Σελίδες

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Ὁ Βιγλάτορας τοῦ Θεοῦ



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄

Ο ΒΙΓΛΑΤΟΡΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Στό πρός ἀνατολάς τοῦ Δάφνου ποταμοῦ βουνό, ἐκεῖ ἀκριβῶς στή μυστική σπηλιά, στήθηκε βίγλα7 μέ ἀκοίμητο Βιγλάτορα8 τόν θεῖο Ἀρσένιο. Κι αὐτό γιά νά περιπολεύη μέ τό πνευματικό του περισκόπιο τά ἐπουράνια καί μέ τίς θερμές προσευχές του πρός τόν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, τόν Χριστό, νά σκεπάζη τόν τόπο του κι ὁλάκερο τόν κόσμο.
Μετά ἀπό συζήτηση βαθειά καί καρδιακή μέ τόν Πνευματικό του, εὐδόκησε ἐκεῖνος, γνωρίζοντας τή μυστική δύναμη τῆς ψυχῆς του, νά δώση τήν εὐλογία του γιά μόνιμη ἐγκατάσταση στήν ἀγαπημένη του σπηλιά.
Κι ὄχι μόνο ἔδωσε τήν εὐλογία του, ἀλλά ἕνα Φθινοπωρινό σούρουπο πού ἀνατρίχιαζε τό πυρόξανθο δάσος ἀπό τό βουνίσιο ἀγέρα, ἀνέβηκε στό βουνό κρυφά, μαζί μέ τόν πνευματικό του γυιό, γιά νά τόν ἐγκαταστήση στήν πολυπόθητη πνευματική παλαίστρα του.

Ὁ Ἀρσένιος κρατώντας στόν ὦμο του ἕνα ἐφθαρμένο πέτσινο σακούλι μέ μερικές παλιές εἰκόνες, δυό καντηλέρια χάλκινα, τ᾿ ἀπαραίτητα βιβλία καί δυό προβιές πού θά χρησίμευαν γιά στρῶμα καί κλινάρι, βάδιζε φτερωτός πίσω ἀπ᾿ τό Γέροντά του, πού ἀπό τά γηρατειά ἀνηφόριζε μέ δυσκολία τό κακοτράχαλο μονοπάτι.
Ἀπ᾿ τή χαρά του ἔνιωθε ἕνα γλυκό φτερούγισμα μές στήν καρδιά του. Ἄν δέ σεβόταν τόν ἅγιο Πνευματικό, θά πήδαγε σάν τό μικρό παιδί, θά ἔκλαιγε, γιά νά ἐκτονώση τήν ἄμετρη εὐγνωμοσύνη τῆς καρδιᾶς του πρός Ἐκεῖνον πού ἐκπληρώνει κάθε εὐγενικό καί θεῖο πόθο.
Ὅταν ἔφθασαν μπροστά στή σπηλιά εἶχε πιά φωτίσει ὁ Ἀποσπερίτης κατά τή Δύση. Μερικές πορφυρές ἀνταύγειες εἶχαν ξεμείνει πάνω στά μπαμπακένια σύννεφα στόν ὁρίζοντα, σάν στερνός χαιρετισμός τοῦ ἥλιου πού ἔδυε γιά ν᾿ ἀνατείλει σ᾿ ἄλλες χῶρες.
Ὁ Ἀρσένιος μή μπορώντας νά κρύψη τήν ἀγαλλίασή του, μ᾿ ἕνα χαριτωμένο καί σεμνό μαζί μειδίαμα, παρουσίασε τό “θησαυρό” του στό Γέροντα, πού φαινόταν συγκινημένος. Τή φιλόξενη σπηλιά του, τό μικρό ἀχειροποίητο καταφύγιο τῆς ψυχῆς του!


Γιά ἀρκετή ὥρα κανείς τους δέ μιλοῦσε. Μόνο τό κρώξιμο ἀπό ἕνα ἀγριοπούλι διέκοπτε τή θεία σιωπή τοῦ τόπου. Στό τέλος ὁ πνευματικός ὁμολόγησε ἁπλᾶ αὐτά πού ἔνοιωθε:
  • Σέ μακαρίζω, Ἀρσένιε! Ὁ τόπος θεῖος εἶναι καί παρθενική γαλήνη ἔχει. “Κατατρύφησον τοῦ Κυρίου, υἱέ μου, καί Αὐτός πληρώσει πάντα τά αἰτήματα τῆς καρδίας σου. Τότε, μνήσθητι καί ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ εἰς τάς προσευχάς σου.”
Ὁ Ἀρσένιος τόν ἄκουγε δακρυσμένος, χωρίς νά μιλάη. Στό τέλος ἀκούστηκε ἡ φωνή του εἰρηνική, ἀλλά μ᾿ ἕνα ἀνεπαίσθητο τρέμουλο συγκίνησης.
  • Δέν ἤμην ἄξιος τοσούτων δωρεῶν, Πάτερ! Ἡ εὐγνωμοσύνη πρός τόν Δωρεοδότην Χριστόν μέ συνθλίβει”, εἶπε καί σιώπησε.
Ὁ Γέροντας ψιθύρισε σιγανά, σάν νά μήν ἤθελε νά ταράξη τήν ἱερή σιωπή πού βασίλευε στή φύση καί στίς ψυχές τους: “Οἰκτίρμων καί ἐλεήμων ὁ Κύριος, Ἀρσένιε...”
Ἤδη ὅμως τό τελευταῖο φῶς ἀπό τή δύση ἔφυγε...
Ὁ Ἀρσένιος χτυπώντας μεταξύ τους δύο λίθους γιά νά βγάλουν σπινθῆρα, προσπάθησε ν᾿ ἀνάψη τά φυτίλια ἀπό τά δύο χάλκινα καντηλέρια, γεμίζοντάς τα λάδι, ἀπό αὐτό ποὔχε ἀποθηκεύσει ἐπί τούτου στό βάθος τῆς σπηλιᾶς. Ἄργησε νά τά καταφέρη, κι ὁ Γέροντας κρυφοζύγιζε τήν ὑπομονή του. Ἐκεῖνος, χωρίς νά ταραχθῆ, μέ ἤρεμη ἐπιμονή, κατάφερε αὐτό γιά τό ὁποῖο προσπαθοῦσε.
Σέ λίγο ἔκαναν μαζί ἑσπερινό καί σιγοψάλανε τό ἐπιλύχνιο τροπάρι. Ὅταν τελείωσαν, εἶχε νυχτώσει πιά γιά τά καλά. Τ᾿ ἀστέρια ἀστραφτερά τρεμόσβυναν λές ἀπό τό βραδυνό ἀγέρι καί ἔστελναν τά σιωπηλά μηνύματα τοῦ πάνω κόσμου...
Οἱ δύο φίλοι τοῦ Θεοῦ κάθισαν νά συζητοῦν τά τοῦ Θεοῦ. Περισσότερο μιλοῦσε ὁ Γέροντας καί ὁ Ἀρσένιος τόν ἄκουγε σκυφτός. Συμβούλευε καί νουθετοῦσε ὁ σεβαστός ὥρα πολλή τόν ἀθλητή τοῦ Κυρίου, γιά νά μπορέση νά νικήση στό ἀναίμακτο μαρτύριο τῆς συνειδήσεως, τῆς μοναξιᾶς, τῆς στέρησης, τοῦ πόνου καί τῆς θείας δοκιμῆς πού τόν περίμενε. Τοῦ μίλησε εἰρηνικά κι ἀπ᾿ τήν καρδιά του καί τοὖπε ὅσα ἔπρεπε, γιά νά τόν ἑτοιμάση γιά τήν πνευματική παλαίστρα τῆς ἀσκήσεως. Μεταξύ τῶν ἄλλων τοῦ ἀνέφερε τά λόγια τοῦ Κυρίου:
  • Ἀγρύπνει καί προσεύχου, Ἀρσένιε. Κι ὁ πειρασμός ἔρθη καί σοῦ πῆ πώς τάχα πολύ σπουδαῖος εἶσαι πού σ᾿ ἐρημία ἀσκεῖσαι, μέ προσευχή ἀμέσως ζήτησε ἀπ᾿ τόν Θεό νά σοῦ τόν διώξη. Καί κλᾶψε ταπεινά μπροστά στόν Κύριό σου καί πίστευε πώς πάντα φταῖς ἐσύ, γιατί ἡ περηφάνεια σου σάν τό ψοφίμι τράβηξε τό μαῦρο κόρακα τῆς κολακείας τ᾿ ἀντιδίκου. Καί κάτι ἄλλο, Ἀρσένιε, πού θἄθελα ποτέ νά μήν τό λησμονήσης. Βλέπεις ἐκεῖ τήν ἀπόμακρη ἀχνοφεγγιά ἀπό τά γύρω τά χωριά καί ἀπό τίς πόλεις, πού εἶναι ἀπό τή θάλασσα πιό πέρα;
Λέγοντας αὐτά τοῦ ἔδειξε γύρω καί κατά τό νοτιᾶ. Ὁ Ἀρσένιος σηκωσε τά μάτια του καί κοίταξε. Μέ δυσκολία διέκρινε ἀσθενική ἀνταύγεια ἀπό τίς πόλεις καί ἀπό τά χωριά. Ὁ Γέροντας συνέχισε νά λέει:
  • Ἐκεῖ, ἄς φαίνονται ἀπό μακρυά ἥσυχα ὅλα καί ὡραῖα. Ὑπάρχουν σπίτια π᾿ ἀγρυπνοῦν. Πολλές ψυχές θλίβονται καί χτυπιοῦνται. Ἄλλοι πονοῦν στό σῶμα καί ἄλλοι στήν ψυχή. Ἄλλοι ἐπάνω στό κλινάρι τῆς ἀρρώστειας μαρτυρᾶνε· ἄλλοι σιγοπεθαίνουν μέσα στῆς ἀπιστίας τόν πνιγμό καί ἄλλοι, παραδομένοι στόν ἀνθρωποκτόνο, ἀμετανόητοι στή δούλεψη τῆς ἁμαρτίας μένουν. Ὅλους αὐτούς, Ἀρσένιε, στίς προσευχές σου νά θυμᾶσαι καί, πιστεύοντας πώς πιό ἁμαρτωλός ἀπ᾿ ὅλους εἶσαι ἐσύ, τό θεῖο ἔλεος νά ζητᾶς καί νά ἱκετεύης...
Αὐτά κι ἄλλα ὅσα ἔπρεπε συμβούλευσε ὁ Πνευματικός ἐκεῖνο τό εὐλογημένο βράδυ καί ἀφοῦ προσευχήθηκαν μέχρι βαθειά χαράματα, ξαπόστασαν κατάχαμα ἐπάνω στίς προβιές.
Πρίν βγῆ ὁ ἥλιος τό πρωί, ὁ Γέροντας ἀφοῦ τόν εὐλόγησε, κατηφόρισε κατά τήν κώμη τῶν Καρυῶν. Ὁ Ἀρσένιος ἔμεινε μόνος μέ τό Θεό του...

***




Ἀπό τότε πέρασαν ἀρκετά χρόνια. Δέκα; δώδεκα; δεκαπέντε; Μόνον ὁ Θεός γνωρίζει. Ἐκεῖνος πού εἶδε καί τά πνευματικά καί τά σωματικά παλαίσματα καί ὅλο τό μυστικό ἀγῶνα τῆς ὁσιακῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου μας.
Τήν ἀνεξάντλητη ὑπομονή του στίς δύσκολες καιρικές συνθῆκες τοῦ χειμῶνα μέ τίς ἄγριες βροχές καί τά πολλά τά χιόνια. Τότε πού ἦταν κυριολεκτικά θαμένος στό χιόνι μέσα στήν κρύα σπηλιά. Τότε πού οὔτε παρήγορο κουδούνι κοπαδιοῦ, μήτε βοσκός, μήτε ξώμαχος περνοῦσε οὔτε ἀπό μακρυά. Μόνον πεινασμένα φτερωτά τιτίβιζαν μπροστά ἀπ᾿ τή σπηλιά κι ἔπαιρναν ψίχουλα ἄφοβα ἀπ᾿ τ᾿ ἁγιασμένο του τό χέρι.
Ψίχουλα ἔτρωγε κι ἐκεῖνος, ἀπ᾿ ὅ,τι ἀπόμενε στό πάνινο σακκούλι, γιατί μέ τά πολλά τά χιόνια εἶχε ἑβδομάδες νἄρθη ὁ προμηθευτής. Τότε πάλευε τῆς Πίστεως ἡ ὑπομονή μέ τό θεριό τήν πεῖνα κι ἄλλοτε πάλι Ἡ ἴδια μ᾿ ἄλλο θεριό, τόν πόνο!
Ὁ ἀθλητής ὅμως ἦταν γερός κι ἤξερε νά προσμένη. Τό γνώριζε, τό πίστευε, μά τὄχε κι ὅλας ζήσει πώς ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀργά ποτέ δέν φτάνει.
Ὅταν ἔξω ὁ οὐρανός φωτίζονταν ἀπ᾿ τή μιά ἄκρη στήν ἄλλη καί ἡ γῆ ἔμοιαζε νά συνταράζεται συθέμελα ἀπό τ᾿ ἀστροπελέκια – πρᾶγμα συνηθσμένο γιά τήν περιοχή τόν καιρό τοῦ Χειμῶνα – ἡ σπηλιά τοῦ φαινόταν σάν μιά προστατευτική ἀγκαλία πού ἔκλεινε καί προστάτευε τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία του καί τοῦ χάριζε μιά αἴσθηση ψυχικῆς θαλπωρῆς. Κάτι σάν μυστική διαβεβαίωση τῆς Θεϊκῆς Ἀγάπης πού ὑπερασπίζεται ἄγρυπνα τή φυσική ἀνθρώπινη ἀδυναμία ἀπό τίς καταλυτικές δυνάμεις τῶν στοιχείων τῆς φύσεως καί τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων.


Ἡ κανδήλα του μέ τό εἰρηνικό γλυκό φῶς της πού τὄχυνε μπροστά στίς λίγες εἰκόνες πού εἶχε σφηνώσει στίς κόγχες τοῦ βράχου, συντρόφευε τούς ἱερούς στοχασμούς του καί τίς ἀγαπητικές προσευχές του πρός τόν Σωτῆρα Χριστό. Ἄς ἀπειλοῦσε ἡ θύελλα νά καταστρέψη τόν κόσμο, ἄς ἔτριζε τά δόντια του τό κακό πνεῦμα ἀναντίον τῶν καλῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς κι ὅλου τοῦ κόσμου, κάποιος ἀγρυπνοῦσε ἐπάνω στό πρός ἀνατολάς τοῦ Δάφνου ποταμοῦ βουνό γιά χάρι τους. Κάποιος ἱκέτευε τό Θεό νά ἐλεήση καί νά σκεπάση. Μποροῦσαν νά κοιμοῦνται ἥσυχοι τό βράδυ, μποροῦσαν νά ζοῦν ἀμέριμνα τήν ἡμέρα μέ τούς κινδύνους της. Κάποιος τούς σκέπαζε μέ τίς προσευχές του νύχτα καί ἡμέρα. Κι αὐτός ἦταν ὁ ἀσκητής τῶν βράχων, ὁ εὐλογημένος Ἀρσένιος. Τά γονατάκια του σκληρά σάν ἀκατέργαστο πετσί γενῆκαν ἀπ᾿ τά πολλά τά γονατίσματα καί τίς πολλές μετάνοιες.
Αὐτή τή μεγάλη Χάρι καί εὐλογία πού εἶχαν στόν τόπο τους, δέν τήν συνειδητοποίησαν ἀμέσως. Τόν πρῶτο καιρό, ἀσυνήθιστοι καί ἀνίδεοι σχετικά μέ τόν Χριστιανικό ἡσυχασμό, διχάστηκαν στή γνώμη τους οἱ συντοπίτες του.
Ἄλλοι, οἱ πιό καλλιεργημένοι, θαύμασαν καί παίνεψαν τήν ἀπόφασή του· ἄλλοι ὅμως, τόν εἶχαν κατηγορήσει, προφασιζόμενοι πώς μένοντας στόν κόσμο θά τοῦ πρόσφερε πιό πολλά.
Ὁ ἱερύς ὅμως τοῦ Ὑψίστου, ἕνας σεβαστός μύστης τῶν Μυστηρίων τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ, εἶχε ὑψώσει φωνή ὑπέρ τοῦ Ἀρσενίου.
  • Δοξάσατε τόν Θεόν, τούς εἶχε πεῖ, ὅταν τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, μετά ἀπό τή Θεία Λειτουργία, ἔπιασαν συζήτηση κάτω ἀπό τά βαθύσκιωτα πλατάνια πού στόλιζαν τόν αὐλόγυρο τῆς ἐκκλησιᾶς.
Δοξάσατε τόν Θεόν, εἶχε πεῖ, πού ἐκ μέσου ἡμῶν ἀνέδειξεν ἡγιασμένον ἄνδρα, πνευματέμφορον, ὅστις μέλλει νά καταστῆ μεσίτης πάντων ἡμῶν πρός τόν Κύριον. Αἱ προσευχαί του ὡς εὐεργετικός ὄμβρος θά καταρδεύσουν διά τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ τάς ψυχάς τῶν κατοικούντων τήν κοιλάδα ταύτην τοῦ Δάφνου, τήν εὐσεβῆ Ναύπακτον καί ὁλόκληρον τήν εὐλογημένη Πατρίδα μας. Μή γίνεσθε Θεομάχοι! Εὐλογεῖτε, εὐλογεῖτε τόν Κύριον! Ὁ Ἀρσένιος εἶναι ὁ εὐγενέστερος ἔμψυχος θησαυρός τῆς κώμης ταύτης, ἐκ τοῦ ὁποίου θά πλουτίζουν εὐλογίαν ὅλαι αἱ ἐπερχόμεναι γενεαί...!”
Αὐτά εἶχε πεῖ τότε ὁ σεβαστός ἱερεύς· καί πράγματι μέσα σ᾿ αὐτά τά χρόνια πού πέρασαν, τό εἶδαν καί τὄνοιωσαν πώς εἶχε δίκιο. Ἔφθασαν καί καμάρωναν κρυφά καί φανερά γιά τόν ἅγιο Ἀσκητή τους καί στίς συζητήσεις πού εἶχαν μέ ξένους καί περαστικούς δέν ἔκρυβαν τήν ἁγνή χαρά καί περηφάνεια τους γι᾿ αὐτόν.
Ἡ εὐλογημένη σπηλιά τοῦ πρός ἀνατολάς τοῦ Δάφνου ποταμοῦ βουνοῦ, θαρρεῖς κυοφοροῦσε μυστικά ὅλα τά χρόνια αὐτά τήν ὁλοκλήρωση κατά Θεόν τοῦ ἁγίου τους. Τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου ποὔχε γίνει πιά τό γεφῦρι τό χρυσό γιά νά περνοῦν κι αὐτοί νά πλησιάζουν τόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό.
Μέσα σ᾿ αὐτά τ᾿ ἀγωνιστικά του χρόνια, σπάνια τύχαινε νά τόν ἰδῆ κανείς ἀπ᾿ τούς βοσκούς ἤ τούς ξωμάχους τῶν Καρυῶν. Πάντα ἔβγαινε, ἄν ἤτανε ἀνάγκη, ὧρες πού δέν ὑπῆρχε “ψυχή ζῶσα” ἐκεῖ τριγύρω. Μόνον τόν Γέροντά του κατά καιρούς δεχόταν κι ἕναν εὐσεβῆ πνευματικό ἀδελφό πού τοὔφερνε τό μετρημένο παξιμάδι. Ἄν τύχαινε καί τόν ἔπαιρνε τό μάτι κανενός βοσκοῦ ἀπό μακρυά, ἦταν γεγονός γιά τό χωριο. Τό συζητοῦσαν ὅταν ἔσμιγαν καί δίψαγαν νά πάρουν ὅσο πιό πολλές πληροφορείες μποροῦσαν γιά τόν Ἀσκητή τους.
  • Δέν περπατᾶ, πετᾶ θαρρεῖς ὅταν βαδίζει, ἔλεγε ἕνας ἡλικιωμένος ξωμάχος πού ἔτυχε νά τόν ἰδῆ.
Μιά ἡμέρα ὁ ἀδελφός πού τοῦ πῆγε τό σακούλι μέ τό παξιμάδι, ἀφοῦ δέχτηκε τίς εὐχαριστίες καί τίς εὐλογίες του, ἐπῆρε ἀπό τά χέρια του ἕνα δεμάτι καλοπελεκημένα ραβδιά πού τἄχε φτειάξει ὁ ἴδιος, γιά νά τά φέρει δῶρο εὐλογίας καί ἀγάπης στούς πλέον ἡλικιωμένους τῆς κώμης.
Ὁ Ἀρσένιος ἀκολουθώντας τό δρόμο τῶν παλαιῶν Πατέρων, ἔκανε μερικά διαλείμματα στήν προσευχή, μέ ἐργόχειρο. Τίς ὧρες ἐκεῖνες τῆς ἥσυχης ἐργασίας, ἔφτειαχνε καί μερικά καλοπελεκημένα ραβδιά γιά νά στηρίζονται σ᾿ αὐτά οἱ ὁδοιπόροι καί τά γηρατειά. Τό μεγάλο δάσος πού ἦταν δίπλα του, τοὔδινε γενναιόδωρα τό κατάλληλο ξύλο.



Ἐπίσης, μέ ὑπομονή ἀτέλειωτη σκάλιζε λίγο – λίγο τό βράχο τῆς σπηλιᾶς καί κατάφερε στό τέλος νά φτειάξη πραγματική κόγχη καί μικρά ἐπίπεδα στό βράχο, γιά ν᾿ ἀκουμπᾶ τά βιβλία, τά καντηλέρια καί τό μικρό σταμνί του πάρα πέρα.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ἡ ζωή του δέν ἦταν πάντα ἀγῶνας. Ὁ στοργικός ὁ Πλάστης πάντα βάζει μές στήν ἀνθρώπινη ζωή καί τή χαρά καί τή γλυκειά ἀνάπαυση τῆς Χάριτος. Ἔτσι, ἄν κι ὁ Χειμῶνας ἦταν ἄγριος, ἡ Ἄνοιξη ὅμως ἦταν πολύ γλυκειά καί πολύ ὄμορφη στά μέρη ἐκεῖνα. Τότε ἡ σπηλιά τριγύρω καί μέσα στίς σχισμές τοῦ βράχου ἀκόμη, γέμιζε ἀγριολούλουδα, ἀνθάκια πολύχρωμα, λεπτοκαμωμένα, πού ἦταν χαρά Θεοῦ νά τά κοιτᾶ κανείς. Ὁ ἥλιος μέ τήν ἀνοιξιάτικη θαλπωρή παρηγοροῦσε τό ταλαιπωρημένο ἀπό τό κρῦο καί τήν ὑγρασία τῆς σπηλιᾶς σῶμα του. Τό σῶμα αὐτό πού τὄχε “ὀργώσει” καί ἐξαγιάσει ὅλα αὐτά τά χρόνια ἡ στέρηση κι ὁ πόνος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.


Ὅσο ὅμως ἀπ᾿ τά χρόνια καί τήν ἄσκηση μαραινόταν τό ἄνθος τῆς νειότης του, ἄρχισε ν᾿ ἀναφαίνεται μέσα ἀπ᾿ τή μαραμένη σάρκα, πανώριος ὁ “καρπός”! Τό νεανικό ἀετίσιο βλέμμα του, πού ἄτρομο ἀγρυπνοῦσε νά συλλάβη καί νά κατακεραυνώση μέ τό ἀνίκητο ὅπλο τῆς προσευχῆς τά ἔνεδρα τοῦ δολίου, τώρα εἶχε μέσα του μιά γλυκειά ἀνταύγεια ἱλαρότητος. Μαλάκωσε, γλύκανε, ἔγινε πιό εἰρηνικό.
Ἡ νεότητα εἶναι ἀψιά, ἀκόμη κι ὅταν εἶναι ἐνάρετη, ἀλλά στή μέση καί τή γεροντική ἡλικία – πάντα μέ τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ – ὁ ἄνθρωπος γλυκαίνει.
Ἔτσι καί τοῦ Ἀρσενίου ἡ καρδιά, σάν τό ἀμπέλι τό πολύκαρπο ἐπάνω στό προσήλιο, ἐκρέμασε καρπούς ἀγάπης σάν τσαμπιά ὁλόγλυκα κάτω ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Τάρα σκεφτόταν τούς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς, τούς πλανεμένους, τούς νεκρούς γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Οἱ λυγμοί του ἔσμιγαν μέ τό ὑπερκόσμιο βουητό τ᾿ ἀνέμου πού συνάρπαζε σέ προσευχή, ὅταν μεγαλόπρεπα ἀκούγονταν μέσα στό φαράγγι. Τώρα ἡ καρδιά του ἔγινε σάν τό μελισσοκέρι μαλακή. Κυψέλη ἔγινε, πού ὑπερχυνόταν τό μέλι τῆς ἀγάπης.
Καί ἔστειλε ὁ Θεός τόν “τρύγο”. Θεοῦ ἡ ἐντολή, Θεοῦ ἡ πεθυμιά, ποιός θά μποροῦσε ν᾿ ἀρνηθῆ; Τήν ἁγία ὑπακοή στό Θέλημά Του τήν εἶχε πιά μάθει καλά ὅλα τά χρόνια αὐτά ὁ Ἀσκητής τῶν βράχων τοῦ πρός ἀνατολάς τοῦ Δάφνου ποταμοῦ βουνοῦ...

συνεχίζεται...


Ἀπό τό βιβλίο: Ο ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΒΑΡΝΑΚΟΒΙΤΗΣ

ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ Ι.ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
(1077Μ.Χ.)


Ἔκδοσις: Ἱ. Μονῆς Παναγίας Βαρνάκοβας
Δωρίδα 2005

7Βίγλα: σκοπιά, φυλάκιο σέ ψηλό μέρος.
8Βιγλάτορας: ὁ σκοπός πού παρακολουθεῖ ἀπό τή βίγλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου