγετέ με, γυμνός, καί περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καί ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καί ἤλθετε πρός με»28.
Ἐκεῖνοι τότε Τόν ρώτησαν μέ ἀπορία:
-- «Κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καί ἐθρέψαμεν, ἤ διψῶντα καί ἐποτίσαμεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καί συνηγάγομεν, ἤ γυμνόν καί περιεβάλομεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῇ ἤ ἐν φυλακῇ, καί ἤλθομεν πρός σε;»29.
Καί Αὐτός τούς ἀποκρίθηκε:
--«Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἐνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε»30.
Ὕστερα στράφηκε ὀργισμένος στούς ἄλλους, στ᾿ ἀριστερά Του, καί τούς εἶπε μέ αὐστηρότητα καί ἀποστροφή:
-- «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ, καί οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καί οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμιν, καί οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καί οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενής καί ἐν φυλακῇ, καί οὐκ ἐπεσκέψασθέ με»31. 93 (Ματθ. 25:41)
Παραξενεμένοι κι αὐτοί Τόν ρώτησαν:
--«Κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἤ διψῶντα ἤ ξένον ἤ γυμνόν ἤ ἀσθενῆ ἤ ἐν φυλακῇ καί οὐ διηκονήσαμέν σοι;»32.
-- Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἐνί τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε»33. Χαθεῖτε ἀπό μπροστά μου, «οἱ ἐσκοτισμένοι τῆς γῆς»34. Στον τάρταρο! Ἐκεῖ πού εἶναι «ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων»35.
Ἐκεῖ πού θά τυραννιέστε καί θά θρηνεῖτε αἰώνια!
Μόλις ὁ Κριτής ἀνήγγειλε τή μεγάλη ἀπόφαση Του, ξεχύθηκε, ξαφνικά, ἀπό τ᾿ ἀνατολικά ἕνας τεράστιος πύρινος ποταμός, πού κυλοῦσε ὀρμητικά πρός τή δύση. Ἤταν πλατύς σάν θάλασσα. Βλέποντάς τον οἱ ἁμαρτωλοί ἀπ᾿ τ᾿ ἀριστερά, ζάρωσαν καί κιτρίνισαν ἀπό τόν τρόμο.
Ἀμέσως ὁ Κριτής πρόσταξε νά περάσουν μέσ᾿ ἀπ᾿ τό ποτάμι ἐκεῖνο ὅλοι, δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί, γιά νά τούς δοκιμάσει ἡ φωτιά.
Πρῶτα μπῆκαν αὐτοί πού στέκονταν στά δεξιά. Πέρασαν ὄλοι καί δοκίμαστηκαν καί βγῆκαν σάν χρυσάφι, καθαρό μέσ᾿ ἀπό τίς φλόγες. Τά ἔργα τους ὄχι μόνο δέν κάηκαν, ἀλλ᾿ ἀποδείχθηκαν πιό λαμπερά καί καθαρά μέ τή δοκιμασία. Μέ ἀπερίγραπτη ἀγαλλίαση εἶδαν οἱ δίκαιοι νά μή βρίσκεται στά καλά τους ἔργα κανένας ρύπος.
Μετά ἀκολούθησαν αὐτοί πού στέκονταν στ᾿ ἀριστερά, γιά νά δοκιμαστοῦν καί τά δικά τούς ἔργα. Μά σάν περνοῦσαν μέσ᾿ ἀπό τή φωτιά, οἱ φλόγες τούς ἔκαιγαν, ἐπειδή ἦταν ἁμαρτωλοί, καί τούς παγίδευαν καταμεσίς τοῦ ποταμοῦ. Τά ἔργα τούς λαμπάδιασαν ἀμέσως σάν ἄχυρα. Ἀλλά τά σώματά τούς ἔμειναν ἀπείραχτα, γιά νά καίγονται αἰώνια μαζί μέ τό διάβολο καί τούς δαίμονες. Κανένας τους δέν κατόρθωσε νά βγεῖ ἀπό τό πύρινο ἐκεῖνο ποτάμι. Σάν ἄξιοι καταδίκης καί τιμωρίας, αἰχμαλωτίστηκαν ὅλοι ἀπό τή φωτιά.
Ἀφοῦ οἱ ἁμαρτωλοί ρίχτηκαν στήν κόλαση καί πετάχτηκαν ἀπό τίς φλόγες στούς διάφορους τόπους τῶν τιμωριῶν, ὁ φοβερός Κριτής σηκώθηκε ἀπό τό θρόνο Του καί κίνησε γιά τόν ἐπουράνιο νυμφώνα Του. Τόν ἀκολουθοῦσαν ὅλοι οἱ ἅγιοί Του. Καί τόν περικύκλωναν μέ φόβο καί τρόμο οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν, ψάλοντας:
--«Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ἡμῶν, καί ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καί εἰσελεύσεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης»36, ὁ Κύριος καί Θεός, μαζί μέ τούς ἁγίους Του, πού τούς χαρίζει αἰώνια κληρονομιά!
Ἄλλο τάγμα ἀπαντοῦσε:
Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!...
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν» 37, 99 (Ψαλμ. 117:26-27), μαζί μέ τούς υἱούς τῆς νέας Σιών, αὐτούς πού ἀξιώθηκαν νά γίνουν χαρισματικά παιδιά τοῦ Θεοῦ!
Καί οἱ ἀρχάγγελοι, πού πού πήγαιναν μπροστά ἀπ᾿ τόν Κύριο, ἔψαλλαν κι ἐκεῖνοι ἀντιφωνικά ἕνα οὐράνιο μέλος:
-- Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ, τῷ σωτῆρι ἡμῶν· προφθάσωμεν τό πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει καί ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῷ»38.
καί ἀπαντοῦσε ἄλλο τάγμα, μελωδώντας γλυκά:
--«Ὅτι Θεός μέγας Κύριος καί βασιλεύς μέγας ἐπί πᾶσαν τήν γῆν· ὅτι ἐν τῇ χειρί αὐτοῦ τά πέρατα τῆς γῆς καί τά ὕψη τῶν ὀρέων αὐτοῦ εἰσιν!39
Αὐτούς καί ἄλλους ὑπέροχους ὕμνους ἔψαλλαν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, προξενώντας ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση σ᾿ ὅσους τούς ἄκουγαν.
Ψάλλοντας ἔτσι λοιπόν μπῆκαν μαζί μέ τόν Κύριο καί τούς ἁγίους Του στούς ἐπουράνιους θαλάμους τοῦ θεϊκοῦ νυμφώνα, σκιρτώντας ἀπό χαρά. Καί παρευθύς οἱ πύλες κλείστηκαν.
Τότε κάλεσε ὁ Ἰησοῦς τούς ἀρχηγούς τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων. Πρῶτοι παρουσιάστηκαν ὁ Μιχαήλ, ὁ Γαβριήλ, ὁ Ραφαήλ, ὁ Οὐριήλ, κι ἔπειτα οἱ ἄλλοι.
Ὕστερα κλήθηκαν οἱ δώδεκα φωστῆρες τοῦ κόσμου, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι. Ὁ Κύριος τούς χαρίτωσε μέ δόξα λαμπρή, τούς ἔδωσε δώδεκα πυρίμορφους κι ἀστροστόλιστους θρόνους καί τούς ἔβαλε νά καθήσουν κοντά σ᾿ Αὐτόν, τό Δάσκαλό τους, μέ τιμές πολλές. Ἡ δόξα τους ἦταν ἕνα φῶς αἰώνιο, ἀπερίγραπτο καί ἀπρόσιτο. Οἱ χιτῶνες τους ἦταν χρυσοκίτρινοι κι ἀστραφτεροί σάν κεχριμπάρι. Ἀκόμα κι οἱ ἀρχάγγελοι τούς κοίταζαν μέ θαυμασμό. Τέλος, ὁ Χριστός τούς ἔδωσε καί δώδεκα κρυσταλλόμορφα στεφάνια, στολισμένα μέ πολύτιμες πέτρες, πού ἄστραφταν ἐκτυφλωτικά, καθώς τά βαστοῦσαν ἔνδοξοι ἄγγελοι πάνω ἀπ᾿ τά κεφάλια τους.
Ἔφεραν μετά μπροστά στόν οὐράνιο Βασιλιά τούς ἑβδομήντα μαθητές καί ἀποστόλους Του. Δόθηκαν καί σ᾿ αὐτούς ὅμοιες τιμές καί δόξες, μόνο πού τά στεφάνια τους ἦταν λιγότερο λαμπρά ἀπό τ᾿ ἄλλα, τῶν δώδεκα.
Ἔπειτα παρουσιάστηκαν οἱ ἅγιοι μάρτυρες, στρατιά ὁλόκληρη. Σ᾿ αὐτούς δόθηκε τό ἀξίωμα καί ἡ θέση τοῦ μεγάλου ἀγγελικοῦ τάγματος, πού εἶχε πέσει ἀπό τόν οὐρανό μαζί μέ τόν Ἑωσφόρο. Ἀμέσως τούς ἔφεραν ἀναρίθμητα στεφάνια, πού ἀκτινοβολοῦσαν σάν τόν ἥλιο, καί στόλισαν μ᾿ αὐτά τ᾿ ἁγιασμένα κεφάλια τους. Κι ἐκεῖνοι, θεωμένοι, χαίρονταν κι ἀγάλλονταν ἀνείπωτα.
Ἀκολούθησε ἡ ἱερή χορεία τῶν ἁγίων ἱεραρχῶν, ἱερέων καί διακόνων. Στεφανώθηκαν κι αὐτοί μέ στεφάνια αἰώνια καί ἀμαράντινα, ἀλλά διαφορετικά σέ λάμψη καί δόξα – ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τό ἔργο, τό ζῆλο, τήν ὑπομονή καί τήν ἀγάπη του. Ἔτσι, ἔβλεπες πολλούς ἱερεῖς νά εἶναι ἐνδοξότεροι ἀπό ἀρχιερεῖς, ἀλλά καί πολλούς διακόνους νά εἶναι λαμπρότεροι ἀπό ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς. Τά πρόσωπα ὄμως ὄλων ἔλαμπαν ἀπό τή χάρη, τήν εὐφροσύνη καί τήν ἀγαλλίαση. Σ᾿ αὐτούς μάλιστα παραχωρήθηκε καί τό νοερό ἐπουράνιο θυσιαστήριο, γιά νά προσφέρουν αἰώνια πιά τήν τέλεια καί εὐάρεστη στό Θεό θυσία τους.
Τώρα ἦρθε ἡ σειρά τῶν εὐλαβῶν μοναχῶν. Ἀπό τήν ὁσιακή χορεία τους ξεχυνόταν μιά εὐωδία πνευματική. Καί τά δοξασμένα πρόσωπά τους ἄστραφταν σάν ἥλιοι, σκορπίζοντας θεόφωτες μαρμαρυγές. Δόθηκαν στόν καθένα ἀπό ἕξι φτερά, κι ἔτσι, μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔγιναν ὅλοι σάν τά φρικτά Χερουβείμ καί Σεραφείμ. Ἄρχισαν τότε νά ψάλλουν δυνατά:
-- «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ»40.
Ἡ δόξα τους ἦταν τρισμέγιστη καί τά καταστόλιστα στεφάνια τους ἀνάλογα μέ τούς ἀγῶνες καί τούς ἱδρῶτες τοῦ καθενός.
Πίσω ἀπό τούς μοναχούς μπῆκε ὁ χορός τῶν ἁγίων προφητῶν. Σ᾿ αὐτούς δόθηκαν τό ἄσμα τῶν ἀσμάτων, ἡ ψαλμική κινύρα τοῦ Δαβίδ μέ τύμπανα καί μέ χορούς, φῶς ἀστραποβόλο, κάλλος οὐράνιο, ἀγαλλίαση ἀπέραντη καί ἡ δοξολογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τά δικά τους στεφάνια ἦταν ὁλόχρυσα κι ἀστραφτερά. Ὁ Δεσπότης τοῦ θείου νυμφώνα τούς ζήτησε νά ψάλλουν κάτι. Κι ἐκεῖνοι Τόν ὕμνησαν μ᾿ ἕνα ἄσμα τόσο τερπνό, πού σκίρτησαν ἀπό εὐφροσύνη ὅλοι οἱ συναγμένοι ἅγιοι.
Ἀφοῦ ὅλοι πιά εἶχαν πάρει τά δῶρα τους ἀπό τ᾿ ἄχραντο χέρι τοῦ Σωτήρα, περίμεναν ἀκόμα τ᾿ ἀγαθά ἐκεῖνα, «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὕς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη»41.
Τότε ὅμως μπῆκε ὁ χορός τῶν ἀνθρώπων πού σώθηκαν μέσα στόν κόσμο – φτωχοί καί πλούσιοι, κυβερνῆτες καί ὑπήκοοι, δοῦλοι καί ἐλεύθεροι. Στάθηκαν ὅλοι μπροστά στόν θεῖο Νυμφίο, τόν Κύριο.
Πρῶτα-πρῶτα Ἐκεῖνος ξεχώρισε αὐτούς πού ἦταν ἐλεήμονες42, καί τούς χάρισε τήν τρυφή τοῦ παραδείσου τῆς Ἐδέμ, παλάτια οὐράνια κι ὁλόφωτα, στεφάνια πολύτιμα, ἁγιασμό εὐφρόσυνο, θρόνους καί σκῆπτρα καί ἀγγέλους φωτεινούς νά τούς ὑπηρετοῦν.
Ἀκολούθησαν ὅσοι ἔγιναν γιά τό Χριστό «πτωχοί τῷ πνεύματι»43. Αὐτοί ὑψώθηκαν τώρα ὑπερβολικά. Πῆραν ἀπό τό χέρι τοῦ Κυρίου στεφάνια πανέμορφα καί κληρονόμησαν τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἥρθαν ἔπειτα «οἱ πενθοῦντες»44, αὐτοί πού ἔκλαψαν γιά τίς ἁμαρτίες τους μέ μετάνοια θερμή, καί τούς δόθηκε ἡ μεγάλη παρηγοριά τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἡ πάντερπνη χαρά τοῦ παραδείσου.
Νά τώρα κι «οἱ πραεῖς»45 καί ἄκακοι, πού κληρονόμησαν τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ὅπου τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀποστάζει τό γλυκασμό καί τήν εὐωδία Του. Πόση τέρψη καί ἀγαλλίαση δοκίμασαν, βλέποντας πώς κέρδισαν τή μακαριότητα! Καί πῶς σκίρτησε ἀπό ἡδονή ἡ ψυχή τους, ὅταν ὁ Κύριος τούς στόλιζε μέ στεφάνια ροδόχρωμα, περίτεχνα, ἀστραφτερά!
Μετά ἀπ᾿ αὐτούς ἥρθαν «οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην»46. Τούς δόθηκε ὁ μισθός τῆς δικαιοσύνης πλούσιος, γιά νά χορτάσουν. Καί μέ τήν ἀγαθή τους προαίρεση εὐφράνθηκαν, βλέποντας τό βασιλιά Χριστό νά ὑμνεῖται καί νά τιμᾶται καί νά δοξάζεται ἀπό τούς ἁγίους ἀγγέλους. Τά δικά τους στεφάνια ἦταν περίλαμπρα καί καλαίσθητα, καμωμένα μέ πολλή τέχνη.
Ὕστερα ξεχωρίστηκαν ἀπό τόν Κύριο «οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ»47. Σ᾿ αὐτούς ἔδωσε πανίσχυρα μυστικά μάτια καί ὅραση πνευματική, πιό δυνατή κι ἀπό τό φῶς, γιά νά βλέπουν καθαρά τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Τούς ἔδωσε καί στεφάνια ἰδιόμορφα, πού πίσω καί μπροστά εἶχαν κρυστάλλινους σταυρούς, ἐνῶ δεξιά κι ἀριστερά ζωγραφισμένους χερουβικούς ὀφθαλμούς.
Ἔπειτα μαζεύτηκαν σέ μιά ὁμάδα »οἱ εἰρηνοποιοί»48.Τούς δόθηκαν ἡ εἰρήνη καί ἡ σοφία καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί εὐδοκία καί ἔλεος καί φωτισμός ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἕν᾿ ἀόρατο χέρι, πού κρατοῦσε μιάν οὐράνια γραφίδα, τούς πλησίασε κι ἔγραψε στά μέτωπά τους: Ἰ η σ ο ῦ ς Χ ρ ι σ τ ό ς , Υ ἱ ό ς τ ο ῦ Θ ε ο ῦ τ ο ῦ ζ ῶ ν τ ο ς . Τέλος, τούς δόθηκαν καί στεφάνια ἀστραφτερά, πού εἶχαν πάνω τους γραμμένα τά ὀνόματα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μετά ἥρθαν «οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης»49. Τούς δόθηκαν θεῖος αἵνος καί πολυθαύμαστη ζωή καί θρόνοι ἄφραστοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Τά στεφάνια τους ἦταν ἀπό θεϊκό, ἄυλο χρυσάφι, πού ἡ λάμψη του ἔκανε τούς χορούς τῶν ἀγγέλων νά εὐφραίνονται.
Ἀκολούθησαν ἐκεῖνοι πού ὑπέμειναν ὀνειδισμούς καί διωγμούς καί κακολογίες γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ50. Αὐτοί πῆραν τόν ἅγιο μακαρισμό τοῦ Θεοῦ καί τόν ἔπαινο τῶν ἀγγέλων Του καί περισσότερη τιμή καί δόξα. Τούς χαρίστηκαν καί θρόνοι ποικιλοστόλιστοι καί σκῆπτρα βασιλικά καί στεφάνια πανέμορφα.
Ὕστερα ἀπ᾿ ὅλους αὐτούς, ὁδηγήθηκαν μπροστά στόν Κύριο ἐκεῖνοι πού ἀπό τή μιά μετανόησαν γιά τίς ἁμαρτίες τους, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως δέν ἔκαναν συνεπή πνευματική ζωή, μέ προσευχές καί μέ νηστεῖες καί μ᾿ ὅ,τι ἄλλο ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία μας. Ξεμάκρυναν βέβαια ἀπό τά πονηρά ἔργα, δέν ἐργάστηκαν ὅμως μέ ζῆλο καί ἀκρίβεια τ᾿ ἀγαθά.
-- Καί πού γλυτώσατε τήν κόλαση, πολύ σᾶς εἶναι, τούς εἶπε ὀ Νυμφίος, καί τούς ἔδωσε μονάχα ἀπό μιά βέργα – σημάδι ὅτι δέν θά κολάζονταν – γιά νά μή ριχτοῦν στό πῦρ, ἀλλά νά ταχθοῦν σέ τόπο ἄφεγγο, οὔτε φωτεινό οὔτε ζοφερό.
Πίσω τους ἥρθαν ἄλλοι, πού εἶχαν κάνει πολλές ἀγαθοεργίες κι ἀμέτρητες ἐλεημοσύνες, ἐπειδή ὅμως ἔπεφταν εἴτε σέ κατάκριση καί καταλαλιά τῶν συνανθρώπων τους εἴτε σέ σαρκικά ἁμαρτήματα, τάχθηκαν κι αὐτοί στό κατώτατο σκότος, μέ τήν ὁμίχλη καί τήν ὑγρασία, ὅπου μόλις φτάνουν κάποιες ἀμυδρές ἀνταύγειες φωτός.
Μετά ἀπ᾿ αὐτούς μπῆκαν οἱ εἰδωλολάτρες, πλῆθος πολύ, πού δέν γνώρισαν τό νόμο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ὁδηγήθηκαν ἀπό τή συνείδησή τους καί τόν τήρησαν ἀνεπίγνωστα. Ἦταν ἐκεῖνοι, πού εἶχαν νά δείξουν «τό ἔργον τοῦ νόμου γραπτόν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως» 51. Πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς ἔλαμπαν σάν τόν ἥλιο ἀπό τήν ἁγνότητα καί τήν καθαρότητά τους. Αὐτοί ἀξιώθηκαν νά κληρονομήσουν τήν οὐράνια βασιλεία καί τήν ἀπόλαυση τοῦ Θεοῦ. Στεφανώθηκαν καί μέ στεφάνια ὑπέροχα, πλεγμένα μέ ρόδα καί κρίνα. Ἕνα μονάχα ἔφερναν βαριά, τό ὅτι, σάν ἀβάπτιστοι, ἦταν τυφλοί, καί δέν μποροῦσαν νά δοῦν τή δόξα καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ – γιατί εἶναι φῶς καί μάτι τῆς ψυχῆς τό ἅγιο βάπτισμα, κι ὅποιος τό στερηθεῖ, ὅσα καλά κι ἄν κάνει, κληρονομεῖ βέβαια τόν παράδεισο καί κάτι δοκιμάζει ἀπό τήν εὐωδία καί τή γλυκύτητά του, ἀλλά δέν βλέπει τίποτα.
Τούς εἰδωλολάτρες ἀκολούθησε ἕνα ἄλλο τάγμα ἁγίων. Ἦταν παιδιά χριστιανῶν, πού ἔφυγαν ἀπό τή ζωή πρόωρα. Ὅλοι φαίνονταν τριάντα χρονῶν πάνω-κάτω. Ὁ Νυμφίος τούς ἔριξε βλέμμα συμπαθητικό καί εἶπε:
-- Ὁ χιτώνας τοῦ βαπτίσματός σας εἵν᾿ ἄσπιλος, ἔργα ὅμως πουθενά! Τί κάνω λοιπόν μ᾿ ἐσᾶς;
Τότε λένε κι αὐτοί θαρρετά:
-- Κύριε, μᾶς στέρησες τά ἐπίγεια ἀγαθά Σου. Μή μᾶς στερήσεις τουλάχιστο καί τά ἐπουράνια.
Χαμογέλασε ὁ Νυμφίος καί τούς χάρισε τά αἰώνια ἀγαθά. Τούς ἔδωσε στεφάνια πίστεως καί ἁγνείας καί ἀκακίας καί μακαριότητας. Μέ πολύ θαυμασμό τούς κοίταζαν οἱ οὐράνιες στρατιές. Μά κι οἱ ἴδιοι μέ χαρά φοροῦσαν τ᾿ ἄφθαρτα στεφάνια τους.
Ἦταν θαῦμα ν᾿ ἀκούει κανείς τούς ἀγγέλους, πού, βλέποντας συγκεντρωμένα τά τάγματα ὅλων τῶν ἁγίων, ἔψαλλαν ἄσματα πανευφρόσυνα, γεμάτοι, ἀγαλλίαση καί θάμπος καί θεία ἡδονή.
Ὅταν λοιπόν ὅλοι αὐτοί εἶχαν πιά μπεῖ στό νυμφώνα κι εἶχαν στεφανωθεῖ, εἶδε ὁ δίκαιος Νήφων νά πλησιάζει τό Νυμφίο μιά θεόφωτη Νύμφη. Εἶχε ὄψη ἀστραφτερή καί φοβερή καί σεβάσμια μαζί. Μόλις τήν εἶδαν οἱ ἄγγελοι, σκίρτησαν ἀπό χαρά κι εὐδαιμονία. Ἀπό τά πόδια της, καθώς βάδιζε, ξεχύνονταν ἀστραποβολιές. Τά μάτια της, καθώς φεγγοβολοῦσαν. Στό πέρασμά της σκόρπιζε οὐράνια εὐωδία, σάν ἀπό θεϊκά ἀρώματα. Ἦταν ντυμένη μέ φορέματα βασιλικά, ἀπ᾿ ἔξω κατακόκκινη πορφύρα κι ἀπό μέσα λευκό λινό χιτώνα. Στήν πανώρια κεφαλή της φοροῦσε στέμμα θεϊκό, πού ὅμοιό του δέν εἶχε σέ λαμπρότητα καί ὀμορφιά. Κατάπληκτοι οἱ ἄγγελοι καί θαμπωμένοι οἱ ἅγιοι παρατηροῦσαν τίς θεῖες ἀκτίνες, πού σκορπίζονταν ὁλόγυρα ἀπό τό οὐράνιο ἐκεῖνο διάδιμα.
Καθώς ἡ Νύμφη μπῆκε στό νυμφώνα, φάνηκε πίσω της πλῆθος ἀναρίθμητο παρθένων, πού τήν ἀκολουθοῦσαν ψάλλοντας καί δοξολογώντας τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν πιά ἦρθε κοντά στό Νυμφίο, Τόν προσκύνησε τρεῖς φορές μαζί μέ ὅλες τίς ἅγιες ἐκεῖνες παρθένες. Κι Αὐτός, χαμογελώντας εὐφρόσυνα, ἔσκυψε τό κεφάλι Του καί τήν τίμησε σάν ἄσπιλη Μητέρα Του. Τότε ἐκείνη, σταυρώνοντας τά χέρια της μέ συστολή, Τόν πλησίασε μέ πολλή εὐλάβεια καί χάρη καί φίλησε τ᾿ ἀθάνατα κι ἀκοίμητα μάτια Του, καθώς καί τά σπλαχνικά Του χέρια.
Μετά τόν θεῖο ἐκεῖνο ἀσπασμό, ὁ Κύριος χάρισε στίς παρθένες ἀστραφτερά φορέματα καί ἄχραντα στεφάνια. Ἔπειτα ἦρθαν οἱ νοερές δυνάμεις καί οἱ χοροί τῶν ἁγίων, προσκύνησαν ὅλοι πασίχαροι τή Θεομήτορα καί τῆς ἔψαλαν ὕμνους καί μακαρισμούς καί μεγαλυνάρια, μέ τά χέρια ὑψωμένα ἀπό ἱερό ἐνθουσιασμό.
Ὕστερα σηκώθηκε ὁ Νυμφίος ἀπ᾿ τό θρόνο Του, καί, ἔχοντας στά δεξιά τήν πανάχραντη Μητέρα Του καί στ᾿ ἀριστερά τόν μεγάλο καί θαυμαστό προφήτη καί Πρόδρομο, πέρασε ἀπό τό νυμφώνα στόν θεϊκό θάλαμο, ἐκεῖ ὅπου βρίσκονται τά ἄγνωστατά ἄγνωστα κι ἀνήκουστα καί ἄφραστα ἀγαθά, τά ἑτοιμασμένα γιά ὅσους ἀγάπησαν τό Θεό. Μαζί Του μπῆκαν στόν ὁλοφώτεινο καί θαυμαστό ἐκεῖνο θάλαμο ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού μόλις εἶδαν τά ἀγαθά ἐκεῖνα, κυριεύθηκαν ἀπό ἀνείπωτη ἀγαλλίαση καί εὐθυμία. Ἄρχισαν τότε, μέσα σ᾿ ἕνα παραλήρημα οὐράνιας χαρᾶς, νά χορεύουν καί νά τραγουδοῦν καί νά πανηγυρίζουν...
(Αὐτά ὅμως δέν μπόρεσε ὁ φιλόθεος Νήφων νά μοῦ τά περιγράψει. Μολονότι τόν πίεσα πολύ, δέν μοῦ εἶπε τό παραμικρό.
-- Δέν μπορῶ, ἔλεγε μόνο ἀναστενάζοντας, νά παραστήσω μέ τή γλώσσα μου ἤ νά παρομοιάσω μέ κάποια ἐπίγεια πράγματα τά οὐράνια. Ἦταν πέρα ἀπό κάθε φαντασία καί σύγκριγη, πέρα ἀπό κάθε σκέψη καί ὅραση, πέρα ἀπ᾿ ὅλα τά ὁρατά καί ἀόρατα
Ὅταν λοιπόν ὁ Κύριος μοίρασε στούς ἁγίους Του τά ἀγαθά πού ἦταν ἐκεῖ, πρόσταξε τά Χερουβείμ νά κυλώσουν τόν αἰώνιο θάλαμο, ὅπως κυκλώνει τό τεῖχος μιά πόλη. Ἔδωσε ἔπειτα διαταγή, τά Σεραφείμ νά κυκλώσουν τά Χερουβείμ, οἱ Θρόνοι τά Σεραφείμ, οἱ Κυριότητες τούς Θρόνους, οἱ Ἀρχές τίς Κυριότητες, οἱ Ἐξουσίες τίς Ἀρχές καί οἱ Δυνάμεις τίς Ἐξουσίες. Ἔτσι, ὅπως τό τεῖχος κυκλώνει μιά πόλη, τό ἕνα τάγμα κύκλωσε τό ἄλλο, σχηματίζοντας ἑπτά ἐπάλληλα διαζώματα.
Στά δεξιά τοῦ αἰώνιου θαλάμου στάθηκαν, σέ τέλεια παράταξη, ὁ Μιχαήλ καί τό τάγμα του. Στ᾿ ἀριστερά παρατάχθηκαν μέ πολύ εὐλάβεια ὁ Γαβριήλ καί τό δικό του τάγμα. Ὁ Ραφαήλ στ᾿ ἀνατολικά καί ὁ Οὐριήλ στά δυτικά μέ τά δικά τους. Τίς θέσεις αὐτές πῆραν μέ προσταγή τοῦ Κυρίου. Οἱ παρατάξεις τους ἦταν τεράστιες, καί μαζί μέ τά τάγματα τῶν ἀχράντων δυνάμεων κύκλωναν τό θάλαμο τοῦ Θεοῦ μέ πολλή λαμπρότητα.
Μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καί ὁ Κύριος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὑποτάχθηκε στόν Πατέρα Του, πού εἶχε ὑποτάξει σ᾿ Αὐτόν τά πάντα, καί Του παρέδωσε ὅλη τή βασιλεία καί τήν κυριαρχία καί τήν ἐξουσία, πού Ἐκεῖνος Τοῦ εἶχε δώσει52. Ὁ ἴδιος πάλι μπῆκε στόν θεῖο καί ἀπρόσιτο θάλαμο, κληρονόμος τοῦ Πατέρα Του καί Βασιλιάς καί Ἀρχιερέας αἰώνιος, μαζί μέ ὅλους τούς συγκληρονόμους Του ἁγίους.
Στό τέλος τῶν μυστηρίων, πού ἀξιώθηκε ν᾿ ἀντικρύσει ὁ δίκαιος Νήφων, εἶδε καί τούτη τή φοβερή ἀποκάλυψη:
Ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας καί Γεννητής τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, τό Φῶς τό ἀπρόσιτο καί ἀκατάληπτο, ἀνέτειλε ξαφνικά, λάμποντας πάνω ἀπό τόν ἀπέραντο ἐκεῖνο θάλαμο τῆς θείας εὐπρέπειας καί πάνω ἀπό τίς κυκλικές παρατάξεις τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων. Φώτιζε τό θάλαμο ὅπως ὁ ἥλιος φωτίζει τόν κόσμο, εὐφραίνοντας μέ τήν ἄφραστη θεότητά Του καί τή γλυκειά θερμότητα τοῦ φωτός Του ὅλους τούς ἁγίους. Καί ὅπως τό σφουγγάρι ρουφάει καί συγκρατεῖ τό νερό, ἔτσι καί οἱ ἁγιοι ἀπορροφοῦσαν τήν Πατρική θεότητα καί ἑνώνονταν μαζί Της, γιά νά ζήσουν αἰώνια μέ τό Θεό στή βασιλεία Του.
Ἀπό τότε πιά δέν ὑπῆρχε γι᾿ αὐτούς οὔτε νύχτα οὔτε μέρα. Ὑπῆρχε μόνο Θεός καί Πατέρας, Υἱός καί Πνεῦμα, φῶς καί τρυφή, ζωή καί αἴγλη, ἡδονή καί τέρψη.
Τώρα ἁπλώθηκε ἀπόλυτη σιγή.
Στά μάτια τοῦ μακάριου Νήφωνα δόθηκε ὅραση οὐράνια, γιά νά δεῖ τά ἔσχατα μυστήρια:
Τό πρῶτο τάγμα πού κύκλωνε τό θάλαμο, ἔλαβε σάν κληρονομιά αἰώνια ἕνα ἄσμα πάντεπρνο, πανίερο, μεθυστικό. Παρευθύς λοιπόν τό θεῖο καί φοβερό ἐκεῖνο τάγμα ἄρχισε τήν ἄφραστη δοξολογία του, ἐνῶ οἱ ἅγιοι σκιρτοῦσαν ἀπό χαρά καί παρακινοῦνταν κι αὐτοί σέ εὐχαριστία καί αἴνεση τοῦ Κυρίου.
Ἀπό τό πρῶτο τάγμα ὁ ἀπερίγραπτος ἐκεῖνος ὕμνος μεταδόδηκε στό δεύτερο, στά Σεραφείμ. Καί ἄρχισαν κι ἐκεῖνα νά ψάλλουν ὕμνο παναρμόνιο καί ἀκατάληπτο, πού σάν μέλι γλυκύτατο εὔφραινε ὅλες τίς αἰσθήσεις τῶν ἁγίων: Μέ τά μάτια τους ἔβλεπαν τό ἀπρόσιτο φῶς. Μέ τήν ὄσφρησή τους ὀσφραίνονταν τήν εὐωδία τῶν ἀχράντων δυνάμεων. Μέ τό στόμα τους γεύονταν καινούργιο τό Σῶμα καί τό Αἴμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ 115(Βλ. Ματθ. 26:29. Μαρκ.14:25). Μέ τά χέρια τούς ψηλαφοῦσαν τά αἰώνια ἀγαθά. Καί μέ τά πόδια τους χόρευαν μέσα στήν ἀπερίγραπτη ὀμορφιά τοῦ οὐράνιου θαλάμου. Μέγιστη τρυφή!... Ἀκατάληπτη ἡδονή!... Ἀνέρμήνευτη χαρά!...
Ἔπειτα μεταδόθηκε ὁ θεῖος ἐκεῖνος ὕμνος ἀπό τό δεύτερο στό τρίτο τάγμα κι ἀπό τό τρίτο στό τέταρτο καί σ᾿ ὅλα τά ἑπόμενα μέ τή σειρά, ὥσπου ἔγινε ἀπειρόστομος. Μά δέν μπορεῖ κανείς νά περιγράψει μέ λόγια τή μελιχρότητα καί τήν ἁρμονικότητα καί τήν εὐρυθμία καί τή μεγαλοπρέπεια τῆς μελωδίας ἐκείνης. Τό πιό ἐξαίσιο ἦταν, ὅτι δέν ἔψαλλαν τόν ἴδιο ὕμνο ὄλα τά τάγματα, ἀλλά πολλούς καί ποικίλους, ἄγνωστους καί πρωτάκουστους, ἐπουράνιους καί θεσπέσιους ὕμνους – τό κάθε τάγμα τόν δικό του – πού συμπλέκονταν ὅμως καί δένονταν μεταξύ τους τέλεια. Ἔτσι καλοταίριαστα συνάρμοζαν τά μέλη τους τ᾿ ἀγγελικά στρατεύματα, δοξολογώντας τό Θεό καί τέρποντας τούς ἁγίους Του.
Ὅταν ἡ πανστρατιά τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων συμπλήρωσε τήν αἰθέρια δοξολογία της, τά τέσσερα τάγματα τῶν Ἀρχαγγέλων ἄρχισαν τόν τρισάγιο ὕμνο. Ἔψαλλε τό τάγμα τοῦ Μιχαήλ κι ἀντιφωνοῦσε τό τάγμα τοῦ Γαβριήλ. Ὅμοια πάλι ὑμνολογοῦσε τό ἄλλο, τοῦ Ραφαήλ, καί ὁλοκλήρωνε ἐκεῖνο τοῦ Οὐριήλ. Καί ἡ δική τους ψαλμωδία ἦταν ὑπέροχη καί πρωτάκουστη. Οἱ φωνές τῶν τεσσάρων ἀρχιστρατήγων ξεχώριζαν μέσ᾿ ἀπό τίς ἀναρίθμητες ἄλλες τῶν δυνάμεών τους, κι ἦταν πιό γλυκειές μά καί πιό ἐπιβλητικές.
Παρακινημένοι ἀπό τήν ἄπειρη ἐκείνη εὐφροσύνη καί τρυφή οἱ Ἅγιοι Πάντες, ἄρχισαν τότε κι αὐτοί μέσ᾿ ἀπ᾿ τόν οὐράνιο θάλαμο νά ψάλλουν καί νά ὑμνοῦν τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι λοιπόν ἀντηχοῦσαν ὕμνοι μέσα, ὕμνοι ἔξω, ὕμνοι παντοῦ, ὕμνοι πού φλόγιζαν τίς καρδιές τῶν ἁγίων μέ τήν πάναγνη καί τρισμακάρια ἡδονή. Καί τά ὑπέρλογα καί ὑπέροχα ἐκεῖνα ἄσματα ξεχύνονταν στά ἐπουράνια σκηνώματα ἀκατάπαυστα, στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες...
Μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά πού εἶδε ὁ μακάριος Νήφων,
ἔχοντας πέσει σέ ἔκσταση, ἄκουσε τή φωνή τοῦ Θεοῦ νά τοῦ λέει:
-- Νήφων, Νήφων! Ὡραία ἦταν ἡ προφητική σου ὀπτασία καί θεωρία. Γράψε λοιπόν μέ κάθε ἀκρίβεια ὅσα εἶδες καί ἄκουσες, γιατί ἔτσι θαυμαστά θά γίνουν ὅλα. Τά φανέρωσα σ᾿ ἐσένα, σάν πιστό φίλο καί ἀγαπητό γιό καί κληρονόμο τῆς βασιλείας μου, γιά νά καταλάβεις πόσο σ᾿ ἀγαπῶ. Διαπίστωσε λοιπόν τώρα, πού γνώρισες τοῦτα τά φρικτά μυστήρια ὅπως ἀκριβῶς θά πραγματοποιηθοῦν, τή μεγάλη μου φιλανθρωπία γιά σένα καί ὅλους ὅσοι προσκυνοῦν μέ ταπείνωση τή βασιλεία καί τήν ἐξουσία μου. Γιατί ἐγώ πάντα χαίρομαι νά «ἐπιβλέπω ἐπι τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί τρέμοντα τούς λόγους μου»53.
Καί μ᾿ αὐτά τά λόγια τόν ἔλυσε ὁ Κύριος ἀπό τή φοβερή καί πολυθαύμαστη θεωρία, πού κράτησε δυό ὁλόκληρες ἐβδομάδες!
Ὅταν πιά ἦρθε στόν ἑαυτό του, σωριάστηκε κάτω τρομοκρατημένος κι ἄρχισε νά κλαίει καί νά ὀδύρεται καί νά ταλανίζει τόν ἑαυτό του, λέγοντας:
-- Ἀλίμονο σ᾿ ἐμένα, τόν ἁμαρτωλό! Τί περιμένει τήν τρισάθλια ψυχή μου! Ἀλίμονό μου, τοῦ ἐλεεινοῦ! Σέ ποιά κατάσταση θά βρεθῶ ἐκεῖ ἄραγε, ὁ ἄσωτος; Τί λόγο θά δώσω γιά τίς ἀνομίες μου; Ποῦ θά κρύψω τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου; Συμφορά μου, τοῦ βέβηλου καί ἄθλιου! Στεναγμό δέν ἔχω! Δάκρυα πολλά δέν ἀναβλύζουν ἀπ᾿ τά μάτια μου! Μετάνοια δέν μοῦ βρίσκεται! Ἐλεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτα! Ἀγάπη οὔτε στάλα! Ἡ ἀκακία κι ἡ πραότητα εἶν᾿ ἄσχετες μ᾿ ἐμένα!... Ἄχ! Τί θά κάνω ὁ ἐλεεινός καί μολυσμένος. Ἀπό πού νά πιαστῶ γιά νά σωθεῖ ἡ ψυχή μου; Τό βάπτισμα τό μίανα, τό χιτώνα μου τόν λέρωσα, τήν ψυχή μου τήν βύθισα στό βοῦρκο, τό νοῦ μου τόν σκότισα, τήν καρδιά μου τήν πώρωσα μέ τήν κρεπάλη... Ὠιμένα, τόν ἁμαρτωλό! Τί νά κάνω, δέν ξέρω. Τά μάτια μου βλέπουν τίς αἰσχρότητες. Τ᾿ αὐτιά μου γλυκαίνονται μέ τά δαιμονικά τραγούδια. Ἡ μύτη μου ζητάει γαργαλιστικές μυρωδιές. Τό στόμα μου ὁρμάει στήν πολυφαγία. Τά χέρια μου ὁδηγοῦνται στήν ἁμαρτία. Τό σῶμα μου τρέχει νά κυλιστεῖ στό βόρβορο τῆς ἀκολασίας κι ἀποζητάει τά μαλακά κρεβάτια καί τήν καλοφαγία. Ἡ προαίρεσή μου ποθεῖ τήν ἀσωτία. Ἄχ ὁ ἄνομος ὁ σκοτισμένος, ὁ βρωμερός! Ποῦ νά πάω, δέν ξέρω. Ποιός θά μέ βγάλει, τόν ταλαίπωρο, ἀπό τήν πικρή ἐκείνη φωτιά; Ποιός θά μέ γλυτώσει ἀπ᾿ τό ζοφερό σκοτάδι καί τόν φρικτό τάρταρο; Ποιός θά μ᾿ ἀπαλλάξει ἀπ᾿ τό βρυγμό τῶν ὀδόντων; Ἀλίμονο, ἀλίμονο σ᾿ μένα τόν σιχαμερό! Καλύτερα νά μήν εἵχα γεννηθεῖ!... Πώ, πώ! Τί δόξα θά στερηθῶ ὁ μαῦρος! Τί τιμή, τί στεφάνια τί χαρά, τί ἡδονή θά χάσω, ἐπειδή ἔγινα δοῦλος τῆς ἁμαρτίας!... Ταλαίπωρη ψυχή μου! Ποῦ εἶναι ἡ κατάνυξή σου; Ποῦ εἶναι ἡ μετάνοιά σου; Ποῦ εἶναι οἱ ἀρετές σου; Κακόμοιρε! Ποῦ θα τοποθετηθεῖςτή φοβερή ἐκείνη μέρα; Ἔκανες κανένα καλό, πού ν᾿ ἀρέσει στό Θεό; Πῶς θά μπεῖς στό καμίνι; Πῶς θ᾿ ἀντέξουν τά ἐλεεινά σου μάτια τό ἀτέλειωτο κλάμα τόν αἰώνιο θρῆνο; Πῶς θ᾿ ἀντέξει ἡ συνείδησή σου τήν ἄπειρη πίκρα τῆς θεϊκῆς καταδίκης;... Ὥ ρυπαρή ψυχή πού ποθοῦσες πάντα νά κυλιέσαι στή σαπίλα, πού ὑπηρετοῦσες πάντα τήν κοιλιά. Μέ τί μάτια θ᾿ ἀντικρύσεις ἄνομη καί διεφθαρμένη, τό γλυκύτατο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ; Πῶς θά παρουσιαστῆς μπροστά Του; Πές μου! Πές μου! εἶδες ὅλα ἐκεῖνα τά φοβερά, πού θά πραγματοποιήσει στίς ἔσχατες ἡμέρες ὁ Κύριος. Πές μου λοιπόν, ψυχή, ἔχεις ἔργα ἀντάξια τῆς θείας ἐκείνης δόξας; Πῶς θά μπεῖς ἐκεῖ, ἀφοῦ μόλυνες τό ἅγιο βάπτισμα! Ἀλίμονό σου τότε, μιασμένη ψυχή μου! Ἔχεις νά κληρονομήσεις τό αἰώνιο πῦρ. Καί πού θά᾿ ναι τότε ἡ ἁμαρτία καί ὁ πατέρας της, ὁ διάβολος, γιά νά σέ σώσουν; Ἀλλά...

...Κύριε, Κύριε,
σῶσε τήν ψυχή μου ἀπ᾿ τή φωτιά,
ἀπ᾿ τῶν ὀδόντων τόν βρυγμό
κι ἀπ᾿ τό δεινό τόν τάρταρο.

Μ᾿ αὐτά τά λόγια προσευχόταν, ἐλέγχοντας τόν ἑαυτό του ὁ μακάριος, ἐνῶ τά μάτια του ἔτρεχαν βρύσες.
Τίς ἐπόμενες μέρες τόν ἔβλεπες νά βαδίζει μέ δυσκολία σέρνοντας τά πόδια του, χύνοντας ποταμούς πικρῶν δακρύων καί στενάζοντας βαθιά. Ἀναλογιζόταν τά φορερά μυστήρια πού εἶχε δεῖ καί βιαζόταν νά τά κατακτήσει, ἀφήνοντας καί τά γήινα. Πολλές φορές, πού ξανάφερνε καθαρά καί ζωντανά τή θεωρία ἐκείνη, λές καί τοῦ σάλευαν τά λογικά ἀπ᾿ τήν ἀβάσταχτη πύρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
  • Ὤ, τί χαρά, φώναζε, τί δόξα, τί λαμπρότητα περιμένει τούς ἁγίους στόν οὐρανό! Πόσο φοβᾶμαι μήν τά στερηθῶ.
Ἀναστέναζε βαθιά καί πρόσθετε:
  • Κύριε, βοήθησε καί σῶσε τήν σκοτισμένη ψυχή μου!
Προσευχή ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν

Κύριε, δός ἔλεος πᾶσι τοῖς λοιδοροῦσι με ἤ
βλασφημοῦσιν ἤ μισοῦσιν ἤ τι ἔτερον ποιοῦσι μοι·
σύ γάρ Κύριε, γινώσκεις ὅτι κἀκείνους ὁ πονηρός
διάβολος εἰς τό δυσῶδες καί ἀκόλαστον ἐκτρέπει,
ὥσπερ κἀμέ καθ᾿ ἑκάστην ποιεῖ καί παραπικραίνω τό θεῖόν
σου ὄνομα. Παρακαλῶ σε οὕν, Πάτερ παντοκράτορ,
Θεέ καί Κύριε τοῦ ἐλέους, ἐπίσκεψαι ἐν ἐλέει πάντας
τούς πονηρῶς πρός με διακειμένους καί ποίησον αὐτούς
φωστῆρας καί ἁγίους, Κύριε μου, καί πράυνον·
εἰρήνευσον αὐτούς, καταξίωσον αὐτούς,
ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.


Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
1 Ψαλμ. 2:9.
2 Μάρκ. 15:29:-30
3 Ρωμ. 12:19. Ἑβρ. 10:30
4 Ἰερεμ. 5:8
5 Ἑβρ. 10:31
6 Ψαλμ. 75:13.
7 Ψαλμ. 34:16.
8 Ψαλμ. 105:38.
9Ἱρεμ. 12:10.
10Ἱερεμ. 23:2.
11Πρβλ. Ψαλμ. 2:5.
12 Ψαλμ. 105:38.
13 Ψαλμ. 105:38.
14 Ψαλμ. 32:6.
15 Βλ. Γεν. 4:25-26, 5:24 Σειράχ. 49:14
16 Ματθ. 16:18.
17 Ἡσ. 6:3.
18 Θεία λειτουργία. Ὕμνος μετά τήν ὕψοση τοῦ ἁγίου Ἀρτου.
19 Ψαλμ. 49.
20 Ψαλμ.81:8.
21 Πρβλ. Ψαλμ. 95:13.
22 Ψαλμ. 144:1.
23 Ψαλμ.98:5.
24 Πρβλ. Ἡσ. 6:3.
25 Ψαλμ. 117:26.
26 Ψαλμ. 117:27.
27 Ἡσ. 9:6.
28 Ματθ. 25:34-36.
29 Ματθ. 25:37-39.
30 Ματθ. 25:40.
31 Ματθ. 25:41-43.
32 Ματθ. 25:44.
33 Ματθ. 25:45.
34 Ψαλμ. 73:20.
35 Ματθ. 25:30, Λουκ. 13:28.
36 Ψαλμ. 23:7.
37 Ψαλμ. 117:26-27.
38 Ψαλμ. 94:1-2.
39 Ψαλμ. 94:1-2.
40 Ἡσ. 6:3.
41 Α΄ Κορ. 2:9.
42 Ματθ. 5:7.
43 Ματθ. 5:3.
44 Ματθ. 5:4.
45 Ματθ. 5:5.
46 Ματθ. 5:6.
47 Ματθ. 5:8.
48 Ματθ. 5:9.
49 Ματθ. 5:10.
50 Ματθ. 5:11.
51 Ρωμ. 2:15.
52 Βλ. Α΄Κορ. 15:24,28.
53 Πρβλ. Ἡσ. 66:2.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου