Σελίδες

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Ταπεινοφροσύνη (Μέρος 2ο)


«οἵτινες ἐλογίσαντο ἀδικίαν ἐν καρδίᾳ,
ὅλην τήν ἡμέραν παρετάσσοντο πολέμους·»

(Ψαλμ. 134:3)

Λένε γιά κάποιο Γέροντα, πώς ἔδειχνε ἐξαιρετική ἀγάπη σ᾿ ἐκείνους πού τόν καταφρονοῦσαν καί μέ κάθε τρόπο τόν ἀτίμαζαν.

Αὐτοί εἶναι φίλοι μας, συνήθιζε νά λέγη· γιατί μᾶς ὁδηγοῦν στήν ταπείνωση. Ἐκεῖνοι πού μᾶς ἐγκωμιάζουν ζημιώνουν τήν ψυχή μας. Τό λέει καί ἡ Γραφή:
«οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς, πλανῶσιν ὑμᾶς».
«ἔκρυψαν ὑπερήφανοι παγίδα μοι
καί σχοινία διέτειναν, παγίδας τοῖς ποσί μου...»

(Ψαλμ. 139:6)


Τήν ἀκόλουθη ἱστορία μᾶς τή διηγεῖται ὁ Παλλάδιος.

Στή γυναικεία μονή τῆς Ταβέννης, πού μόναζαν τήν ἐποχή ἐκείνη περισσότερες ἀπό τετρακόσιες καλόγρηες, ἔλαμψε μέ τήν ἀρετή της καί παρθένος Ἰσιδώρα. Αὐτή ἡ μακαρία, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὑποκρινόταν τήν σαλή, ἐξευτελίζοντας κάθε μέρα τόν ἑαυτό της. Φοροῦσε κουρέλια κι᾿ ἔκανε τίς πιό ταπεινωτικές δουλειές τοῦ Μοναστηριοῦ, ἐξυπηρετῶντας σάν ἀγορασμένη δούλη, ὅλες τίς Ἀδελφές, χωρίς ἐξαίρεσι. Ἐκεῖνες πάλι, σάν νά γύρευαν μ᾿ αὐτό νά τήν ἀνταμείψουν, τήν περιφρόνησαν τόσο, πού κι᾿ ἀπό τήν τράπεζα κι᾿ ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀκόμη τήν ἔδιωχναν. Ἔτσι ἡ Ἰσιδώρα ἔτρωγε τ᾿ ἀποφάγια πού περίσσευαν στά πιάτα, ζαρωμένη στό τζάκι τοῦ μαγειριοῦ κι᾿ ἄκουγε τήν ἀκολουθία της χειμῶνα-καλοκαίρι στά σκαλοπάτια τῆς Ἐκκλησίας.Ἦ ταν ἀδύνατο νά περάση ἡμέρα χωρίς νά τή βρίσουν, νά τήν κτυπήσουν ἤ τό λιγώτερο νά τήν περιπαίξουν οἱ ἄλλες καλόγρηες. Κι᾿ αὐτή τά δεχόταν ὅλα αὐτά, σάν δροσάτη ἀνθοδέσμη μέ τήν ὁποία ἔπλεκε τό ἀμάραντο στεφάνι τῆς δόξας της. Ποτέ δέν ἀντιλόγησε, δέ φιλονίκησε, δέν ἔδειξε σημάδι ἀνυπομονησίας.

«ὑποστηρίζει Κύριος πάντας τούς καταπίπτοντας
καί ἀνορθοῖ πάντας τούς κατερραγμένους».
(Ψαλμ. 144:14)
Καί νά πῶς ὁ Θεός ἔκανε φανερή σ᾿ ὅλους τήν ἀρετή της:
Στό ἀπέναντι βουνό ἀσκήτευε ἕνας Ἅγιος Ἐρημίτης, ὁ Ἀββᾶς Πιτηροῦν. Περνοῦσε μέ μεγάλη στέρησι καί παίδευε πολύ τό σῶμα του. Θά ἦταν αὐτό ἴσως ἀφορμή πού τοῦ ἥλθε κάποτε λογισμός: Ἅραγε εἶναι ἄλλος σ᾿ αὐτό τόν τόπο πού νά σέ φτάνη στήν ἀρετή;

Τήν νύχτα εἶδε στόν ὕπνο του Ἄγγελο Κυρίου.
-- Σήκω καί πήγαινε στό γυναικεῖο Μοναστήρι, τόν πρόσταξε. Ἐκεῖ θά βρῆς μιά παρθένο μέ διάδημα στό κεφάλι. Αὐτή εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερή σου.

Ὁ Ἀββᾶς Πιτηροῦν δέν ἔχασε καιρό. Μόλις ξημέρωσε, πῆρε τό ραβδάκι του τράβηξε γιά τό γυναικεῖο Μοναστήρι. Οἱ καλόγρηες τοῦ ἔκαναν μεγάλη ὑποδοχή, γιατί εἶχε φήμη Ἁγίου σ᾿ ὅλον ἐκεῖνο τόν τόπο. Ὁ Ἀββᾶς πῆγε στήν Ἐκκλησία καί ζήτησε ἀπο τήν Προεστῶσα νά τοῦ παρουσιάση ὅλες τίς ἀδελφές, νά τίς γνωρίση προσωπικά. Τοῦ ἔγινε ἀμέσως ἡ ἐπιθυμία. Μία-μία περνοῦσαν μπροστά ἀπ᾿ τόν Ἀββᾶ ὅλες οἱ καλόγρηες, ἔβαζαν μετάνοια καί στέκονταν στά στασίδια τους. Ἐκεῖνος παρατηροῦσε προσεκτικά, μά δέν ἔμεινε εὐχαριστημένος. Δέν εἶδε ἀνάμεσά τους ἐκείνη, πού τοῦ εἶπε ὁ Ἄγγελος, καί λυπήθηκε. Σάν πέρασε κι᾿ ἡ τελευταία, ρώτησε ὁ Ἀββᾶς, ἄν ὑπῆρχε ἄλλη.

-- Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν, ἐδῶ εἴμαστε ὅλες.

-- Ἀδύνατον, εἶπε ζωηρά ὁ Ἀββᾶς. Πρέπει νά ὑπάρχη ἀκόμη μία. Ἐκείνη, χάριν τῆς ὁποίας ἔκανα ὅλη αὐτή τήν ὁδοιπορία.

-- Ἔχομε ἀκόμη μία καλόγρηα στό Μοναστήρι, ἀναγκάστηκε νά φανερώση ἡ Προεστῶσα μπροστά στήν ἐπιμονή τοῦ Γέροντος, ἀλλά εἶναι σαλή, γι᾿ αὐτό δέν τήν λογαριάζομε μέ τήν Ἀδελφότητα.

Ἄς ἔλθη κι᾿ αὐτή, εἶπε ὁ Ἀββᾶς.


«δίκαιος Κύριος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ 
καί ὅσιος ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ».
(Ψαλμ. 144:17)
Μέ πολλή βία ὡδήγησαν τήν ταπεινή Ἰσιδώρα μπροστά στόν Ὅσιο, ξυπόλυτη, κουρελιασμένη, κατάμαυρη ἀπό τούς καπνούς τοῦ μαγειριοῦ. Μόλις τήν ἀντίκρυσε ἐκεῖνος, ἔμεινε σάν μαρμαρωμένος ἀπό τήν ἔκπληξι. Τό παλιομάντηλο πού σκέπαζε τήν κεφαλή της καί πού οἱ ἀδελφές της τό ἀηδίαζαν, ἔλαμψε στά μάτια του σάν ὁλόχρυση κορῶνα. Ὕστερα ἔπεσε στά γόνατα καί τῆς εἶπε, μέ φωνή πού ἔτρεμε ἀπό συγκίνησι:

-- Εὐλόγησέ με, Ὁσία.

Ἀλλά ἡ ταπεινή Ἰσιδώρα ἔσκυψε καί τοῦ φίλησε τά πόδια.

-- Ἐσύ εὐλόγησέ με, Ἅγιε Πάτερ.

Παραξενεμένες οἱ καλόγρηες ἀπ᾿ ὅσα ἔβλεπαν μπροστά τους, εἶπαν στόν Ἀββᾶ:

-- Μήν ἐξευτελίζης ἔτσι τόν ἑαυτό σου. Αὐτή εἶναι σαλή.

Ἐκεῖνος ὅμως τίς κατακεραύνωσε μέ τό αὐστηρό του βλέμμα:

-- Σεῖς ὅλες εἶσθε σαλές καί ἀνόητες.Αὐτή ἐδῶ εἶναι πολύ ἀνώτερη κι᾿ ἀπό σᾶς κι᾿ ἀπό μένα. Τῆς ἀξίζει νά λέγεται Ἀμμᾶς (Μητέρα πνευματική). Εἶθε νά μᾶς ἀξιώση ὁ Θεός νά βρεθοῦμε στό πλευρό της στή Δευτέρα Παρουσία.
Κατόπιν διηγήθηκε τί τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὁ Θεός γιά τήν μακαρία Ἰσιδώρα.


«μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν
ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»

(Ματθ. ε΄: 3)
Σάν τ᾿ ἄκουσαν οἱ καλόγρηες, ἔπεσαν στά γόνατα κι᾿ ἐζήτησαν συγχώρησι ἀπό τήν Ἀδελφή τους κι᾿ ἐξωμολογήθηκαν στόν Ὅσιο τά μαρτύρια πού ὥς τή στιγμή ἐκείνη τῆς εἶχαν κάνει.
Ἄλλη τήν κορόϊδευε ἀπό τό πρωΐ ὥς τό βράδυ, ἄλλη τήν περιέλουζε μέ ἀκάθαρτα νερά, ἄλλη τῆς ἔτριβε τή μύτη μέ σινάπι. Δέν βρέθηκε οὔτε μία, πού νά μήν τήν εἶχε μέ κάποιο τρόπο βασανίσει.Ὁ Ὅσιος ἔκανε προσευχή γι᾿ αὐτές νά συγχωρήση ὁ Θεός τίς ἀπερισκεψίες τους.Ὕστερα γύρεψε τήν Ὁσία Ἰσιδώρα νά τήν παρακαλέση νά δώση κι᾿ αὐτή τή συγχώρησι στίς Ἀδελφές της, μά δέν τήν βρῆκαν πουθενά. Πρόλαβε κι᾿ ἔφυγε κρυφά ἀπό τό Μοναστήρι, γιά ν᾿ ἀποφύγη τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο, καί κανείς δέν ἔμαθε ποτέ ποῦ τελείωσε τή ζωή της.


«μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ
ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται».
(Ματθ. ε΄: 8)

Θέλοντας νά βεβαιωθοῦν οἱ Γέροντες, ἄν πραγματικά ἦταν τόσο ταπεινός καί πρᾶος ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων, ὅσο τουλόχιστον φημιζόταν, πῆγαν μιά μέρα τάχα θυμωμένοι στό κελλί του καί τοῦ φώναξαν:
-- Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ὁ φαῦλος κι᾿ ὑπερήφανος;
-- Ναί, Πατέρες μου, τέτοιος εἶμαι, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, χωρίς κἄν νά ταραχθῆ.
-- Καί τολμᾶς νά φλυαρῆς καί νά κατακρίνης τούς ἀδελφούς; ἐξακολούθησαν οἱ ἄλλοι.
-- Δίκιο ἔχετε, ἀλλά παρακαλέστε τόν Θεό νά μ᾿ ἐλεήση, εἶπε πάλι ὁ ταπεινός Ἀγάθων.
-- Καί δέ φτάνουν ὅλα αὐτά, ἔγινες τώρα κι᾿ αἱρετικός.
-- Ἄ, ὄχι, αἱρετικός δέν ἔγινα ἀκόμη, ὕψωσε ζωηρά τή φωνή ὁ Ἀββᾶς, πρός μεγάλη ἔκπληξι τῶν ἀνακριτῶν του.
-- Γιά ἐξήγησέ μας, Ἀγάθων, τοῦ εἶπαν χαμογελῶντας οἱ Γέροντες, γιατί δέχτηκες εὐχαρίστως ὅλες τίς ἄλλες κατηγορίες καί τούτη τήν τελευταία δέν θέλησες νά τήν παραδεχτῆς;

-- Καλό εἶναι γιά τήν ψυχή μου, κι᾿ οὔτε κανένα βλάπτει, νά μέ νομίζουν οἱ ἄλλοι φαῦλο καί φλύαρο,  ὑπερήφανο καί φιλοκατήγορο, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος. Ἀλλά νά μέ νομίζουν αἱρετικό, ζημιώνονται, καί μένα χωρίζουν ἀπό τόν Κύριο μου.

Οἱ Γέροντες θαύμασαν τή διάκρισί του καί παραδέχτηκαν πώς εἶχε δίκιο.


«αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί
δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ

εἰδως ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί
ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος»

(Πρός Τίτον, γ΄: 10-11

Ὅποιος ἐπαινεῖ μπροστά του ἄνθρωπο, ἔλεγε κάποιος Γέροντας, τόν παραδίνει στό διάβολο γιά νά τόν πολεμάη.


«ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θυσαυρός ὑμῶν,
ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν».
(Ματθ. στ΄: 21)
Κάποιος ἐπισκέπτης μιά μέρα ἐπαίνεσε τό ἐργόχειρο τοῦ Ἀββᾶ Ἰωάννη. Ἐκεῖνος ἔκανε πώς δέν ἄκουσε κι᾿ ἐξακολούθησε τή δουλειά του. Ὁ ξένος τόν ἐπαίνεσε γιά δεύτερη φορά καί πάλι ὁ Γέροντας σιώπησε. Μά σάν πῆγε γιά τρίτη φορά νά τόν ἐγκωμιάση, παραμέρισε τό ἐργόχειρό του ὁ Ἀββᾶς καί τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος:
-- Ἀπό τή στιγμή πού μπῆκες ἐδῶ μέσα, ἄνθρωπέ μου, κοντεύεις νά διώξης τόν Θεό.





«οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων,
ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί
δοξάσωσι τόν πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»
(Ματθ. ε΄ : 16)
Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ πύλη τ᾿ οὐρανοῦ, συνήθιζε νά λέγη ὁ παραπάνω Ἀββᾶς Ἰωάννης. Διά μέσου αὐτῆς μπῆκαν οἱ Πατέρες μας στήν πόλι τοῦ Θεοῦ.


Ἀπό τό: "ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ"

Θεοδώρας Χαμπάκη Ἡγουμ. Ι.Μ. Ὁσίου Θεοδοσίου

Ἐκδόσεις "ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ «ΛΥΔΙΑ» "

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου