Σελίδες

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Ὁ π. Κλεόπας προσκαλεῖται γιά ἡγούμενος στήν Μονή Νεάμτς.Ἡ δεύτερη ἀναχώρησις τοῦ π. Κλεόπα στά Βουνά (1952-1954)

   'Ο π. Κλεόπας προσκαλεῖται γιά ἡγούμενος στήν Μονή Νεάμτς.
 Ἡ ζωή καί οἱ ἀγῶνες τοῦ Γέροντος π. Κλεόπα Ἡλίε

π.Ἰωαννίκιος  Μπάλαν

Στήν ἀρχή τοῦ ἔτους 1951 ὁ πατριάρχης 'Ιουστινιανός ἐπιθυμῶντας νά ἀναβιώση πνευματικῶς καί ἡ Μονή Νεάμτς, ἡ μεγαλύτερη Κοινοβιακή λαύρα τῆς Χώρας μας, ἐνέκρινε νά μεταβῆ ὁ π. Κλεόπας στό Νεάμτς μέ 70 μοναχούς ἀπό τήν Σλάτινα καί τήν Συχαστρία.
'Ο π. Κλεόπας, ἀκούοντας αὐτή τήν εἴδησι, λυπήθηκε πολύ καί παρεκάλεσε τήν Κυρία Θεοτόκο νά τόν λυτρώση ἀπ' αὐτόν τόν πειρασμό, ἐνθυμούμενος καί τόν λόγο τοῦ Πνευματικοῦ τῆς Μονῆς 'Αγαπία, τοῦ π. Βικεντίου, ὁ ὁποῖος εἶπε: <Παιδιά μου, ὅταν θά σᾶς ἔρχωνται πολλοί πειρασμοί, νά νηστεύετε τρεῖς ἡμέρες καί νά προσεύχεσθε μέ δάκρυα στόν Θεό νά σᾶς διδάξη τί πρέπει νά κάνετε! > Καί ἰδού πῶς ἐνήργησε.
Μία νύκτα κλείσθηκε στό κελλί του καί προσευχόταν μέ νηστεία ἐπί ἑπτά ἡμέρες. Αὐτό τό ἐγνώριζε μόνο ὁ μαθητής του, ἱερομόναχος Σεραπίων καί κανείς ἄλλος.
Μετά ἀπό ἑπτά ἡμέρες, ὅπως καθόταν στό σκαμνί καί ἐξεκουράζετο λίγο, εἶδε ἕνα οὐράνιο φῶς τό ὁποῖο περιεκύκλωσε τήν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, πού εὑρισκόταν στόν τοῖχο. Κατόπιν ἡ Κυρία Θεοτόκος ὡμίλησε ἀπό τήν Εἰκόνα της καί τοῦ εἶπε: <Μή λυπῆσαι γιά τίς ἀναταραχές πού ἔγιναν στήν Μονή Νεάμτς, διότι ἐγώ θά τίς καταπαύσω. 'Εσύ νά μήν ἀμφιβάλλης γι' αὐτό>. Διότι ἕνας λογισμός τοῦ ἔλεγε νά πάη στήν Μονή Νεάμτς καί ὁ ἄλλος τοῦ ἔλεγε νά φύγη γιά τήν ἔρημο.

Κατόπιν ἐπῆγε στόν Πνευματικό του, τόν π. Παῒσιο. 'Εξωμολογήθηκε καί τοῦ εἶπε αὐτά πού ἄκουσε καί ὅτι εἶδε τήν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μέσα στό κελλί του ἀκτινοβολοῦσα. 'Ο Γέροντας τοῦ εἶπε: <Αὐτό εἶναι ἕνα θεϊκό σημεῖο. 'Αλλά μήν λέγης σέ κανένα ἐπί τοῦ παρόντος αὐτή τήν ὀπτασία. '
Από τώρα ἑτοιμάσου καί αὔριο νά κοινωνήσης. Καί, ἐάν θά εἶναι ἀπό τόν Θεό, θά πᾶς στό Μοναστήρι Νεάμτς καί ἡ Κυρία Θεοτόκος θά σέ βοηθήση. 'Εάν δέν εἶναι θέλημά Του, θά παραμείνης στήν θέσι σου.
Τήν δεύτερη ἡμέρα, μετά τήν Θεία Λειτουγία, ὁ π. Κλεόπας ἔλαβε εἰδοποίησι ὅτι ὁ πατριάρχης ἐρώτησε κι ἄλλους πολλούς καί ἀπεφάσισε νά παραμείνη ὁ π. Κλεόπας στόν τόπο του, ὅπου εὑρισκόταν καί πρίν. ῎Ετσι, μέ τίς προσευχές τῆς Θεομήτορος καί τίς εὐλογίες τοῦ Πνευματικοῦ του π. Παϊσίου, εἰρήνευσαν τά πάντα.

Ἡ δεύτερη ἀναχώρησις τοῦ π. Κλεόπα στά Βουνά (1952-1954)

Μέχρι τήν ἄνοιξι τοῦ 1952 τό Μοναστήρι Σλάτινα εἶχε μία μεγάλη πνευματική ἄνθησι. *Ητο ἕνα ἀπό τά πρῶτα ὀργανωμένα Μοναστήρια τῆς Χώρας μας. Μέχρι τότε εἶχε 80 Μοναχούς, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 60 ἦσαν νέοι.
Οἱ Χριστιανοί ἤρχοντο στίς ἑορτές ν' ἀκούσουν τίς 'Ακολουθίες καί κήρυγμα τοῦ π. Κλεόπα, τό ὁποῖον συγκινοῦσε τίς καρδιές ὅλων. ῞Ολα διεξήγοντο μέ ἀγάπη καί τάξι.
῞Ομως ὁ π. Κλεόπας ἔλεγε κατ' ἰδίαν πρός τούς μαθητάς του: <'Εγώ μόνο σωματικά εἶμαι ἐδῶ στήν Σλάτινα, ἐνῶ ψυχικά εἶμαι στήν Συχαστρία, ὅπου ἐκαλογέρευσα καί ἔζησα ἐκεῖ τόσα χρόνια>
'Ο διάβολος ὅμως, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε κοιμᾶται, δέν ἠμποροῦσε νά ὑπομείνη τήν μοναχική ἄσκησι καί ἁρμονική ζωή τῶν Μοναχῶν τῆς Μονῆς Σλάτινα. Γι'αὐτό προέτρεψε τήν κρατική 'Ασφάλεια νά κάνη μία ἐξονυχιστική ἔρευνα στήν 'Αδελφότητα τῆς Μονῆς Σλάτινα.
Φθάνοντας τήν νύκτα, τά ὄργανα τῆς μυστικῆς 'Αστυνομίας ἐξέτασαν καί ἐφοβέρισαν τόν ἡγούμενο καί τούς Πατέρες τῆς Μονῆς. Στήν συνέχεια ἐκράτησαν μερικούς ἀπ' αὐτούς, ὅπως τόν π. Κλεόπα, τόν π. 'Αρσένιο Παπατσιώκ καί τόν Δόκιμο Κωνσταντῖνο Δημητρέσκου.

'Αφοῦ τούς μετέφεραν μέχρι την πόλι Φαλτιτσένι, τούς ἐξέταζαν ὅλη τήν νύκτα. Τότε τόν π. Κλεόπα τόν ἐπέπληξαν λέγοντάς του: <'Η ἀφεντιά σου, σαμποτάρεις τήν ἐθνική οἰκονομία καί λέγεις ὅτι σήμερα εἶναι ὁ Γεώργιος, αὔριο ὁ Βασίλειος καί  αὔριο ἄλλη ἑορτή, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι ἄφησαν τήν ἀξίνα κάτω καί δέν ἐργάζονται πλέον!>
'Ο π. Κλεόπας τούς ἀπήντησε: <Πᾶς νά μήν εἰπῶ ὅτι εἶναι ἑορτή, ὅταν εἶναι γραμμένη στό 'Ημερολόγιο τῆς 'Αγίας 'Εκκλησίας μας;> 
Στό τέλος τούς εἶπαν νά μή κάνουν προπαγάνδα καί τούς ἄφησαν ἐλευθέρους.
Φθάνοντας τήν νύκτα στό Μοναστήρι ὁ π. Κλεόπας, ἐξωμολογήθηκε στόν Πνευματικό του καί μέ τήν συμβουλή του μυστικά, μαζί μέ τόν π. 'Αρσένιο ἀνεχώρησαν στά Βουνά Στηνισιοάρα σέ ἄλλους ἀγνώστους τόπους καί μακρινούς, μέχρις ὅτου ἠρέμησαν τά πράγματα  στήν Σλάτινα. 'Ο ἕνας στόν ἄλλο ἐξωμολογοῦντο καί ἐπιτελοῦσαν τά ῞Αγια Μυστήρια μεταξύ τους, ἀλλά δέν ἔμεναν στόν ἴδιο τόπο. ῎Εμειναν κρυμμένοι στά βουνά γιά πολύ καιρό μέσα σέ ἐρειπωμένα μαντριά προβάτων καί ἐλάμβαναν τροφή μία φορά τόν μῆνα ἀπό κάποιον εὐλαβῆ Χριστιανό, τόν Στράτο.
Πολλοί λύκοι ἦσαν τότε ἐκεῖ στά Βουνά τῆς Στηνισιοάρας, ἀλλά οἱ δύο ἐρημῖτες τούς ἔδιναν ἀπό τό ἰδικό τους φαγητό καί μέ τήν προσευχή τους στόν Θεό δέν τούς ἐφοβοῦντο πλέον.
'Αφοῦ ἐπέστρεψαν στήν Συχαστρία, ὁ π. Κλεόπας ἐδιηγεῖτο στούς Πατέρες μερικές στγμές ἀπό τήν περιπλάνησί τους στά βουνά:
<῞Οταν ἤμουν στό δάσος περιπλανόμενος μέ ἀναζητοῦσαν οἱ <φίλοι μου> κι αὐτοί ἦσαν: ῞Ενας γέρων ἀγριόχοιρος καί μία πονηρή ἀλεποῦ. Τόν  γέροντα ἀγριόχοιρο τόν τακτοποιοῦσα μέ εὐκολία. ῞Οταν τόν ἄκουγα νά μουγκρίζει καί νά σκάβη, κατέβαινα καί τοῦ ἔδινα πατάτες κι ἔφευγε& ἀλλά μέ τήν πονηρή ἀλεποῦ δέν ξεμπέρδευα εὔκολα. Αὐτή  ἐρχόταν τήν νύκτα μέχρι τήν πόρτα τῆς τρώγλης μου καί, ἐάν συνέβαινε νά ξεχνοῦσα κάτι νά τῆς ἀφήσω, μέ περίμενε ἔξω! 



  Μιά φορά ἔριξα μιά ματιά μέσα στό τσουκάλι πού ἔκανα τό ψωμί. Εἶχε ἀκόμη ἀπομείνει λίγο. ῏Ηλθε ἡ ἀλεποῦ καί, χωρίς φόβο καί ντροπή ἄρχισε νά τό τρώγη. 'Εγώ τήν εἶδα ἀπό τό παραθυράκι καί βγῆκα ἔξω.
 Αὐτή, ὅταν μέ εἶδε, ξεκίνησε νά φύγη, ἀλλά ὁ γάντζος τοῦ τσουκαλιοῦ ἔπεσε καί πέρασε μέσα στό κεφάλι της.
Τώρα τό πρόβλημά μου δέν ἦτο μόνο ὅτι δέν εἶχα ψωμί, ἀλλά δέν εἶχα οὔτε τσουκάλι, διότι ἡ ἀλεποῦ τό πῆρε στό λαιμό της καί ἀπομακρύνθηκε.
Ποῦ νά ζυμώσω λοιπόν ψωμί; 'Εφώναξα τήν ἀλεποῦ ἀπό μακριά: «῎Αφησέ μου, τουλάχιστον τό τσουκάλι!. . . . Κι αὐτή ἀνεδείχθη ἄλλη μιά φορά παμπόνηρη. Πλησίασε σ' ἕνα κλωνάρι τό κεφάλι της, κρεμάσθηκε τό τσουκάλι,  ἔβγαλε ἐκεῖ τό κεφάλι της κι ἔφυγε γιά τό δάσος. 'Εγώ ἤμουν πολύ χαρούμενος διότι μοῦ ἀπέμεινε τουλάχιστον τό τσουκάλι γιά νά ζυμώνω τό ψωμί καί τό πρόσφορο!
Εἶχα καί ἄλλους φίλους.
Αὐτοί ἦσαν οἱ τυφλοπόντικες καί ποντίκια τοῦ δάσους. 'Εάν δέν ξέρεις πῶς νά ὀργανωθῆς, αὐτά θά σέ ἀφήσουν χωρίς τροφή στά μισά τοῦ χειμῶνος. Εἶχα στήν σπηλιά μου ἕνα σακκί παξιμάδι δεμένο ψηλά σέ ἕνα δοκάρι. ῞Οταν πλησίαζε τό βράδυ, ἤρχοντο καί οἱ «ἐνορίτες μου». Τρυποῦσαν κι ἔμπαιναν μέσα στήν σπηλιά κι ἔφθαναν στό παξιμάδι. 'Εμένα δέν μέ λυποῦσε ἡ ἀξία τοῦ παξιμαδιοῦ, ἀλλά μέ στενοχωροῦσε τό γεγονός ὅτι δέν ἠμποροῦσα νά κάνω οὔτε τόν κανόνα μου, λόγῳ σωματικῆς ἐξαντλήσεως.
῞Οταν ἄρχιζα νά διαβάζω, ἄρχιζαν κι ἐκεῖνα νά ροκανίζουν τό παξιμάδι. Τί νά κάνω; ῎Ελεγα. 'Επῆρα ἕνα ραβδί στό δεξί χέρι καί τό Ψαλτήριο στό ἀριστερό. Κι ἄρχισα ἔτσι νά κάνω τήν προσευχή μου: «Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου. . . » ἐνῶ μέ τήν ράβδο, πάτ! κτυποῦσα τά ποντίκια τριγύρω μου! 'Αφοῦ τά τραυμάτιζα ἐκεῖνα ἔκαναν σάν πεθαμένα. Κατόπιν ἐσυνέχιζα: «πρόσχες τῆ φωνῆ τῆς δεήσεώς μου. . . » κι ἄλλους στίχους, καί ὅταν ἄρχιζαν νά ροκανίζουν, ἐγώ μέ τό ραβδί τά κτυποῦσα. ῎Ετσι ἔκανα τόν κανόνα μου μέχρις ὅτου ἔκλεισα ὅλες τίς τρύπες».
Μία φορά πηγαίνοντας γιά τό δάσος, τέλος τοῦ Φθινοπώρου, μ' ἔπιασε μιά δυνατή βροχή, ἡ ὁποία μέ μούσκεψε σ' ὅλο τό σῶμα μου. ῎Ηδη ἤμουν πολύ μακριά ἀπό τήν σπηλιά μου κι ἔπρεπε νά διανύσω ἕνα κομμάτι δρόμου ἀρκετά μεγάλο μέ τά ροῦχα μου βρεγμένα.
Καθ' ὁδόν τό κρῦο ἦτο πολύ σκληρό καί ὁ ἄνεμος κρύος πού μοῦ προκάλεσαν ἀγκύλωσι. ῎Επεσα, λοιπόν, κάτω, ὄχι πολύ μακριά ἀπό τήν σπηλιά μου, χωρίς νά ἠμπορῶ νά κινηθῶ. 'Εσκεπτόμουν: «Τώρα θ' ἀποθάνω καί θά φύγω ἀπ'αὐτή τήν ζωή χωρίς τήν Θεία Κοινωνία». Τότε προσευχήθηκα θερμά καί δυνάμωσα. καί σιγά-σιγά ἔφθασα στήν σπηλιά μου.  'Εκεῖ μέ δυσκολία ἄναψα φωτιά, στάθηκα  δίπλα, ἐστέγνωσα καί λυτρώθηκα ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ θανάτου. 

 'Ἀκόμη ὁ π. Κλεόπας, ὅπως μοῦ ἔλεγε, εἶχε κι ἄλλον πειρασμό:
«Μιά νύκτα μετά τά μεσάνυκτα ἤμουν στήν σπηλιά μου καί εἶχα τελειώσει τήν 'Ακολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ. ῎Εφθασα στό τέλος τοῦ ὄρθρου, ὅταν ξαφνικά ἄκουσα: Μπούφ, μπούφ, μπούφ!. . . 'Ενόμιζα ὅτι ἔτρεμε ὅλη ἡ γῆ. Βγῆκα ἔξω νά ἰδῶ τί εἶναι αὐτό πού ἀκούγεται, ἀλλά, ὅταν ἄνοιξα τήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς μου, εἶδα ἔξω ἕνα δυνατό φῶς καί μέσα σ' αὐτό χάλκινο τάνκς μέ πολλούς τροχούς.
'Απ' αὐτό κατέβηκε ἕνας ὑψηλός ἄνθρωπος μέ μεγάλα μάτια, μέ μαῦρο καί ἀγριωπό πρόσωπο καί μ' ἐρώτησε κοφτά: «Τί ζητεῖς ἐδῶ;» Τότε ἐνθυμήθηκα τί λέγουν οἱ ῞Αγιοι Πατέρες μας.
῞Οτι, ἐάν ἔχης τά ῞Αγια Μυστήρια, ἔχεις τόν Χριστό ὁλοζώντανο! Εἶχα τόν ῞Αγιο ῎Αρτο στήν κουφάλα ἑνός ἐλάτου μέσα στήν σπηλιά μου. ῞Οταν εἶδα αὐτή τήν δαιμονική σκηνή, μπῆκα γρήγορα μέσα, ἐπῆρα στά χέρια μου τά ῞Αγια Δῶρα καί μόνο μέ αὐτά εἶπα: «Κύριε 'Ιησοῦ Χριστέ, μή μέ ἐγκαταλείπης!»
Νά ἰδῆς ἐσύ τί προσευχή κάνεις, ὅταν βλέπης τόν δράκοντα στήν πόρτα σου! ῞Οταν ἐκύτταξα πάλιν ἔξω, εἶδα ὅτι ἀπεμακρύνοντο μέ τήν δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Δίπλα στήν σπηλιά μου ἦτο μία βαθειά χαράδρα ὅπου ἔπεσε μέσα σ' αὐτή τό ἀκάθαρτο ἐκεῖνο πνεῦμα. 'Αλλά πῶς ἔπεσε; ῞Οταν ἔφθασε στό χεῖλος τῆς χαράδρας ἔκαμε τρεῖς κύκλους γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του μαζί μέ τό τάνκς  καί μετά ἔπεσε καί ἔκανε δυνατό κρότο. Αὐτός ὁ κρότος ἀκουγόταν στά αὐτιά μου μέχρι τήν ἄλλη νύκτα, δηλαδή ἐπί 24 ὧρες».
Μιά ἄλλη φορά, ὅταν ἦτο ὁ π. Κλεόπας μέσα στήν σπηλιά του, ἄκουσε πάλι θόρυβο. Κι ὅταν ἐξῆλθε ἔξω, γινόταν ἕνας ἀληθινός πόλεμος. ῎Εβλεπε τάνκς νά ἔρχωνται πρός τό μέρος του, στρατιῶτας ἁρματωμένους νά τρέχουν καί τοῦ φαινόταν ὅτι ὅλο τό στράτευμα προσπαθοῦσε νά τόν συλλάβη. Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε τήν προσευχή καί ὅλη αὐτή ἡ δαιμονική φαντασία ἐξαφανίσθηκε.
Μᾶς ἐδιηγήθηκε καί ὁ π. 'Αρσένιος ἕνα συμβάν πού ἔζησε στήν ἔρημο μέ τόν π. Κλεόπα: Κάποτε μᾶς ἔπιασε μιά μεγάλη βροχή στό δάσος, ὄχι πολύ ψηλά, ἀλλά μακριά ἀπό τήν σπηλιά. 'Ο π. Κλεόπας εἶχε σταθῆ σ' ἕνα μέρος κι ἐγώ σέ ἄλλο 'Αναζητούσαμε συστάδες ἀπό πυκνά δένδρα καί θάμνους νά φυλαχθοῦμε. 'Εκεῖνος ἐπέμενε, εὑρισκόμενος κάτω ἀπό κλαδιά νά ἔλθω κι ἐγώ κοντά του. Μέχρις ἐκεῖ ἦτο ἡ ἀπόστασις 30 μέτρα. 'Εγώ τοῦ ἔλεγα ὅτι ἡ ἰδική μου τοποθεσία εἶναι καλλίτερη, ἐνῶ αὐτός μοῦ ἔλεγε ὅτι ἦτο ἡ ἰδική του. Τότε ἐσκέφθηκα: «῎Οχι, στάσου λίγο! Γιατί νά μή ἀκούσω  τόν π. Κλεόπα!»῎Εφυγα ἀπό ἐκεῖ καί ἀμέσως κατωλίσθησε ἐκεῖνος ὁ τόπος πού ἐστεκόμουν. 'Εθαύμασα! 'Ιδού τί σημαίνει ὑπακοή!»
Τόν χειμῶνα τοῦ 1953 τό κρῦο ἦτο πολύ δυνατό.
'Ο π. Κλεόπας εἶχε προσκληθῆ ἀπό Χριστιανούς ἀπομονωμένων σπιτιῶν τοῦ δάσους, ὅπου τούς παρηγοροῦσε μέ πνευματικές ἱστορίες. Μία οἰκοδέσποινα τόν ἐρώτησε: «Πάτερ, ἔχω ἕνα ἀνεψιό. Νά ἔλθη κι αὐτός; «Ναί, νά ἔλθη».
Μετά ἀπό λίγη ὥρα πάλι τοῦ ἔλεγε: «Πάτερ, ἔχω μία ἀνεψιά. Νά ἔλθη κι αὐτή νά ἀκούση τά λόγια σας; «Ναί, νά ἔλθη καί αὐτή!» 'Αλλά παρατήρησε ὁ Πατήρ ὅτι συγκεντρώθηκαν πάρα πολλοί. Τότε ἄφησε ἕνα σημείωμα στό τραπέζι, στό ὁποῖον ἔγραφε: «'Εγώ ἀνεχώρησα. Συγχωρέστε με!» Καί ἔφευγε γιά τό δάσος. 



῞Οταν εὑρέθηκε μέ κάποιον Χριστιανό, εἶχε καί ἄλλον πειρασμό. 'Ο ἐχθρός ἐμφανίσθηκε σάν σκίουρος καί στάθηκε ἐπάνω ἀπό τήν εἰκόνα, στό κελλί ὅπου ἔμενε. 'Ο Πατήρ ἀγανακτισμένος τόν ἔριξε κάτω. 'Αμέσως ὁ σκίουρος ἄρχισε νά κλαίη, ἐνῶ θά ἔπρεπε  μόνο μέ τήν προσευχή νά ἀντιμετωπίση τόν πόλεμο αὐτό τοῦ διαβόλου.
Οἱ Πατέρες Κλεόπας καί 'Αρσένιος ἀγωνίσθηκαν στά βουνά Στηνισιοάρα μέχρι τό καλοκαίρι τοῦ 1954, ὅταν ὁ πατριάρχης 'Ιουστινιανός  ἐπέτυχε τήν ἔγκρισι ἀπό τό Κράτος οἱ δύο αὐτοί ἀσκητές νά ἐπιστρέψουν στό Μοναστήρι τους ἤ νά ἔλθουν στό Πατριαρχεῖο
῞Οταν ἦλθαν νά  βγάλουν τόν π. Κλεόπα ἀπό τήν ἔρημο καί νά τόν ὁδηγήσουν στό Πατριαρχεῖο, αὐτός ἐφοβήθηκε μήπως ζητοῦν νά τοῦ στήσουν ἄλλη ἐνέδρα.
῎Αρχισε ὅμως νά προσεύχεται στόν Θεό νά τοῦ δείξη ἄν πρέπη ἤ δέν πρέπει νά ὑπάγη. Τότε τοῦ ἦλθε στόν νοῦ ὁ λόγος τοῦ ἁγίου 'Ιωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος λέγει: «Εἶναι ἐντροπή στόν ποιμένα νά φοβῆται τόν θάνατο, ὅταν ὁ θάνατος εἶναι μέσα στήν ὑπακοή». Καί εἶπε στόν ἑαυτό του: «Ποιός μέ καλεῖ; Μέ καλεῖ ὁ Πατριάρχης τῆς 'Εκκλησίας! 'Εάν μέ στέλλει στόν θάνατο, θά πάω στόν θάνατο!»
῎Ετσι, μετά ἀπό ἄσκησι στήν ἔρημο δύο ἐτῶν, οἱ Πατέρες Κλεόπας καί 'Αρσένιος ἀνεχώρησαν γιά τό Βουκουρέστι συνοδευόμενοι ἀπό τόν ἱερομόναχο π. Δανιήλ  Θεοδώρου.
'Εδῶ ἔγιναν δεκτοί μέ πολλή ἀγάπη ἀπό τόν πατριάρχη 'Ιουστινιανό μέ τούς ὁποίους συνωμίλησε πνευματικά θέματα ἐκείνο τό βράδυ. Κατόπιν ἐστάλησαν στά περισσότερα Μοναστήρια πέριξ τῆς πρωτευούσης γιά νά ἐξομολογήσουν καί διδάξουν τούς μοναχούς καί μοναχές.
Μετά ἀπ' αὐτή τήν διακονία τους οἱ Πατέρες ἐπέστρεψαν στό Μοναστήρι Σλάτινα, πρός ἄφατον χαράν τῶν μοναχῶν καί τῶν Χριστιανῶν ἐκείνου τοῦ τόπου.

  Μετάφρασις-ἐπιμέλεια ὑπό Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου