Ὁσίου
Ἀμβροσίου
Τά
περιστατικά
πού
θά
διηγηθοῦμε
στό
ἑξῆς
θά
ἀναφέρωνται
στήν
μεταβατική
περίοδο
πού
μεσολάβησε
ἀπό
τόν
θάνατο
τοῦ
στάρετς
Μακαρίου
μέχρι
τήν
ὁριστική
ἀνάληψι
τοῦ
στάρτσεστβο
ἀπό
τόν
π.
Ἀμβρόσιο.
Δύο
χρόνια μετά τήν ἀπώλεια τοῦ ἑνός
μεγάλου σημειώθηκε ἡ ἀπώλεια καί τοῦ
ἄλλου. Ὁ Ἡγούμενος Μωϋσῆς φορτωμένος
τό βάρος τῶν ὀγδόντα ἐτῶν, γεμᾶτος
κόπο καί μόχθο μετέστη στήν χώρα τῆς
αἰωνίου ἀναπαύσεως. Ὁ Ἐπίσκοπος ἦρθε
ἀπό τήν Καλούγα νά τελέση τήν κηδεία
καί νά ρυθμίση τά τῆς ἐκλογῆς τοῦ
διαδόχου. Μέ τήν ἐποπτεία τοῦ Ἀρχιμανδρίτου
Γερασίμου – ἐχρημάτιζε Ἐπόπτης τῶν
Ἱερῶν Μονῶν ὅλης τῆς Ἐπαρχίας –
ἐξελέγη Ἡγούμενος ὁ Ἱερομόναχος
Παφνούτιος· ἔλαβε περισσότερους ψήφους
ἀπό τόν Ἱερομόναχο Ἰσαάκιο.
Ὁ
π. Ἰσαάκιος πανηγύριζε γιατί δέν ἤθελε
μέ κανένα τρόπο νά λάβη ἡγουμενικές
θέσεις. Μάλιστα πρό τῆς ἐκλογῆς
παρακαλοῦσε πολλούς νά μή δώσουν ὑπέρ
αὐτοῦ τήν ψῆφο τους. Οἱ πνευματικώτεροι
ὅμως καί εὐλαβέστεροι μοναχοί ἦταν
κάπως λυπημένοι μέ τά ἀποτελέσματα τῆς
ψηφοφορίας. Καί ὁ π. Ἀμβρόσιος
δυσαρεστήθηκε, ἀφοῦ ὁ μακαρίτης, ὁ
στάρετς Μακάριος, εἶχε ὁρίσει ρητῶς
διάδοχο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Μωϋσῆ τόν
π. Ἰσαάκιο.
Ὁ
Ἐπίσκοπος δέν εἶχε ἐπικυρώσει ἀκόμη
τήν ἐκλογή τοῦ π. Παφνουτίου, ὁπότε ὁ
π. Ἀμβρόσιος σκέφθηκε νά ἐνεργήση
καταλλήλως. Ξεκίνησε νά τόν συναντήση.
- Πανιερώτατε, τοῦ εἶπε, ἔρχομαι νά σᾶς γνωστοποιήσω κάτι πού μέχρι τώρα δέν σᾶς ἀνακοινώθηκε. Ὁ στάρετς Μακάριος εἶχε ὁρίσει τόν π. Ἰσαάκιο γιά τό ἀξίωμα τοῦ Ἡγουμένου.
- Καί γιά πιό λόγο, εἶπε ὁ Ἀρχιερεύς, δέν μοῦ τό ἀνακοινώσατε; Ἐγώ πρώτη φορά τό ἀκούω.
- Δέν σᾶς τό ἀναφέραμε, ἐξήγησε ὁ π. Ἀμβρόσιος, γιατί ὁ π. Ἰσαάκιος παρακαλοῦσε ἐπίμονα νά μείνη μακρυά ἀπό τήν ἡγουμενία καί κανείς νά μή κάνη λόγο γι᾿ αὐτό.
Ὁ
Ἐπίσκοπος ἔκρινε ὀρθό νά σεβασθῆ τήν
ἐπιθυμία τοῦ μεγάλου στάρετς καί νά
παραδώση τήν ἡγουμενική ράβδο στόν π.
Ἰσαάκιο. Ἐκεῖνος, ταπεινός καί φίλος
τῆς ἡσυχίας, δέν μποροῦσε νά συγκρατήση
τά δάκρυά του γιά τόν βαρύ σταυρό πού
τοῦ ἀνέθεσαν. Ὁ Ἀρχιερεύς τοῦ ἀπένειμε
καί τόν τιμητικό τίτλό τοῦ «Οἰκοδόμου
τῆς Ὄπτινα», πού ἀργότερα ἀντικατεστάθη
μέ τό ὀφφίκιο τοῦ «Ἀρχιμανδρίτου».
Μέ
τόν θάνατο τοῦ Ἡγουμένου Μωϋσῆ καί μέ
τίς διάφορες ἀλλαγές στήν διοίκησι τῆς
Ὄπτινα, σημειώθηκε κάποια γενικώτερη
τροποποίησις. Ἡ Μονή τώρα εἰσήρχετο,
ὅπως ἔδειχναν τά πράγματα, σέ μία
καινούργια περίοδο τῆς ἱστορίας της,
περίοδο ἀκμῆς καί ἀκτινοβολίας.
Προϊστάμενος
στήν Σκήτη ὡρίσθη τώρα ἀπό τόν νέο
Ἡγούμενο ὁ Ἱερομόναχος Ἱλαρίων.
Γεγονός χαρμόσυνο. Ἐπρόκειτο γιά πρόσωπο
μεγάλης ἀρετῆς, γιά στυλοβάτη τοῦ
μοναχισμοῦ. Λίγο ἀρχαιότερος τοῦ π.
Ἀμβροσίου εἶχε χρηματίσει καί αὐτός
διακονητής καί σύγκελλος τοῦ στάρετς
Μακαρίου. Ἄν ἀπό τόν ἅγιο αὐτό κορμό
ἐπρόβαλλαν δύο εὐλογημένοι κλῶνοι,
αὐτοί ἦταν ὁ π. Ἀμβρόσιος καί ὁ π.
Ἱλαρίων.
Οἱ
μοναχοί τῆς Σκήτης μποροῦσαν νά
καυχῶνται γιά τόν καινούργιο Προϊστάμενό
τους· καί γιά τίς ἀρετές του καί γιά
τήν διδασκαλική του χάρι καί γιά τήν
ποιμαντική του σοφία. Καί ὁ π. Ἀμβρόσιος
ἦταν ἰδιαίτερα εὐχαριστημένος. Ὁ π.
Ἱλαρίων, ὁ ὁποῖος μάλιστα καί
ἐξωμολογεῖτο σ᾿ αὐτόν, συνεργάσθηκε
ἄριστα μαζί του σ᾿ ὅλα τά πνευματικά
θέματα στά δέκα χρόνια τῆς προϊσταμενίας
του. Ὁ θάνατος τόν ἐπισκέφθηκε στίς 18
Σεπτεμβρίου τοῦ 1873 καί ἔθεσε τέρμα
στήν ὀδυνηρή ἀρρώστια πού τόν ταλαιπωροῦσε
στά τελευταῖα του. Οἱ τελευταῖες
τριαντατρεῖς ἡμέρες τῆς ἐπιγείου
ζωῆς του ἦταν λουσμένες μέσα στό οὐράνιο
πασχαλινό φῶς πού τοῦ χορηγοῦσε ἡ
καθημερινή Θεία Κοινωνία.
«Μὴ
κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε·
ἐν
ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε,
καὶ
ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται
ὑμῖν.»
Ματθ.
Ζ΄:
1-2
Σ᾿
αὐτόν τόν θαυμάσιο ποιμένα ὑπέβαλε
κάποτε ἕνα πνευματικό του τέκνο τήν
ἐρώτησι:
- Ἄν μοῦ ζητήσουν, πάτερ, νά ἐκφέρω τήν γνώμη μου γιά κάποιο πρόσωπο, τί νά ἀπαντήσω; Νά πῶ τήν ἀλήθεια;
Κι᾿
ἐκεῖνος ὁ σοφός ἀποκρίθηκε:
- Ἄν πῆς τήν ἀλήθεια, ἄν πῆς λ.χ. Ὅτι ὁ τάδε εἶναι τεμπέλης ἤ φλύαρος, εἶναι σάν νά τόν κρίνης. Ἄς ἐπιδιώκουμε νά τούς θεωροῦμε ὅλους καλούς. Ὁ Θεός μόνο γνωρίζει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά κρίνουμε ἀλάνθαστα τόν συνάνθρωπό μας.
«οὐ
γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ
εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον,
ἀλλ' ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ.
ὁ
πιστεύων
εἰς
αὐτὸν
οὐ
κρίνεται·
ὁ
δὲ
μὴ
πιστεύων
ἤδη
κέκριται,
ὅτι
μὴ
πεπίστευκεν
εἰς
τὸ
ὄνομα
τοῦ
μονογενοῦς
υἱοῦ
τοῦ
Θεοῦ.
αὕτη
δέ
ἐστιν
ἡ
κρίσις,
ὅτι
τὸ
φῶς
ἐλήλυθεν
εἰς
τὸν
κόσμον
καὶ
ἠγάπησαν
οἱ
ἄνθρωποι
μᾶλλον
τὸ
σκότος
ἢ
τὸ
φῶς,
ἦν
γὰρ
πονηρὰ
αὐτῶν
τὰ
ἔργα».
Ἰω.
γ΄: 17 -19
Ὁ
Ἱερομόναχος Ποιμήν, πνευματικό τέκνο
τῶν δύο στάρετς, τοῦ Λέοντος καί τοῦ
Μακαρίου, εἶχε νά ἐγκωμιάζη τήν
ταπεινοφροσύνη τοῦ π. Ἀμβροσίου. Κάθε
φορά πού τόν δεχόταν γιά ἐξομολόγησι
– ἦταν ὁ ἐξομολόγος τοῦ π. Ἀμβροσίου
μετά τόν θάνατο τοῦ στάρετς Μακαρίου
– ἐθαύμαζε τό πνεῦμα τῆς συντριβῆς
καί τῆς μετανοίας του. Καί ὁ Ποιμήν
ἦταν ἄνθρωπος ἀγωνιστικότητος καί
ἀρετῆς, σημαντικός στῦλος στό Μοναστήρι
τῆς Ὄπτινα.
Ἀναφέρει
κάπου ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος
γιά ἀνθρώπους πού προχώρησαν στήν
πνευματική ζωή ὅτι «ἐγένοντο ὑπεράνω
τῆς τοῦ σώματος ταπεινώσεως». Ὁ
ἐξομολόγος τοῦ π. Ἀμβροσίου μποροῦσε
νά συγκαταλεγῆ σ᾿ αὐτούς. Εἶχε
ἀποδεσμευθῆ ἀπό πολλά βάρη σωματικῶν
ἀναγκῶν. Τόν ὕπνο π.χ. τόν ἀντιμετώπιζε
σάν νικημένο ἐχθρο. Καθισμένος στό
κελλί του σέ μία καρέκλα μισοκοιμόταν
γιά λίγο, καί αὐτό ἦταν ὅλο!
Πολλοί
πού ἐπικσέπτονταν τό κελλί του ἔβλεπαν
τοποθετημένα στό κρεββάτι του ὡρισμένα
ἀντικείμενα – βιβλία, ροῦχα κ. ἄ. Ἀκόμη
καί πρωϊνές ὧρες νά ἔκαναν τήν ἐπίσκεψι
τά ἀντίκρυζαν στήν ἴδια θέσι. Καμμία
μετακίνησις. «Τί στό καλό!» μονολογοῦσαν.
«Τοῦτος ὁ μοναχός δέν πέφτει ποτέ σέ
κρεββάτι νά κοιμηθῆ;»
Τῷ
Θεῷ
δόξα!
Ἀμήν!
Συνεχίζεται...
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“Ο
ΟΣΙΟΣ
ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
ΤΗΣ
ΟΠΤΙΝΑ”
ΙΕΡΑ
ΜΟΝΗ
ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ
ΑΤΤΙΚΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου