Στή φουρτούνα τῆς Μεσογείου. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ἡ ἐποχή ἐκείνη, τέλος Ὀκτώβρη ἀρχές Νοέμβρη, δέν ἦταν γιά ταξίδι στή θάλασσα. Οἱ καπετάνιοι τ’ ἀποφεύγουν, μά ὁ Γρηγόριος περίμενε τόν τολμηρό.
Μιά μέρα, εἶχε μπεῖ ὁ Νοέμβρης, εἶδε στό λιμάνι κάποιους γνωστούς. Βιάζονταν κι αὐτοί νά ταξιδέψουν γιά τήν Ἑλλάδα, τήν Ἀχαΐα, ὅπως τότε ὀνομαζαν τή νότια Ἑλλάδα. Ἔπιασε κουβέντα μαζί τους καί τοῦ’ παν ὅτι φεύγουν.
Ἕνα αἰγινήτικο καράβι θά σήκωνε ἄγκυρα τίς μέρες τοῦτες. Δέ χρειάστηκε πολύ νά τό ἀποφασίσει. Τήν ἄλλη μέρα ἦταν κι ὅλας ἕτοιμος. Ἀποχαιρέτησε τόν ἀδελφό του Καισάριο, λίγους φίλους καί τήν παράλλη, πρωί-πρωί, μπῆκε στό καράβι. Φαινότανε καλό σκαρί.
Καπετάνιος καί ναῦτες ψημένοι στή δουλειά καί προπαντός τολμηροί. Μαζευτήκανε καί οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες. Αὐτοί πού ἀψηφοῦσαν κάπως τόν κίνδυνο καί πιέζονταν ἀπό τίς δουλειές τους. Οἱ κωπηλάτες κάθονταν μπροστά στά κουπιά. Οἱ ναῦτες εἴχανε τό νοῦ τους στά πανιά.
Ὁ καπετάνιος βρόντηξε τό σύνθημα καί τό σκαρί ἔτριξε. Σέ λίγο βρέθηκαν στό πέλαγος. Ὅλα πήγαιναν καλά καί οἱ ἐπιβάτες ξένοιαστοι. Τό καράβι ἀνοίχτηκε στό παρθένο πέλαγος. Θά πέρναγε ἀνοικτά ἀπό τίς ἀκτές τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Φοινίκης (Λιβάνου).
Οἱ ἔμποροι ταξιδιῶτες ὀνειρεύονταν καί σκέπτονταν τά κέρδη πού θά τούς ἔφερνε τό ταξίδι. Ὁ Γρηγόριος ὀνειρευότανε τίς βιβλιοθῆκες καί τούς σοφούς τῆς Ἀθήνας.
Κανείς τους ὅμως δέν ὀνειρεύτηκε γιά πολύ. Ὁ χειμώνας ἔτρεξε ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσε καί τούς πρόλαβε. Ἔπλεαν ἀπέναντι ἀπό τήν Κύπρο καί ξαφνικά ὁ φωτεινός οὐρανός τῆς Μεσογείου ἄρχισε νά σκοτεινιάζει. Μέχρι πού ἔγινε μολύβι, σκοτάδι μέρα μεσημέρι.
Ὥσπου νά συνέλθουν ναῦτες κι ἐπιβᾶτες, ἡ θάλασσα ἔδειχνε νά βράζει. Ὁ ἀέρας δυνάμωνε καί τό καράβι ἀγκομαχοῦσε. Ὁ καπετάνιος δίνει ψύχραιμα διαταγές καί οἱ ναῦτες ἀστραπή μαζεύουνε πανιά, τά σιγουρεύουν μέ σκοινιά κι ἁλωνίζουν τό κατάστρωμα, κάνοντας τ’ ἀναγκαῖα. Οἱ ἐπιβάτες ὅλοι ζάρωσαν καί ὁ καθένας γατζώθηκε ἀπό κάπου.
Ἐλπίσανε ὅτι θά περάσει γρήγορα τό κακό. Ἀλλοίμονο.
Ἀντί νά περάσει δυνάμωνε. Φουρτουνιασμένο τό πέλαγος κλώτσαγε τό καράβι πέρα δῶθε, πίσω, μπρός καί πάσχιζε νά τό διαλύσει. Ὁ ἀέρας λύγιζε τό κατάρτι, πού νόμιζες ὅτι σκύβει μέσα στά κύματα καί τά προσκυνάει. Τά στιβαρά χέρια δέν μποροῦσαν νά κρατήσουν τό δοιάκι καί τό καράβι χαροπάλευε ἀκυβέρνητο. Καπετάνιος ἔγινε ὁ μανιακός ἄνεμος καί ναῦτες τά πελώρια κύματα. Τό νερό ὁρμοῦσε στό κατάστρωμα καί σάρωνε ὅ,τι ἔβρισκε. Βουή καί ρόγχος κυριαρχοῦσαν.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ καραβιοῦ εἶχαν ὅλοι παραδοθεῖ στό φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ χάρος ἔπαιζε ἀνατριχιαστικό παιχνίδι μαζί τους. Πιστοί καί ἄπιστοι, χριστιανοί καί εἰδωλολάτρες, ψιθύριζαν προσευχές. Παρακαλοῦσαν τό Θεό καί τούς δαίμονες γιά τή ζωή τους. Ὑπόσχονταν πολλά κι ἐκλιπαροῦσαν.
Ὁ Γρηγόριος ἔδειξε ἀπό τήν ἀρχή αὐτοσυγκράτηση. Φοβόταν, ἔτρεμε, ὡστόσο κυριαρχοῦσε στά νεῦρα του. Ἀλλά γιά πόσο; Τό κακό κρατοῦσε μέρες καί μέρες. Ὅλοι γύρω του ἀποκαμωμένοι. Ἀπό φόβο καί ναυτία κίτρινοι κι ἐξαθλιωμένοι. Σάν πτώματα κοίτονταν, ἄλλος ἐδῶ κι ἄλλος ἐκεῖ.
Τόν εἶχαν ἤδη γνωρίσει τόν Γρηγόριο, εἶχαν προσέξει τήν ὡριμότητα καί τή σύνεσή του. Καί τώρα τόν μιμοῦνται συνειδητά καί ἀσυνείδητα. Πολλοί, ἀπό τούς μή χριστιανούς δηλαδή, προσεύχονταν, προσπαθοῦσαν νά προσευχηθοῦν, ὅπως ὁ Γρηγόριος. Ἐπικαλοῦνταν κι αὐτοί τό Χριστό καί ζητοῦσαν συγχώρηση. Ὁ φόβος τούς ἔκανε νά σκεφτοῦν τόν ἀληθινό Θεό.
Καί τό δράμα συνεχιζόταν. Γιά μέρες δέν ἔβλεπαν φῶς. Οὔτε στεριά, οὔτε νησί. Ποῦ πήγαιναν, δέν ἤξεραν. Τό σκαρί δέ θ’ ἄντεχε γιά πολύ. Τό λίγο φῶς πού ἔβλεπαν γιά εἴκοσι σχεδόν ἡμέρες, ἤτανε τό φῶς τῶν ἀστραπῶν πού σκίζανε οὐρανό καί θάλασσα.
Ἔδειχαν τό χαλασμό πού γινότανε γύρω κι ἔστελναν πίσω τους βροντές καί τρομακτικό μπουμπουνητό. Ποτέ ὁ Γρηγόριος δέν εἶχε σκεφτεῖ ὅτι τό φῶς μπορεῖ νά εἶναι τρομακτικό. Καί τώρα του ἔγινε ἀφορμή ν’ ἀναλογιστεῖ πάλι ἀπό τήν ἀρχή τήν κατάστασή του.
Γιατί ἔτσι πού συνέχιζαν τό φοβερό κακό, φαινόταν ἀπίθανο νά ζήσουν. Ἀκόμα κι ἄν ἄντεχε τό σκαρί, πράγμα φυσιολογικά ἀδύνατο, οἱ ἄνθρωποι θά πέθαιναν ἀπό ἀρρώστιες καί δίψα. Κυρίως ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θάλασσας καί τήν ἔλλειψη νεροῦ. Ἀπό τίς πρῶτες κιόλας μέρες τῆς τρικυμίας, σέ μιά στιγμή τό καράβι ἔγειρε πολύ. Τό τεπόζιτο τοῦ νεροῦ ἔγειρε κι αὐτό, ἔσπασε καί τό νερό χύθηκε στή θάλασσα. Οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν νά χαροπαλεύουν χωρίς νερό καί ἄρα χωρίς ἐλπίδα.
Ὅλα τοῦτα μαζί ἔγιναν ἀδιάλυτος κόμπος γιά τό Γρηγόριο, πού γιά πρώτη φορά συνδύασε τό θάνατο, πού ἦταν μπροστά στά μάτια του, καί τό βάπτισμα, πού δέν εἶχε ἀκόμα δεχτεῖ. Καλά, νά πεθάνει, ἔστω στή θάλασσα! Ὅμως ἀβάπτιστος; Ἔτσι κι ἀλλιῶς, κάποτε ὁ ἄνθρωπος νέος ἤ γέρος, πεθαίνει.
Μά νά πεθάνει ἀβάπτιστος; Νά μήν ἔχει καθαρθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία; Νά μήν ἔχει ἑνωθεῖ μέ τό Χριστό; Ἀπό μικρό παιδί πίστευε στό Χριστό και τώρα νά χαθεῖ χωρίς νά βαπτιστεῖ; Τά σκεπτότανε κι ἀπό τήν ἔνταση πάθαινε ἴλιγγο. Ἔπιασε μέ τά δύο χέρια τό κεφάλι του. Ἔσφιξε τά μελίγγια του νά μή πεταχτοῦν ἔξω ἀπό τό κρανίο. Ἔβγαλε φωνή ἀπελπισίας καί θρήνου ἀσήκωτου.
-Θεέ μου, χάνομαι, ἄκουσε τό παιδί, πού καθόταν δίπλα του.
-Αὐτὸ εἶναι χαμός ἀληθινός, συνέχισε, Χριστέ μου ἔλεος...
Ἔπεσε πάραυτα στά γόνατα κι ἄρχισε θερμή προσευχή. Ὅσο προσευχόταν, τόσο συνειδητοποιοῦσε τό αἰώνιο κακό πού τόν ἀπειλοῦσε. Ἀβάπτιστος θά ἔχανε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐφόσον δέν εἶχε ἑνωθεῖ μέ τό Χριστό θά ἔμενε στήν αἰωνιότητα χωρίς Χριστό. Κρύος ἱδρώτας τόν ἔλουσε. Τό ξάστερο εὐρύ μέτωπό του σκοτείνιασε, ρυτιδώθηκε. Σταγόνες ἱδρώτα ἔπεφταν στό πάτωμα, ζήταγε ἀπό τό Θεό ἔλεος.
Ὅσοι ἀπό τούς ἐπιβάτες μποροῦσαν νά κουνηθοῦν ἀνησύχησαν. Τόν πλησίασαν καί ἀκούγοντάς τον νά προσεύχεται καί νά ὀδύρεται τρόμαξαν. Οἱ λίγοι χριστιανοί ἐξήγησαν στούς ἄλλους γιατί θρηνοῦσε κι ἔκλαιγε τόσο ὁ νεαρός ἄντρας. Ὅλοι συμπόνεσαν κι ὅλοι ἔβλεπαν μέ συμπάθεια τό Γρηγόριο. Ἀλλά τί νά τοῦ κάνουν; Πῶς νά τόν βοηθήσουν; Τό μόνο πού μποροῦσαν ἦταν λίγη ἀπό μέρους τους προσευχή καί περισσότερη κατανόηση.
Ὁ Γρηγόριος παρακαλοῦσε τό Θεό καί ἔκλαιγε. Δέ ντρεπόταν τούς γύρω του. Σημασία εἶχε μόνο νά μήν πεθάνει χωρίς νά ἑνωθεῖ μέ τό Χριστό.
Ὁ θάνατος ὅμως ἐρχόταν, ἐρχόταν μέ τόν ἀγριεμένο ἄνεμο καί τά θεόρατα κύματα. Γι’ αὐτόν εἶχε τώρα φόβο ἀπύθμενο, πού τού ἔσκιζε τά σωθικά.
Καί πάλεψε ὁ Γρηγόριος μέ ὅλες τίς δυνάμεις του. Γύμνωσε τήν ψυχή του ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Κραύγασε στό Θεό τόν πόνο του. Ὕψωσε φωνή πού ξεπέρασε τά κύματα καί τίς βροντές. Ὁ Χριστός ἔπρεπε νά τόν ἀκούσει, νά τόν ἐλεήσει. Ἔπρεπε νά τόν σώσει ἀπό τά κύματα, νά ἑνωθεῖ πρῶτα μαζί του κι ἔπειτα ἄς ἐρχόταν ὅ,τι ἔκρινε ὁ Χριστός.
Σήκωσε ψηλά τά χέρια, ἔπεφτε κάτω μπρούμυτα καί παρακαλοῦσε μέ πάθος. Τά χέρια του καί τά γόνατά του μάτωσαν, τά ροῦχα του σκίστηκαν. Τό κακό δέν περνοῦσε καί κεῖνος ἐπέμενε, φώναζε μέ δέος καί πάθος. -Ἐσύ, Θεέ μου, ἔκανες τόσα καί τόσα θαύματα, γιά τό λαό σου, τού Ἑβραίους. Τούς ἔσωσες ἀπό τούς Αἰγυπτίους, τούς βοήθησες ἄπειρες φορές.... Τί ’ναι γιά σένα ἕνα νεῦμα, νά σώσεις καί μένα τόν δοῦλο σου. Τό θέλω καί στό ζητάω γιά νά εἶμαι στούς κόλπους σου, νά εἶμαι μαζί σου αἰώνια.
Ἐκεῖ πού θά νόμιζε κανείς ὅτι ὁ Γρηγόριος ἀπέκαμε ὅτι σώθηκαν καί οἱ τελευταῖες δυνάμεις του, ἐκεῖ βρῆκε ἀνεξήγητο κουράγιο καί μέ τά τέσσερα σύρθηκε, βγῆκε στό κατάστρωμα. Κίνδυνος θάνατος. Ὁ ἄνεμος σφύριζε, τά κύματα παράσερναν τό κάθε τι. Νύχτα. Πάλι ἀστραπές καί πάλι βροντές. Γατζώθηκε σ’ ἕνα στύλο κι ἔστειλε τήν κραυγή του μεσούρανα, στό Θεό.
-Ἄν μ’ ἀφήσεις Θεέ μου, νά ζήσω, γιά σένα θά ζήσω. Ἄν γλυτώσω ἀπό τό διπλό θάνατο, σέ σένα θ’ ἀφιερωθῶ. Ἄν χαθῶ, θά ζημιωθεῖς ἕνα λάτρη σου...
Τά εἶπε κι ἔπεσε σχεδον ἄψυχος. Τόν βοήθησαν, τόν ἔφεραν μέσα. Τόν ξάπλωσαν ματωμένο, κίτρινο καί σκισμένο σέ μιά ὑγρή γωνιά. Δέν ξέρανε ἄν θ’ ἀντέξει τό χαλασμό τῆς ψυχῆς του. Θά πέθαινε ἀπό τήν ἀγωνία του γιά τό βάπτισμα ἤ ἀπό τό βέβαιο ναυάγιο; Στάθηκαν γύρω του ἀδύναμοι νά τοῦ προσφέρουν κάτι. Τόν παράστεκαν καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Γιά λίγη ὥρα.
Ἠρέμησε κι ἄς λυσσομανοῦσαν ἀκόμη τά στοιχεῖα τῆς φύσης. Γαλήνεψε κι ἄς ἤτανε κοντά ὁ κίνδυνος τοῦ καταποντισμοῦ. Στή γαλήνη τούτη εἶδ’ ἕνα ὄνειρο σημαδιακό. Εἶδε, λέει ὁ ἴδιος, μιά Ἐριννύα. Αὐτή τόν ἀγριοκοίταζε καί ἀπειλοῦσε νά βουλιάζει τό καράβι. Αὐτός ὅμως τήν κρατοῦσε, τήν ἔσπρωχνε μακριά. Εἷδε τή σιλουέτα της καθαρή στό σκοτάδι τῆς νύχτας.
Καί τό θαῦμα ἔγινε. Σιγά-σιγά ἡ τρικυμία κόπασε. Ὁ ἄνεμος ἡμέρευσε. Ὅλοι θά σώζονταν. Ἡ κραυγή πρός τό Θεό τοῦ Γρηγορίου ἔφερε τή ζωή.
Ἔγινε ὅμως καί ἄλλο θαῦμα. Οἱ γονεῖς τοῦ Γρηγορίου, στή Ναζιανζό βέβαια. Τήν κρίσιμη τούτη νύχτα εἶχαν ἔντονη ἀνησυχία. Δέν ἔκλεισαν μάτι. Προσεύχονταν γενικά. Μά σιγά-σιγά δημιουργήθηκε μέσα τους ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ γιός τους Γρηγόριος κινδυνεύει. Παρακάλεσαν γονατιστοί τό Θεό γιά τό παιδί τους, νά ξεπέρασει τόν κίνδυνο.
Κι ἐνῶ στή Ναζιανζό συνέβαιναν αὐτά κι ἐνῶ ὁ Γρηγόριος εἶδε στό σύντομο ὕπνο του τήν Ἐριννύα, ἕνα παιδί, στό πλοῖο μέσα, εἶδε τήν ἴδια ὥρα τό δικό του ὄνειρο. Εἶδε, λέει, τή Νόννα τή μητέρα τοῦ Γρηγορίου, νά περπατάει στή θάλασσα, νά πλησιάζει τό καράβι τους καί μέ προσπάθεια πολλή νά τό βγάζει στή στεριά.
Τίς πρωινές ὧρες, πρίν ἀκόμη βγεῖ ὁ ἥλιος, ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν κάπως καθαρή. Ἡ θάλασσα μέ ταραχή λίγη. Τότε φάνηκε νά ’ρχεται καράβι. Τό ’χαν πονόψυχοι Φοίνικες. Εἶδαν τό τσακισμένο πλεούμενο καί πλησίασαν.
Οἱ ξένοι πλεύρισαν προσεκτικά τό ἀκυβέρνητο καράβι, γατζώθηκαν πάνω του καί παρά τόν κίνδυνο ἔτρεξαν νά βοηθήσουν τούς μισοπεθαμένους ἀνθρώπους του. Τούς ἔδωσαν πρῶτα νερό νά πιοῦν, ἔπειταν κάτι νά φᾶνε. Κατόπιν, σιγά-σιγά τούς ρυμούλκησαν μέ δυσκολία στή στεριά. Ἦταν ἡ Ρόδος. Σώθηκαν στά χώματά της. Ἄρχισε ἡ ἐπισκευή τοῦ καραβιοῦ καί σέ λίγες μέρες ἔβαλαν πλώρη γιά τήν Αἴγινα. Γιά κεῖ πού εἶχε ξεκινήσει τό καράβι. Ἀπό τή Ρόδο μέχρι Αἴγινα δέν εἶχαν προβλήματα. Ἔφτασαν καλά. Χωρίς καθυστέρηση, ὁ Γρηγόριος βρῆκε καϊκάκι κι ἔφτασε στόν Πειραιά. Μεγάλο λιμάνι. Ἀλλά χωρίς τίς παλιές του δόξες. Ἕνας ἀγωγιάτης φόρτωσε τά ἐλάχιστα πράγματα τοῦ Γρηγορίου στό μουλάρι καί πῆραν τό δρόμο γιά τήν Ἀθήνα. Θά ἤτανε μέσα τοῦ Δεκέμβρη.
Ἡ πεζοπορία τοῦ ἔκανε καλό. Ἰσορρόπησε τόν ὀργανισμό του. Ἡ κίνηση πού φέρνει τό περπάτημα στό ἀνθρώπινο σῶμα ἐπιδρᾶ καί στή διάθεση. Τοῦ ἔφυγαν καί τά τελευταῖα ἴχνη ζαλάδας, πού εἶχε ἀπό τό θαλασσινό ταξίδι. Διάθεση, αἰσιοδοξία κυριαρχοῦσε τώρα στό εἶναι του. Διάθεση πού γινόταν ἀγαλλλίαση, ὅσο πλησίαζε τό πανώριό του ὅραμα στήν Ἀθήνα του.
Στό δρόμο ἀπό τόν Πειραιά γι’ Ἀθήνα δέν ἔβλεπε τίποτα τό θαυμαστό. Ἀπομεινάρια μόνο ἀπό τά περίφημα τείχη, τά Μακρά, πού ἀρχίζανε ἀπό τήν Ἀθήνα καί καταλήγανε στόν Πειραιά. Τά εἶχε γκρεμίσει ὁ ρωμαϊκός Σύλλας, τό 86 π.Χ. Ἔπειτα δέν ξαναχτίστηκαν ποτέ. Ὁ Γρηγόριος, μέ ἀφορμή τά «μακρά τείχη», πῆρε συνειρμικά νά σκέπτεται τήν Ἀθήνα καί τά τήν τύχη της. Δόξες καί καταστροφές. Μεγάλοι σοφοί καί λαμπρά κτίρια. Τό μάρμαρο καί τό ἐλεφαντοστοῦν θαμπώνανε τά μάτια. Οἱ ξένοι μορφωμένοι θαυμάζανε τή σοφία καί τήν τέχνη της. Οἱ ἄρχοντες θαυμάζανε τήν παλαιά της δύναμη, τήν πολιτική ὀργάνωση, τή δημοκρατία, τήν παλιά κρατική παντοδυναμία.
Γιά ὅλ’ αὐτά ὁ Γρηγόριος εἶχε κάπως ἐνημερωθεῖ. Οἱ λεπτομέριες τοῦ διέφευγαν. Ἄλλωστε, ἄλλο νά βλέπεις ἀτόφια τά πράγματα κι ἄλλο ν’ ἀκοῦς γι’ αὐτά. Θέλησε νά ρωτήσει τόν ἀγωγιάτη, πού ἀδιάφορος περπατοῦσε δίπλα του:
-Δέ μοῦ λές, φίλε, πῶς εἶναι ἡ νέα πόλη τῆς Ἀθήνας, αὐτή πού ἔχτισε ὁ ρωμαῖος Ἀδριανός; Καί τά τείχη πού ἔχτισε ὁ Βαλεριανός κρατᾶνε ἀκόμη;
Ὁ ἀγωνιάτης ὅμως δέν καταλάβαινε ἀπό αὐτά. Κούνησε τίς πλάτες κι εἶπε μόνο πώς ξέρει τήν πύλη τοῦ Ἀδριανοῦ. Ἄδικα ρωτοῦσε ὁ Γρηγόριος. Οἱ ρωμαῖοι αὐτοκράτορες Ἀδριανός (117-138) καί Βαλεριανός (253-260), ἰδίως ὁ πρῶτος, ἔκαναν πολλά γιά τήν Ἀθήνα. Ὁ Ἀδριανός, ἐκτός ἄλλων, ἔχτισε καί τόν μεγαλοπρεπή ναό τοῦ Ὀλυμπίου Διός, πού σώζεται καί σήμερα κοντά στήν πύλη, πού ἔγινε πρός τιμήν τοῦ ρωμαίου τούτου αὐτοκράτορα, τοῦ Ἀδριανοῦ.
Οἱ Ἀθηναῖοι ὅμως δέ χάρηκαν γιά πολύ τίς λαμπρές κατασκευές. Τό 267, στήν ἐπιδρομή τῶν Ἐρούλων, καταστράφηκαν ὅλα. Οἱ βάρβαροι αὐτοί δέν ἄφησαν λιθάρι πάνω σέ λιθάρι. Σεβάστηκαν μόνο τήν Ἀκρόπολη καί τούς ναούς της.
Στό ἑξῆς ἡ Ἀθήνα ποτέ δέν ἀπέκτησε τήν παλιά της δόξα. Οὔτε κἄν αὐτήν πού γνώρισε μέ ρωμαίους αὐτοκράτορες. Ἐκεῖνο μόνο πού προσπαθοῦσαν τώρα οἱ Ἀθηναῖοι ἦταν νά συντηρήσουν μερικούς ἀπό τούς παλαιούς ναούς, λίγα γυμναστήρια, τή ρωμαϊκή ἀγορά, μερικά βαλαντεῖα (λουτρά) καί προπαντός τίς Σχολές.
Εἶχαν συλλάβει τό μήνυμα τῶν καιρῶν. Μόνο οἱ Σχολές καί ὀνομαστοί σοφιστές θά κρατοῦσαν τήν φήμη τῆς Ἀθήνας. Τ’ ἄλλα πέρασαν καί δέν ξαναγυρίζουν. Νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι τώρα ἡ Ἀθήνα δέν ἦταν οὔτε κἄν πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀχαΐας. Πρωτεύουσα ἔγινε ἡ Κόρινθος, πού τότε εἶχε περισσότερους κατοίκους καί εἶχε μεγαλύτερη δύναμη.
Ἡ φροντίδα, λοιπόν τῶν Ἀθηναίων συγκεντρώθηκε στά σχολεῖα, σέ δασκάλους καί σοφούς. Καί πράγματι συνέρρεαν ἐκεῖ διαλεχτοί σοφοί. Οἱ πιό καλοί τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου.
Καί τόσο πολύ αὐτό ἦταν ἀλήθεια, ὥστε οἱ διακεκριμένοι σοφιστές ὀνειρεύονταν πάντα μιά ἕδρα στήν Ἀθήνα.
Ἀλλά καί οἱ εὔποροι μορφωμένοι νέοι τῆς ἀπέραντης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας φιλοδοξοῦσαν νά σπουδάσουν τήν ἑλληνική γλώσσα καί φιλοσοφία στήν Ἀθήνα. Δάσκαλοι καί μαθητές, ἄν περνοῦσαν ἀπό τήν Ἀθήνα, εἶχαν στή τσέπη τους κι ἔνα διαβατήριο. Αὐτό τούς ἄνοιγε τήν πόρτα τῶν σχολείων καί ἀξιωμάτων σ’ ὅλες τίς πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας.
Σ’ αὐτή τήν πόλη τώρα ἔμπαινε ὁ Γρηγόριος, πληροφορημένος γιά πολλά κι ἀπληροφρότητος γιά περισσότερα.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
σελ.29-52
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου