Σελίδες

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Ἀνάτασις τῆς ψυχῆς πρός ἐπίγνωσιν καί ἀγάπην τοῦ Θεοῦ


ΑΝΑΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

ΠΡΟΣ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

Μακάρι νά σέ γνώριζα, Κύριε, πού μέ γνωρίζεις!
Μακάρι νά σέ γνώριζα ἐσέ, Κύριε,
βαθειάσυνειδητά,
ἐσένα, Δύναμι τῆς ψυχῆς μου!




Δεῖξε μου τόν ἑαυτό σου,
παράκλητέ μου, πού μέ παρηγορεῖς!

Ὤ, καί νά σ᾿ ἔβλεπα, φῶς τῶν ματιῶν μου!

Ἔλα, χαρά τοῦ πνεύματός μου!




Ὤ, καί νά σ᾿ ἔβλεπα, τερπνότης τῆς καρδιᾶς μου!
Θά σ᾿ ἀγαπήσω, τῆς ψυχῆς μου τή Ζωή!

Φανερώσου μου, σύ μεγάλη μου εὐφροσύνη,
γλυκειά παρηγοριά μου!




Κύριε Θεός μου,
ὅλη ζωή καί δόξα τῆς ψυχῆς μου,
εἴθε νά σ᾿ εὕρισκα, ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς μου,
καί νά σέ κατακτοῦσα, ἔρωτα τῆς ψυχῆς μου!



καί νά σ᾿ ἀγκάλιαζα Νυμφίε οὐράνιε,
ἐσένα τήν ὑπέροχη μέσα μου κι ἐκτός μου χαρμοσύνη!
νά σ᾿ ἀπολάμβανα αἰώνια μέσ᾿ στήν καρδιά μου, ἐσέ, μακάρια ζωή,
ἀκραία ἐπιθυμία καί τέρψι τῆς ψυχῆς μου.



«Ἀγαπήσω σε Κύριε ἰσχύς μου.
Κύριος στερέωμά μου, καί καταφυγή μου καί ρύστης μου».

Θά σ᾿ ἀγαπήσω ἐσένα τό Θεό μου, τό βοηθό μου,
τόν πύργο τῆς ἐσωτερικῆς μου δύναμης,
τή γλυκύτερη ἐλπίδα μου σέ ὅλες μου τίς θλίψεις.



Θά ἀπολαύσω ἐσέ τόν ἄριστον,
γιατί χωρίς ἐσένα ἄριστο τίποτε δέν είναι.

Ἄνοιξε διάπλατα τά βάθη τῆς ἀκοῆς μου,
σύ Λόγε,
πού εἶσαι πιό κοφτερός κι ἀπό μαχαῖρι δίκοπο,
γιά νά ἀκούσω τή φωνή σου.



Βρόντηξε, Κύριε, ἀπό ψηλά,
μέ φωνή μεγάλη καί ἰσχυρά.

Ἤχησε θάλασσα καί σεῖς θαλάσσιες δυνάμεις.
Σαλέψου γῆ καί ὅλα ὅσα μέσα της εἶστε.


Καταύγασε τά μέσα μου,
φῶς ἀπρόσιτο ἐσύ.
Ἄστραψε μιάν ἀστραπή,
καί σκόρπισε τήν καταχνιά πού εἵναι μέσα τους,
ὥστε νά μήν ἰδοῦνε ματαιότητες .
Πλήθυνε τίς (πνευματικές) ἀστραπές,
καί κατάραξε τά μάτια μου.
Ἄς φανοῦν τῶν ὑδάτων οἱ πηγές,
κι ἄς ἀποκαλυφθοῦν τά θεμέλια τῆς γῆς.



φῶς ἀόρατο, δός μου ὅρασι,
πού νά σέ ἰδῆ σ᾿ ὅλο σου τό μεγαλεῖο.
εὐωδία τῆς ζωῆς,
χτῖστε μέσα μου καινούργια ὄσφρησι,
πού νά τρέχη πίσω σου,
γιά νά ὀσφραίνεται τήν εὐωδιά σου.



Ἐξυγίανε τή γεῦσι μου,
γιά ν᾿ ἀποκτήση τήν εὐαισθησία,
ν᾿ ἀναγνωρίση καί νά διακρίνη
«Τί πλῆθος εἵναι καλωσύνη σου Κύριε,
πού τήν ἔκρυψες γιά χάρη αὐτῶν πού σέ φοβοῦνται
καί σ᾿ ἀγαποῦν!».



Δός μου καρδιά νά σέ διαλογίζεται,
ψυχή νά σ᾿ ἀγαπᾶ,
σκέψι νά σ᾿ ἀναπολῆ,
νοῦ νά σέ καταλαβαίνη,
λόγο πού ἀδιάσπαστα,
σέ σένα, τό ἀκρότατο ἀγαθό,
νάναι προσκολλημένος,
καί ν᾿ ἀγαπᾶ σοφά ἐσέ,
τήν ἀπειρόσοφη ἀγάπη.


Ώ σύ ζωή, πού μέσα σου τά πάντα ζοῦν,
πού καί σέ μένα χορήγησες νά ζῶ,
ζωή πού εἶσαι ἡ ζωή μου,
μ᾿ αὐτήν πού ζῶ καί χώρια της πεθαίνω.
Ζωή, πού μ᾿ αὐτήν ξανά ἀνασταίνομαι,
καί χάνομαι ὁλότελα χωρίς αὐτήν.
Μ᾿ αὐτήν πού νοιώθω ἡδονή,
καί πού χωρίς αὐτήν μέ πιάνει ἀνία.
Ζωή ζωογόνα, γλυκειά καί ἀξιέραστη μαζύ,
ἄξια νά σέ κρατῆ κανείς στή μνήμη του γιά πάντα.
Ποῦ εἶσαι, ὅπου κι ἄν εἶσαι, σ᾿ ἔχω ἀνάγκη.



Ποῦ νά σ᾿ εὕρω;
Ὥστε, σάν νοιώθω ἐξαντλημένος μέσα μου,
νά στηλωθῶ κοντά σου;
Ἔλα κοντά μου στάσου στήν καρδιά μου,
κοντά στά χείλη μου,
κοντά στ᾿ αὐτιά μου,
πολύ κοντά, γιά νά μέ βοηθήσης.
Διότι λυώνω ἀπ᾿ τήν ἀγάπη σου.
Γιατί χωρίς ἐσέ πεθαίνω.



Ὅταν σέ θυμηθῶ ξανανασταίνομαι.
Τό ἄρωμα σου μοῦ δίνει ἀναψυχή,
ἀνάμνησί σου μέ τονώνει.
Μά θά χορτάσω, ὅταν μοῦ φανερωθῆδόξα σου,
ζωή ἐσύ τῆς ψυχῆς μου.



Ὅλο ποθεῖ καί χάνεται ψυχή μου,
ἐσένα νά θυμᾶται.
Πότε θά φτάσω, νά σταθῶ μπροστά σου,
τερπνότη μου ἐσύ;


Γιατί; χαρά μου ἐσύ, πού μέ κάνεις νά χαίρω,
γυρίζεις ἀλλοῦ τό πρόσωπό σου;
Ποῦ εἶσαι κρυμμένος, κάλλει ὡραῖος,
αὐτός πού τόν ποθῶ;



Ρουφῶ ὅλη τήν εὐωδία σου καί ζῶ κι εὐφραίνομαι,
μά δέν σέ βλέπω.
Ἀκούω τή φωνή σου καί ξαναζῶ.
Ἀλλά γιατί κρύβεις τό πρόσωπό σου ἀπό μένα;
Μήπως ἐπειδή εἶπες:
«Δέν πρόκειται νά ζήση ἄνθρωπος,
πού θά ἰδῆ τό πρόσωπό μου;»



Ἐμπρός λοιπόν Κύριε,
μακάρι νά πεθάνω γιά νά σέ ἰδῶ!
Νά σ᾿ ἔβλεπα, κι ἄς πέθαινα ἐδῶ δά.
Νά ζῶ δέν θέλω, νά πεθάνω θέλω.
Ἐπιθυμῶ νά τελειώσω, καί νάμαι μαζύ μέ τό Χριστό.
Πόθο ἔχω νά πεθάνω, καί τό Χριστό κατάματα νά ἰδῶ.
Παραιτοῦμαι ἀπ᾿ τή ζωή, ὥστε μέ τό Χριστό νά ζήσω.



Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξου τό πνεῦμα μου.
Ζωή μου, παράλαβε τήν ψυχή μου.
Χαρά μου, τράβηξε πρός ἐσένα τήν καρδιά μου.
Γλυκειά τροφή μου, εἴθε νά τρέφωμαι ἀπό σένα.


Σύ εῖσαι τό κεφάλι μου, κατεύθυνέ με.
Ἐσύ τό φῶς τῶν ματιῶν μου, λάμψε ἀπάνω μου.
Ἐσύ τό μέλος τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἅρμοσέ με.
Μῦρο μου, ζωοποίησέ με.
Ἐσύ ὑμνολόγημά μου, εὔφρανε τήν ψηχή τοῦ δούλου σου.
Χαρά μου ἐσύ ἀληθινή, ἔμπα μές στήν ψυχή μου,
γιά νά νοιώθη χαρά ἀπό σένα.
Ἔμπα μέσα της, γλύκα ἀκρότατη, νά καταγλυκαθῆ.
Λάμψε ἐπάνω της, ἐσύ τό φῶς, τό πρό αἰώνων,
γιά νά σέ νοῆ, γιά νά σέ ξέρη, καί γιά νά σ᾿ ἀγαπᾶ.


Διότι, γι᾿ αὐτό δέν σ᾿ ἀγαπᾶ Κύριε – ἐάν δέν σ᾿ ἀγαπᾶ –
ἐπειδή δέν σέ ξέρει.
Δέν σέ ξέρει, γιατί δέν σέ ἐννοεῖ.
Καί δέν σ᾿ ἐννοεῖ, γιατί δέν καταλαβαίνει τό δικό σου φῶς.
Ἐνῶ τό φῶς φέγγει καί μέσα στά σκοτάδια (τῆς ἁμαρτίας),
ὅμως οἱ σκοτισμένοι δέν καταλαβαίνουν ἀπό φῶς,
(ἀλλά καί δέν μπόρεσαν νά τό νικήσουν).


Ὥ νοερό φῶς, ὥ φωτεινή ἀλήθεια, ὥ ἀληθινή μαρμαρυγή,
πού φωτίζεις κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο,
(αὐτόν ποὔρχεται μέν στόν κόσμο, ἀλλά δέν τόν ἀγαπᾶ,
μιᾶς καί ὅποιος τόν κόσμο ἀγαπᾶ,
ἐχθρός γίνεται τοῦ Θεού ξεκάθαρα),
διάλυσε τά σκοτάδια στήν ἄβυσσο τῆς διανοίας μου,
γιά νά σέ ἰδῆ νοώντας σε
κι ἀφοῦ σέ καταλάβη, νά σέ συνειδητοποιήση,
κι ἔτσι, ἀφοῦ συνειδητά σέ μάθη,
νά σ᾿ ἀγαπᾶ.


Γιατί ὅποιος συνειδητά σέ ξέρει, αὐτός καί σ᾿ ἀγαπᾶ.
Καί τόν ξεχνᾶ τόν ἑαυτό του,
καί σ᾿ ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπ᾿ αὐτόν,
καί τόν παραμελεῖ τόν ἑαυτό του
κι ἔρχεται πρός ἐσένα,
γιά νά χαίρη σάν εἶναι μαζύ μ᾿ ἐσένα.


Ἔτσι μοῦ συμβαίνει Κύριε,
νά μήν σ᾿ ἀγαπῶ τόσο,
ὅσο ὀφείλω νά σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι αὐτό γιατί δέν σέ γνωρίζω ἀρκετά.
Διότι ἐπειδή σέ ξέρω λίγο,
γι᾿ αὐτό καί λίγο σ᾿ ἀγαπῶ,
καί λίγο γιά σένα χαίρω.


Σάν ἀπομακρύνομαι,
ἀπό τήν ἐσωτερική κι ἀληθινή χαρά τή δική Σου,
παρασυρμένος ἀπό πράγματα ἐξωτερικά,
ἐνῶ μονάχα σύ μοῦ λείπεις,
ὅμως ἀναζητῶ σ᾿ αὐτά τά ἐξωτερικά
κάτι ἁμαρτωλές φιλίες.
Κι ἔτσι (ἀλλοίμονο, ὁ ἄθλιος ἐγώ!)
τήν καρδιά μου, πού θ᾿ ἄπρεπε,
ἀπό ὁλόκληρωτική καί ἐνδιάθετη ἀγάπη,
νά τήν καταναλώσω σέ σένα μόνο,
τήν πούλησα στά μάταια,
καί ὁ ταλαίπωρος ματαιοπονῶ,
γιατί ἀγάπησα τή ματαιότητα.


Κι ἀκόμη, μοῦ συνέβη, Κύριε,
νά μή χαίρω γιά σένα,
καί νά μήν προσκολλῶμαι πιά σ᾿ ἐσέ.
Γιατί ἐκεῖ πού ἐγώ τά ἐξωτερικά προσέχω,
ἐσύ βλέπε τά ἐσωτερικά.
Ἐγώ στά πρόσκαιρα εἶμαι βουτηγμένος,
καί σύ στά πνευματικά.
Ἡ δική μου ψυχή σκορπᾶ σ᾿ ὅσα παρέρχονται:
διαλογισμοί μ᾿ ἀπασχολοῦν,
καί μπλέκομαι σέ συζητήσεις.
Ἐνῶ σύ, Κύριε, μέσ᾿ στά αἰώνια κατοικεῖς,
καί ἡ αἰωνιότητα αὐτή ἐσύ ὁ ἴδιος εἶσαι.
σύ ᾿ σαι στόν οὐρανό κι ἐγώ ἐδῶ στή γῆ.
σύ τά ὑπέρτατα ἀγαπᾶς, κι ἐγώ τά χαμηλότατα.
σύ εἶσαι τά οὐράνια κ᾿ ἐγώ τά γήϊνα.


Μά πότε αὐτά θά ἑνωθοῦν, ὅλα μαζύ, σέ ἕνα,
αὐτά πού εἶναι μεταξύ τους ἀντιφατικά;

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!


ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ

Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ

Ἐκδοτικός οἵκος Βασ. Ρηγοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου